Του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Στην προσπάθειά τους να «αιτιολογήσουν» τ΄ «ανοιχτά σύνορα» για τους οικονομικούς μετανάστες που καθημερινά καταφτάνουν παράνομα από χώρες της Αφροασίας στην Ελλάδα οι (με το αζημίωτο) φιλομεταναστευτικοί φορείς, αλλά και πολλοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, εκκλησιαστικοί κύκλοι, και πολλοί άλλοι «καλοί άνθρωποι» τους συγκρίνουν αυθαίρετα με τους Έλληνες μετανάστες των πρώτων δεκαετιών της μεταπολεμικής περιόδου. Πρόκειται ασφαλώς για μια σύγκριση που στερείται κάθε σοβαρότητας αν εξετάσουμε ποια ήταν κατά κανόνα η προβλεπόμενη διαδικασία μετανάστευσης π.χ. στο πλαίσιο της ελληνογερμανικής «Σύμβασης περί επιλογής και τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις» (30 Μαρτίου 1960).
Κατ΄ αρχάς, με την υπογραφή αυτής της σύμβασης άνοιξαν στην Αθήνα και (το 1962) στη Θεσσαλονίκη οι εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές Μετανάστευσης (μέχρι το 1973), οι οποίες υπέβαλλαν στο ελληνικό Υπουργείο Εργασίας καταλόγους με τις κενές θέσεις εργασίας σε γερμανικά εργοστάσια. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις ελλείψεις, το ελληνικό Υπουργείο επέλεγε από τις λίστες αναμονής που καταρτίζονταν στα κατά τόπους Γραφεία Ευρέσεως Εργασίας εκείνους στους οποίους θα παραχωρούνταν το «δικαίωμα» της μετανάστευσης στη (τότε) Δ. Γερμανία. Σημειώνεται ότι το σημαντικότερο ρουσφέτι εκείνης της περιόδου ήταν το τάξιμο από Βουλευτές, κυρίως της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου, μιας θέσης στις λίστες υποψήφιων προς μετανάστευση.
Κατόπιν, οι Επιτροπές εξέταζαν εξονυχιστικά την υγεία των υποψηφίων (μετρήσεις μυών, ακτινογραφίες θώρακος, οδοντιατρικές εξετάσεις κ.α.), τις τυχόν «ειδικές» γνώσεις που είχαν και οργάνωναν το ταξίδι τους με ειδικά τραίνα καλύπτοντας τα έξοδα μετάβασης του μετανάστη στη Δ. Γερμανία που αφορούσε εκείνο το μέρος της διαδρομής που γινόταν έξω από την ελληνική επικράτεια. Τέλος, αφού η Επιτροπή ενέκρινε την πρόσληψη, ο υποψήφιος μετανάστης υπέγραφε μια σύμβαση εργασίας, η τήρηση των όρων της οποίας θα ελεγχόταν από την αρμόδια ελληνική επιτροπή, που έδρευε στη Δ. Γερμανία.
Εξυπακούεται ότι οι Γερμανοί, τηρώντας την ιστορική τους παράδοση, αναφέρονταν σε «τεμάχια» (και όχι σε ανθρώπους ή μετανάστες), που επιπλέον υπόκειντο και στον γενικό κανόνα της νομιμοφροσύνης εκείνης της εποχής, αφού η επιλογή του εν δυνάμει μετανάστη βασίζονταν στην ύπαρξη ή μη πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων (φωτό).
Γι αυτό λοιπόν είναι καλύτερα κάποιοι να σιωπούν ή ας ψάξουν για άλλα «επιχειρήματα», πιο «ανθρωπιστικά».
Υ.Γ. Με τον τρόπο που περιγράφτηκε παραπάνω, στη δεκαετία 1961-1971 έφυγαν 892.175 Έλληνες σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης (κυρίως στη Δ. Γερμανία), κυρίως άνδρες αλλά και γυναίκες, ηλικίας 18-35 χρόνων. Το 90% προερχόταν από την ελληνική επαρχία, άκληροι ή μικροαγρότες, δίχως πείρα βιομηχανικού εργάτη ή γνώση της γερμανικής γλώσσας.