Αρχική » Μύθος η επέκταση των επιχειρήσεων

Μύθος η επέκταση των επιχειρήσεων

από Άρδην - Ρήξη

Συγγραφέας: Χάρης Ναξάκης

Άρδην τ. 06

Τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια, ι­διαί­τε­ρα με­τά την κα­τάρ­ρευ­ση του υ­παρ­κτού σο­σια­λισμού, έ­χει α­να­πτυ­χθεί μια φι­λο­λο­γί­α για τις ευ­νο­ϊ­κές δυ­να­τό­τη­τες που α­νοί­γο­νται για την οι­κο­νο­μι­κή διείσ­δυ­ση των ελ­λη­νι­κών ε­πι­χει­ρή­σε­ων στα Βαλκά­νια και τον Εύ­ξει­νο Πό­ντο. Η διείσ­δυ­ση μά­λι­στα αυ­τή α­πό ο­ρι­σμέ­νους κύκλους θε­ω­ρεί­ται ως ευ­και­ρί­α για την οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­κτη­ση των α­δα­ών Βαλκανίων, για την “εκ­παί­δευ­ση” τους στους νό­μους της α­γο­ράς.

Βέ­βαια α­ναμ­φί­βο­λα το ά­νοιγ­μα της α­γο­ράς των Βαλ­κα­νί­ων ή­ταν και εί­ναι μια ευ­και­ρί­α για την ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μί­α και ι­διαί­τε­ρα για την οι­κο­νο­μί­α της Β. Ελ­λά­δας, και εί­ναι ό­πως η Αλ­βα­νί­α, η Βουλ­γα­ρί­α και η Ρου­μα­νί­α, γε­γο­νός που έ­χει αυ­ξή­σει το ε­ξω­τε­ρι­κό ε­μπό­ριο της Ελ­λά­δας με τις χώ­ρες αυ­τές (πί­νακας 1).

Ό­μως ό­πως θα δεί­ξου­με στη συ­νέ­χεια, κά­θε άλ­λο πα­ρά ‘ι­σχυ­ρή” εί­ναι η θέση των ελ­λη­νι­κών ε­πι­χει­ρή­σε­ων στα Βαλ­κά­νια, άλ­λω­στε στα πλαί­σια μιας ε­ναλλα­κτι­κής στρα­τη­γι­κής α­νά­πτυ­ξης η Ελ­λά­δα δεν χρειά­ζε­ται μια κα­τα­κτη­τική διείσ­δυ­ση στις χώ­ρες αυ­τές.

Ο φυ­σι­κός χώ­ρος της Ελ­λά­δος εί­ναι και θα εί­ναι τα Βαλ­κά­νια με τα ο­ποί­α συνδέ­ε­ται με πολ­λα­πλούς ι­στο­ρι­κούς και οι­κο­νο­μι­κούς δε­σμούς, αλ­λά με­τά την εί­σο­δο της Ελ­λά­δος στην Ε­ΟΚ πα­ρα­τη­ρεί­ται μια ε­γκα­τά­λει­ψη των οι­κο­νο­μικών σχέ­σε­ων της με τις χώ­ρες αυ­τές και μο­νό­πλευ­ρη πρόσ­δε­ση της με την Ε­ΟΚ.

Ό­πως φαί­νε­ται α­πό τον πα­ρα­κά­τω πί­να­κα η στρο­φή των ε­ξα­γω­γών α­πό τις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’80 προς τις χώ­ρες της Ε­ΟΚ συ­νο­δεύ­ε­ται με μια μεί­ω­ση των οι­κο­νο­μι­κών α­νταλ­λα­γών με τις πρώ­ην σο­σια­λι­στι­κές χώ­ρες και με μια αύξη­ση των ει­σα­γω­γών α­πό τις χώ­ρες της Ε­ΟΚ.

Δη­λα­δή η Ελ­λά­δα σχε­δόν ε­γκα­τέ­λει­ψε τις οι­κο­νο­μι­κές α­νταλ­λα­γές με τις χώρες των Βαλ­κα­νί­ων και της Κε­ντρι­κής-Α­να­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης, με τις ο­ποί­ες είχε πε­ρί­που το ί­διο ε­πί­πε­δο α­νά­πτυ­ξης, για να συν­δε­θεί, χω­ρίς να προ­χω­ρή­σει ταυ­τό­χρο­να στον α­να­γκαί­ο τε­χνο­λο­γι­κό εκ­συγ­χρο­νι­σμό, μο­νό­πλευ­ρα με τις χώ­ρες της Ε­ΟΚ, που εκ των προ­τέ­ρων οι οι­κο­νο­μι­κές α­νταλ­λα­γές θα ή­ταν α­νισό­τι­μες, λό­γω δια­φο­ράς ε­πι­πέ­δου α­νά­πτυ­ξης. Ό­σον α­φο­ρά το τε­λευ­ταί­ο να σημειώ­σου­με ό­τι η Ελ­λά­δα έ­χει: Υ­ψη­λό δη­μό­σιο χρέ­ος, το 116,2% του Α­ΕΠ (1996), μι­κρή συμμε­το­χή της βιο­μη­χα­νί­ας στο Α­ΕΠ (18,5%), την στιγ­μή που ο μέ­σος ό­ρος της Ε.Ε. εί­ναι 30%, υ­ψη­λό πο­σο­στό α­πα­σχό­λη­σης στην γε­ωρ­γί­α (25,3%), με 5% στις χώ­ρες του Ο­Ο­ΣΑ, μικρό μέ­γε­θος με­τα­ποι­η­τι­κών ε­πι­χει­ρή­σε­ων, το 1984 το 85,8% των ε­πι­χει­ρή­σε­ων εί­χαν μέ­χρι 5 α­πα­σχο­λού­με­νους, κ.λπ.

Τα πα­ρα­πά­νω δε­δο­μέ­να, σε συν­δυα­σμό με τους χα­μη­λούς ρυθ­μούς ποιο­τι­κού και τε­χνο­λο­γι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού της πα­ρα­γω­γής, την στή­ρι­ξη των ελ­λη­νι­κών ε­ξα­γω­γών σε προ­ϊ­ό­ντα πα­ρα­δο­σια­κών κλά­δων (έν­δυ­μα, τρό­φι­μα, κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­α)(, έ­χουν ο­δη­γή­σει σε μεί­ω­ση της α­ντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας της ελ­λη­νι­κής βιο­μη­χα­νί­ας, γε­γο­νός που α­πο­τυ­πώ­νε­ται ι­διαί­τε­ρα με­τά την έ­ντα­ξη στην Ε­ΟΚ, στην μεί­ω­ση των ε­ξα­γω­γών και την αύ­ξη­ση των ει­σα­γω­γών. Το 1960 το 22% της εγ­χώριας κα­τα­νά­λω­σης με­τα­ποι­η­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων κα­λύ­πτε­ται α­πό ει­σα­γω­γές, το 1970 το 23,5%, το 1980 το 22-26% και το 1986 το 30%.

Ό­πως ση­μειώ­σα­με στην αρ­χή οι ε­μπο­ρι­κές σχέ­σεις της Ελ­λά­δος με τις βαλ­κανι­κές χώ­ρες, α­ντί­θε­τα απ’ ό­τι δια­φη­μί­ζε­ται, δεν βρί­σκο­νται σε υ­ψη­λά ε­πίπε­δα, για­τί πα­ρό­τι την πε­ρί­ο­δο 1988-1993 εμ­φα­νί­ζουν αυ­ξη­τι­κές τά­σεις (πί­να­κας 1), ξε­κι­νούν ό­μως α­πό πά­ρα πο­λύ χα­μη­λή βά­ση (πί­να­κας 2).

Ποιος εί­ναι ό­μως ο βαθ­μός διείσ­δυ­σης των ελ­λη­νι­κών ε­πι­χει­ρή­σε­ων στα Βαλκά­νια;

Σε μια πε­ρί­ο­δο που τα Βαλ­κά­νια χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται α­πό πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νική α­στά­θεια και οι ξέ­νοι ε­πεν­δυ­τές των α­να­πτυγ­μέ­νων χω­ρών εί­ναι ε­πι­φυ­λακτι­κοί και πα­ρά το ό­τι οι σχέ­σεις της Ελ­λά­δας με τις χώ­ρες αυ­τές δεν εί­ναι οι κα­λύ­τε­ρες δυ­να­τές, οι ελ­λη­νι­κές ε­πι­χει­ρή­σεις δρα­στη­ριο­ποιού­νται σε τρεις πε­ριο­χές:

α) Στην Νό­τια βαλ­κα­νι­κή (Βουλ­γα­ρί­α, Αλ­βα­νί­α, πρώ­ην Γιου­γκο­σλα­βι­κή Δη­μο­κρα­τί­α της Μα­κε­δο­νί­ας) ό­που η πα­ρου­σί­α εί­ναι ση­μα­ντι­κή.

β) Στις α­να­πτυγ­μέ­νες χώ­ρες (Κρο­α­τί­α, Σλο­βε­νί­α, κ.λπ.), ό­που η ελ­λη­νι­κή πα­ρουσί­α εί­ναι σχε­δόν α­νύ­παρ­κτη.

γ) Στις πα­ρα­ευ­ξεί­νιες χώ­ρες (Ρω­σί­α, Ου­κρα­νί­α, κ.λπ.) όπου υπάρχει κάποια παρουσία.

Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε ιδιαίτερα στην πρώτη περιοχή, που παρατηρείται η πιο έντονη παραγωγική διείσδυση και οι οικονομίες των χωρών αυτών είναι οι ποιο προβληματικές και ασταθείς.

Να σημειώσουμε εδώ ότι η αυξανόμενη παραγωγική διείσδυση σε χώρες όπως η Βουλγαρία, Αλβανία, Ρουμανία και FYROM, συντελείται χωρίς την ύπαρξη μιας στρατηγικής μέτρων για την προώθηση των οικονομικών σχέσεων με τις χώρες αυτές, σε μια περίοδο μάλιστα που οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν είναι δυναμικές.

Άλλωστε οι όποιες οικονομικές σχέσεις έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα με τις βαλκανικές χώρες είναι αποτέλεσμα των ενεργειών μεμονωμένων επιχειρηματιών ή δήμων, επιμελητηρίων και άλλων συλλογικών φορέων της Β. Ελλάδας, ενώ ελάχιστες είναι οι στρατηγικές κινήσεις του κράτους.

Υπάρχει όμως ταυτόχρονα και ένα ευνοϊκό περιβάλλον, συγκριτικά πλεονεκτήματα που ευνοούν την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τις χώρες της Βαλκανικής, όπως: α) τα φυσικά σύνορα (χαμηλό κόστος μεταφοράς, κ.λπ.), β) οι ιστορικοί, θρησκευτικοί και πολιτιστικοί δεσμοί με τους λαούς της Βαλκανικής, γ) οι δυνατότητες που δίνουν τα κονδύλια του Β’ κοινοτικού πλαισίου στήριξης.

Οι επιχειρήσεις (βλέπε πίνακα 3) που δραστηριοποιούνται στην πρώτη περιοχή (Νότια Βαλκανική και Ρουμανία) έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που πιστοποιούν τον αδύνατο χαρακτήρα της παραγωγικής διείσδυσης στις χώρες αυτές.

α) Είναι πολύ μικρές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1994 στην Βουλγαρία το μέσο μέγεθος κεφαλαίου ανά επενδυτή ήταν για τις ελληνικές επιχειρήσεις $25.000, ενώ για τις γερμανικές $1.250.000.

β) Είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία εμπορικές (ρούχων, επίπλων, τροφίμων, κ.λπ.) και παροχής υπηρεσιών (fast-food, τράπεζες, μεταφορές) ή αντιπρόσωποι ξένων επιχειρήσεων (αυτοκίνητα καταλυτικά, κ.λπ.). Στην Ρουμανία ειδικότερα από τις 1.317 ελληνικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε ρουμανικές μόνο οι 500 είναι ενεργές, με επενδεδυμένο κεφάλαιο 50 εκ. δολάρια, και στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι εμπορικές.

γ) Οι άμεσα βιομηχανικές επιχειρήσεις με επιτόπια παραγωγή είναι λίγες και αφορούν παραδοσιακούς κλάδους (ένδυση, κλωστοϋφαντουργία), και στην Αλβανία ιδιαίτερα την επεξεργασία καπνού, την ιχθυοκαλλιέργεια, τα γαλακτοκομικά και βέβαια την ένδυση.

Οι ελληνικές τελικά επιχειρήσεις «μπήκαν» σε εύκολους παραγωγικούς τομείς και όχι σε τομείς στρατηγικής φύσης και με δεδομένο ότι οι ξένοι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί λόγω της ρευστότητας που χαρακτηρίζει τις χώρες αυτές.

Υπάρχουν βέβαια και σημαντικές μεμονωμένες βιομηχανικές επενδύσεις πέρα από τον κλάδο της ένδυσης, όπως της Ιντρακόμ στην Ρουμανία, της Δέλτα στην Βουλγαρία, της 3Ε, της Εμπορικής Τράπεζας, της Εθνικής και της Πίστεως σε Βουλγαρία και Ρουμανία, κ.λπ.

δ) Ο κυριότερος λόγος μετεγκατάστασης της παραγωγικής διαδικασίας προς τα Βαλκάνια είναι το χαμηλό κόστος εργασίας, το οποίο βέβαια δεν συμβαδίζει με την παραγωγή ποιοτικού προϊόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σχέση Αλβανίας-Ελλάδας ως προς το κόστος εργασίας είναι 1:15 και Βουλγαρίας-Ελλάδας 1:8.

ε) Είναι γνωστό ότι σε ορισμένους κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας υπάρχουν σε μεγάλη έκταση υπεργολαβικές σχέσεις, π.χ. ανάληψη υπεργολαβιών από το εξωτερικό (Γερμανία) στο έτοιμο ένδυμα, που στηρίζονται στο φθηνό εργατικό δυναμικό, στην εργασία με το κομμάτι. Το γεγονός αυτό, η στήριξη δηλαδή μέρους της βιομηχανικής παραγωγής στο φθηνό και όχι στο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, οδηγεί στην παραγωγή χαμηλής ποιότητας αγαθών και στην μετατόπιση της παραγωγής στις βαλκανικές χώρες, που έχουν πολύ χαμηλότερο εργατικό κόστος από την Ελλάδα. Οι ξένες δηλαδή επιχειρήσεις που αναθέτουν παραγγελίες κυρίως στο έτοιμο ένδυμα, στις ελληνικές, τις εξωθούν να μεταφέρουν μέρος ή όλη την παραγωγή τους στις χώρες χαμηλότερου κόστους.

Άμεση συνέπεια είναι η αύξηση της ανεργίας, ιδιαίτερα στο έτοιμο ένδυμα στην Β. Ελλάδα (πίνακας 4), στον βαθμό μάλιστα που στην Βουλγαρία κυρίως δεν γίνεται πλέον μόνο το ράψιμο των ρούχων, αλλά μεταφέρεται μέρος όλης της διαδικασίας παραγωγής.

Προοπτικά μάλιστα οι ελληνικές επιχειρήσεις, που παίζουν τον ρόλο του ενδιάμεσου, κινδυνεύουν να κλείσουν στον βαθμό που οι ξένες επιχειρήσεις θα αναθέτουν τις υπεργολαβίες κατευθείαν στις επιχειρήσεις των βαλκανικών χωρών.

Τελικά η αγορά της βαλκανικής αντιμετωπίζεται ευκαιριακά από τις ελληνικές επιχειρήσεις με μόνο στόχο το γρήγορο και εύκολο κέρδος, χωρίς στρατηγική προοπτική, και η λογική του εύκολου κέρδους αναβάλει κάθε προσπάθεια για αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της Ελλάδας προς την κατεύθυνση του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων ανταγωνιστικών στην διεθνή αγορά.

Η Ελλάδα, που όσο αφορά το επίπεδο ανάπτυξης της ανήκει σε ένα ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στον αναπτυγμένο Βορρά και τον φτωχό Νότο, έχει την ευκαιρία σήμερα να επανασυνδεθεί με τα Βαλκάνια, όχι βέβαια στη βάση της οικονομικής κατάκτησης τους και των επιδιώξεων των επιχειρηματιών για γρήγορο πλουτισμό, μέσω της άγριας εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού των χωρών αυτών, αλλά μέσω μιας Βαλκανικής πολιτικής συνεργασίας, της ανάπτυξης καλών διακρατικών σχέσεων και της προώθησης μέτρων για διασυνοριακή συνεργασία, κοινά αναπτυξιακά προγράμματα και σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Στα πλαίσια αυτά πρέπει να ενισχυθεί με έργα υποδομής η Β. Ελλάδα και όχι μόνο η Θεσσαλονίκη, έτσι ώστε να αναπτυχθεί παραγωγικά και να αποτελέσει πόλο για την άσκηση μιας πολιτικής ανάπτυξης των περιφερειακών στα Βαλκάνια, που έχουν μικρό βαθμό ανάπτυξης (π.χ. υποδομές) και μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τον πρωτογενή τομέα παραγωγής (βλέπε πίνακα 5).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Σ. Βαλντέν, Το εμπόριο της Ελλάδας με τις ανατολικές χώρες και η ένταξη στις Ευρωπαϊκές κοινότητες, 1981-1985, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, 1988.
  2. Δ. Βλάχος, Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στις χώρες της Ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης και της πρώην ΕΣΣΔ, Το βήμα των κοινωνικών επιστημών,1994.
  3. ΕΚΕΜ, Εξαμηνιαία έκθεση για τα Βαλκάνια, 1994.
  4. Λ. Λαμπριανίδης, Το άνοιγμα των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια μπορεί να έχει και σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη της χώρας, Ελληνική επιθεώρηση πολιτικής επιστήμης, 1996.
  5. Σ. Λώλος και Λ. Παπαγιαννάκης, Η ελληνική βιομηχανία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Ακαδημία Αθηνών, 1993.
  6. Ι. Χασσίδ, Αν θέλετε να επενδύσετε στα Βαλκάνια.
  7. Γ. Πετράκος, Διασυνοριακή συνεργασία Ελλάδας-Αλβανίας και Βουλγαρίας, μέσω των Interreg και phare – CBS, Αγορά χωρίς σύνορα, Τριμηνιαία επιθεώρηση διεθνούς οικονομίας και πολιτικής, Τ. 4 Μάρτιος – Απρίλιος – Μάιος 1996.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ