Tου Σωτήρη Δημόπουλου* από την ιστοσελίδα mignatiou.gr
Οι προβλέψεις για την ανάδειξη του Κυπριακού ως την «ευχάριστη εξαίρεση» σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο και ανήσυχο διεθνές περιβάλλον, ως ήταν αναμενόμενο, δεν επιβεβαιώθηκαν.
Απεδείχθη ότι όλες οι υπεραισιόδοξες αναγνώσεις ήσαν λανθασμένες και ανυπόστατες. Αντιθέτως, απεκαλύφθη ποιος είναι ο ρόλος που παίζει ο καθένας σε αυτό το «παιχνίδι». Μετά, λοιπόν, τη Γενεύη, για τους οπαδούς της «όποιας λύσης», που εθελοτυφλούσαν –από αφέλεια ή εσκεμμένως- για τις πραγματικές προθέσεις του διεθνούς παράγοντα, οι δικαιολογίες εκλείπουν. Επιπλέον, είναι σαφές ότι το σχέδιο που πλέον προωθείται είναι σύμφωνο με τα συμφέροντα τού, εν δυνάμει, νέου βρετανοτουρκικού άξονα στην ανατολική Μεσόγειο.
Χωρίς αμφιβολία, το βασίλειο των ψευδαισθήσεων των τελευταίων ετών το κατεδάφισε πρωτίστως ο ίδιος Ερντογάν. Ο «σουλτάνος» αφού είδε το νεο-οθωμανικό όραμα μιας Τουρκίας από την Κριμαία έως την Λιβύη να καταλήγει σε «μπούμερανγκ», οξύνοντας τις εσωτερικές αντιθέσεις της τουρκικής κοινωνίας, αποκάλυψε το πραγματικό του πρόσωπο. Βγάζοντας τη μάσκα του μετριοπαθούς ισλαμιστή, χρήσιμο εργαλείο για τη δυτική πολιτική, εξαπέλυσε μια άκρως επιθετική στρατηγική εκτός συνόρων και μια αυταρχική, κατασταλτική και ολοκληρωτική στο εσωτερικό. Στην Τουρκία εξωτερική και εσωτερική πολιτική συμβαδίζουν και αλληλοεπηρεάζονται στενά. Γι’ αυτό απέναντι στην Κύπρο, όπως και στο Αιγαίο, ο Ερντογάν έχει ανάγκη από νίκες για να αυξήσει το κύρος του, να αποκαταστήσει κάπως την εκτίμηση του στρατού, να κερδίσει ολοκληρωτικά την στήριξη των εθνικιστών. Και η ανάγκη αυτή γίνεται περισσότερο επείγουσα, όσο τα τουρκικά στρατεύματα εξευτελίζονται στα προάστια της Αλ Μπαμπ και πλησιάζει η ημερομηνία του δημοψηφίσματος που θα επικυρώσει τις σουλτανικές του επιδιώξεις.
Ποιος, όμως, από τους διεθνείς παράγοντες θα ήθελε αυτή τη στιγμή να δώσει μια ξεκάθαρη τουρκική νίκη στην Άγκυρα; Μόνον ένας, κι αυτός ακούει στο όνομα Μ. Βρετανία.
Το Λονδίνο, μετά και την ήττα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ και την αποχώρηση της ομάδας Μπάιντεν-Νούλαντ, παίζει το πρώτο βιολί. Οι Βρετανοί έχοντας απελευθερωθεί, μετά το BREXIT, από τις δεσμεύσεις τους απέναντι στην, σε βαθιά κρίση ευρισκόμενης, Ε.Ε. και ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονται σε φάση αναπροσανατολισμού της εξωτερικής τους πολιτικής, επιδιώκουν να διαμορφώσουν μια ευρύτερη στρατηγική στην ανατολική Μεσόγειο με επίκεντρο και μοχλό την Τουρκία. Η επίσκεψη της Μέι στην Άγκυρα σηματοδοτεί την αφετηρία αυτής της νέας βρετανικής δραστηριότητας.
Πρέπει, επομένως, να θεωρείται βέβαιο ότι οι Βρετανοί θα προσπαθήσουν να κρατήσουν ζωντανή την ημιθανή διαδικασία των διαπραγματεύσεων, εξυπηρετώντας και το σχεδιασμό του Ερντογάν. Είναι, επίσης, πολύ πιθανόν το Κυπριακό να τεθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο της απόπειρας επηρεασμού εκ μέρους της Μ.Βρετανίας του συνόλου των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι Άγγλοι από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σύμφωνα και με την περιβόητη πρόταση Μαυροκορδάτου, στόχευαν στη δημιουργία ενός ελληνο-τουρκικού χώρου, που θα εξυπηρετούσε τα βρετανικά συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο και θα ανέκοπτε την ρωσική κάθοδο στις θερμές θάλασσες. Μόνον όταν οι Τούρκοι συμμάχησαν με τους Γερμανούς άλλαξε η βρετανική πολιτική, για να επανέλθει και πάλι με την επικράτηση του Κεμάλ στην εξουσία.
Ο αυτοκρατορικός σχεδιασμός των Βρετανών δεν έχει εγκαταλειφθεί, παρά τις μετά το 1947 ατυχίες του. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Κύπρου, το χριστιανομουσουλμανικό μείγμα υπό τουρκική επιρροή υπήρξε η βασική στρατηγική του Λονδίνου, ως πλατφόρμα της μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας του στο νησί και της προνομιακής του σχέσης με την Άγκυρα. Καθόλου τυχαία, άλλωστε, η κύρια επίθεση έναντι της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και η ωραιοποίηση του οθωμανικού παρελθόντος εκπορεύονταν από βρετανικά πανεπιστήμια και δεξαμενές σκέψης, που είχαν ειδικευτεί στη διαχείριση του μεταποικιακού κόσμου.
Όσον αφορά τους άλλους παράγοντες, κατ΄αρχάς στις ΗΠΑ ακόμη επικρατεί μια σχεδόν χαοτική κατάσταση. Ο Τραμπ δέχεται μια παγκοσμίων διαστάσεων επίθεση από τη διεθνή της παγκοσμιοποίησης. Είναι φανερό ότι θέλουν να του περιορίσουν τα περιθώρια κινήσεων, σε μια σειρά από τομείς της εξωτερικής και της οικονομικής πολιτικής, ώστε να μην πληγούν τα συμφέροντά τους. Ως βιτρίνα προβάλλονται, ως συνήθως, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το μεταναστευτικό, τη σημαία του παγκοσμιοποιημένου οράματος που κατορθώνει να ενώνει φιλελεύθερους και αριστερούς. Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι κρίσιμες για αυτήν την πρωτοφανή αντιπαράθεση. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα δούμε εντυπωσιακές πρωτοβουλίες για δευτερεύοντα για την αμερικανική πολιτική ζητήματα, όπως είναι το Κυπριακό. Πολλώ δε μάλλον, που ο Τραμπ σκοπεύει να ακολουθήσει σε όλο το μεσανατολικό χώρο γραμμή κοντινή αυτής του Ισραήλ. Κι αυτό το τελευταίο δεν επιθυμεί να παραδοθεί το νησί εξ ολοκλήρου στην επιρροή της Άγκυρας. Παραμένει βεβαίως στρατηγικός στόχος του η μεταφορά του φυσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω του τουρκικού εδάφους, αλλά όχι με τους όρους του Ερντογάν. Ούτε χάνοντας τη δυνατότητα του στρατηγικού βάθους που του δίνουν Κύπρος και Ελλάδα, τη στιγμή που απειλείται από την ενίσχυση του Ιράν και του σιιτικού τόξου, αλλά και την πανίσχυρη στρατιωτική παρουσία των Ρώσων ακριβώς δίπλα του.
Η Μόσχα, επίσης, έχει κάνει γνωστό το ενδιαφέρον της για την πορεία του Κυπριακού. Δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση λύση που θα παραδίδει το νησί σε Τούρκους και Βρετανούς. Γνωρίζει ότι το Κυπριακό μπορεί να είναι το αντίτιμο για να καταρρεύσει η τακτική συμμαχία Άγκυρας-Μόσχας και να ενταχθεί η Τουρκία πάλι στο δυτικό στρατόπεδο. Επιπλέον, «λύση» θα σήμαινε να προχωρήσουν τα σχέδια για την κατασκευή του, ανταγωνιστικού στους ρωσικούς, αγωγού από την ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη. Τέλος, η «νέα Κύπρος» θα επέφερε την δυνητική περικύκλωση της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στην Συρία.
Αλλά και το Πεκίνο δεν επιθυμεί λύση «αλά τούρκα» για την Κύπρο. Ο δικός του σχεδιασμός για τη προώθηση του «θαλάσσιου δρόμου του μεταξιού» προβλέπει μια κυρίαρχη Κύπρο και όχι ένα τουρκικό βιλαέτι ή μια οιονεί βρετανική νεοαποικία, που για να γίνουν οι δουλειές θα πρέπει να προηγείται η έγκριση της Άγκυρας και του Λονδίνου.
Όσο για την Ε.Ε., δεν γίνεται καν λόγος για ενιαία στάση. Είναι κοινό μυστικό ότι η κοινή εξωτερική πολιτική έχει υποστεί ανεπανόρθωτα πλήγματα. Ο καθένας προωθεί τα δικά του συμφέροντα όπου και όπως μπορεί. Κι αυτό μειώνει την αξιοπιστία της Ε.Ε., τόσο ως προς τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει σήμερα την Τουρκία, όσο, όμως, και αύριο ως παράγων εξασφάλισης, μετά την όποια «λύση», απέναντι στη τουρκική αυθαιρεσία. Ειδικότερα, τώρα, το Παρίσι βρίσκεται σε δυσχερή θέση. Έχει χάσει όλα του τα ερείσματα στην Μ. Ανατολή, βρίσκεται σε υποχώρηση στην βόρεια Αφρική και ελπίζει μόνον στη συμμετοχή των γαλλικών εταιρειών στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του φυσικού αερίου. Το Βερολίνο, που έδειξε σε κάποια στιγμή ότι ευνοούσε δυναμικά την προωθούμενη λύση στην Κύπρο, δείχνει τώρα κάποια αυτοσυγκράτηση.
Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν ότι το να πουλήσουν εκδούλευση στον Ερντογάν ως μεσάζοντες στην πώληση της Κύπρου θα δημιουργούσε μάλλον περισσότερα προβλήματα. Μια «οθωμανική» Κύπρος εντός της Ε.Ε. θα αναγόταν σε εκπρόσωπο της Άγκυρας που θα υπαγόρευε τις δικές της επιθυμίες και αντιρρήσεις. Βεβαίως, πάντοτε υφίσταται ο τουρκικός μοχλός πίεσης των εκατομμυρίων μεταναστών που περιμένουν το πράσινο φώς για να περάσουν από τα μικρασιατικά παράλια στην Ελλάδα, και από εκεί και πέρα να βρουν το δρόμο τους για τη βόρεια Ευρώπη. Μια προοπτική εφιάλτης για την γερμανική κυβέρνηση ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Κι αυτόν τον κίνδυνο προσπαθεί να αποτρέψει η Μέρκελ με το ταξίδι της στην Άγκυρα. Το πόσο θα επηρεάσει το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μένει να το δούμε.
*Ο Σωτήρης Δημόπουλος είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου & Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Κιέβου. Εργάζεται ως Πολιτικός Αναλυτής.