Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Δημητρόπουλος*
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΜΕΤΑΧΟΤΖΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Τον Απρίλιο του ’92, το “Δημοκρατικό Κόμμα” κερδίζει τις εκλογές, και σχηματίζει κυβέρνηση υπό τον “βόρειο” Σαλή Μπερίσα. Το κύριο μέλημα της νέας εξουσίας είναι ο αγώνας για την ισχυροποίησή της στο εσωτερικό της χώρας. Ο νέος πρόεδρος κατορθώνει να ελέγξει τον στρατό, την αστυνομία και την δικαιοσύνη μέσω των πιστών του βόρειων Αλβανών και των Κοσσοβάρων.
Στο εξωτερικό της χώρας προβάλλεται ένα δημοκρατικό προσωπείο. Γίνεται προσπάθεια στους Διεθνείς Οργανισμούς ώστε να κερδηθεί το έδαφος που χάθηκε κατά την περίοδο της “αυτοαπομόνωσης”. Η κυβέρνηση δείχνει να συμμορφώνεται σχετικά εύκολα στις τυπικές θεσμικές βελτιώσεις ή αλλαγές που της ζητούνται. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει ανεκτικότητα στην τήρησή τους.
Η Βουλή δείχνει ανέτοιμη να λειτουργήσει στις νέες συνθήκες. Ο ρόλος της είναι περισσότερο επιβεβαιωτικός των κυβερνητικών αποφάσεων. Παρ’ όλα αυτά κάποιες στιγμές ο πρόεδρος Μπερίσα έδειξε να μην την εμπιστεύεται.
Ακόμα και το ίδιο το κυβερνητικό σχήμα δεν είναι επαρκώς ομογενοποιημένο. Υπάρχουν σοβαρές αντιθέσεις και φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό του. Εξωαλβανικές δυνάμεις, πιέζουν σταθερά για την άσκηση της μίας ή της άλλης πολιτικής. Μέχρι τώρα ακολουθούνται παλιές, δοκιμασμένες αλλά όχι και τόσο επιτυχημένες συνταγές. Το Βατικανό και η Τουρκία παραμένουν οι παραδοσιακοί πατρώνοι. Άλλαξε μόνο ο νέος “μεγάλος προστάτης”. Βασικός σκοπός της κυβέρνησης παραμένει η άσκηση της εξουσίας με μοχλό το όπλο του σωβινισμού.
Η οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε τέλμα, οι απλοί πολίτες ζουν σε κατάσταση εξαθλίωσης, η εγκληματικότητα τείνει να γίνει τρόπος ζωής και συνέπεια όλων τούτων είναι μια γενική κρίση αξιών και έλλειψη εμπιστοσύνης τόσο μεταξύ των μελών της Αλβανικής κοινωνίας, όσο κυρίως απέναντι στη εξουσία.
Η σύγχρονη Αλβανία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Η τυχοδιωκτική πολιτική που ακολουθείται είναι αδιέξοδη. Πιθανόν, η ρευστότητα που επικρατεί στο εσωτερικό, να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμα και αν σημειωθεί αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό. Το όλο σύστημα αδυνατεί να συγχρονιστεί με τους κανόνες του παιγνιδιού που επικρατούν στην Διεθνή Σκηνή.
Ο λαός βρίσκεται στο περιθώριο των εξελίξεων. Θεωρεί τα κόμματα ως μέσο για την αναρρίχηση συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων στην εξουσία. Η παρούσα επίφαση πλουραλισμού διατηρείται περισσότερο, λόγω της σχετικής πίεσης από το εξωτερικό και της ανάγκης συμμετοχής στην νέα κατάσταση που διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο βίαιος τρόπος αντιμετώπισης των θεωρούμενων ως αντίπαλων της κυβέρνησης δεν κάνει και πολλούς αισιόδοξους για το μέλλον της Δημοκρατίας στην Αλβανία.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η κυβέρνηση του Σαλή Μπερίσα, στις προγραμματικές της δηλώσεις τόνισε πως, στοχεύει στην οικονομική μεταρρύθμιση και την ένταξη στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Το μεταβατικό διάστημα που απαιτείται θα’ ναι μακρύ και θα αντιμετωπιστούν δυσκολίες παρόμοιες με αυτές των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης. Όμως, λόγω της πολιτικής της “αυτοαπομόνωσης” που ακολουθήθηκε για δεκαετίες τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αλβανία είναι και τα μεγαλύτερα.
Στο διάστημα της κρίσης στην Γιουγκοσλαβία ισχυροποιήθηκε η μαύρη αγορά και το λαθρεμπόριο – ακόμα και κρατικό. Η χώρα είχε μετατραπεί σ’ έναν τεράστιο διαμετακομιστικό σταθμό. Σημαντικές ποσότητες υγρών καυσίμων, πολεμικού και άλλου υλικού, καθώς και μουσουλμάνοι εθελοντές διακινήθηκαν μέσω των αλβανικών λιμανιών, αεροδρομίων και χερσαίων οδών.
Η προσπάθεια για την ιδιωτικοποίηση αντιμετωπίζει εγγενείς δυσκολίες. Η υπάρχουσα τεχνολογία είναι πεπαλαιωμένη, δεν υπάρχει η δυνατότητα ανανέωσης της, και αυτοί οι οποίοι αναλαμβάνουν τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις πάσχουν από έλλειψη πείρας και γνώσεων.
Το πρόγραμμα της ιδιωτικοποίησης των επιχειρήσεων και της διανομής της γης, συναντά σημαντικές δυσκολίες, και προχωρά με αργούς ρυθμούς. Η αντιπολίτευση καταγγέλλει συνεχώς τις αδιαφανείς διαδικασίες που χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση. Η γραφειοκρατία δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις νέες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες.
Το ξένο ιδιωτικό κεφάλαιο δεν εισρέει με τους ρυθμούς που αναμένει η κυβέρνηση. Οι όποιοι αλλοδαποί επενδυτές δείχνουν το ενδιαφέρον τους στις υπάρχουσες μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις, που βέβαια αφορούν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Αλβανίας (χρώμιο, χαλκός, πετρέλαιο κ.λ.π.) και τον εκσυγχρονισμό κρίσιμων τομέων του δημοσίου που τα κέρδη είναι βέβαια.
Η συνεχής μεταναστευτική ροή προς το εξωτερικό αντιμετωπίζεται θετικά από τα Τίρανα γιατί εκτός των άλλων, μειώνεται η ανεργία και οι κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις της. Από την άλλη, εισρέει συνάλλαγμα από τα εμβάσματα προς τις οικογένειες των μεταναστών, αυξάνεται κατά συνέπεια η κατανάλωση, εισάγονται κεφαλαιουχικά και καταναλωτικά αγαθά καθώς και γνώσεις νέων μεθόδων παραγωγής, εμπειρίες στην οργάνωση και λειτουργία των επιχειρήσεων κ.λ.π.
Το ιδιαίτερο πρόβλημα που βραχυκυκλώνει τον κρατικό μηχανισμό, είναι αυτό της διαφθοράς. Κυβερνητικά στελέχη και όργανα της τάξης έχουν μεταβληθεί σε μικρούς “πασάδες” που αξιώνουν και λαμβάνουν “μπαχτσίσια” για τις “εξυπηρετήσεις” που προσφέρουν. Αυτού του είδους ο κρατικός παρασιτισμός, έχει αναδειχτεί σε κύρια μορφή οικονομικής δραστηριότητας μεγάλου μέρους των ανθρώπων της εξουσίας.
Από το 1994 αρχίζουν να ακούγονται διαμαρτυρίες από την πλευρά των αγροτών για την φορολόγησή τους. Συν τοις άλλοις η παραγωγή τους απορροφάται με δυσκολία. Μεγάλες γεωργικές εκτάσεις μένουν ακαλλιέργητες. Ο αγροτικός πληθυσμός μετακινείται προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, μεταναστεύει προς την Ελλάδα ή και κατευθύνεται προς τις παραλιακές περιοχές της βόρειας Ηπείρου.
Όταν λοιπόν, το σύνολο της Αλβανικής οικονομίας βρίσκεται σε κρίση, οι αδύνατες οικονομικά τάξεις προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο, την στιγμή που η ανεργία φτάνει το 40% του ενεργού πληθυσμού.
Δεν είναι καθόλου υπερβολικό να λεχθεί πως σημαντικό τμήμα της Αλβανικής κοινωνίας ζεί από τα εμβάσματα των εκατοντάδων χιλιάδων μελών της που εργάζονται στο εξωτερικό και κυρίως στην Ελλάδα, από τις ξένες βοήθειες, καθώς και από το λαθρεμπόριο.
Η αγοραστική δύναμη του λαού βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σημαντικό μέρος του αγροτικού πληθυσμού επανέρχεται στην αυτοκατανάλωση. Οι μισθοί και οι συντάξεις καλύπτουν μικρό μόνο μέρος των αναγκών μιας οικογένειας. Οι τιμές των βασικών προϊόντων βρίσκονται σε διαρκή άνοδο και παρατηρούνται μεγάλες διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Για τα είδη βασικής διατροφής έχει επιβληθεί ανώτατο όριο στην τιμή πώλησης. Αυτά τα είδη όμως, δεν υπάρχουν στην αγορά για τον πρόσθετο λόγο της απροθυμίας των εμπόρων να τα προμηθευτούν. Θεωρούν πως τα διατιμημένα προϊόντα δεν προσφέρουν κέρδος.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ
ΥΠΟΘΕΣΗ “ΦΑΤΟΣ ΝΑΝΟ”
Ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Φάτος Νάνο εξακολουθεί να βρίσκεται στην φυλακή. Δικαστήριο των Τιράνων τον καταδίκασε σε 12 χρόνια φυλάκιση, στηριζόμενο σε ένα σαθρό κατηγορητήριο που άλλαξε τέσσερις τουλάχιστον φορές και που η υπεράσπιση δεν γνώριζε παρά ένα ελάχιστο μέρος του. Η καταδίκη συντάραξε τον πολιτικό κόσμο της χώρας και καταγγέλθηκε ως προσπάθεια εξόντωσης του κυριότερου πολιτικού αντιπάλου της κυβέρνησης Μπερίσα.
Στην εφημερίδα “Ντίτα Ινφορματσιόν” δημοσιεύεται στις 3 Απριλίου 1994 συνέντευξη του Φάτος Νάνο. Εκεί ο σοσιαλιστής πολιτικός προσθέτει και άλλους δύο λόγους στην δίωξή του:
α) τον ανταγωνισμό Βορρά – Νότου και
β) τον ισλαμικό φανατισμό του Μπερίσα.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η συμμαχία που ανέλαβε την εξουσία παρουσιάζει συνεχείς διαρροές. Ο ηγέτης του “Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος” Γκινούσι, αποστασιοποιείται από το “Δημοκρατικό Κόμμα” και φαίνεται πως γέρνει προς τη μεριά του “Σοσιαλιστικού”. Παρόμοια τακτική χρησιμοποιεί και ο έτερος σύμμαχος, το “Ρεπουμπλικανικό Κόμμα”, το οποίο ερωτοτροπεί με το “Μέτωπο των Δεξιών Δυνάμεων“.
Στην σύντομη ζωή του, το Δ.Κ. έχει διασπαστεί ήδη δύο φορές. Στην αρχή έφυγαν τα προοδευτικότερα στοιχεία της μεταπολιτευτικής περιόδου, τα οποία και συγκρότησαν την φιλοευρωπαϊκή “Δημοκρατική Συμμαχία“. Σήμερα προσπαθώντας να ανοιχτούν ακόμα περισσότερο στην αλβανική κοινωνία έχουν δημιουργήσει τον «Πόλο του Κέντρου». Πρόσφατα κάποιοι άλλοι που χαρακτηρίζονται σαν υπέρ του δέοντος φιλότουρκοι και απομονωτιστές, σχημάτισαν το “Μέτωπο Δεξιών Δυνάμεων”.
Πλέον, το “Δ.Κ.” αποτελεί ένα Γκέκικο, μουσουλμανικό και φιλογερμανικό κόμμα, το οποίο και σχετίζεται άμεσα με τους σωβινιστικούς κύκλους των Αλβανών της Σέρβικης επαρχίας του Κοσσυφοπέδιου.
Στα αριστερά του πολιτικού σκηνικού της Αλβανίας, κυριαρχεί το “Σοσιαλιστικό Κόμμα”. Ακολουθεί, υπό την ηγεσία του ορθόδοξου Φάτος Νάνο, μια μετριοπαθή γραμμή στα πολιτικά πράγματα της χώρας αν και η γραμμή του αμφισβητήθηκε έντονα τελευταία. Ο όγκος των υποστηρικτών του βρίσκεται στις νότιες αλλά και στις αγροτικές περιοχές – χαρακτηριστικό γνώρισμα και άλλων χωρών του “ανατολικού συνασπισμού”. Τα στελέχη του θεωρείται ότι αποτελούσαν την μεταρρυθμιστική πτέρυγα του άλλοτε “Κόμματος Εργασίας Αλβανίας“. Η πλειοψηφία των βουλευτών του δεν είχε παρόμοιο αξίωμα στο Κ.Ε.Α. Το Σ.Κ. είναι ο δυνατότερος από τους διεκδικητές της εξουσίας, παρόλο που στις πρόσφατες «εκλογικές» αναμετρήσεις απέτυχε να κρατήσει μια σταθερή πολιτική.
Δεξιότερα και αριστερότερα δρούν κάποιες μικρότερες πολιτικές δυνάμεις που χαρακτηρίζονται ως περιθωριακές ή και δορυφορικές Αλβανικών και ξένων δυνάμεων: το ακροδεξιό “Εθνικό Μέτωπο” (Μπαλί Κομπετάρ) που στην κατοχή συνεργάστηκε με τους Γερμανοϊταλούς και μεταξύ των άλλων ευθύνεται για πολλά εγκλήματα ενάντια στον Ελληνισμό, το βασιλικό “Νομιμότητα” (Λεγκαλιτέτι), το αριστεροδεξιό “Οικολογικό” που κατασκευάστηκε από τους Ιταλούς, το παράνομο Χοτζικό κομμουνιστικό κόμμα (“Κ.Κ.Α.”) που δεν έχει καμία δύναμη, η “Σοσιαλιστική Ενωση” που ιδρύθηκε τον Γενάρη του 1995, κ.ά.
Η κυβερνητική παράταξη κατάφερε να ξεπεράσει τους σκόπελους των εθνικών και δημοτικών «εκλογών», μιάς και η αντιπολίτευση δεν κατόρθωσε να παραμείνει ενιαία. Το «Σοσιαλιστικό Κόμμα» υποχώρησε και αναγνώρισε το «αποτέλεσμα» αφήνοντας ακάλυπτο τον «Πόλο του Κέντρου». Από την άλλη πλευρά η Δύση έχει ήδη κάνει την επιλογή της και στηρίζει το καθεστώς Μπερίσα. Η μόνη σχετική διαφοροποίηση φαίνεται πως υπάρχει από την μεριά των Η.Π.Α. που χάνουν έδαφος στην αναμέτρησή τους με την Γερμανία.
ΤΥΠΟΣ
Η Διεθνής Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων, καταγγέλλει σε ανακοίνωσή της την Αλβανία, πως παρά την ύπαρξη εκλεγμένης κυβέρνησης οι μέθοδοι καταπίεσης των δημοσιογράφων είναι το ίδιο αυστηρές μ’εκείνες του προηγούμενου καθεστώτος.
Η κεντρική εξουσία προσπαθεί να θέσει υπό τον έλεγχό της τον τύπο, και στις περιπτώσεις που δεν τα καταφέρνει εφαρμόζει κατασταλτική πολιτική. Είναι γεγονός πως οι άνθρωποι της αδέσμευτης ενημέρωσης, βρίσκονται συνεχώς στο στόχαστρο της εξουσίας. Διώξεις, φυλακίσεις, απειλές και ξυλοδαρμοί δημοσιογράφων, επιβολή εξοντωτικών προστίμων και δημόσιες πυρπολήσεις εντύπων είναι φαινόμενα γνώριμα για την Αλβανική πραγματικότητα.
Η εκστρατεία χειραγώγησης του τύπου, στην οποία έχει επιδοθεί η κυβέρνηση απέκτησε πρόσφατα και νομιμοφάνεια, με την ψήφιση του σχετικού νόμου “περί τύπου”. Από το Φθινόπωρο του 1993 που είχε δοθεί στην δημοσιότητα ως σχέδιο νόμου, η Ενωση Επαγγελματιών Δημοσιογράφων Αλβανίας, τον είχε χαρακτηρίσει ως “τυποκτόνο”. Σ’αυτές τις διαμαρτυρίες ο πρόεδρος Μπερίσα απάντησε: “ο νέος νόμος περί τύπου συντάχθηκε σύμφωνα με τα … Γερμανικά πρότυπα”. Το χαρακτηριστικό στοιχείο του νόμου είναι η επιβολή τεράστιων προστίμων για άρθρα που θα κριθούν ότι βλάπτουν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
Από τις κοινωνικές ομάδες που έχουν καταφέρει να συνδικαλίζονται και να αγωνίζονται μέσα από τις οργανώσεις τους, είναι αυτές των φοιτητών και των πρώην πολιτικών κρατούμενων.
Το φοιτητικό κίνημα ήταν αυτό που επιτάχυνε τις πολιτικές εξελίξεις κατά το κρίσιμο διάστημα της διετίας 1989-90. Η δύναμή του φαίνεται και από το γεγονός πως ο σημερινός πρόεδρος της Αλβανικής Δημοκρατίας και πολλά μέλη της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, αναδείχτηκαν και λόγω των σχέσεών τους με τους φοιτητές. Σήμερα, δείχνουν απογοητευμένοι με την κατάσταση που επικρατεί στα Πανεπιστήμια και στην χώρα. Συχνές είναι οι αποχές και οι διαμαρτυρίες τους. Τα βασικά τους αιτήματα έχουν να κάνουν με την βελτίωση του επιπέδου σπουδών, την διαβίωσή τους καθώς και με την αναγνώριση της αυτοτέλειας των Ανώτατων Ιδρυμάτων. Από τον Οκτώβρη του 1993 και στο εξής, οι αποχές παίρνουν παναλβανικό χαρακτήρα.
Παρόμοια πορεία ακολούθησαν οι παλιοί πολιτικοί κρατούμενοι. Κατάφεραν να συνδικαλιστούν και υποστήριξαν την σημερινή κυβέρνηση. Γρήγορα έχασαν την εμπιστοσύνη τους απέναντί της. Ενώ υπέστησαν τα πάνδεινα κατά την περίοδο του Χότζα, αργότερα έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης και τα προβλήματά τους παραμένουν άλυτα. Τους μαστίζει η ανεργία, όσοι εξ αυτών είναι αγρότες απόμειναν χωρίς κλήρο, γυρνώντας στα σπίτια τους τα βρήκαν κατειλημμένα ή γκρεμισμένα, πολλές οικογένειες διαλύθηκαν κ.λ.π.
Οι εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις του παρελθόντος έχουν διαλυθεί. Λειτουργούν σύλλογοι με περιορισμένη δύναμη. Οι προσπάθειες που γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση προσκρούουν στην γενικότερη οικονομική και κοινωνική αποδιάρθρωση, στην ολοένα και αυταρχικότερη συμπεριφορά της κυβέρνησης αλλά και στους τυχοδιώκτες ηγέτες τους. Παρά τα σοβαρά προβλήματα – ακόμα και επιβίωσης – που αντιμετωπίζουν οι μισθωτοί, μόλις το 1994 άρχισε να αχνοφαίνεται μια προσπάθεια του εργατικού κινήματος για την αντιμετώπιση των οξυμένων προβλημάτων του. Το κίνημα των εργαζόμενων λειτουργεί σε ορισμένες περιπτώσεις περιφερειακά και κλαδικά και μόνο στο πλαίσιο του δημόσιου τομέα. Τις αιχμές του αποτελούν οι δάσκαλοι και οι μεταλλωρύχοι. Αυτοί οι δύο τομείς δεν επλήγησαν από την ανεργία όσο άλλοι, διατηρούν μια σχετική μαζικότητα και είναι καίριοι για το κράτος. Κατορθώνουν όπως φαίνεται, να ανασυγκροτηθούν και να διεκδικήσουν.
*μέλος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών