837
του Αλέκου Μιχαηλίδη από τον Φιλελεύθερο
Αν δεν έγινε κατανοητό, να προσπαθήσουμε να το ξεδιαλύνουμε. Στα Στροβίλια δεν συνέβη κάτι απλό, αλλά εξελίχθηκε το έγκλημα της κατοχικής δύναμης. Η μετακίνηση των βαρελιών και των σκοπιών, ώστε οι τρεις οικογένειες να χρειάζονται διαπιστεύσεις για να… βγουν από τα σπίτια τους, δεν είναι καθημερινό, έστω και εάν το έχουν ξανακάνει οι Τούρκοι εντός της νεκρής ζώνης – πρόσφατα στη Δένεια.
Οι τρεις οικογένειες έχουν την ατυχία να καρτερούν «μέρα-νύχτα» βοήθεια από την Κυπριακή Δημοκρατία και την ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Να περιμένουν την οπισθοχώρηση του τουρκικού στρατού στις θέσεις «του», παρακαλώντας να επανέλθει το ήδη παράνομο στάτους κβο, που τους επέτρεπε τουλάχιστον να διακινούνται κάπως πιο ελεύθερα.
Υπό αυτό το σχήμα, που κατά τον ποιητή «ξεβάφει αίμα και δάκρυ» η Κυβέρνηση αρκέστηκε να δηλώσει ότι οι «Αρχές» είναι σε συνεννόηση με τα Ηνωμένα Έθνη και με περίσσια «σεμνότητα» ότι «μέχρι στιγμής δεν μπορεί να αποτιμηθεί συνολικά η κατάσταση και για αυτό δεν έχουμε να κάνουμε κάποια συγκεκριμένη ανακοίνωση». Μέχρι, λοιπόν, να αποτιμηθεί συνολικά η κατάσταση, οι τρεις οικογένειες θα ζητούν -σαν εγκλωβισμένες- την άδεια του κατοχικού στρατού για να πάνε στο περίπτερο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, συζητάμε ακόμα για το πρακτικό του Πλαισίου Γκουτέρες που χάθηκε «μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες». Αναμένουμε εναγωνίως τη συνάντηση του Προέδρου Αναστασιάδη με τον κατοχικό ηγέτη, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Τηλεθεατές (πάλι) σ’ έναν βάρβαρο βιασμό εις βάρος κάθε έννοιας δικαίου που κανονικά θα έστελνε όλα τα Πλαίσια Γκουτέρες στην… ανακύκλωση και τον Ακιντζί στην αναμονή.
Κι όμως, σε τούτη την κόλαση της Μεσογείου, δίπλα σε πολέμους και με τόση εμπειρία στην προσφυγιά και στη σκλαβιά, η κύρια τακτική των πολιτικών ηγεσιών είναι ο συμβιβασμός, η συνήθεια, το θάψιμο των εγκλημάτων κάτω από το χαλί. Όμηροι σε αυτή την τακτική, όχι μονάχα οι τρεις οικογένειες, αλλά δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες που βουλιάζουν στον βάλτο των «χαμηλών τόνων». Οι οποίοι θα συνεχίσουν να «νομιμοποιούν» τα τετελεσμένα της φασίζουσας κατοχικής δύναμης, καρτερώντας υπομονετικά απαντήσεις σε διαβήματα. Όπως το περιέγραψε ο Μόντης: «Με πόση απουσία παριστάμεθα, με πόση απουσία παρακολουθούμε προσεχτικά!».