του Κ. Βλησίδη, από το Άρδην τ. 86, Ιούνιος Ᾱύγουστος 2011
Ξαναπιάνοντας το νήμα της χρονολογικής εκτύλιξης των γεγονότων, και συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά το ακρόαμα του ραδιοφώνου, συναντάμε στα τέλη του 1938 την Καθημερινή1 να εκφράζει ικανοποίηση καθώς, από τότε που το ραδιόφωνο περιήλθε στην αρμοδιότητα του υφυπουργού Τύπου, «δεν ηκούσθησαν αι γνωσταί “αμανεδοειδείς” μεταδόσεις». Με το γύρισμα του χρόνου, από την ίδια εφημερίδα2 εκφωνείται ο επικήδειος του κόσμου που ανακαλεί συνεκδοχικά το σαντούρι, καθώς το όργανο αυτό, κατά τον συντάκτη, αποτελεί υπόθεση του απώτερου παρελθόντος, μια και «εκηδεύθη κάποιαν χειμερινή εσπέρα εις γωνίαν αθηναϊκής ταβέρνας υπό τους ήχους.. χαβάγιας». Τις επόμενες μέρες (Φεβρουάριος 1939) σχολιάζεται ευμενώς στον Τύπο3 η πρωτοβουλία του Νικολούδη να αποκαθάρει τη δημοτική μουσική που μεταδίδεται από το ραδιόφωνο, από «τας ξένας επιδράσεις αι οποίαι της έχουν δώσει τον γνωστόν “αμανοειδή” τόνον».
Η «καθαρτική» Μεταξική παρέμβαση στο ραδιόφωνο δεν αφορούσε όμως μόνο τη δημώδη μουσική αλλά και την ελαφρά. Και στον τομέα αυτό, ο Μεταξάς σε μια προσπάθεια εξορκίσει τις «νοσηρές τάσεις» που βάρυναν το ελληνικό ελαφρό τραγούδι, επιχείρησε να το εμβολιάσει με «πραγματική ευθυμία», προσανατολίζοντας το προς τη «χαρά της ζωής», μέσω επαναλαμβανόμενων μεταδόσεων συγκεκριμένων ξένων μουσικών προτύπων,4 αλλά και μέσω της λογοκριτικής πρακτικής.
Σημαντικό από κάθε άποψη νομοθετικό σταθμό στη λογοκριτική δραστηριότητα του καθεστώτος θα αποτελέσει ο Αναγκαστικός Νόμος 1619/1939 («Περί ραδιοφωνίας και συμπληρώσεως των περί του υπουργείου τύπου και τουρισμού κειμένων διατάξεων»), ο οποίος και καλύφθηκε εκτενώς δημοσιογραφικά.5 Ο νέος νόμος ρύθμιζε, μεταξύ άλλων, τη δισκογράφηση και κυκλοφορία των τραγουδιών με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια από ποτέ άλλοτε. […] Το εξαιρετικό ενδιαφέρον όμως, εξ oυ και η εκτενής παράθεση που ακολουθεί, βρίσκεται στο ίδιο το κείμενο του Νόμου, και συγκεκριμένα στο άρθρο 21, όπου καθορίζονται με κάθε λεπτομέρεια τα διαδικαστικά της λογοκριτικής πρακτικής επί των ασμάτων:
Προ πάσης φωνοληψίας εν Ελλάδι υποβάλλεται εις την Διεύθυνσιν Λαϊκής Διαφωτίσεως του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού αίτησις της ενδιαφερόμενης διά ταύτην Εταιρείας φωνογραφικών δίσκων περί χορηγήσεως σχετικής αδείας. Μετά της αιτήσεως συνυποβάλλονται αντίγραφα α) των στίχων και β) της μουσικής (παρτιτούρα) των προς φωνοληψίαν ασμάτων.
Την αίτησιν ταύτην μεθ’ όλων των στοιχείων η Δνσις της Λαϊκής Διαφωτίσεως διαβιβάζει εις την προς τούτο αρμοδίαν Επιτροπήν αποτελουμένην α) εκ του Δντου της Λαϊκής Διαφωτίσεως του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού ως Προέδρου, β) εξ ενός Τμηματάρχου του Εσωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού, γ) εξ ενός Τμηματάρχου της Δνσεως Λαϊκής Διαφωτίσεως και δ) εκ δύο καλλιτεχνών ειδικευμένων περί την δημοτικήν και λαϊκήν μουσικήν. […] Αι αποφάσεις της Επιτροπής ταύτης εκτελούνται μερίμνη των κατά τόπους αστυνομικών αρχών. Η Επιτροπή διά τον σχηματισμόν πλήρους αντιλήψεως και εφ’ όσον κρίνει ότι τα υποβληθέντα αυτή στοιχεία δεν είναι επαρκή, δύναται ν’ απαιτήση την εκτέλεσιν των προς φωνοληψίαν μουσικών τεμαχίων. […] Αποφαίνεται δε αύτη υπέρ της χορηγήσεως αδείας, είτε περί της απαγορεύσεως αυτών ή τροποποιήσεως ωρισμένων στίχων, καθώς και της μεταλλαγής ορισμένων σημείων της μουσικής, εφ’ όσον ήθελε κρίνει ότι άμα τι θίγει οπωσδήποτε τα δημόσια ήθη, διαφθείρει το καλλιτεχνικόν αίσθημα του κοινού ή νοθεύει και διαστρέφει το γνήσιον πνεύμα της παραδόσεως της ελληνικής μουσικής. Τα ανωτέρω ισχύουσι και διά πάσαν έκδοσιν μουσικών τεμαχίων εις φυλλάδια. Εις την αυτήν ως άνω διαδικασίαν υπόκεινται και οι ήδη εν κυκλοφορία ευρισκόμενοι δίσκοι γραμμοφώνων. […] Η ως άνω Επιτροπή δύναται ν’ απαγορεύη την περαιτέρω κυκλοφορίαν ή εκτύπωσιν δίσκων ως και να διατάζη την καταστροφήν των μητρών.
[…] Στη διαδρομή του χρόνου οι καθεστωτικές διατυπώσεις του ορισμού της νομιμότητας στάθμευσαν κατ’ αρχάς στο «πλαίσιο των εθνικών παραδόσεων και ιδεωδών» (ΑΝ 45/1936), επικέντρωσαν στο άσεμνο περιεχόμενο ή και αντιβαίνον στην ισχύουσα νομοθεσία και χρηστοήθεια (Αστυνομική Διάταξη 12/ 1937 και Αποφάσεις που απέρρευσαν από αυτή), εξειδίκευσαν περισσότερο σε άσματα άσεμνα, με αντιθρησκευτικές αιχμές, αντικείμενα στην κοινή ευπρέπεια και εντελώς συγκεκριμένα σε «αναχρονιστικά άσματα-αμανέδες» (Εγκύκλιος Υφυπουργείου Τύπου-Τουρισμού 29-11-1937), για να καταλήξουν στις διατυπώσεις του ΑΝ. 1619/1939, που έδιναν βάρος στο δημόσιο αίσθημα, το συλλογικό αισθητήριο και το «γνήσιο» πνεύμα της ελληνικής μουσικής παράδοσης.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αοριστία των εννοιών αυτών χρησίμευε κυρίως ως προπέτασμα λογοκριτικού καπνού, καθώς προσέδιδε τη διακριτική ευχέρεια στους λογοκριτές να ερμηνεύουν κατά το δοκούν, δηλαδή κατ’ εξοχήν συσταλτικά, τα δημόσια ήθη, το κοινό αισθητήριο και το πνεύμα της ελληνικής μουσικής παράδοσης, έτσι ώστε να κατασκευάσουν ένα στενό κανονιστικό πλαίσιο, τον Μεταξικό πολιτισμικό «κανόνα» στο τραγούδι, όπου μόνο υπό διατεταγμένους όρους αποδιδόταν νομιμοποίηση στο ρεμπέτικο.6
Η απτόητη δημοφιλία
Έστω και λογοκριμένο πάντως, κατά τον στίχο και τη μουσική, έστω και απονευρωμένο, το ρεμπέτικο δεν φαίνεται να χάνει καθόλου την πρόσβαση σε ένα όλο και διευρυνόμενο κοινό, αν κρίνει κανείς ενδεικτικά από τη σχετική αρθρογραφία που προκάλεσε τόσο η «Βαγγελίτσα» του Γ. Παπαϊωάννου,7 όσο και η μεγάλη επιτυχία του τραγουδιού «Ο Αντώνης, ο βαρκάρης» του Σπ. Περιστέρη.8 Ως προς το δεύτερο άσμα ειδικά, οι συντάκτες, καταγράφοντας την «Αντωνομανία» ή «Καρμενομανία» που είχε καταλάβει τον κόσμο, και μη μπορώντας πλέον να προσάψουν στην υπό λογοκριτική επιτήρηση ρεμπέτικη παραγωγή ούτε χασικλιδισμό στο περιεχόμενο ούτε ανατολισμό στη μορφή, διαμαρτύρονται διότι με τις συνεχείς και ακατάπαυστες μεταδόσεις του, το «μοιρολόι» αυτό έχει μετατραπεί σε «δικτάτορα της αναπαύσεώς» τους.
Ακόμη εντυπωσιακότερη όμως απόδειξη της εξαιρετικής δημοφιλίας που απολάμβανε το ρεμπέτικο στο κοινωνικό σώμα, συνιστούν δύο εκτενή άρθρα της εξέχουσας μουσικοκριτικού Αλεξάνδρας Λαλαούνη στην εφημερίδα Βραδυνή τον Οκτώβριο του 1940. Στο πρώτο κείμενο9 αναγνωρίζεται η κατίσχυση «στις ταβέρνες και στα σπίτια κάθε γειτονιάς» τόσο του δημοτικού όσο και –κυρίως– του λαϊκού τραγουδιού, του «σερέτικου» και «μάγκικου», έναντι της ελαφράς ή σοβαρής μουσικής. Εν σχέσει μάλιστα με το ελαφρό τραγούδι, που βαρύνεται με το «λούστρο, το βερνίκι της ευρωπαϊκής μορφώσεως», η Λαλαούνη παραδέχεται ότι ο λαός «προτιμάει τους άλλους: τους λαϊκούς, τους καθεαυτό λαϊκούς, τους αγνούς τραγουδιστάδες που δεν έχουν καμμιά σχέσι με το πεντάγραμμο και καμμιά φορά ούτε και με…το αλφάβητο». Στη συνέχεια η μουσικοκριτικός παίρνει συνέντευξη από τους συνθέτες και μαέστρους Παναγιώτη Τούντα και Δημήτρη Σέμση, προκειμένου να πληροφορηθεί λεπτομέρειες του πλαισίου δισκογράφησης του λαϊκού τραγουδιού.
Στο δεύτερο κείμενο καταγράφονται και σχολιάζονται ευσύνοπτα οι σπουδαιότεροι φορείς του ρεμπέτικου της εποχής, κατά την εκτίμησή της (σημειώνουμε την παράδοξη απουσία του Βαμβακάρη): η Νταίζη Σταυροπούλου (η «πασίγνωστη Νταίζη, που οι δίσκοι της αγοράζονται κατά χιλιάδες»), ο Βασίλης Τσιτσάνης (πρώτη έως τώρα εντοπισθείσα μνεία και σχολιασμός του «πασίγνωστου και δημοφιλούς» «τραγουδιστή, συνθέτη, άσσου του μπουζουκιού»), η Ιωάννα Γεωργακοπούλου («λιγομίλητη και σεμνή, θάλεγε κανείς πως ανοίγει την καρδιά της μονάχα σαν τραγουδεί»), ο Στέλιος Χρυσίνης («τυφλός μουσικός και ποιητής»), ο Δημήτρης Περδικόπουλος (που «ενθουσιάζει με το τραγούδι και την κιθάρα του»), ο Στράτος Παγιουμτζής (ο «άσσος του ρεμπέτικου τραγουδιού»), ο Στέλιος Κερομύτης («τραγουδιστής, συνθέτης και άσσος επίσης στο μπουζούκι»), και τέλος οι Στελλάκης Περπινιάδης, Ρίτα Αμπατζή, Γιώργος Παπασιδέρης, Ρόζα Εσκενάζι, Μιχαήλ Καλλέργης, Γιώργος Ντερέμπεης, Μανώλης Χιώτης.10 Παρ’ όλη τη γενικότερα ευμενή διάθεση της Λαλαούνη, το κείμενο θα κλείσει με απαξιωτική αναφορά στο αμαρτωλό και ασύδοτο δισκογραφικό παρελθόν (οπότε υπήρχε «πλήρης ασυδοσία στη διάδοσι των δίσκων και ξέρομε πόσες ασχήμιες εχρησίμευαν για πνευματική τροφή του λαού μας»), επαινώντας τον αποκαθαρτικό και αναμορφωτικό ρόλο του «νέου Κράτους για την πνευματική εξύψωσι του λαού» μέσω της λογοκρισίας των τραγουδιών.
Συνοψίζοντας, σε ό,τι αφορά την περίοδο από την έλευση του Μεταξά και μετά, θα λέγαμε ότι το ρεμπέτικο γίνεται αντικείμενο αρνητικής αξιολόγησης και καταστολής όχι πλέον μόνο από την πλευρά του άτυπου κοινωνικού ελέγχου (μέσω της τρέχουσας αρθρογραφίας και. των εκπροσώπων της εγγραμματοσύνης/λόγιας κουλτούρας), αλλά και από τη νέα τάξη πολιτικών και πολιτισμικών πραγμάτων που ευαγγελίζεται και εφαρμόζει το Μεταξικό καθεστώς. […] Οι εξαιρέσεις (Β-ς και Λαλαούνη), όσο κι αν είναι μνημονεύσιμες, επικεντρώνουν και σχολιάζουν υπεραξιωτικά την «ακίνδυνη» εκδοχή υπό την οποία κυκλοφορεί την εποχή αυτή το ρεμπέτικο.
Το Μεταξικό καθεστώς, από την πλευρά του, ενεργώντας μέσα σε ένα προϋφιστάμενο κλίμα «συναίνεσης» ως προς τις πολιτισμικές του βλέψεις, λαβαίνει μέτρα επιτήρησης του είδους από την πρώτη στιγμή της ανόδου του στην εξουσία. Με το κατάλληλο δικαιολογητικό νομικό πλαίσιο και με συνεχείς επεμβάσεις (δίκες, αστυνομικές διατάξεις, εγκυκλίους, αποφάσεις, κατασχέσεις και ποικίλα νομοθετήματα) αποφλοιώνει από «αντιδυτικα» και «αντικοινωνικά» σημαίνοντα και παροχετεύει σε ευρωπαΐζοντα πρότυπα ένα ποικιλόμορφο και πολυπρισματικό λαϊκό πολιτισμικό μόρφωμα, επιβάλλοντάς του με αστυνομικά μέτρα τις ακολουθητέες δημιουργικές του προδιαγραφές, σε επίπεδο μορφής και περιεχομένου.
*Από την μελέτη Όψεις του ρεμπέτικου
εκδ. Εικοστού Πρώτου, 2004
Σημειώσεις
1. Καθημερινή, 27-12-1938 («Ραδιοφωνικά»)
2. Καθημερινή, 29-1-1939 («Το σαντούρι»).
3. Πρωία, 8-2-1939 («Εκκαθάρισις της δημώδους μουσικής»), και Καθημερινή, 9-2-1939 «Οι αμανέδες»)
4. Βλ. σχετικά στο Τέσσαρα χρόνια διακυβερνήσεως I. Μεταξά (4-8 1936 έως 4-8-1940), τόμος Δ’, Εκδ. Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού 1940: α. 157-161.
5. Βλ. ενδεικτικά: Καθημερινή, 1-3-1939 («Η λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών – Ανακοινώσεις του Υφυπουργού Τύπου και Τουρισμού κ. Νικολούδη – Ο τρόπος της φωνοληψίας»), και Πρωία, 2-3-1939 («Ο έλεγχος των φωνοληψιών»).
6. Η επί της λογοκρισίας των τραγουδιών νομοθετική δραστηριότητα δεν υποχώρησε ούτε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όπως θα έμοιαζε εύλογο, εφόσον δεν πραγματοποιούνταν ούτως ή άλλως δισκογραφήσεις. Τουναντίον, έγινε αυστηρότερη. Στο Ν.Δ. 1108 της 5-3-1942 («Περί τροποποιήσεως συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί ελέγχου θεατρικών έργων, κινηματογραφικών ταινιών, δίσκων γραμμοφώνου και βιβλίων διατάξεων») ένα ολόκληρο κεφάλαιο ήταν αφιερωμένο στον έλεγχο «φωνογραφικών δίσκων και μουσικών τεμαχίων». Εδώ επαναλαμβάνονται εν πολλοίς οι διατάξεις του προηγούμενου νόμου με κάποιες κρίσιμες συμπληρωματικές διαφοροποιήσεις: στα κριτήρια απορρίψεως τραγουδιών προστίθεται και το εάν ένα άσμα «δύναται να προκαλέση βλάβην των εθνικών συμφερόντων», […]. Ο Νόμος 485 που θα ακολουθήσει στις 16-8-1943 («Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως των Τύπου και Ραδιοφωνίας διατάξεων») γίνεται ακόμη αυστηρότερος, καθώς αφενός απαγορεύει να εκτελούνται σε δημόσιους χώρους μουσικά τεμάχια άνευ αδείας και αφετέρου εκατονταπλασιάζει τις πειθαρχικές ποινές που προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος.
7. Νέοι Καιροί, 13-1-1939 (Ν. Γεωργάκαλος, «Η Βαγγελίτσα»).
8. Βλ. Νέοι Καιροί, 1-8-1939 (Ν. Γεωργάλακος, «Αντώνιος Βάρκας»), Μακεδονία, 19-8-1939 (Γ. Δαμόρης, «Ο Αντώνης ο βαρκάρης…»), και Θάρρος, 2-10-1939 (Αντώνιος Χ., «Καρμενομανία»).
9. Βραδυνή, 14-10-1940 («Λαϊκή μουσική-μαέστροι-συνθέται-τραγουδισταί»).
10. Βραδυνή, 17-10-1940 («Λαϊκή μουσική-λαϊκά τραγούδια-Λαϊκοί τραγουδισταί»).