Συγγραφέας: Χάρης Ναξάκης
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχει αναπτυχθεί μια φιλολογία για τις ευνοϊκές δυνατότητες που ανοίγονται για την οικονομική διείσδυση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο. Η διείσδυση μάλιστα αυτή από ορισμένους κύκλους θεωρείται ως ευκαιρία για την οικονομική κατάκτηση των αδαών Βαλκανίων, για την “εκπαίδευση” τους στους νόμους της αγοράς.
Βέβαια αναμφίβολα το άνοιγμα της αγοράς των Βαλκανίων ήταν και είναι μια ευκαιρία για την ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα για την οικονομία της Β. Ελλάδας, και είναι όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, γεγονός που έχει αυξήσει το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας με τις χώρες αυτές (πίνακας 1).
Όμως όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, κάθε άλλο παρά ‘ισχυρή” είναι η θέση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, άλλωστε στα πλαίσια μιας εναλλακτικής στρατηγικής ανάπτυξης η Ελλάδα δεν χρειάζεται μια κατακτητική διείσδυση στις χώρες αυτές.
Ο φυσικός χώρος της Ελλάδος είναι και θα είναι τα Βαλκάνια με τα οποία συνδέεται με πολλαπλούς ιστορικούς και οικονομικούς δεσμούς, αλλά μετά την είσοδο της Ελλάδος στην ΕΟΚ παρατηρείται μια εγκατάλειψη των οικονομικών σχέσεων της με τις χώρες αυτές και μονόπλευρη πρόσδεση της με την ΕΟΚ.
Όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα η στροφή των εξαγωγών από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 προς τις χώρες της ΕΟΚ συνοδεύεται με μια μείωση των οικονομικών ανταλλαγών με τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και με μια αύξηση των εισαγωγών από τις χώρες της ΕΟΚ.
Δηλαδή η Ελλάδα σχεδόν εγκατέλειψε τις οικονομικές ανταλλαγές με τις χώρες των Βαλκανίων και της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης, με τις οποίες είχε περίπου το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης, για να συνδεθεί, χωρίς να προχωρήσει ταυτόχρονα στον αναγκαίο τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, μονόπλευρα με τις χώρες της ΕΟΚ, που εκ των προτέρων οι οικονομικές ανταλλαγές θα ήταν ανισότιμες, λόγω διαφοράς επιπέδου ανάπτυξης. Όσον αφορά το τελευταίο να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα έχει: Υψηλό δημόσιο χρέος, το 116,2% του ΑΕΠ (1996), μικρή συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ (18,5%), την στιγμή που ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 30%, υψηλό ποσοστό απασχόλησης στην γεωργία (25,3%), με 5% στις χώρες του ΟΟΣΑ, μικρό μέγεθος μεταποιητικών επιχειρήσεων, το 1984 το 85,8% των επιχειρήσεων είχαν μέχρι 5 απασχολούμενους, κ.λπ.
Τα παραπάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς ρυθμούς ποιοτικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της παραγωγής, την στήριξη των ελληνικών εξαγωγών σε προϊόντα παραδοσιακών κλάδων (ένδυμα, τρόφιμα, κλωστοϋφαντουργία)(, έχουν οδηγήσει σε μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας, γεγονός που αποτυπώνεται ιδιαίτερα μετά την ένταξη στην ΕΟΚ, στην μείωση των εξαγωγών και την αύξηση των εισαγωγών. Το 1960 το 22% της εγχώριας κατανάλωσης μεταποιητικών προϊόντων καλύπτεται από εισαγωγές, το 1970 το 23,5%, το 1980 το 22-26% και το 1986 το 30%.
Όπως σημειώσαμε στην αρχή οι εμπορικές σχέσεις της Ελλάδος με τις βαλκανικές χώρες, αντίθετα απ’ ότι διαφημίζεται, δεν βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, γιατί παρότι την περίοδο 1988-1993 εμφανίζουν αυξητικές τάσεις (πίνακας 1), ξεκινούν όμως από πάρα πολύ χαμηλή βάση (πίνακας 2).
Ποιος είναι όμως ο βαθμός διείσδυσης των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια;
Σε μια περίοδο που τα Βαλκάνια χαρακτηρίζονται από πολιτική και κοινωνική αστάθεια και οι ξένοι επενδυτές των αναπτυγμένων χωρών είναι επιφυλακτικοί και παρά το ότι οι σχέσεις της Ελλάδας με τις χώρες αυτές δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, οι ελληνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε τρεις περιοχές:
α) Στην Νότια βαλκανική (Βουλγαρία, Αλβανία, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) όπου η παρουσία είναι σημαντική.
β) Στις αναπτυγμένες χώρες (Κροατία, Σλοβενία, κ.λπ.), όπου η ελληνική παρουσία είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
γ) Στις παραευξείνιες χώρες (Ρωσία, Ουκρανία, κ.λπ.) όπου υπάρχει κάποια παρουσία.
Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε ιδιαίτερα στην πρώτη περιοχή, που παρατηρείται η πιο έντονη παραγωγική διείσδυση και οι οικονομίες των χωρών αυτών είναι οι ποιο προβληματικές και ασταθείς.
Να σημειώσουμε εδώ ότι η αυξανόμενη παραγωγική διείσδυση σε χώρες όπως η Βουλγαρία, Αλβανία, Ρουμανία και FYROM, συντελείται χωρίς την ύπαρξη μιας στρατηγικής μέτρων για την προώθηση των οικονομικών σχέσεων με τις χώρες αυτές, σε μια περίοδο μάλιστα που οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν είναι δυναμικές.
Άλλωστε οι όποιες οικονομικές σχέσεις έχουν αναπτυχθεί μέχρι σήμερα με τις βαλκανικές χώρες είναι αποτέλεσμα των ενεργειών μεμονωμένων επιχειρηματιών ή δήμων, επιμελητηρίων και άλλων συλλογικών φορέων της Β. Ελλάδας, ενώ ελάχιστες είναι οι στρατηγικές κινήσεις του κράτους.
Υπάρχει όμως ταυτόχρονα και ένα ευνοϊκό περιβάλλον, συγκριτικά πλεονεκτήματα που ευνοούν την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τις χώρες της Βαλκανικής, όπως: α) τα φυσικά σύνορα (χαμηλό κόστος μεταφοράς, κ.λπ.), β) οι ιστορικοί, θρησκευτικοί και πολιτιστικοί δεσμοί με τους λαούς της Βαλκανικής, γ) οι δυνατότητες που δίνουν τα κονδύλια του Β’ κοινοτικού πλαισίου στήριξης.
Οι επιχειρήσεις (βλέπε πίνακα 3) που δραστηριοποιούνται στην πρώτη περιοχή (Νότια Βαλκανική και Ρουμανία) έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που πιστοποιούν τον αδύνατο χαρακτήρα της παραγωγικής διείσδυσης στις χώρες αυτές.
α) Είναι πολύ μικρές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1994 στην Βουλγαρία το μέσο μέγεθος κεφαλαίου ανά επενδυτή ήταν για τις ελληνικές επιχειρήσεις $25.000, ενώ για τις γερμανικές $1.250.000.
β) Είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία εμπορικές (ρούχων, επίπλων, τροφίμων, κ.λπ.) και παροχής υπηρεσιών (fast-food, τράπεζες, μεταφορές) ή αντιπρόσωποι ξένων επιχειρήσεων (αυτοκίνητα καταλυτικά, κ.λπ.). Στην Ρουμανία ειδικότερα από τις 1.317 ελληνικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε ρουμανικές μόνο οι 500 είναι ενεργές, με επενδεδυμένο κεφάλαιο 50 εκ. δολάρια, και στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι εμπορικές.
γ) Οι άμεσα βιομηχανικές επιχειρήσεις με επιτόπια παραγωγή είναι λίγες και αφορούν παραδοσιακούς κλάδους (ένδυση, κλωστοϋφαντουργία), και στην Αλβανία ιδιαίτερα την επεξεργασία καπνού, την ιχθυοκαλλιέργεια, τα γαλακτοκομικά και βέβαια την ένδυση.
Οι ελληνικές τελικά επιχειρήσεις «μπήκαν» σε εύκολους παραγωγικούς τομείς και όχι σε τομείς στρατηγικής φύσης και με δεδομένο ότι οι ξένοι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί λόγω της ρευστότητας που χαρακτηρίζει τις χώρες αυτές.
Υπάρχουν βέβαια και σημαντικές μεμονωμένες βιομηχανικές επενδύσεις πέρα από τον κλάδο της ένδυσης, όπως της Ιντρακόμ στην Ρουμανία, της Δέλτα στην Βουλγαρία, της 3Ε, της Εμπορικής Τράπεζας, της Εθνικής και της Πίστεως σε Βουλγαρία και Ρουμανία, κ.λπ.
δ) Ο κυριότερος λόγος μετεγκατάστασης της παραγωγικής διαδικασίας προς τα Βαλκάνια είναι το χαμηλό κόστος εργασίας, το οποίο βέβαια δεν συμβαδίζει με την παραγωγή ποιοτικού προϊόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σχέση Αλβανίας-Ελλάδας ως προς το κόστος εργασίας είναι 1:15 και Βουλγαρίας-Ελλάδας 1:8.
ε) Είναι γνωστό ότι σε ορισμένους κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας υπάρχουν σε μεγάλη έκταση υπεργολαβικές σχέσεις, π.χ. ανάληψη υπεργολαβιών από το εξωτερικό (Γερμανία) στο έτοιμο ένδυμα, που στηρίζονται στο φθηνό εργατικό δυναμικό, στην εργασία με το κομμάτι. Το γεγονός αυτό, η στήριξη δηλαδή μέρους της βιομηχανικής παραγωγής στο φθηνό και όχι στο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, οδηγεί στην παραγωγή χαμηλής ποιότητας αγαθών και στην μετατόπιση της παραγωγής στις βαλκανικές χώρες, που έχουν πολύ χαμηλότερο εργατικό κόστος από την Ελλάδα. Οι ξένες δηλαδή επιχειρήσεις που αναθέτουν παραγγελίες κυρίως στο έτοιμο ένδυμα, στις ελληνικές, τις εξωθούν να μεταφέρουν μέρος ή όλη την παραγωγή τους στις χώρες χαμηλότερου κόστους.
Άμεση συνέπεια είναι η αύξηση της ανεργίας, ιδιαίτερα στο έτοιμο ένδυμα στην Β. Ελλάδα (πίνακας 4), στον βαθμό μάλιστα που στην Βουλγαρία κυρίως δεν γίνεται πλέον μόνο το ράψιμο των ρούχων, αλλά μεταφέρεται μέρος όλης της διαδικασίας παραγωγής.
Προοπτικά μάλιστα οι ελληνικές επιχειρήσεις, που παίζουν τον ρόλο του ενδιάμεσου, κινδυνεύουν να κλείσουν στον βαθμό που οι ξένες επιχειρήσεις θα αναθέτουν τις υπεργολαβίες κατευθείαν στις επιχειρήσεις των βαλκανικών χωρών.
Τελικά η αγορά της βαλκανικής αντιμετωπίζεται ευκαιριακά από τις ελληνικές επιχειρήσεις με μόνο στόχο το γρήγορο και εύκολο κέρδος, χωρίς στρατηγική προοπτική, και η λογική του εύκολου κέρδους αναβάλει κάθε προσπάθεια για αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της Ελλάδας προς την κατεύθυνση του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων ανταγωνιστικών στην διεθνή αγορά.
Η Ελλάδα, που όσο αφορά το επίπεδο ανάπτυξης της ανήκει σε ένα ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στον αναπτυγμένο Βορρά και τον φτωχό Νότο, έχει την ευκαιρία σήμερα να επανασυνδεθεί με τα Βαλκάνια, όχι βέβαια στη βάση της οικονομικής κατάκτησης τους και των επιδιώξεων των επιχειρηματιών για γρήγορο πλουτισμό, μέσω της άγριας εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού των χωρών αυτών, αλλά μέσω μιας Βαλκανικής πολιτικής συνεργασίας, της ανάπτυξης καλών διακρατικών σχέσεων και της προώθησης μέτρων για διασυνοριακή συνεργασία, κοινά αναπτυξιακά προγράμματα και σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Στα πλαίσια αυτά πρέπει να ενισχυθεί με έργα υποδομής η Β. Ελλάδα και όχι μόνο η Θεσσαλονίκη, έτσι ώστε να αναπτυχθεί παραγωγικά και να αποτελέσει πόλο για την άσκηση μιας πολιτικής ανάπτυξης των περιφερειακών στα Βαλκάνια, που έχουν μικρό βαθμό ανάπτυξης (π.χ. υποδομές) και μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τον πρωτογενή τομέα παραγωγής (βλέπε πίνακα 5).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σ. Βαλντέν, Το εμπόριο της Ελλάδας με τις ανατολικές χώρες και η ένταξη στις Ευρωπαϊκές κοινότητες, 1981-1985, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, 1988.
- Δ. Βλάχος, Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στις χώρες της Ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης και της πρώην ΕΣΣΔ, Το βήμα των κοινωνικών επιστημών,1994.
- ΕΚΕΜ, Εξαμηνιαία έκθεση για τα Βαλκάνια, 1994.
- Λ. Λαμπριανίδης, Το άνοιγμα των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια μπορεί να έχει και σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη της χώρας, Ελληνική επιθεώρηση πολιτικής επιστήμης, 1996.
- Σ. Λώλος και Λ. Παπαγιαννάκης, Η ελληνική βιομηχανία στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Ακαδημία Αθηνών, 1993.
- Ι. Χασσίδ, Αν θέλετε να επενδύσετε στα Βαλκάνια.
- Γ. Πετράκος, Διασυνοριακή συνεργασία Ελλάδας-Αλβανίας και Βουλγαρίας, μέσω των Interreg και phare – CBS, Αγορά χωρίς σύνορα, Τριμηνιαία επιθεώρηση διεθνούς οικονομίας και πολιτικής, Τ. 4 Μάρτιος – Απρίλιος – Μάιος 1996.