Αρχική » Από το ΠΑΣΟΚ στο Κίνημα Αλλαγής

Από το ΠΑΣΟΚ στο Κίνημα Αλλαγής

από Βασίλης Ασημακόπουλος

Τα χρέη της πολιτικής και οι οφειλές της ιστορίας

«Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών»
Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

Του Βασίλη Ασημακόπουλου

Την περίοδο 2013-2014 το ΠΑΣΟΚ υποχρεώθηκε να αλλάξει όνομα. Στις ευρωεκλογές του 2014 εμφανίστηκε μέσα από την εκλογική σύμπραξη κομμάτων με τίτλο «ΕΛΙΑ-Δημοκρατική Συμπαράταξη», κατά απομίμηση της κεντροαριστερής ιταλικής ΕΛΙΑΣ των μέσων της δεκαετίας του ’90, την εποχή που η νέα σοσιαλδημοκρατία φαινόταν να καλπάζει πανευρωπαϊκά, αλλά και πέραν του Ατλαντικού. Στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου 2015 συμμετείχε στον εκλογικό συνασπισμό «Δημοκρατική Συμπαράταξη». Και από τον Ιούλιο 2017 λειτουργεί στο πλαίσιο του συμμαχικού σχήματος με την επωνυμία «Κίνημα Αλλαγής», πραγματοποιώντας και εκλογές με τη διαδικασία του «ανοιχτού κόμματος» τον Νοέμβριο εκείνου του έτους.
Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε το ηγεμονικό κόμμα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας στην εξέλιξή της. Ένας κομματικός σχηματισμός πολιτικο-οργανωτικής κυρίως ενότητας και εκλογικής συσπείρωσης, με μια πολυσυλλεκτική στρατηγική. Γιατί όμως ένα κόμμα, όπως το ΠΑΣΟΚ, που η αυτοδύναμη κάθοδος στις εκλογές αποτελούσε αφετηριακό ταυτοτικό του στοιχείο, σε μια χώρα που η εκλογική διαδικασία έχει μεγάλη κεντρικότητα ως το βασικό στοιχείο έκφρασης του κοινωνικού αγώνα, λόγω της εκτεταμένης μικροϊδιοκτητικής δομής και της ηγεμονικής πολιτικής κουλτούρας του δημοκρατισμού, να μην εμφανίζεται, τυπικά, με το όνομα και τα σύμβολά του στις εκλογές από το 2014 και μετά; Τα δυσθεώρητα οικονομικά χρέη προς τις τράπεζες αποτελούν μια εύλογη εξήγηση αυτής της επιλογής, που μοιάζει με απαγόρευση. Αυτό όμως αποτελεί το υλικό αποτέλεσμα, όχι την αιτία. Η αιτία είναι πολιτική.
Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία θεμελιώθηκε μεταξύ άλλων στο μαζικό κομματικό φαινόμενο. Για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε ο θεσμός κόμμα σε συνταγματικό επίπεδο (αρ. 29 Σ/75). Αναπτύχθηκε το κόμμα μαζών, κατά την κλασική τυπολογία του Ντυβερζέ, την πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης, καλύπτοντας το σύνολο του πολιτικού φάσματος. Ενώ και υλικά θεσπίστηκε η κρατική-δημόσια χρηματοδότηση των κομμάτων στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ανάλογα με την εκλογική τους δύναμη. Ήταν το απόγειο της λαϊκής αποδοχής των κομμάτων, της «Δημοκρατίας των Κομμάτων».
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, το κομματικό φαινόμενο αρχίζει να αποδυναμώνεται και να χάνει την αυτονομία του. Ηγετικές ομάδες και πρόσωπα των κομμάτων αναπτύσσουν σχέσεις υφισταμένων με εξωκομματικούς δρώντες. Η περίπτωση Κοσκωτά υπήρξε μια τέτοια εκδοχή. Η έκρηξη των ιδιωτικών καναλιών τη δεκαετία του ’90 εκτινάσσει το κόστος της πολιτικής, ενώ τα κόμματα, ως συλλογικοί διανοούμενοι και πολιτικοί οργανωτές, αποδυναμώνονται συνεχώς. Η σχέση αυτή μεταξύ οικονομικής ολιγαρχίας-κράτους-κομμάτων, στο πλαίσιο της «απελευθερωμένης» κίνησης του τραπεζικού κεφαλαίου, οδήγησε στην πρακτική του δανεισμού των κομμάτων από τις τράπεζες- πέραν της οικονομικής ενίσχυσης από άλλες οδούς, λ.χ. η περίπτωση Ζίμενς το 1999- έναντι εκχώρησης του μελλοντικών ετήσιων κρατικών ενισχύσεων από τον δημόσιο προϋπολογισμό. Παράλληλα, οι πρακτικές αυτές αποτελούσαν τους υλικούς όρους, τους πόρους για τη δόμηση ενός καρτελοποιημένου πολιτικού συστήματος, προέκταση της σύγκλισης των κομμάτων σε επίπεδο στρατηγικής.
Για το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 2004-2011, το ήδη ελλειμματικό ισοζύγιο εσόδων-εξόδων του εκτοξεύθηκε, καθώς προκλήθηκαν υπέρογκες δαπάνες, μεταξύ άλλων λόγω της μεταφοράς των κεντρικών γραφείων από τη Χαριλάου Τρικούπη στην Ιπποκράτους από το 2008, με τη χρήση γυμναστηρίου κλπ. Η πολιτική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ την πρώτη μνημονιακή περίοδο, που καταγράφηκε εκκωφαντικά στις διπλές εκλογές του 2012, οδήγησε ως αποτέλεσμα και στη ραγδαία μείωση της προβλεπόμενης κρατικής οικονομικής χρηματοδότησης, η οποία με τη σειρά της δεν κάλυπτε πλέον την εξυπηρέτηση των δανείων που είχαν ήδη ληφθεί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το κόμμα-επιχείρηση αφενός να περικόψει δραστικά τα λειτουργικά του έξοδα, γι’ αυτό και επέστρεψε από το 2013 στη Χαριλάου Τρικούπη 50, έχοντας δημιουργήσει οφειλές σε εργαζόμενους, προμηθευτές, τράπεζες. Ήταν συνεπώς η πολιτική κατάρρευση που οδήγησε στην οικονομική χρεοκοπία, επιβάλλοντας την αλλαγή του ονόματος ως δημόσιας εκλογικής εμφάνισης.
Το όνομα ενός κόμματος αφορά την ταυτότητά του. Ο όρος σοσιαλιστικό, λ.χ. στο ΠΑΣΟΚ το 1974, κατέγραφε την έντονη διάσταση του κοινωνικού στοιχείου στον πολιτικό αγώνα εκείνη την εποχή, τη ριζοσπαστικοποίηση σημαντικού μέρους κεντρώων δυνάμεων ήδη από τη δεκαετία του ’60, την ηγεμονία της Αριστεράς λόγω της δικτατορίας και του Κυπριακού, σηματοδοτώντας επιπλέον τον στρατηγικό προσανατολισμό του κόμματος, αλλά και τη διακοπή της ταύτισης με όρους αποκλειστικότητας της Αριστεράς με τα κομμουνιστικά-τριτοδιεθνιστικά σχήματα, μια ελληνική ιδιομορφία που διαρκούσε από τη δεκαετία του ’30.
Αλλά και η υπόθεση αλλαγής του ονόματος ενός κόμματος είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα. Στη γειτονική Ιταλία, το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, αλλά και το Σοσιαλιστικό, υποχρεώθηκαν να καταργηθούν ως κόμματα λόγω της διαπιστωμένης διαφθοράς τους στις αρχές δεκαετίας του ’90, αλλά και το ιστορικό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την ίδρυσή του, αποφάσισε το 1991 να μετονομαστεί σε «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς», στη διεθνοπολιτική συγκυρία κατάρρευσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, η αλλαγή ονόματος τέθηκε στη δημόσια συζήτηση από τη συλλογικότητα του Νέου Αγωνιστή τον Ιούλιο 2011, στο πλαίσιο της αντιμνημονιακής πάλης. Ήταν η δεύτερη φορά. Για πρώτη φορά είχε τεθεί τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1999 από τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη και τον συγκεκριμένο πολιτικο-μορφωτικό χώρο κατά την αποχώρησή τους από το ΠΑΣΟΚ. Ο γράφων συμμετείχε και στις δύο στιγμές.
Οι λόγοι που τελικά επέβαλαν την αλλαγή του ονόματος από ΠΑΣΟΚ σε Κίνημα Αλλαγής δεν έχουν αρθεί. Υπάρχουν δύο δεδομένα: Η χρεοκοπία – μνημονιακή υπαγωγή με τους συγκεκριμένους όρους που αυτή έγινε το 2010 και η εκλογική συρρίκνωση το 2012. Η εμμονή των κεντρικών στελεχών του Κινήματος Αλλαγής σε μια αυτοδικαιωτική γραμμή της μνημονιακής επιλογής, σε συνδυασμό με μια γενικότερη αίσθηση πολιτικής αδυναμίας τους, οδηγεί στη νομιμοποιημένη από τους ίδιους επανεμφάνιση του Γιώργου Παπανδρέου. Που φέρει και «το όνομα» και τη συγκινησιακή ηγεμονία η οποία μπορεί ενδεχομένως να προκληθεί σ’ ένα κόμμα με μεγάλο μέσο όρο ηλικίας. Μια μορφή ψευδούς συνείδησης.
Η προσπάθεια όμως επιβολής της μειοψηφικής μνημονιακής θέσης ως απόλυτα ορθής, στην αντιμνημονιακή θέση της πλειοψηφίας του κόσμου του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ, δεν είναι δημοκρατικό, αλλά ολιγαρχικό φαινόμενο. Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, από το 2012 μέχρι σήμερα, επιχείρησε να επιβάλει τη θεωρία, τις θέσεις και τα πρόσωπα, τη γραφειοκρατία του χώρου του 3%, στο κοινωνικό-εκλογικό μπλοκ του 30%. Και αυτό δεν αποτελεί δημοκρατική, αλλά ολιγαρχική πρακτική. Με αυτή την έννοια, οι πολιτικές πρακτικές των ηγετικών ομάδων τόσο του ΚινΑλλ, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ είναι αφενός μειοψηφικές, αφετέρου συντηρητικές και όχι προοδευτικές, παρά την κατάχρηση της συγκεκριμένης λέξης. Και γι’ αυτό αποδεικνύονται μέχρι στιγμής εύκολοι αντίπαλοι της Ν.Δ. στον κομματικό ανταγωνισμό.
Όμως το 2021 δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει επανάληψη ούτε του 2004, ούτε του 2013. Η πολιτική μνήμη είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση της α-ληθινής συνείδησης και του λόγου. Βρισκόμαστε σε νέα εποχή. Οι προκλήσεις για τη χώρα είναι μεγάλες, όπως και οι ταχύτητες. Αλλά και οι δυνατότητες είναι διαφορετικές.

*Δικηγόρος-Πολιτικός Επιστήμονας

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ