Αρχική » Το ιονικό ζήτημα στη διπλωματική δραστηριότητα του Ι. Καποδίστρια

Το ιονικό ζήτημα στη διπλωματική δραστηριότητα του Ι. Καποδίστρια

από Άρδην - Ρήξη

Το έργο του Ρώσου ιστορικού και καθηγητή στην Ακαδημία των Επιστημών της Μόσχας καλύπτει την ιστορία της παραμονής του Ιωάννη Καποδίστρια στη Ρωσία με βάση το υλικό από τα σοβιετικά αρχεία, με ιδιαίτερη έμφαση στην πατριωτική δράση του μετέπειτα πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας. Η πρώτη έκδοση του έργου αυτού προκάλεσε το ενδιαφέρον και τη θετική ανταπόκριση τόσο στη Σοβιετική Ένωση όσο και στην Ελλάδα. Η νέα έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Ασίνη είναι βελτιωμένη όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο και απευθύνεται σε όλους όσους θα ήθελαν να γνωρίσουν καλύτερα την προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος άφησε βαθύ το ίχνος του στην ιστορία όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ρωσίας. Στο παρακάτω απόσπασμα, δείγμα της εμβρίθειας με την οποία ο Αρς προσεγγίζει κάθε φάση της υπηρεσίας του Καποδίστρια στην ρωσική κρατική υπηρεσία, γίνεται εκτενής αναφορά στην διαχείριση του ιονικού ζητήματος στα πλαίσια των διεθνών διαπραγματεύσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων την δεκαετία του 1810. Όπως θα δούμε, η διπλωματική δραστηριότητα του Καποδίστρια την περίοδο αυτή, προδίδει τόσο την έντονη προσοχή του για την ιδιαίτερη πατρίδα του, όσο και την επιμονή του να συμβάλλει στην συγκρότηση ενός νέου ελληνικού κράτους.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γκριγκόρι Αρς*, Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία, εκδ. Ασίνη, Αθήνα 2015. Δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 111

Ο Καποδίστριας άρχισε την εκστρατεία του για την αποκατάσταση της Ιονίου Πολιτείας ήδη πριν από τον πόλεμο του 1812. Σε ένα από τα υπομνήματά του προς τη ρωσική κυβέρνηση, αναφερόμενος στους τρόπους προσέλκυσης της Υψηλής Πύλης στην πλευρά της Ρωσίας στον επικείμενο αγώνα της κατά του Ναπολέοντα, έγραφε: «Η Πολιτεία της Ραγούζας και η Επτάνησος Πολιτεία υπήρξαν υποτελείς της Πύλης. Δε θα ήταν δίκαιο και ωφέλιμο να αποκατασταθούν αυτές οι Πολιτείες;». Κατά την περίοδο 1813-1814, ενώ είχε παρασυρθεί από το ρου των στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων, στα οποία αποφασιζόταν η τύχη της Ευρώπης, ο Καποδίστριας συνέχιζε την προσπάθειά του να πείσει τη ρωσική κυβέρνηση και προσωπικά τον Αλέξανδρο Α΄ για τη σημασία της αποκατάστασης της μικρής νησιωτικής δημοκρατίας. Ως κύρια αιτιολογία πρόβαλλε την αναγκαιότητα διατήρησης και ενίσχυσης της ρωσικής επιρροής στον ορθόδοξο πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούσε και τον παράγοντα των έντονων αγγλορωσικών αντιθέσεων στα Βαλκάνια και στην Εγγύς Ανατολή. «Εάν η κοινή γνώμη κυβερνά τους λαούς», έλεγε στο προορισμένο για τον τσάρο υπόμνημά του από τις 17 Ιουλίου 1813, «και εάν η Ρωσία δεν έχει απαρνηθεί την πολιτική της στήριξης πάνω σε αυτήν τη δύναμη, με σκοπό τη διατήρηση της επιρροής και των διασυνδέσεών της στην Ανατολή, εάν, επίσης, αυτή δε θέλει να παραχωρήσει στους Άγγλους την αποκλειστική κυριαρχία στην Ελλάδα, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να γίνει επικίνδυνη για το εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα, τότε οι Ρώσοι θα πρέπει να επιδιώξουν επίμονα την απελευθέρωση της Κέρκυρας και την αποκατάσταση της Ιονίου Πολιτείας». […]
Όπως φαίνεται από αυτό το υπόμνημα, το 1813 ο Καποδίστριας θεωρούσε ακόμα εφικτή την αποκατάσταση της Ιονίου Πολιτείας στη μορφή στην οποία υπήρχε πριν από τη Συνθήκη του Τιλσίτ. Εκείνη την εποχή, δεν έβλεπε την παρουσία των αγγλικών στρατευμάτων στα Επτάνησα ως έναν παράγοντα που καθόριζε το μελλοντικό πολιτικό τους καθεστώς. Σε αυτή την περίπτωση, βασιζόταν στις υποσχέσεις που είχαν δοθεί από τους Άγγλους στους κατοίκους των Ιόνιων Νησιών, καθώς και στο γεγονός ότι η τύχη της Κέρκυρας – του πιο σημαντικού από τα νησιά του Ιονίου – δεν είχε ακόμα κριθεί.
Κατά τους επόμενους μήνες, εκπληρώνοντας τη σημαντική διπλωματική αποστολή του στην Ελβετία, ο Καποδίστριας δεν έχανε την ευκαιρία να επιστήσει την προσοχή του τσάρου στο Ιονικό ζήτημα. Στις 16 Φεβρουαρίου 1814, έγραφε από τη Ζυρίχη στη Ρ. Στούρτζα: «Πηγαίνω για να ρίξω στα πόδια της Αυτού Μεγαλειότητας τις ικεσίες αυτής της χώρας (της Ελβετίας – Γ.Α.) και (ας λεχθεί μεταξύ μας) της πατρίδας μου. Θα επωφεληθώ αυτής της ευκαιρίας για να μιλήσω υπέρ του domo mea. Δεν μπορώ να παραδώσω στη λήθη τα πάτρια εδάφη, τους συγγενείς μου και τους τάφους των προγόνων μου». Κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με τον τσάρο στο Τρουά της Γαλλίας, όπου τότε βρισκόταν η έδρα των συμμαχικών στρατών, ο Καποδίστριας εξασφάλισε τη συγκατάθεσή του για το ότι, κατά την προετοιμασία μιας οποιασδήποτε συμφωνίας που αφορούσε τα Ιόνια Νησιά, προηγουμένως θα εισακουγόταν η γνώμη του. Ύστερα από αυτό, επέστρεψε στην Ελβετία. Λίγο αργότερα, αφού είχε μάθει για την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στο Παρίσι, υπενθύμισε στον τσάρο την υπόσχεσή του και ζήτησε την άδεια να έρθει στη γαλλική πρωτεύουσα για να συμμετάσχει στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Όμως, αυτή η άδεια δόθηκε πολύ αργά. Όταν ο Καποδίστριας έφτασε στο Παρίσι, τα άρθρα της συνθήκης ειρήνης με τη Γαλλία είχαν εγκριθεί. Η Αγγλία έλαβε το δικαίωμα να καταλάβει («εξ ονόματος των Συμμάχων») την Κέρκυρα. Η αγγλική κατοχή είχε πλέον εξαπλωθεί σε όλα τα Ιόνια Νησιά, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό προκαθόρισε το μελλοντικό πολιτικό καθεστώς αυτής της περιοχής. Σε αυτό το θέμα, που είχε δευτερεύουσα σημασία για αυτή στο γενικό σχέδιο της ευρωπαϊκής πολιτικής, η Ρωσία δεν ήθελε, αλλά και δεν μπορούσε στην πράξη, να αντισταθεί στην Αγγλία. […]
Ο Καποδίστριας είχε μάθει από τις επιστολές των συγγενών του ότι ο Άγγλος στρατηγός [Τζ. Κάμπελ] διοικούσε την Κέρκυρα σαν να ήταν ήδη βρετανική αποικία. Ο Καποδίστριας αποφάσισε να επιδιώξει τη διπλωματική παρέμβαση της Ρωσίας, για να περιορίσει την αυθαιρεσία του Κάμπελ. Στις 9 Ιουλίου 1814 έγραφε από τη Ζυρίχη στον Αλέξανδρο Α΄: «Μόλις έχω λάβει γράμματα από την πατρίδα μου. Ο Άγγλος στρατηγός Κάμπελ, εξ ονόματος των Συμμάχων, κατέλαβε την Κέρκυρα τη 15η ημέρα του περασμένου μήνα. Αυτός κατέχει την απεριόριστη εξουσία σε αυτήν τη χώρα, γεγονός που μας κάνει να θυμόμαστε με νοσταλγία τη γαλλική κυριαρχία. Η Γερουσία δεν τολμά να υψώσει την αδύναμη φωνή της ή να ρίξει επίσημα στα πόδια της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητάς σας τις ικεσίες της. Αυτή ανέθεσε την εν λόγω εντολή σε μένα». Ως πρακτικό μέτρο, πρότεινε να επιταχυνθεί η επιστροφή στην Κέρκυρα του γενικού προξένου της Ρωσίας Λ. Π. Μπενάκη. «Μόνο η ίδια η παρουσία του στην Κέρκυρα θα είχε ηρεμήσει τα πνεύματα και, ενδεχομένως, θα είχε μετριάσει το δεσποτισμό των Άγγλων».
Έχοντας λάβει την έκκληση του Καποδίστρια, ο Αλέξανδρος Α΄ αποφάσισε να προβεί σε διπλωματικό διάβημα σε υψηλό επίπεδο. Ο Ρώσος πρέσβης στο Λονδίνο Χ. Α. Λίβεν έλαβε την εντολή να επιστήσει προφορικά την προσοχή του επικεφαλής του βρετανικού υπουργικού συμβουλίου, λόρδου Λίβερπουλ, στο ότι η αυταρχική διακυβέρνηση του Κάμπελ στην Κέρκυρα ήταν αντίθετη στις προθέσεις των συμμάχων και στις «φιλελεύθερες απόψεις» του ίδιου του βρετανικού υπουργείου. […]
Φαίνεται ότι το διάβημα της Ρωσίας για την υπεράσπιση των Ιόνιων Νησιών έθεσε το Λονδίνο σε δύσκολη θέση. Μολονότι τα αγγλικά στρατεύματα είχαν εγκατασταθεί σταθερά στα Επτάνησα, το πολιτικό καθεστώς αυτής της περιοχής έμενε ακόμα να καθοριστεί στο Συνέδριο της Βιέννης. Αυτό με πολύ σαφή τρόπο αφέθηκε να εννοηθεί στη βρετανική κυβέρνηση. […]
Η Ρωσία έφθασε στο Συνέδριο της Βιέννης με το κύρος μιας κραταιάς δύναμης, του κύριου νικητή του Ναπολέοντα. Ωστόσο, αυτή η νίκη επιτεύχθηκε με τίμημα την τεράστια υπερένταση και τη συγκέντρωση όλων των δυνάμεών της. Η Ρωσία έπρεπε να μετριάσει τις διπλωματικές της δραστηριότητες και να πάψει τη στρατιωτική της παρουσία στα Βαλκάνια. Αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη στρατιωτική κατοχή των Ιόνιων Νησιών από τους Άγγλους, να συμφωνήσει στην παράδοση της περιοχής του Κόλπου του Κότορ στην Αυστρία και να συμβιβαστεί με την παραβίαση από την Υψηλή Πύλη των άρθρων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου που αφορούσαν τους λαούς των Βαλκανίων. […] Η Αγγλία και η Αυστρία επιδίωκαν την ενσωμάτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο σύστημα των «γενικών εγγυήσεων», δημιουργώντας έτσι ένα φράγμα στη ρωσική πολιτική και παρακωλύοντας την ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των λαών των Βαλκανίων.
Ο Αλέξανδρος Α΄, ενδιαφερόμενος για τη συσπείρωση των Ευρωπαίων μοναρχών στον αγώνα κατά της επανάστασης, σε ορισμένο βαθμό ήταν πρόθυμος να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των συμμάχων του, αν και, την ίδια στιγμή, δεν είχε αντίρρηση να χρησιμοποιήσει το Συνέδριο της Βιέννης για την αποκατάσταση και την εδραίωση της παραδοσιακής επιρροής της Ρωσίας στους χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου. Στο διπλωματικό περιβάλλον του τσάρου στη Βιέννη βρίσκονταν πρόσωπα, τα οποία προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ενισχύσουν τις παρόμοιες προθέσεις του. Ανάμεσά τους, ο πιο δραστήριος και ισχυρός συνήγορος των βαλκανικών συμφερόντων ήταν ο Καποδίστριας. Μεταξύ άλλων, αυτός παρέσχε σημαντική υποστήριξη στους Σέρβους αντιπροσώπους, οι οποίοι είχαν φθάσει στη Βιέννη, προκειμένου να παρακινήσουν τα μέλη του Συνεδρίου να διαμαρτυρηθούν κατά της τρομοκρατίας και της αυθαιρεσίας των Τούρκων πασάδων στη Σερβία. Ωστόσο, τη μεγαλύτερη έκταση, είχε η δράση του Καποδίστρια σε σχέση με το ιονικό ζήτημα […]. Στις αρχές Οκτωβρίου 1814, ο Καποδίστριας παρουσίασε, στη Βιέννη, στον Αλέξανδρο Α΄ ένα νέο υπόμνημα για τα Ιόνια Νησιά. Αυτό απέρριπτε απερίφραστα κάθε προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν τα Ιόνια Νησιά για τους σκοπούς της αποζημίωσης, δηλαδή ως διαπραγματευτικό χαρτί για τη διευθέτηση των εδαφικών ζητημάτων που είχαν προκύψει μετά τη λήξη του πολέμου στην Ευρώπη. Ως μοναδικό τρόπο επίλυσης του ιονικού ζητήματος ο Καποδίστριας εξακολουθούσε να θεωρεί την αποκατάσταση της Πολιτείας των Επτά Ηνωμένων Νήσων. […]
Αποτέλεσμα εικόνας για Καποδίστριας ιονικό ζήτημα

Το ιονικό ζήτημα στη διπλωματική δραστηριότητα του Καποδίστρια

Η πανελλήνια σημασία του ιονικού προβλήματος φανερώθηκε με ιδιαίτερη σαφήνεια όταν παρουσιάστηκε το άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό ζήτημα σχετικό με την τύχη των βετεράνων των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων στα Ιόνια Νησιά.
Οι μονάδες αυτές δημιουργήθηκαν κατά την εποχή της Ιονίου Πολιτείας. Το «Ελληνικό Σώμα», το οποίο συγκρότησε η ρωσική διοίκηση νησιών από εθελοντές που είχαν έρθει από την Ελλάδα και τη νότια Αλβανία το 1807, αριθμούσε περισσότερους από τέσσερις χιλιάδες άνδρες.
Μετά τη δεύτερη μετάβαση των νησιών στην κυριαρχία της Γαλλίας (μετά το 1807), αυτές οι μονάδες κατατάχθηκαν στη γαλλική υπηρεσία. Το προσωπικό των ελληνικών μονάδων στα Ιόνια Νησιά αποτελούνταν κυρίως από τους πρώην κλέφτες και αρματολούς, οι οποίοι σχημάτιζαν το βασικό εφεδρικό απόθεμα του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Οι μονάδες διοικούνταν από Έλληνες αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν οι μελλοντικοί δοξασμένοι στρατηλάτες του πολέμου για την ανεξαρτησία της Ελλάδας: ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Μ. Μπότσαρης, ο Αναγνωσταράς (Α. Παπαγεωργίου), ο Χ. Περραιβός κ.ά.
Οι εχθροπραξίες μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας στο Ιόνιο Πέλαγος έθεσαν τις ελληνικές μονάδες σε δύσκολη θέση. Μερικά τμήματα που βρίσκονταν στα νησιά, τα οποία είχαν κατακτηθεί από τους Άγγλους κατά την περίοδο 1809-1810, προσελήφθησαν στην αγγλική υπηρεσία, ενώ τα άλλα, που ήταν εγκατεστημένα στην Κέρκυρα, παρέμεναν στο γαλλικό στρατό. Ωστόσο, λίγο μετά την κατάληψη της Κέρκυρας, η αγγλική διοίκηση διέλυσε το μεγαλύτερο μέρος των ευρισκόμενων στο νησί ελληνικών μονάδων. Περισσότεροι από χίλιοι Έλληνες βετεράνοι και, συμπεριλαμβανομένων των μελών των οικογενειών τους, περίπου πέντε χιλιάδες άτομα, βρέθηκαν καταδικασμένα στη φτώχεια και στις κακουχίες. Δε μπορούσαν να βρουν μέσα διαβίωσης στην Κέρκυρα, ενώ ο δρόμος της επιστροφής στην ηπειρωτική Ελλάδα για αυτούς ήταν κλειστός. Οι δεινοπαθούντες βετεράνοι αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τη ρωσική κυβέρνηση. Συντάχθηκε μια αίτηση προς τον Αλέξανδρο Α΄, η οποία υπογράφηκε εξ ονόματος των βετεράνων από τους 33 διοικητές τους. Μια ειδική αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τους Χ. Περραιβό, Δ. Δούκα και Κ. Τζαβέλλα, έπρεπε να παραδώσει αυτή την αίτηση στον τσάρο και να τον ενημερώσει προσωπικά για τη δεινή κατάσταση των Ελλήνων βετεράνων. Οι αντιπρόσωποι ανέθεταν τις μεγαλύτερες ελπίδες για την εκπλήρωση της αποστολής τους στη συμβολή του Καποδίστρια. Είχαν εφοδιαστεί με συστατική επιστολή προς αυτόν από τον πατέρα του. Έναν από τους αντιπροσώπους, τον Χ. Περραιβό, ο Καποδίστριας ήδη τον γνώριζε καλά προσωπικά. […]
Ο Καποδίστριας και οι δρώντες σε πλήρη συμφωνία με αυτόν, μητροπολίτης Ιγνάτιος, Αλέξανδρος Στούρτζας και Ρωξάνδρα Στούρτζα, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εμπνεύσουν στον τσάρο, ο οποίος μαζί με τους άλλους μονάρχες έπαιζε το ρόλο του «κριτή της μοίρας» της Ευρώπης, την επιθυμία «να κάνει κάτι για την Ελλάδα» και σε ευρύτερη κλίμακα. Μεταξύ άλλων, κατόρθωσαν να επιτύχουν την έγκριση και την υποστήριξη του Αλέξανδρου Α΄ για τη δημιουργία στη Βιέννη του πολιτιστικού και διαφωτιστικού συλλόγου «Φιλόμουσος Εταιρεία», ο οποίος έπρεπε να συμβάλει στη διάδοση της παιδείας μεταξύ των Ελλήνων. Ωστόσο, στο Συνέδριο της Βιέννης, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Καποδίστρια, η πιο αγαπητή και πιο οικεία για την ψυχή του υπόθεση ήταν το ζήτημα των Ιόνιων Νησιών.
Εκφραζόμενος υπέρ της αποκατάστασης της Ιονίου Πολιτείας υπό την «προστασία» της Μεγάλης Βρετανίας και κατά της παραχώρησης των νησιών στην Αυστρία, ο Καποδίστριας αναμφίβολα ενεργούσε σύμφωνα με τα συμφέροντα και έχει διατηρηθεί ένα περίεργο έγγραφο – ένα τυπωμένο σημείωμα για την Επτάνησο Πολιτεία, που παρουσιάστηκε στις 4 Μαΐου 1815 στο Συνέδριο της Βιέννης από τον κάτοικο των νησιών Δ. Βαλσαμάκη. Όπως έλεγε αυτό το σημείωμα, η Αγγλία, έχοντας καταλάβει τα νησιά, υποσχέθηκε να αποκαταστήσει την ανεξαρτησία τους και δεν υπήρχε ούτε ένας νησιώτης που θα ανέθετε όλες τις ελπίδες του στην υπόσχεση «αυτού του μεγάλου και σοφού έθνους». Έπειτα, ο συγγραφέας του σημειώματος ανέπτυσσε σκέψεις για τη μελλοντική πολιτική δομή των Ιόνιων Νησιών:
1. Στα Επτάνησα πρέπει να παραχωρηθεί ανεξάρτητη διακυβέρνηση.
2. Το νέο Σύνταγμα των Επτανήσων πρέπει να δημιουργηθεί με βάση «τις επιθυμίες του πιο πεφωτισμένου τμήματος του έθνους, χωρίς να περιορίζονται τα δικαιώματα των άλλων τάξεων».
3. Η Ιόνιος Πολιτεία θα βρίσκεται υπό την αιγίδα όλων των Συμμαχικών Δυνάμεων και υπό την «προστασία» μίας Δύναμης. Αυτή η «προστασία» πρέπει να εξασφαλίσει στην Πολιτεία την ελευθερία του εμπορίου και των πολιτικών σχέσεών της. Η Δύναμη η οποία θα επιφορτιστεί με την «προστασία» των Επτανήσων δε θα έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει στη διοίκησή τους χωρίς την ομόφωνη συγκατάθεση των Συμμαχικών
Το σημείωμα του Δ. Βαλσαμάκη αντικατόπτριζε τους τελικούς πολιτικούς στόχους της πατριωτικά διακείμενης κορυφής της ιονικής κοινωνίας και ανταποκρινόταν πλήρως στις απόψεις του ίδιου του Καποδίστρια. Όμως, την άνοιξη του 1815, ο άμεσος στόχος του ήταν να εμποδίσει την επιβολή της κυριαρχίας της Αυστρίας πάνω στα Ιόνια Νησιά.
Για να ματαιώσει τα σχέδια της αγγλοαυστριακής διπλωματίας, ο Καποδίστριας αποφάσισε να επιτύχει την αναβολή της συζήτησης για το ιονικό ζήτημα και πρότεινε να αποφασιστεί η τύχη των Ιόνιων Νησιών μετά τον τερματισμό του νέου πολέμου κατά του Ναπολέοντα, από τις τέσσερις Δυνάμεις που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του Σομόν την 1η Μαρτίου 1814. […]
Η εκστρατεία του 1815 κατά του Ναπολέοντα ενίσχυσε τη θέση της Αγγλίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η αγγλική κυβέρνηση αποφάσισε πλέον να κρατήσει τα Νησιά του Ιονίου υπό τον άμεσο έλεγχο της, χωρίς να καταφεύγει στις υπηρεσίες της Αυστρίας. Λίγες ημέρες μετά το Βατερλό, ο Κάσλρι ανακοίνωσε επίσημα στον Λίβεν τη συγκατάθεση της βρετανικής κυβέρνησης να πάρει τα Ιόνια Νησιά υπό την «προστασία» της με εγγυήσεις εκ μέρους των άλλων Δυνάμεων.
Οι διαπραγματεύσεις για τα Ιόνια Νησιά, που άρχισαν εκ νέου τον Αύγουστο του 1815 στο Παρίσι, ανατέθηκαν από τον Αλέξανδρο Α΄, όπως και πριν, αποκλειστικά στον Καποδίστρια. […]
Στο σχέδιο της σύμβασης για τα Ιόνια Νησιά, εκπονημένο από την αγγλική κυβέρνηση, επρόκειτο για την εσαεί παραχώρηση των νησιών στην «κυριότητα και κατοχή» του Βρετανικού Στέμματος, με την εξασφάλιση στους κατοίκους τους της θρησκευτικής ελευθερίας και, σε ορισμένο βαθμό, των πολιτικών ελευθεριών.
Το ρωσικό αντισχέδιο της σύμβασης, που παρουσιάστηκε από τον Καποδίστρια στις 20 Σεπτεμβρίου 1815, ως πρώτο άρθρο του προέβλεπε την αποκατάσταση της Πολιτείας των Επτά Ηνωμένων Νήσων ως «ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους». […]
Το τελικό κείμενο της αγγλορωσικής συμφωνίας για τα Ιόνια Νησιά, το οποίο υπογράφτηκε στις 5 Νοεμβρίου 1815 στο Παρίσι, προέβλεπε τη δημιουργία, κάτω από το προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας, του «ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους» με την ονομασία «Ηνωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων» και με τη δική του εμπορική σημαία. […]
Η ανακήρυξη του νεοσύστατου κράτους ως «ελεύθερου και ανεξάρτητου» είχε στην ουσία δηλωτικό χαρακτήρα. Ο ίδιος ο Καποδίστριας, χωρίς να τρέφει αυταπάτες σχετικά με την αυτοτέλεια των μελλοντικών Ηνωμένων Κρατών των Ιονίων Νήσων, έδινε μεγάλη σημασία στο ίδιο το γεγονός της δημιουργίας του Ιονίου Κράτους. Λίγο πριν από την υπογραφή της συμφωνίας για τα Ιόνια Νησιά, έγραψε στη Ρωξάνδρα Στούρτζα: «Σύντομα θα τελειώσω και το μεγάλο έργο της πατρίδας μου. Έχει κερδηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου… Η Πολιτεία θα αποκατασταθεί… Αλλά με ποιους όρους; Δεν έχει σημασία… Είναι καλό ότι έστω και η εθνικότητά μας έχει διατηρηθεί». […]
Η δυσαρέσκεια για την αγγλική κυριαρχία δεν έθιξε μόνο την προνομιούχο κορυφή της ιόνιας κοινωνίας. Οι νέοι φόροι, οι περιορισμοί στο εμπόριο και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες επηρέαζαν τα συμφέροντα των αγροτών και των εμπόρων. Μερικές πράξεις της αγγλικής κυβέρνησης προσέβαλλαν και τα πατριωτικά αισθήματα των Επτανήσιων.
Μεταξύ άλλων, τη μεγάλη αγανάκτηση στα Ιόνια Νησιά και σε όλη την Ελλάδα πυροδότησε η παραχώρηση, το 1819, της Πάργας από την αγγλική κυβέρνηση στον Αλή πασά. Η μοίρα αυτής της μικρής πόλης στις ακτές της Ηπείρου ήταν πάντα στενά συνδεδεμένη με τα Ιόνια Νησιά. Όπως και τα νησιά, αυτή, επί τέσσερις αιώνες, βρισκόταν κάτω από τη βενετική κυριαρχία. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Πάργα μοιράστηκε με τα Επτάνησα όλες τις πολιτικές τους περιπέτειες. Το Μάρτιο 1814 οι Παργινοί αφόπλισαν τη γαλλική φρουρά που βρισκόταν στην πόλη και τέθηκαν εθελοντικά υπό την κυριαρχία της Αγγλίας. Στην πόλη εισήλθαν τα αγγλικά στρατεύματα. Ωστόσο, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων για τα Ιόνια Νησιά, μεταξύ της αγγλικής κυβέρνησης και της Πύλης επιτεύχθηκε η συμφωνία για τη συμπερίληψη της Πάργας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. […] Η παράδοση της Πάργας στην Πύλη σήμαινε στην πράξη την παράδοσή της στον ορκισμένο εχθρό των Παργινών – τον Αλή πασά. Όλοι οι κάτοικοι της Πάργας, που αριθμούσε τέσσερις χιλιάδες άτομα, αποφάσισαν να μεταναστεύσουν. Άρχισαν οι μακρές διαπραγματεύσεις, με θέμα την αποζημίωση των πολιτών για τις περιουσίες που αυτοί εγκατέλειπαν. Οι εκτιμητές, διορισμένοι από τις ίδιες τις αγγλικές αρχές, αξιολόγησαν τη συνολική περιουσία των Παργινών σε 2,3 εκατ. χρυσά τάλιρα. Ωστόσο ο Μέτλαντ μείωσε αυθαίρετα το ποσό σε 666 χιλ. τάλιρα. […]
Τον Απρίλιο του 1819, οι Παργινοί άρχισαν να μεταφέρονται στην Κέρκυρα. Πριν από την αποχώρηση, αυτοί ξέθαψαν τα οστά των προγόνων τους, τα έκαψαν και πήραν μαζί τους τις στάχτες. Στις 10-12 Μαΐου 1819, πάνω από την Πάργα υψώθηκε η τουρκική σημαία. Έτσι, μόλις δύο χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία απέκτησε με τη βοήθεια της Αγγλίας την τελευταία ακυρίευτη από αυτήν πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Οι Επτανήσιοι ένιωθαν ξεκάθαρα τον ανθελληνικό χαρακτήρα της πολιτικής της Αγγλίας και τις στενές σχέσεις της με την Υψηλή Πύλη. Μπροστά στα μάτια τους, εκτυλισσόταν το φινάλε της τραγωδίας της Πάργας· είχαν γίνει μάρτυρες των ταλαιπωριών και της ταπείνωσης χιλιάδων Ελλήνων βετεράνων στα Ιόνια Νησιά, οι οποίοι αποτελούσαν το άνθος των κλεφτών και των αρματολών της Ηπείρου, της Ακαρνανίας, της Πελοποννήσου. Ως αποτέλεσμα, η διαμαρτυρία κατά της επιβολής της αποικιοκρατικής τάξης στα Ιόνια Νησιά αναμειγνυόταν με το γενικό κίνημα για την εθνική απελευθέρωση της Ελλάδας. […]
Τον Δεκέμβριο του 1818, λόγω της επιδείνωσης της υγείας του, ο Αλέξανδρος Α΄ παραχώρησε [στον Καποδίστρια] άδεια τεσσάρων μηνών και του επέτρεψε να επισκεφθεί την πατρίδα του. […]
Αυτά που ο ίδιος ο Καποδίστριας άκουγε και έβλεπε στα Ιόνια Νησιά, τα οποία βρίσκονταν κάτω από τη δεσποτική εξουσία του Μέτλαντ, προκαλούσαν τη βαθιά θλίψη και την οργή του. Μοιραζόμενος τις εντυπώσεις του, έγραφε στον Καραμζίν από την Κέρκυρα: «[…] Για αυτό εσείς μπορείτε να κρίνετε εύκολα την κατάστασή μου, όταν επισκέφθηκα την πατρίδα ύστερα από ένδεκα χρόνια απουσίας, στις περιστάσεις υπό τις οποίες βρίσκεται αυτή η χώρα. Αντί να ενεργεί ως Προστάτιδα Δύναμη, η Μεγάλη Βρετανία συμπεριφέρεται σε αυτήν με έναν τρόπο που δεν έχει όνομα, που είναι αδύνατον να φανταστεί ακόμη και κάποιος εμφανώς κακόβουλος». […]
Κατά την παραμονή του στην Κέρκυρα, ο Καποδίστριας συναντήθηκε με το Θ. Κολοκοτρώνη, με τα μέλη της διάσημης σουλιώτικης οικογένειας των Μποτσαραίων και με πολλούς άλλους αξιωματικούς των ελληνικών μονάδων στα Ιόνια Νησιά. Μπόρεσε να βεβαιωθεί ιδίοις όμμασι ότι η φτώχεια και η καταπίεση ήταν η μοίρα πολλών εκατοντάδων οικογενειών των Ελλήνων βετεράνων. […]
Στην […] επιστολή [της] 11[ης] (23) Απριλίου 1819, η πολιτική της Αγγλίας χαρακτηριζόταν στο σύνολό της ως στοχευμένη στη βίαιη καταστολή των εθνικών επιδιώξεων των Ελλήνων. «Εάν η Αγγλία θέλει να γίνονται όλα στα νησιά σύμφωνα με τη θέλησή της, τότε θέλει παράλογα πράγματα. Μήπως θέλει να κάνει τους Έλληνες να ξεχάσουν τα πενήντα χρόνια του εθνικού κινήματος και τα δέκα χρόνια ευημερίας, που απολάμβαναν οι κάτοικοι των Ιόνιων Νησιών υπό την προστασία της Ρωσίας; Αλλά, δρώντας τόσο φανερά προς αυτήν την κατεύθυνση, θα μπορέσει αυτή να επιτύχει το στόχο της; Ακριβώς το αντίθετο: φέρνοντας αυτούς τους ανθρώπους σε απόγνωση, αυτή τους προσφέρει έναν ηρωικό πατριωτισμό. Μέσα από τη δυστυχία και κάτω από το ζυγό της αδικίας σκληραγωγούνται οι ψυχές και γίνονται δυνατές. Εξετάζοντας τη συμπεριφορά των Άγγλων στα νησιά και στις γειτονικές περιοχές από την άποψη της μεγάλης πολιτικής, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια μας στο γεγονός ότι αυτή σαφώς θέτει σε κίνδυνο τη γενική ηρεμία. Εάν η Αγγλία συνεχίσει μια τόσο βάρβαρη τυραννία, τότε είναι αναμφισβήτητο ότι στην Ελλάδα θα αρχίσουν αναφλέξεις. Θα είναι τέτοιας φύσης, που θα περιπλέξουν όλες τις σχέσεις του πολιτισμένου κόσμου».
Αυτή η πρόβλεψη της επερχόμενης επαναστατικής έκρηξης στην Ελλάδα, η οποία επαναλήφθηκε από τον Καποδίστρια ύστερα από μερικούς μήνες στην Αγγλία, αργότερα έδωσε αφορμή σε έναν από τους Άγγλους υπουργούς να παρατηρήσει ότι ο Καποδίστριας, το 1819, είχε προβλέψει τα γεγονότα του 1821, επειδή ήταν δικό του έργο. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο στοιχείο που θα επέτρεπε τον ισχυρισμό ότι ο Καποδίστριας κάποτε, και ιδίως κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κέρκυρα, κατά κάποιον τρόπο ενθάρρυνε ή συνέβαλλε στα επαναστατικά σχέδια των συμπατριωτών του. Αντιθέτως, ακολουθώντας τις οδηγίες που είχε λάβει από τον Αλέξανδρο Α΄, και σύμφωνα με τις δικές του ιδέες για το ότι η Ελλάδα «δεν είχε ωριμάσει» για την απελευθέρωσή της, έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποσπάσει τους Έλληνες πατριώτες από τις σκέψεις για τον ένοπλο αγώνα κατά της ξένης κυριαρχίας. Ακριβώς με αυτό τον σκοπό έγραψε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κέρκυρα το υπόμνημα «Σκέψεις για τους τρόπους βελτίωσης της τύχης των Ελλήνων», στο οποίο υποστήριζε, ότι η μόνη δυνατή μορφή της πατριωτικής δράσης για τους Έλληνες ήταν η διάδοση της εθνικής παιδείας. Εκτός από την προπαγάνδα αυτής της ιδέας ανάμεσα στους Έλληνες ηγέτες, προσπαθούσε να ειρηνεύσει κάπως τους δυσαρεστημένους στα νησιά: όπως έγραφε ο ίδιος, «να καθησυχάσει κάποιους από αυτούς και να βοηθήσει τους άλλους».

* Ο Γ. Αρς (1925-2017) ήταν ιστορικός και καθηγητής στην Ακαδημία των Επιστημών της Μόσχας.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ