Συγγραφέας: S. Naipaul
Οικονομική Επιθεώρηση Άπω Ανατολής, Χόνγκ-Κόνγκ
Η συνέντευξη πάρθηκε από τον Ahmed Rashid
Από το Τρινιντάντ, Ινδός στην καταγωγή και αγγλόφωνος, ο V. S. Naipaul, έχει δημοσιεύσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, είκοσι δύο βιβλία από το 1954. Εξηγεί στην “Οικονομική Επιθεώρηση Άπω Ανατολής” γιατί οι συγγραφείς, κυρίως στην Ασία, οφείλουν να εμπνευστούν τις δικές τους αφηγηματικές μορφές, αντί να μπαίνουν στο καλούπι μυθιστορηματικού τύπου.
Μ’ όλο που πλησιάζει στην ηλικία της σύνταξης, ο Vidiadhar Surejpresad Naipaul δεν αφήνει να εμφανιστεί κανένα σημάδι κούρασης. Την ώρα αυτή (Σημ. μετ. η συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε τον Ιανουάριο 1996), ο εξηντατριάχρονος συγγραφέας διασχίζει την Ασία αναζητώντας πληροφορίες για το προσεχές του βιβλίο. Το 1979, ο Naipaul πραγματοποίησε ένα παρόμοιο ταξίδι, μετά από το οποίο έγραψε ένα καινοτόμο μυθιστόρημα, το “Λυκόφως πάνω από το Ισλάμ: ταξίδι στη χώρα αυτών που προλέγουν το μέλλον”, μια διήγηση του ταξιδιού και σκέψεις για το Ισλάμ και για το φονταμενταλισμό στην Ασία. Το καινούργιο του βιβλίο πρέπει να είναι η συνέχεια, αλλά ο συγγραφέας φυλάει καλά το μυστικό για το ακριβές του περιεχόμενο. Ο Naipaul γράφει από το 1954 και ταξιδεύει από το 1960. Γεννημένος στο Τρινιντάντ και από οικογένεια ινδών ινδουιστών, ζει στην Αγγλία από το 1950, από τα χρόνια που έφτασε εκεί πέρα για πρώτη φορά με σκοπό να ακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές.
Θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως ένας από τους σπουδαιότερους ζώντες συγγραφείς του 20ου αιώνα και συμμετέχει σταθερά στη μικρή ομάδα υποψηφίων για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Συγγραφέας έντεκα μπεστ-σέλλερς, δεν γράφει σχεδόν καθόλου πια μυθιστορήματα με φανταστική πλοκή. Φυλάσσοντας ζηλότυπα την προσωπική του ζωή, ο Naipaul δίνει σπάνια συνεντεύξεις. Ο ανταποκριτής, ωστόσο, της “Οικονομικής Επιθεώρησης της Άπω Ανατολής” στο Πακιστάν, κατάφερε να τον συναντήσει στη Λαχόρη και να τον πείσει να του μιλήσει για τον εαυτό του και για τη δουλειά του.
Ερώτηση: Σε ποιά κατηγορία θα καταχωρούσατε το είδος των βιβλίων που γράφετε τώρα; Στα ντοκυμαντέρ; Στις ταξιδιωτικές διηγήσεις;
- S. Naipaul: Κανένας λόγος δεν υπάρχει για να το ταξινομήσει κανείς. Τα βιβλία μου είναι μέρος της δουλειάς μου, μέρος των γραφτών μου, μέρος της αδιάκοπης ενατένισής μου προς τον κόσμο μέσα στον οποίο ζω. Αυτή η μανία του προσδιορισμού, ελάχιστο ενδιαφέρον παρουσιάζει. Ξεκινάει από την αρχή ότι δεν υπάρχει παρά ένας και μόνος τύπος γραψίματος που μετράει, αυτός που καλείται λογοτεχνική δημιουργία ή, όπως λέγεται γενικά, μυθιστόρημα. Πιστεύω πως αυτό είναι μια κληρονομιά από το 19ο αιώνα. Πιστεύω ότι η λογοτεχνική δημιουργία μπορεί να οδηγήσει στην Ιστορία της Τέχνης, στη Βιογραφία, στην Ιστορία. Όλα τα είδη γραψίματος μπορούν να είναι δημιουργικά. Χαρακτήρισαν τα βιβλία μου σαν ταξιδιωτικές διηγήσεις, αλλά αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σφάλμα γιατί, από το παρελθόν, τα ταξιδιωτικά κείμενα ήταν γραμμένα κυρίως από ανθρώπους που περιέγραφαν το οδοιπορικό του ταξιδιού τους… Αυτό που κάνω εγώ είναι πολύ διαφορετικό. Ταξιδεύω ξεκινώντας από ένα θέμα. Δεν ταξιδεύω για να μιλήσω για τον εαυτό μου, αλλά για να παρατηρήσω τον κόσμο. Ταξιδεύω για να διεξάγω μια έρευνα. Δεν είμαι δημοσιογράφος. Παίρνω μαζί μου όλα τα χαρίσματα της κατανόησης, της παρατήρησης και της περιέργειας που ανέπτυξα ως συγγραφέας. Στον κατάλογο αυτό πρέπει να προσθέσω και το χάρισμα της αφήγησης. Αυτές οι έρευνες που γράφω προς το παρόν είναι στην πραγματικότητα διηγήσεις με δομή. Είναι η διήγηση του ταξιδιού μέσα στην οποία υπεισέρχονται πολλές μικρότερες διηγήσεις οι οποίες εγγράφονται μέσα στο γενικό πλαίσιο.
Ερώτηση: Σκέφτεστε να ξαναγυρίσετε κάποια μέρα στο καθαρό μυθιστόρημα ή στο μύθο που θα είναι προϊόν της καθαρής φαντασία σας;
Naipaul: Αυτό που γράφω είναι καθαρό προϊόν της φαντασίας μου, οφείλω, όμως, να παραδεχτώ ότι αντιπαθώ τη λέξη “μυθιστόρημα”. Δεν καταλαβαίνω πια γιατί να είναι τόσο σημαντικό το να γράφονται ή να διαβάζονται επινοημένες ιστορίες. Σε ό,τι με αφορά, δεν έχω ανάγκη από αυτό το ερέθισμα. Δεν έχω ανάγκη απ’ αυτές τις φαντασιοπληξίες. Έχω ακόμα τόσα πράγματα να διαβάσω, τόσα πράγματα να καταλάβω από τον κόσμο. Ζούμε σε μια εποχή εξαιρετική, σε μια εποχή που έχουμε πολύ περισσότερες γνώσεις στη διάθεσή μας από όσες εδώ και εκατό χρόνια. Μπορούμε να διαβάσουμε βιβλία για την τέχνη στην Ινδία, για την ινδική ιστορία, για την ιστορία του πολιτισμού στην Ν. Α. Ασία, για την κινέζικη τέχνη, τα οποία, απλούστατα, δεν ήταν στη διάθεσή μας πριν από εκατό χρόνια. Δεν θεωρώ το διάβασμα ως επιθυμία να ζαλίζει κανείς το κεφάλι του με ιστορίες. Δεν έχω ανάγκη απ’ αυτό το πράγμα. Αυτός ο άλλος τύπος διαβάσματος είναι πολύ πιο συναρπαστικός για μένα και υπάρχει αμηχανία επιλογής. Δεν έχω πια τον καιρό για να διαβάσω αυτά τα καινούρια βιβλία με τα εμπορικά μυθιστορήματα που εκδίδουν.
Σε κάποια εποχή, η μυθιστορία επέτρεπε ένα είδος ανακαλύψεων για τις οποίες μίλησα προηγουμένως. Ανακαλύψεων πάνω στη φύση της κοινωνίας, πάνω στα κράτη, αν και η αξία αυτών των λογοτεχνικών έργων δεν περιοριζόταν στην αφηγηματική τους πλευρά. Έχω την αίσθηση ότι τα πιο σημαντικά έργα μυθιστορίας γράφτηκαν τον 19ο αιώνα και, πιο ειδικά, ανάμεσα στο 1830 και 1895. Νομίζω ότι αυτό που ακολούθησε δεν ήταν παρά οι παραλλαγές αυτών των βιβλίων. Αυτό που έκανε ο Μπαλζάκ ήταν το να δημιουργήσει και να ανακαλύψει τη σύγχρονη Γαλλία και το έργο του -μνημειώδες- παραμένει μοναδικό, πρωτότυπο. Το ίδιο έκανε επίσης και ο Φλωμπέρ για την Γαλλία στη “Μαντάμ Μποβαρύ”. Δεν επρόκειτο απλώς για την ιστορία μιας γυναίκας χαμένης μέσα στις φαντασιώσεις της, αλλά για μια ιστορία για τη Γαλλία. Ήταν η δημιουργία μιας ολόκληρης κουλτούρας. Όλα τα σημαντικά έργα είναι πρωτότυπα. Είναι έργα που δεν μοιάζουν με αυτά που γράφτηκαν στο παρελθόν. Τα μόνα καλά βιβλία είναι τα μοναδικά βιβλία.
Σήμερα, ο κόσμος βρίσκει πολύ εύκολα μια μεγάλη ζωντάνια στα ασιατικά κείμενα σε αντίθεση με τα εγγλέζικα. Αυτός, ωστόσο, δεν είναι ο σωστός τρόπος για να βλέπει κανείς τα πράγματα. Αυτή η ζωντάνια απορρέει από το γεγονός ότι η μορφή είναι δανεική και από το ότι τη γεμίζουμε μ’ αυτό το καινούριο υλικό. Όταν θα έχει εισαχθεί αρκετό υλικό μέσα σ’ αυτήν εδώ τη μορφή, θα μας φαίνεται ότι η ζωντάνια εξαφανίζεται και απ’ αυτήν, και θα έρθουμε αντιμέτωποι με το ίδιο πρόβλημα, με το να βρούμε ποιοι είναι οι νέοι συγγραφείς στην Ασία. Όταν διαβάζουμε ένα Ρώσο συγγραφέα όπως τον Τουργκιένιεφ, Τις διηγήσεις του ενός κυνηγού, λέμε πώς θα μπορούσε να το γράψει κανείς για τους ιδιοκτήτες γης στο Πεντζάμπ. Έτσι, όμως, ένας συγγραφέας δεν γράφει πραγματικά το δικό του βιβλίο, ξαναγράφει το βιβλίο του Τουργκιένιεφ. Γιατί το περιεχόμενο και η μορφή είναι πάντα άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Αυτό που συμβαίνει όταν εισάγει κανείς το δικό του περιεχόμενο σε μια μορφή που έχει δανειστεί, είναι το ότι αποσχηματοποιεί κάπως το περιεχόμενο. Κάθε πολιτισμός έχει το δικό του τρόπο να συναισθάνεται και να βλέπει. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι θεώρησης και διαφορετικές ιδέες πραγμάτωσης και συμπεριφοράς στους ανθρώπους. Όταν προσπαθεί κανείς να γράψει όπως ο Χέμινγουέι και γράφει για την Ινδία -δε γίνεται, δεν περπατάει αυτό το πράγμα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, πιστεύω ότι οι μορφές είναι δυναμικές. Πριν από το μυθιστόρημα στην Ευρώπη, υπήρξε το δοκίμιο, η αφηγηματική ποίηση, το θέατρο, το έπος, που θεωρήθηκαν θεμελιακές μορφές σε διαφορετικές εποχές. Δεν έχουμε την ανάγκη να θεωρούμε το μυθιστόρημα σαν μια μορφή θεμελιακή. Δεν ξέρω πως μπορούμε να κρίνουμε μια μορφή παράγωγη. Λέγεται ότι πρέπει να σκεφτούμε την ιστορία, τα πρόσωπα, το στυλ και να κάνουμε το γενικό απολογισμό. Με τα πρωτότυπα έργα, όμως, δεν χρειάστηκε ποτέ να κάνουμε κάτι τέτοιο, είναι πρωτότυπα, το ξέρουμε. Αυτά που είπα επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι οι άνθρωποι μπορούν να διδάσκουν το μυθιστόρημα και τη μυθιστορηματική γραφή στα πανεπιστήμια. Εάν μπορούμε να διδάξουμε στους ανθρώπους τη μορφή μέσα στην οποία μπορούν να ενέσουν το δικό τους υλικό για τη ζωή στη Σρι Λάνκα ή στην Ιαπωνία, σημαίνει ότι σ’ αυτό στοχεύουμε όλο κι όλο, αυτή την ώρα. Δεν είμαστε στην αναζήτηση της ευαισθησίας του συγγραφέα. Κρίνουμε το υλικό που έβαλε μέσα στο πουκάμισο της δανεικής μορφής. Διαβάζω μυθιστορήματα από τη Ν.Α. Ασία τα οποία, κατά πως μου φαίνεται, δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τη Βιρμανία αλλά, αποκλειστικά και μόνο, με τις ΗΠΑ και με το εκεί πανεπιστήμιο. Όταν διαβάζω ασιατικές ή αφρικάνικες κριτικές, έχω συχνά την εντύπωση ότι διαβάζω αμερικάνικες.
Ερώτηση: Τί είδους αντιστάσεις προβάλει η λογοτεχνία στην τηλεόραση, στους υπολογιστές και στην κουλτούρα της παραβολικής κεραίας; Θα διαβάζουμε ακόμα λογοτεχνία σε είκοσι χρόνια;
Naipaul: Βρίσκω συναρπαστικά όλα όσα κουβεντιάζουν πάνω σ’ αυτό το θέμα. Αυτή η αναστάτωση θα έχει μια εξαιρετική επίδραση πάνω στη λογοτεχνική δημιουργία. Οι άνθρωποι σύντομα θα επιθυμήσουν, όταν αγοράσουν ένα βιβλίο, να βιώσουν μια διαφορετική εμπειρία από αυτήν των οπτικοακουστικών μέσων. Το βιβλίο θα πρέπει να απευθυνθεί πιο άμεσα στη φαντασία τους, στην ευφυία τους και στην ευαισθησία τους. Αυτό δεν μπορεί να κάνει παρά μόνο καλό και θα οδηγήσει στην υπέρβαση της ίδιας της ιδέας του γραψίματος.