Από το Άρδην τ. 84, Φεβρουάριος-Μάριος 2011
Α μέσως μετά τον Δεκέμβριο του 2008 είχαμε τονίσει ότι η «συμμαχία Κολωνακίου-Εξαρχείων» με πολιτική έκφραση τον «Συριζα» του δημοσκοπικού 18%, και εμβληματική μορφή τον Ιανό Αλαβάνου-Τσίπρα είχε φτάσει στο τέλος της. Τα Εξάρχεια δοκίμασαν «να καπελώσουν» το Κολωνάκι αντιστρέφοντας τις ηγεμονίες στο εσωτερικό του διπόλου. Έκτοτε καταγράφονται τα διαδοχικά επεισόδια αυτής της τελεσίδικης ρήξης. Στον πόλο των Εξαρχείων ο Σύριζα θα υποστεί καθίζηση και θα κυριαρχήσουν σχεδόν απόλυτα οι ένοπλες ομάδες, ενώ στην άλλη πλευρά θα αρχίσει να σχηματίζεται ένας άλλος πόλος με τον Κουβέλη, τον Καμίνη και τον Μπουτάρη να αποστασιοποιούνται όλο και περισσότερο από το άλλοτε ενιαίο μέτωπο.
Σταδιακώς το βασικό επίδικο αντικείμενο κατέστη το μεταναστευτικό. Ο πόλος των Εξαρχείων θεωρεί το μεταναστευτικό προνομιακό πεδίο παρέμβασης για να ρυμουλκήσει και πάλι ένα μέρος του Σύριζα και όλη την Άκρα Αριστερά πίσω του. Εξ ου και το εγχείρημα της πρόσφατης απεργίας πείνας. Και εν μέρει το επέτυχε. Το αντίπαλο στρατόπεδο, των κάποτε ομογάλακτων αδελφών, πλέον έχει αποδεχτεί αυτό που όλη η ελληνική κοινωνία αναγνωρίζει, ότι δηλαδή υπάρχει απόλυτος κορεσμός εισόδου μεταναστών στην Ελλάδα. Και αυτό διότι οι κοινωνικές συνέπειες του μεταναστευτικού αρχίζουν να θίγουν το ίδιο το «Κολωνάκι»: καταστροφή του κέντρου ορισμένων πόλεων, ιδιαίτερα της Αθήνας, εγκληματικότητα, τριτοκοσμοποίηση.
Έτσι αυτοί που κάποτε ήταν οι κυριότεροι θιασώτες της πολυπολιτισμικότητας και των «ανοικτών συνόρων» μεταστρέφονται αίφνης σε «ξενόφοβους», όπως χαρακτήριζαν άλλοτε την πλειοψηφία των Ελλήνων. Αρκεί να δούμε την στροφή των Μπουτάρη-Καμίνη πάνω στο ζήτημα, – ο τελευταίος μάλιστα συγκρούστηκε και με ένα μέρος των συμβούλων του! Ωστόσο η χαρακτηριστικότερη στροφή είναι εκείνη των πολυπολιτισμικών φυλάδων, της λεγόμενης free press, που διακρίνονταν για την επιθετικότητά τους εναντίον των «Ελληναράδων».
Ένα επίλεκτο στέλεχος του πολυπολιτισμικού jet set της χώρας, που πολλές φορές είχε εκφράσει την απέχθειά της για τους εγχωρίους κάφρους και την αγάπη της για τη… Νέα Υόρκη είναι και η συγγραφέας κυρία Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία αίφνης ανακαλύπτει τις εθνικές ταυτότητες. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά, σε ένα όντως ενδιαφέρον άρθρο της στην Athens Voice στις 16/02/2011 «Ανοιχτή κοινωνία μέχρι ποιο σημείο;»
«Το να μιλάμε για παγκόσμια κοινότητα είναι αριστερίστικη ρητορική, εκμηδενισμός της ιδέας της κοινότητας. Οι άνθρωποι συσπειρώνονται με άλλους και «μένουν μαζί» με άλλους ως κοινωνικά όντα υπό τον όρον να υπάρχει πάντα ένα κοινά αποδεκτό σύνορο ανάμεσα στους μεν και τους δε. Οι «μεν» είναι «η δική μας» ταυτότητα, οι «δε» είναι οι διαφορετικές ταυτότητες που καθορίζουν τη δική μας. Κάθε σπίτι έχει μια πόρτα την οποία χτυπάς για να μπεις.[ ] Κάθε κοινότητα συνεπάγεται μια σχετική «περίφραξη», έναν τρόπο συνύπαρξης που είναι επίσης τρόπος διαχωρισμού από το «έξω». Ένα «εμείς» που δεν περιορίζεται από ένα «αυτοί», «οι άλλοι», χάνει την έννοιά του.[ ]
Πρόκειται για ρατσισμό; Ο ρατσισμός είναι μια αφοριστική, επιφανειακή και απλοϊκή κατηγορία. Οι άνθρωποι που κατηγορούνται για ρατσισμό ενώ δεν είναι ρατσιστές εξοργίζονται και τελικά γίνονται ρατσιστές:[ ] Σε πολλές περιπτώσεις, η αντίδραση μπορεί να ερμηνευτεί εύκολα σαν μια υπεράσπιση των θέσεων εργασίας και του μισθού (μιας και οι νεοφερμένοι μετανάστες είναι «φτηνότεροι»). Οι περιπτώσεις της ξενοφοβίας έπονται: στην αρχή εμφανίζεται αίσθημα ανασφάλειας και λανθάνουσας απειλής· αργότερα το αίσθημα εξελίσσεται σε αντίδραση, σε απόρριψη του αλλοδαπού. Από το σημείο αυτό αρχίζει ο ρατσισμός.» [ ]
«Σε ποιο βαθμό μπορεί να είναι ανοιχτή μια «ανοιχτή κοινωνία»; Όσο το επιτρέπει η ιδέα της πλουραλιστικής κοινότητας στο εσωτερικό της οποίας τα διαφορετικά στοιχεία γίνονται σεβαστά με αμοιβαίο τρόπο. Ωστόσο, δεν απορρέει από καμιά λογική ότι ο πλουραλισμός πρέπει να είναι απεριόριστος. Τα «ανοιχτά μυαλά» –όσοι αυτοαποκαλούνται έτσι– τραβάνε τα πράγματα πέρα από το σημείο θραύσης.
Αυτά λοιπόν η κυρία Τριανταφύλλου, η οποία αποδεικνύει ότι γνωρίζει το ζήτημα καλά, απλώς στο παρελθόν το απέκρυπτε. Όμως κάλιο αργά παρά ποτέ!