του Γιώργου Καραμπελιά, Άρδην τ. 75, Μάιος-Ιούλιος 2009
Γ ια χρόνια επιμέναμε πως η διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού πόλου δεν ήταν ώριμη στην Ελλάδα, και πως το κύριο μέτωπο της πολιτικής πάλης για τις απόψεις μας δινόταν στο πεδίο της ιδεολογικής διαμόρφωσης, με βιβλία, περιοδικά, έντυπα, ομιλίες· της ιδεολογικής σύγκρουσης, όπως συνέβη με το βιβλίο της Ιστορίας· ή με πολιτικές καμπάνιες γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα, από την περίοδο Οτσαλάν, μέχρι το Σχέδιο Ανάν. Και όλοι γνωρίζουν πως, σε αυτές τις μάχες, ο χώρος του Άρδην όχι μόνο ήταν πάντα παρών, αλλά πρωτοστατούσε. Επιμέναμε λοιπόν, όλη αυτή την περίοδο, πως ευρύτερες πολιτικές συγκροτήσεις θα ήταν πιθανές μόνο με αφορμή κάποια μεγάλη εθνική κρίση, που θα υποχρέωνε σε συνεύρεση ευρύτερες δυνάμεις. Διαφορετικά, δεν ήταν εφικτή μια ταχεία πολιτική συγκρότηση. Και η ανάλυσή μας στηριζόταν σε ένα σύνολο από δεδομένα:
Πρώτον, ότι το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα εμφανιζόταν στη χώρα μας με μια δικέφαλη μορφή. Από τη μία πλευρά ο εθνομηδενισμός, από τον Σύριζα έως τους Οικολόγους και τους Αναρχικούς, και από την άλλη η εθνοκαπηλεία ή η μονοθεματική επικέντρωση στα εθνικά ζητήματα, στην καλύτερη περίπτωση. Μια συνθετική πρόταση, τέτοια που προωθούσαμε και προτείνουμε εμείς, έχει ευρύτατη αποδοχή από τους πολίτες αλλά είναι πολύ μικρές οι συγκροτημένες πολιτικές δυνάμεις, που θα ήταν διατεθειμένες να στρατευθούν σε μία τέτοια κατεύθυνση. Έτσι, ενώ σωστά διαπιστώσαμε λίγο πριν τις εθνικές εκλογές του 2007, πως μπαίνουμε σε μια περίοδο πολιτικής συγκρότησης, και γι’ αυτό προχωρήσαμε και στην έκδοση της εφημερίδας Ρήξη, επιμείναμε πως αυτή η διαδικασία συγκρότησης είναι λιγότερο ή περισσότερο μακρόχρονη και επίπονη, δεδομένου μάλιστα ότι οι εκλογές του 2007 ανέδειξαν ενισχυμένο το δίπολο που προαναφέραμε, δηλαδή τον εθνομηδενιστικό ΣΥΡΙΖΑ και το εθνοκαπηλικό ΛΑΟΣ.
Και απεδείχθη, στη συνέχεια, πως όντως έτσι είχαν τα πράγματα. Ο πόλος του εθνομηδενισμού ενισχυόταν διαρκώς, με αποκορύφωμα και κύκνειο άσμα τον Δεκέμβρη του 2008, ενώ ο έτερος πόλος συνεχίζει να ενισχύεται ακόμα. Η δε μήτρα του εθνομηδενισμού παραμένει ακόμα γόνιμη, όπως απέδειξε η ανάδυση των «Οικολόγων-Πράσινων» του κ. Τρεμόπουλου, ως εκφραστών του οικολογικού κινήματος!
Δεύτερον, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των οργανωμένων δυνάμεων του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου δεν διαθέτει μια συνολική πολιτική και κοινωνική πρακτική που να του επιτρέπει την παρέμβαση στο σύνολο των προβλημάτων της κοινωνίας, παρέμβαση που σήμερα έχει καταστεί αναγκαία. Και αυτό διότι η στιγμή που μπορούσε να συγκροτηθεί ως αυτόνομος πολιτικός πόλος με αποκλειστικό σημείο εκκίνησης την πατριωτική ευαισθησία έχει πλέον παρέλθει, ή μάλλον έχει καλυφθεί από την δεξιά εκδοχή του Καρατζαφέρη. Ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν εφικτό σε όλη τη μακρά περίοδο που αρχίζει από το 1992 και τελειώνει το 2004. Και, πράγματι, έγιναν απόπειρες, ορισμένες μάλιστα από αυτές φάνηκαν και να ευοδώνονται. Ο Τσοβόλας, ο Χαραλαμπίδης, ο Παπαθεμελής, δοκίμασαν κάτι τέτοιο. Ο μεν Τσοβόλας, ο οποίος δεν διέθετε κανένα πολιτικό και ιδεολογικό βάθος, απέτυχε, διότι δεν διεύρυνε τη θεματική και τις πρακτικές του κόμματός του. Φοβούμενος να ανοιχτεί, για να κρατήσει την «καρέκλα» του, έμεινε προσκολλημένος σε μια παλαιοπασοκική λογική και έτσι «έκαψε» μια πολύ σημαντική δυνατότητα, που είχε αρχικώς εξαιρετικά θετική απήχηση. Οι άλλες απόπειρες έγιναν άκαιρα και καθυστερημένα, και πάντα σφραγισμένες από το ανδρεϊκό αρχηγικό στυλ, που δεν ανταποκρινόταν ούτε στην εποχή, ούτε στις δυνατότητες των εκφραστών τους. Από τις εκλογές του 2007 και μετά, από τη στιγμή δηλαδή που το ΛΑΟΣ κατόρθωσε να αναδυθεί στο πολιτικό προσκήνιο, η δυνατότητα πολιτικής συγκρότησης του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο. Όπως προείπαμε, μόνο μια μεγάλη εθνική κρίση θα μπορούσε να ενοποιήσει τα διεστώτα και γηράσκοντα μέλη αυτού του χώρου, φέρνοντας νέο αίμα και νέες δυνάμεις στο εσωτερικό του.
Μια τέτοια κρίση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, για να υπάρξει διάρκεια σε οποιοδήποτε εγχείρημα, απαιτείται η ύπαρξη ενός ιδεολογικού και πολιτικού πυρήνα, όσο πιο ισχυρού γίνεται. Διαφορετικά, το εγχείρημα κινδυνεύει να αποσυντεθεί στα εξ ων συνετέθη.
Όσοι προερχόμαστε από την ομάδα του περιοδικού Ρήξη, στη δεκαετία του 1980, μετά το Τσερνομπίλ και την άνοδο των Πρασίνων σε όλη την Ευρώπη, είχαμε συμμετάσχει στην απόπειρα συγκρότησης ενός πολιτικού χώρου, με τους «Οικολόγους-Εναλλακτικούς» και μάλιστα είχαμε κερδίσει και την είσοδό μας στη Βουλή. Ωστόσο, η έλλειψη μιας σοβαρής ιδεολογικής προετοιμασίας και ενός πολιτικού πόλου ικανού να συνθέσει το χάος των ομάδων και των απόψεων, απεδείχθη καθοριστική για τη συνέχεια. Μια σοβαρή οργανωτική δουλειά της ομάδας μας, είκοσι χρόνων, τινάχτηκε στον αέρα, ενώ πέρασαν είκοσι χρόνια για να ξαναεμφανιστούν κάποιοι Οικολόγοι στο προσκήνιο, και τι Οικολόγοι!
Κατά συνέπεια, σε όλους εκείνους τους φίλους, τους συντρόφους ή και τους άσπονδους φίλους, που μας προτρέπουν να επιχειρήσουμε και πάλι ένα σάλτο στο κενό, και μάλιστα με χειρότερες προϋποθέσεις από ό,τι εκείνη την περίοδο, απαντάμε πως δεν είμαστε διατεθειμένοι να υποθηκεύσουμε τις πιθανότητες και το έργο ενός χώρου με σαλτιμπαγκισμούς και συνευρέσεις παραγόντων, ακόμα και αν διαπνέονται από τις καλύτερες των προθέσεων.
Βέβαια, πρέπει να κάνουμε κάποια επιπλέον βήματα μπροστά. Την επόμενη περίοδο θα πρέπει να διαμορφωθούν ομάδες παρέμβασης και χώροι συνάντησης όσων επιθυμούν την σύνθεση του πατριωτισμού, της οικολογίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας, από τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια, μέχρι τις πόλεις, τις γειτονιές, τους χώρους δουλειάς, το διαδίκτυο, ακόμα και την θεωρητική επεξεργασία. Όσο θα μένουμε απλά στην αναζήτηση «κεντρικών πολιτικών συγκλίσεων», χωρίς βάσεις στην κοινωνία, δεν θα μπορούμε να διαμορφώσουμε εκείνα τα όπλα που θα μας επιτρέψουν να παρέμβουμε ακόμα και σε πιθανή ευνοϊκή συγκυρία.
Πριν δύο χρόνια, αρχίσαμε μια μακρά πορεία, την πορεία της διαμόρφωσης ενός πολιτικού πόλου, μετά από δεκαπέντε χρόνια ιδεολογικής προεργασίας και συγκυριακές πολιτικές παρεμβάσεις. Και διαμορφώσαμε ένα πρώτο όργανο πολιτικής ομογενοποίησης, την εφημερίδα Ρήξη. Σήμερα, είναι καιρός να πάμε ένα βήμα μπροστά. Αλλά προσοχή, ένα βήμα. Μόνο εάν συγκροτηθούν σε όλη την Ελλάδα ομάδες, κινήσεις και «στέκια», οικολογικές κινήσεις, φοιτητικές παρέες, που να ανταποκρίνονται στην ευαισθησία που διαγράψαμε, θα διαθέτουμε την απαραίτητη βάση για κάποιο επόμενο βήμα. Και κάτι τέτοιο αποτελεί επανάσταση για τον χώρο μας. Γιατί, επί πολλά χρόνια, πολιορκημένοι από την κυρίαρχη εθνομηδενιστική ιδεολογία, στις διάφορες εκφάνσεις της, είμαστε υποχρεωμένοι να κινούμαστε κατ’ εξοχήν στο ιδεολογικό πεδίο ή στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, αποτελούσαμε ένα ισχυρό, αλλά απολύτως ανοργάνωτο ιδεολογικό ρεύμα. Αδυνατούσαμε να συγκροτήσουμε ένα κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο που να παρεμβαίνει στα ζητήματα που ανακύπτουν μέσα στους διάφορους χώρους, ή να συγκροτήσουμε σημεία ιδεολογικής και πολιτικής αναπαραγωγής – «στέκια». Σήμερα που ο εθνομηδενισμός βρίσκεται σε κρίση, σχεδόν σε όλες του τις συνιστώσες και στις βασικές του ιδεολογικές προκείμενες, είναι καιρός να επιχειρήσουμε αυτή την έξοδο προς την κοινωνία! Και είναι προφανές πως αυτή η «έξοδος» δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιοριστεί στις θεματικές του πατριωτισμού, αλλά να μπολιάσει, ή να αρχίσει να μπολιάζει, καλύτερα, το σύνολο των κινημάτων με την οπτική και την ευαισθησία του εθνικού συμφέροντος. Δηλαδή, να κάνουμε πράξη, στα επί μέρους ζητήματα, τη λογική της σύνθεσης την οποία επαγγελλόμαστε.
Και τότε μόνο, αφού θα έχουμε δοκιμάσει «πειραματικά» στην κοινωνία την εφαρμογή της συνθετικής μας πρότασης, και ο ευρύτερος χώρος μας αρχίσει να ανασαίνει μέσα από τους πόρους της κοινωνίας, θα μπορέσουμε να επιχειρήσουμε και το βήμα μιας κεντρικής πολιτικής συγκρότησης, που θα έχει προϋποθέσεις μακροημέρευσης, και η οποία θα επιτρέψει να πολλαπλασιαστούν οι κοινωνικές μας παρεμβάσεις στη συνέχεια.
Το βήμα στο οποίο αναφερόμαστε είναι το αποφασιστικό βήμα. Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, ο χώρος μας υποτιμούσε το ιδιαίτερο πεδίο της πολιτικής και υπερτιμούσε το κοινωνικό. Θεωρούσαμε πως αρκεί να αναπτυχθούν οι κοινωνικοί αγώνες για να διαμορφωθούν, δια της αυτομάτου γενέσεως, και τα πολιτικά υποκείμενα. Υποφέραμε δηλαδή από βαρύτατο αυθορμητισμό και κοινωνικό αυτοματισμό. Μετά τη δεκαετία του 1990, ο χώρος του δημοκρατικού πατριωτισμού πάσχει από το εντελώς αντίθετο σύνδρομο, υποτιμά σχεδόν ολοκληρωτικά τις κοινωνικές διεργασίες και τους κοινωνικούς αγώνες, και αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στα γενικά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα. Είναι καιρός λοιπόν να θεραπευτούμε και από αυτή τη δεύτερη «ασθένεια» και να συνθέσουμε κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, κατά τον ίδιο τρόπο που επιθυμούμε να συνθέσουμε τις διαφορετικές κατευθύνσεις της παρέμβασής μας.
“Άρδην”