Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Τέσσερις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες μέσα σε σχετικά σύντομα χρονικό διάστημα είναι πάρα πολλές για να μην προκαλέσουν αναταραχή και αμφιβολίες σε κάθε λαϊκό κόμμα εξουσίας. Πολύ περισσότερο όταν η γενικευμένη δυσφορία των κομματικών στελεχών μπροστά στο ενδεχόμενο απώλειας της εξουσίας συνοδεύεται και με θορυβώδεις κριτικές φωνές ακόμα και για τα πρόσωπα «εικόνες» του κόμματος. Όπως συμβαίνει σήμερα με το γερμανικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) και την κα Μέρκελ που κυβερνά για 14 χρόνια αδιαλείπτως την κουρασμένη πλέον «ευρωπαϊκή ατμομηχανή». Ήδη, οι φήμες ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση για την καγκελαρία δεν θα είναι υποψήφια η νυν πρόεδρος του κόμματος και ευνοούμενη της Μέρκελ κα Κραμπ-Κάρρενμπάουερ είναι καθημερινές και τέσσερις επίδοξοι διάδοχοι ετοιμάζονται για την κατάληψη της καλύτερης θέσης στην αφετηρία της διαδοχής.
Ακόμα χειρότερα είναι όμως τα πράγματα για τους συγκυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες του SPD που βλέπουν να καταποντίζονται, ιδιαίτερα στην Ανατολική Γερμανία, σε μονοψήφια ποσοστά. Γι’ αυτό και ο πρώην πρόεδρος του κόμματος Μάρτιν Σουλτς υποστηρίζει ανοιχτά πλέον ότι το μέλλον του κυβερνώντος «Μεγάλου Συνασπισμού» CDU- SPD είναι ζοφερό και ότι η Γερμανία χρειάζεται κυβέρνηση χωρίς τους χριστιανοδημοκράτες. Πολύ πιθανόν μάλιστα το κυβερνητικό διαζύγιο να επέλθει τον ερχόμενο Δεκέμβριο στο συνέδριο των σοσιαλδημοκρατών, όπου θα εκλεγεί και το νέο ηγετικό τους δίδυμο.
Μπορεί οι περισσότεροι αναλυτές ν΄ αποδίδουν τις εκλογικές ήττες των χριστιανοδημοκρατών στην ανεπάρκεια της νυν προέδρου του κόμματος και υπουργό άμυνας Κραμπ-Κάρρενμπάουερ και στην κακή συγκυρία της γερμανικής οικονομίας. Στο στόχαστρο όμως της κριτικής εμφανίζεται πλέον για πρώτη φορά τόσο καθαρά και η καγκελάριος Μέρκελ. Αυτά που της προσάπτουν είναι η σταδιακή μετατροπή ενός μεγάλου και ιστορικού λαϊκού κόμματος, του CDU, σε ελεγχόμενο «σύλλογο εκλογής καγκελαρίου», αλλά και η επιβληθείσα από την ίδια ταύτιση της γερμανικής δημοκρατίας με την αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, ανάμεσα στα σημαντικότερα σημεία κριτικής στη Μέρκελ προσωπικά περιλαμβάνονται τα εξής:
- Το σήμα κατατεθέν της Γερμανίας, η αυτοκινητοβιομηχανία της, υποχωρεί διεθνώς έτσι ώστε από φέτος να γίνεται πλέον λόγος για κρίση. Κι αυτό σε μια εποχή που αυτός ο σημαντικότερος κλάδος της γερμανικής οικονομίας πρέπει να επενδύσει δισεκατομμύρια σε μελλοντικές τεχνολογίες και στην έρευνα αν θέλει να μείνει ανταγωνιστική και να κρατήσει τη θέση της στην παγκόσμια αγορά. Ήδη χάθηκαν πολλές χιλιάδες εργατικές θέσεις και πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι αυτό ήταν μόνο η αρχή.
- Η ευρωπαϊκή πολιτική της Γερμανίας επικεντρώθηκε δογματικά στην εγγύηση για την σταθερότητα του ευρώ – και κατ’ επέκταση της Ευρώπης. Μέσα σε αυτήν την ευφορία ότι αυτό σε γενικές γραμμές επετεύχθη σπάνια γίνεται λόγος ότι το 2008 μπορεί να σώθηκαν οι τράπεζες, όμως αυξήθηκε το δημόσιο χρέος. Γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα σε πολλά κράτη να προκληθεί οικονομική κρίση η οποία οδήγησε στα τεράστια πακέτα διάσωσης, σε απώλεια εθνικής κυριαρχίας αλλά και σε μια αντιλαϊκή πολιτική μέσω της οποίας εδραιώθηκε η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
- Η αναμενόμενη φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο πλαίσιο του κυβερνητικού «πακέτου για το κλίμα» θα έχει σαν αποτέλεσμα η ποσοστιαία επιβάρυνση να είναι μεγαλύτερη για τα χαμηλά εισοδήματα, που θα φτάσει στο 1% των εισοδημάτων τους, ενώ για τα ανώτερα θα κυμανθεί στο 0,4%.
- Η παιδική φτώχεια γιγαντώθηκε και σήμερα ένα στα πέντε παιδιά να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας – συνολικά 2,55 εκατομμύρια παιδιά. Δραματική αύξηση της φτώχειας παρατηρείται και στους ηλικιωμένους με αποτέλεσμα να αυξηθεί υπερβολικά ο αριθμός των ηλικιωμένων που καταφεύγουν σε δωρεάν συσσίτια. Αριθμός που έφτασε ήδη τα 1,65 εκατομμύρια, σημειώνοντας αύξηση κατά 10% σε σχέση με το προηγούμενο χρόνο.
- Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που εφαρμόστηκε από το 2017 παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα (9,19 €), ώστε να επιφέρει σοβαρή ενίσχυση στην αγοραστική δύναμη μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Μπορεί το ποσοστό ανεργίας να κυμαίνεται επισήμως στο 5%, όμως υπάρχει αιτιολογημένη κριτική αφενός για την ορθότητα των στατιστικών στοιχείων και αφετέρου για το ότι υπάρχει ακόμα εργασία ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων που αμείβεται πολύ χαμηλά.
Υπάρχουν όμως και άλλα δύο πολύ σημαντικά ζητήματα σχετικά με την Μέρκελ και των δύο γερμανικών κομμάτων εξουσίας που προκαλούν τη μείωση της εκλογικής τους επιρροής. Το πρώτο αφορά στη γεωπολιτική αποδυνάμωση της Γερμανίας, όπως φάνηκε πρόσφατα με την πρόταση της Γερμανίδας υπουργού άμυνας για τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας στη Βόρεια Συρία, όπου η Γερμανία θα είχε ενεργό ρόλο. Πρόταση που απέκλεισε αμέσως ο συνάδελφος της, σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας, αλλά και Γερμανοί αξιωματικοί, που εκτιμούν ότι ο γερμανικός στρατός δεν είναι σε θέση να κάνει τέτοιες επιχειρήσεις. Το γεγονός χαρακτηρίστηκε ως επιστέγασμα της ενδοκυβερνητικής ασυνεννοησίας και αναποτελεσματικότητας και η όλη κυβερνητική μεθόδευση έγινε αντικείμενο διεθνούς χλευασμού. Φάνηκε ξεκάθαρα ότι η ηγετική πολιτική τάξη της σημερινής Γερμανίας στερείται σαφώς πολιτικών του διαμετρήματος ενός Αντενάουερ, ενός Κολ, ενός Μπραντ ή ενός Σμιτ.
Το δεύτερο αφορά στα περίφημα σέλφυ της κας Μέρκελ κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης του 2015. Φαίνεται σαν να έχουν στοιχειώσει σαν λανθασμένη πολιτική σε συνδυασμό με την εντέχνως επιτευχθείσα κουλτούρα του «Refugees welcome» που δεν είναι πλειοψηφική στη Γερμανία. Μια πραγματικότητα που εξακολουθεί να ενοχλεί μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας και να είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που το ακροδεξιό κόμμα AfD («Εναλλακτική για τη Γερμανία») επιτυγχάνει θριαμβευτικές εκλογικές νίκες στην Ανατολική Γερμανία, κυρίως σε βάρος του CDU. Φαίνεται πως η γερμανική πρακτική «όλοι εναντίον του AfD» δεν αποδίδει τα αναμενόμενα στα παραδοσιακά κόμματα και πολύ περισσότερο στους χριστιανοδημοκράτες με τον κίνδυνο σύντομα το «εθνολαϊκιστικό» AfD να γίνει πρώτο κόμμα στην Ανατολική Γερμανία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οι χριστιανοδημοκράτες διοργανώνουν στις 22 και 23 Νοεμβρίου το 32ο κομματικό τους συνέδριο. Εν αναμονή και του κρισιμότατου συνεδρίου των σοσιαλδημοκρατών τον Δεκέμβριο κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει εκπλήξεις που μπορεί να είναι όντως ανατρεπτικές για το γερμανικό πολιτικό σύστημα.