του Σπύρου Κουτρούλη από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 19
Ο Γ. Θεοτοκάς εισέρχεται δυναμικά στην ελληνική πνευματική ζωή, το φθινόπωρο του 1929, με την έκδοση τού «Ελεύθερου Πνεύματος». Οι σκέψεις που θα διατυπώσει, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, δεν έχουν τόσο σημασία για την ορθότητά τους ή όχι, όσο γιατί αυτές σηματοδοτούν την έναρξη ενός νέου συναρπαστικού κεφαλαίου για τον ελληνικό στοχασμό, που καθιερώθηκε, πλέον, να λέγεται «γενιά του ’30».
Πλέον, ως συγγραφέας, ως δοκιμιογράφος, αλλά και ως φίλος του Γιώργου Σεφέρη και όλων των υπολοίπων της γενιάς αυτής, έπαιξε ένα ρόλο κεντρικό, δίνοντας τον τόνο, το ύφος, αλλά και την ορμή. Γεννήθηκε το 1905 στην Κωνσταντινούπολη, όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Η καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού αποτελεί αφετηρία για ενδοσκόπηση όσον αφορά τον ίδιο το Θεοτοκά, αλλά και την ιστορική πορεία του ελληνισμού γενικότερα. Με γλώσσα ζωντανή, ρέουσα, σε μια σειρά δοκιμίων, θα επιχειρήσει να δείξει την πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού, αλλά και να τον τοποθετήσει μέσα στο σύνολο των ευρωπαϊκών εθνών, ως διακριτή και όχι αφομοιωμένη οντότητα. Πολιτικά βενιζελικός και, στη συνέχεια, κεντρώος, συμμερίστηκε τόσο την προσπάθεια εθνικής αποκατάστασης, όσο και την πολιτική εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας και πολιτικής, στις οποίες πρωτοστάτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι πολιτικοί κληρονόμοι του. Συγχρόνως, όμως, στάθηκε αντίπαλος των ακροτήτων ή των ιδεοληψιών της δεξιάς και της αριστεράς. Βεβαίως, κατά το μεσοπόλεμο, θα διατυπώσει μια προσωπική φιλοσοφία για τη μεταρρύθμιση του κοινοβουλευτισμού και την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, που συναντάται με παρόμοιες προσπάθειες του Αλεξάνδρου Σβώλου, την οποία, όμως, δε θα συνεχίσει να επικαλείται στις δεκαετίες που ακολούθησαν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Ο Θεοτοκάς, στα πρώτα δοκίμια που θα δημοσιεύσει μετά την έκδοση του «Ελεύθερου Πνεύματος», θα αναζητήσει τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του ελληνισμού. Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Διαύγεια», που δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Κύκλος, το Νοέμβριο του 1931, θα προτείνει την καθαρότητα και τη σαφήνεια του ύφους ως ένα ιδανικό που έρχεται σε αρμονία με την καθαρότητα που διακρίνει το ελληνικό φως. Η άποψη αυτή συναντάται με τη σκέψη ενός στοχαστή, με τον οποίο έχει πολλές κατά τα άλλα διαφορές, τον Περικλή Γιαννόπουλο. Η κυριαρχία της καθαρεύουσας – κατά το Θεοτοκά – ήταν ένας από τους λόγους που απέτρεπε τη συγγραφή κειμένων που να χαρακτηρίζονται από σαφήνεια και καθαρότητα. Ο ίδιος θα αντιταχθεί στην ανατολική μοιρολατρία και θα επιλέξει μια φιλοσοφία τραγική και ηρωική, όπως είναι και η θέση του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο, όπου συχνά έρχεται αντιμέτωπος με δυνάμεις που τον ξεπερνούν. Η συγχώνευση της αρχαίας τραγωδίας με τα επεισόδια της σύγχρονης ιστορίας, όπως μπορεί να τα διηγηθεί η πεζογραφία μας, μπορεί να γεννήσει μια τέχνη αυθεντικά ελληνική και θα ήταν «μια ελληνικότητα που θα ξεπερνούσε αληθινά τις αθλιότητες του τοπικισμού, θα περιφρονούσε όλους τους κάλπικους επαρχιακούς και καφενειακούς ελληνοκεντρισμούς και θα είχε την ελπίδα (μακρινή βέβαια, αλλά όχι ανεδαφική) να αποκτήσει κάποτε μια διεθνική σημασία».[1]
Περισσότερο αναλυτικός στέκεται ο Θεοτοκάς στο δοκίμιο με τον τίτλο «Το ζήτημα της ελληνικότητας του πνεύματος και της τέχνης», που δημοσιεύθηκε στο φ. 107 των Νεοελληνικών Γραμμάτων, το Δεκέμβριο του 1938. Όταν ο Έλληνας, γράφει, «αντικρίζει την άβυσσο φτιάνει γέφυρες, όταν αντικρίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας του σηκώνει το κεφάλι και πολεμά. Τότε η ελληνικότητα γίνεται ηρωισμός»[2]. Η σκέψη αυτή συνοψίζει τις εμπειρίες από τους αγώνες για την εθνική αποκατάσταση των προηγούμενων δεκαετιών. Όμως, την ελληνικότητα, τελικά, θα την ερμηνεύσει, όπως και ο Γ. Σεφέρης, στον ιστορικό, πλέον, διάλογό του με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο για τη μοντέρνα ποίηση, όχι ως στατικό, αλλά δυναμικό μέγεθος, αφού επισημαίνει πως είναι «ένα ορισμένο είδος ανθρωπιάς, είδος όχι στατικό, μα όλως διόλου δυναμικό (αφού η έκφραση αυτή σας αρέσει), ικανό να ανανεώνεται, να αναπροσαρμόζεται και να δημιουργεί χωρίς τελειωμό. Είναι πνεύμα, ζωντανό και ελεύθερο»[3], που «δεν είναι ένα έμβλημα ζηλιάρικου τοπικισμού και μισοξενισμού».[4] Με τρόπο λογικό, στο επόμενο δοκίμιο, με τον τίτλο «Συμπληρωματικές παρατηρήσεις», που δημοσιεύθηκε στο φ. 118 των Νεοελληνικών Γραμμάτων, το Μάρτιο του 1939, τίθεται το ζήτημα της συνέχειας του ελληνισμού: «δεν κάνω εδώ ρητορικό σχήμα, πιστεύω πραγματικά στη συνέχεια του ελληνικού πνεύματος και της ελληνικής ιστορίας. Δε θέλω, όμως, να πω ότι είμαστε η ίδια κι’ απαράλλαχτη των αρχαίων Ελλήνων, όπως πίστευαν οι πάπποι μας, που το θεωρούσαν θανάσιμη προσβολή κ’ έγραφαν φλογερά άρθρα στις εφημερίδες του 19ου αιώνα αν κανένας Γάλλος δημοσιογράφος ή κανένας Γερμανός καθηγητής το αμφισβητούσε. Δεν πιστεύω ότι η εθνική συνείδηση είναι ζήτημα φυλής, για τούτο δε δυσκολεύομαι καθόλου να παραδεχτώ ότι, μες στην εθνολογική σύσταση του σημερινού ελληνικού λαού, υπάρχουν μεγάλες ποσότητες σλαυϊκού, αλβανικού, ανατολικού, φραγκοϊταλικού αίματος και ποιος ξέρει πόσων άλλων ξένων λαών τα ίχνη. Δεν είναι ιστορικά μπορετό, μα ούτε και συμφέρει ν’ αρνούμαστε μια εξακριβωμένη ιστορική αλήθεια»[5]. Όμως, όλα τα έθνη που ήρθαν στην ελληνική χερσόνησο, με το πέρασμα του χρόνου, λησμόνησαν τη γλώσσα τους και εντάχθηκαν στο δεσπόζον γλωσσικό σύνολο, ώστε, στο τέλος, αφομοιώθηκαν και διακήρυξαν ότι «είμαστε Έλληνες κ’ εμείς»[6].
Σε μεταγενέστερο σύντομο δοκίμιο, με τον τίτλο «Πολίτης της Ευρώπης», που δημοσιεύθηκε στη Νέα Εστία τ. 632, το Νοέμβριο του 1953, επαναλαμβάνει πως «ο Ελληνισμός είναι πρώτιστα ένας τρόπος του ‘‘σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι’’, μια ορισμένη στάση απέναντι στον κόσμο και στη ζωή, μια νοοτροπία, ένα πνεύμα και μάλιστα, πνεύμα κατ’ εξοχήν οικουμενικό, γεννημένο για να συλλαμβάνει ιδέες και μορφές υψηλότερες από οποιαδήποτε τοπικά σύνορα»[7].
Σε βιβλιοκρισία στην Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη, που δημοσιεύθηκε στη Νέα Εστία τ. 391, το Σεπτέμβριο του 1943, εν μέσω της τριπλής κατοχής, ο Θεοτοκάς θα επανέλθει αναλυτικότερος στη μακρόσυρτη και πολυσύνθετη παράδοσή μας. Πέρα από την κλασσική Αθήνα, αυτή περιλαμβάνει «το θρύλο του Μεγαλέξαντρου, την απέραντη άνθηση του ελληνιστικού κόσμου, την Ορθόδοξη Εκκλησία, τα χίλια χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη μεγάλη της τέχνη, τον κοινοτικό μας πολιτισμό της Τουρκοκρατίας, τις περιπέτειες της Διασποράς, την Κλεφτουριά, τη δημοτική ποίηση, το Εικοσιένα, το καινούργιο Κράτος με τους αγώνες του και τα παθήματά του, όλα αυτά δεμένα το ένα με τ’ άλλο σ’ ενότητα οργανική»[8]. Την εποχή που ο ευρωπαϊκός χώρος υπέφερε από τα δεινά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Θεοτοκάς βρήκε το κουράγιο να γράψει ότι «η Ευρώπη ολάκερη, με τα βιβλία της, τις ιδέες της, τα σύμβολά της, είναι κομμάτι του σημερινού εαυτού μας, καθώς και τα αρχαία γράμματα, το ρωμαϊκό δίκαιο κι’ ό,τι άλλο συνετέλεσε στο να γίνουμε αυτό που είμαστε»[9]. Μπορεί, όμως, να σωζόμαστε ή να χανόμαστε μαζί με την Ευρώπη, ας ανήκουμε σε αυτή, «πάντα υπάρχει μια πλευρά του εαυτού μας που ακουμπά στην Ανατολή»[10]. Πρόκειται για την «καθ’ ημάς Ανατολή», που «κλείνει μέσα του [της] τη Βαλκανική, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Μικρασία ως τον Καύκασο κι ως τη Μεσοποταμία, κι ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο με τους τόπους που απλώνουνται στις ακρογιαλιές της. Και τούτος ο κόσμος περιέχεται στην πραγματικότητα της ζωής μας και θα είταν ασυλλόγιστος αυτοακρωτηριασμός και στένεμα των οριζόντων μας το να θελήσουμε να εξουδετερώσουμε τα στοιχεία του πνευματικού εαυτού μας που βρίσκονται σ’ επαφή κι’ ανταπόκριση μαζί του»[11]. Τελειώνοντας, ο Θεοτοκάς θα επαναλάβει τις παλαιότερες σκέψεις του Σεφέρη, ότι τα χαρακτηριστικά του ελληνισμού δεν είναι δόγμα, σύστημα, νόμος απαράβατος, αλλά ζωή, κίνηση, αντίφαση, ταξίδι, θάλασσα ανοιχτή, ώστε ο μόνος κανόνας της ελληνικότητας είναι πως «ελληνικό είναι κάθε έργο που βγαίνει με ειλικρίνεια από τη ζωή, την καρδιά και τη σκέψη των ανθρώπων του έθνους μας»[12]. Μια τέτοια προσέγγιση, ενώ δίνει ανοιχτό χαρακτήρα στο νέο ελληνισμό, συγχρόνως περιέχει τον κίνδυνο του σχετικισμού.
Σε ένα από τα πρώτα δοκίμια του με τον τίτλο «Η ελληνική πραγματικότης μπροστά στο κοινωνικό πρόβλημα», που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1932 στην εφημερίδα Δημοκρατία αγροτική-εργατική, τάσσεται υπέρ ενός μικτού συστήματος οικονομίας που θα έχει ως στόχο να συγκεράσει φιλελεύθερα με σοσιαλιστικά στοιχεία. Συγχρόνως, βλέπει ως αναγκαιότητα να δημιουργηθούν δύο επάλληλες Ενώσεις, η Βαλκανική και η Ευρωπαϊκή. Ως πρωταρχική αναγκαιότητα, θεωρεί ότι είναι η μεταρρύθμιση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με την καθιέρωση της επαγγελματικής αντιπροσώπευσης και την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, σύμφωνα με την κυρίαρχη τάση της εποχής: «Σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω, πρέπει να αποκρούσουμε όλα τα αυταρχικά και τρομοκρατικά συστήματα. Εξ άλλου η ιστορία μάς διδάσκει πως οι δικτατορίες δεν επιτυχαίνουν στην Ελλάδα και τελειώνουν οικτρά και τρισάθλια. Δεν τις σηκώνει ο τόπος. Πιστεύω, κατ’ αρχήν, στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και στη Δημοκρατία, μα δεν πιστεύω πια στην αξία του σκουριασμένου κοινοβουλευτισμού μας. Πρέπει να δώσουμε ένα νέο ρυθμό στη Δημοκρατία. Δε μπορούμε βέβαια εδώ να συζητήσουμε πλατιά το ζήτημα, αλλά μπορούμε να θυμίσουμε ορισμένα συνθήματα: αφ’ ενός ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, αφ’ ετέρου επαγγελματική αντιπροσώπευση του λαού. Χρειάζεται, δηλαδή, να προετοιμάζεται το Κράτος για το μεγάλο ρόλο που πρόκειται να παίξει στην οικονομική και κοινωνική ζωή, να αποκτήσει περισσότερη γοργότητα στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων και να απαλλαγεί από τις μιζέριες της κοινοβουλευτικής συναλλαγής, ώστε να κατορθώσει μια μέρα να διαχειρίζεται αληθινά και να εναρμονίζει αντιφατικά κοινωνικά συμφέροντα»[13]. Η μεταρρυθμιστική πρόθεση του Θεοτοκά να αποτυπωθούν γνησιότερα οι κοινωνικές τάσεις δεν πρέπει να συγχέεται με το φασιστικό «συντεχνιακό κράτος», διότι, σε αυτήν την περίπτωση, το κράτος ελέγχει, διαμέσου των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκ των άνω την κοινωνία. Ο σοσιαλιστής Σβώλος, το 1916, στο δοκίμιο «Η κοινωνική κατεύθυνσις εν τη εξελίξει του κράτους», υποστήριξε, στο ίδιο πνεύμα, «αν πρόκειται και ωφελεί να διατηρηθή ο αντιπροσωπευτικός θεσμός, ας ορθωθή εις την θέσιν της σημερινής Βουλής εν επαγγελματικόν Κοινοβούλιον, εις το οποίον, αντί ν’ αντιπροσωπεύονται αι πολιτικαί μερίδες του Λαού, θ’ αντιπροσωπεύονται τα διάφορα συμφέροντα των επαγγελματικών τάξεων. Κατά τον αυτόν τρόπον, αντί των συμφερόντων των πολιτών η επιμέλεια ν’ ανήκη εις τας δημόσιας υπηρεσίας, ως γνωρίζομεν σήμερον αυτάς, θα έπρεπε να ανατεθή αύτη εις τας επαγγελματικάς οργανώσεις εκάστης ενδιαφερόμενης τάξεως»[14].

Γ. Θεοτοκάς – Γ. Σεφέρης
Στο ίδιο δοκίμιο, ο Θεοτοκάς θα αναφερθεί στο Βενιζέλο και στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και στο όραμα του τελευταίου για τη συγκρότηση της βαλκανικής συνεργασίας: «θαυμάζω αυτήν την προσπάθεια του Παπαναστασίου, παρά το σκεπτικισμό της κοινής γνώμης και τα επιπόλαια σχόλια των αντιπάλων του. Νομίζω πως είχε μια ιστορική διαίσθηση, που θα λαμπρύνει το όνομά του σε μεταγενέστερους χρόνους. Γνωρίζουμε, βέβαια, πολύ καλά τα τεράστια εμπόδια που συναντά σήμερα αυτή η ιδέα σ’ όλα τα πεδία, μα η δράση είναι δημιουργική μονάχα όταν αντιμετωπίζει μεγάλες αντιστάσεις. Η Βαλκανική, η Ανατολική Συμπολιτεία, όταν έρθει η ώρα της, θα είναι μια σύνθεση που δε θα καταργήσει τις εθνικές ατομικότητες, μήτε θα καταπατήσει τα εθνικά συμφέροντα, αλλά, τουναντίο, θα δεκαπλασιάσει τις δημιουργικές ικανότητες των ανατολικών εθνών. Κ’ ίσως τότε, μονάχα τότε, θα φανερωθεί η πνευματική αποστολή του νέου Ελληνισμού».[15]
Με τις ίδιες απόψεις, ο Θεοτοκάς θα επανέλθει στο δοκίμιο «Προς την ενότητα», που θα δημοσιευθεί στο περιοδικό Ιδέα, τον Ιανουάριο του 1933, όπου κάνει μια ιστορική αναδρομή στις προσπάθειες για τη βαλκανική συνεργασία. Γράφει: «ο πρώτος μεγάλος επαναστάτης μας, ο Ρήγας, δεν επιδιώκει τη διάσπαση της Αυτοκρατορίας και την αυτοτέλεια του Ελληνισμού, αλλά την ανατροπή της τυραννίας και την ελεύθερη ανάπτυξη και συνεργασία των λαών, μες στα απλόχωρα σύνορα του μεγάλου βυζαντινού και οθωμανικού κράτους»[16]. Καταλήγει ότι τα εθνικά κράτη είναι χρεωκοπημένα, οι λαοί δε μπορούν να ανασάνουν ελεύθερα, οι ελίτ μαϊμουδίζουν από μακριά την Ευρώπη. Χρειάζονται απλοχωριά, άνεση, πλατιοί ορίζοντες, αυτοπεποίθηση, χρειάζεται να ξεφύγουν από τη δυτική παρακμή που τους απειλεί, χάρη στη στενή συνεργασία τους. Βεβαίως, σήμερα, γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια αυτή συνάντησε μεγάλα εμπόδια στο δρόμο της. Χαρακτηριστική είναι η βάναυση βουλγαρική συμπεριφορά έναντι του ελληνισμού στην Ανατολική Μακεδονία κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι βαλκανικές χώρες βρέθηκαν στα δύο διαφορετικά στρατόπεδα, γεγονός που παγίωσε τα σύνορά τους, αλλά και οριοθέτησε τις δυνατότητες συνεργασίας τους. Η αναζήτηση ενός ισχυρότερου συμμάχου είναι δυνατότερη από την επιθυμία των βαλκανικών κρατών να συνεργαστούν μεταξύ τους, παρότι η συμμαχία τους αυτή είναι απαραίτητη για να αντιμετωπισθούν οι αναθεωρητικές προσδοκίες ενός απειλητικού γείτονα, όπως είναι η Τουρκία.
Στο δοκίμιο «Φιλική συζήτηση», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παμφοιτητική το Νοέμβριο του 1933, ο Θεοτοκάς συνδέει τον εθνισμό με την οικουμενικότητα, δίχως κάτι τέτοιο να αποτελεί άρνηση της εθνικής μας ατομικότητας. Στόχος πρέπει να είναι «να μην περιοριστούμε ζηλότυπα στις αποκλειστικά τοπικές εκδηλώσεις του πολιτισμού μας, να μην προτάξουμε τον εθνισμό μας ως άρνηση των άλλων εθνισμών, ίσια-ίσια να καλλιεργήσουμε τα στοιχεία εκείνα του εθνισμού μας που θα μας επιτρέψουνε, μια μέρα, να μιλήσουμε και πάλι μια γλώσσα που να την καταλαβαίνουν όλοι οι άνθρωποι, που θα μας βοηθήσουν να υπηρετήσουμε ως έθνος την ανθρωπότητα»[17].
«Η μοναξιά του ελληνισμού» είναι ένα δοκίμιο που δημοσιεύεται στα Καθημερινά Νέα, στις 29 Ιουλίου 1945, όπου καταλήγει ότι ο ελληνισμός έχει μια ύπαρξη μοναχική: «ο ελληνισμός είναι μόνος στην Ευρώπη, σαν ένα παιδί ορφανό ανάμεσα στα άλλα παιδιά, που τα περιβάλλουν με το ενδιαφέρον τους πολυπρόσωπες οικογένειες. Υπάρχει ο λατινικός κόσμος. Υπάρχουν οι λαοί γερμανικής καταγωγής. Υπάρχουν οι Σλάβοι. Κι αντίκρυ, τα εκατομμύρια του Ισλάμ. Ο ελληνισμός δεν έχει οικογένεια»[18]. Η πνευματική ζωή είναι αυτή που μπορεί να δώσει διέξοδο στη μοναξιά του ελληνισμού και η Μεσόγειος ο χώρος όπου αυτός μπορεί να ανθίσει: «μέσα στο άπλετο φως, στην έξοχη ανθρωπιά και στην ιδιότυπη, μοναδική πνευματικότητα του μεσογειακού κόσμου, ο ελληνισμός μπορεί να ξαναγίνει παράγοντας ευρύτερου πολιτισμού κι ίσως συνδετικός πνευματικός κρίκος της Δύσης και της Εγγύς Ανατολής, αν κατορθώσει να δημιουργήσει έργα ικανά να ακτινοβολήσουν στη γαλάζια θάλασσα, πέρα από τα στενά τοπικά όρια»[19].
Στα δοκίμια του, υπάρχουν, διάσπαρτες, σοβαρές παρατηρήσεις, όπως ότι οι Σταυροφορίες κατά του Βυζαντίου ήταν αυτές που ώθησαν στη δημιουργία του καπιταλισμού, ή ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ελληνορθόδοξη τελετουργία απορρόφησε κι έφερε ως εμάς, μεταπλασμένα μα ζωντανά ακόμα, πολλά στοιχεία, από τον καλλιτεχνικό πολιτισμό της Αρχαιότητας»[20].
Στην ίδια εφημερίδα, στις 21 Ιουνίου 1946, στο δοκίμιο «Η αληθινή εθνική ιδέα», συνδέει τον εθνισμό με τη δημοκρατία: «για να πεισθεί η νιότη, για να συγκινηθεί, χρειάζεται ελευθερία, γενναιοδωρία, ανθρωπισμός, δημιουργικό πνεύμα. Χρειάζεται να ξαναζωντανέψει στα μάτια της η άλλη Ελλάδα, εκείνη που λέμε εμείς, η Ελλάδα του Ρήγα και του Εικοσιένα, η ελεύθερη, η δημοκρατική, η λαϊκή και φιλοπρόοδη, η Ελλάδα που πιστεύει στον άνθρωπο και που βαδίζει με γενναιότητα προς το μέλλον – να ξαναζωντανέψει και να ξανασυνθέσει την παράδοσή της με τις ανάγκες και τις επιταγές του αιώνα»[21].

Η πλέον μεθοδική απόπειρα του Θεοτοκά να διαγνώσει τα στοιχεία που απαρτίζουν τον Ελληνισμό ξεδιπλώνεται στο δοκίμιο του «Εθνική συνείδηση, τρείς παραλλαγές στο ίδιο θέμα». Το πρώτο μέρος του ήταν, αρχικά, αδημοσίευτο, το δεύτερο μέρος δημοσιεύθηκε στη Νέα Εστία, το Σεπτέμβριο του 1947, και το τρίτο μέρος δημοσιεύθηκε, για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, το Νοέμβριο του 1949. Στην ολοκληρωμένη μορφή του, δημοσιεύεται στο Στοχασμοί και Θέσεις, από τις εκδόσεις της Εστίας. Αφού αναφερθεί στους κλασσικούς χρόνους, στο Μέγα Αλέξανδρο, στους ελληνιστικούς χρόνους, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στα χίλια χρόνια του Βυζαντίου και στη μεγάλη τέχνη του, θα καταλήξει γράφοντας για τον «κοινοτικό μας πολιτισμό της Τουρκοκρατίας, τις περιπέτειες της Διασποράς, την Κλεφτουριά, τη δημοτική ποίηση, το Εικοσιένα, το καινούργιο Κράτος με τους αγώνες του και τα παθήματά του, όλα αυτά δεμένα το ένα με το άλλο σ’ ενότητα οργανική»[22]. Θα επαναλάβει ότι η θέση του ελληνισμού είναι πολυδιάστατη, αφού μετέχει της Ευρώπης και της καθ’ ημάς Ανατολής. Η Μεγάλη Ιδέα θα παίξει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάκαμψη του γένους και στην έξοδό του από την παρακμή και την αποκατάσταση των απαράγραπτων δικαιωμάτων του, δηλαδή το διώξιμο του Τούρκου και την παλινόρθωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με κέντρο την Πόλη. Όπως επισημαίνει ο Θεοτοκάς, «θρεμμένη από τη μακρινή, μα άσβηστη ανάμνηση της παλαιάς αυτοκρατορικής δόξας, από φοβερές συμφορές και ταπεινώσεις, από τραγούδια, παραμύθια, προφητείες, οράματα, από το θρύλο του Μεγάλου Αλεξάντρου, από τη λάμψη των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων, τέλος από τη συναίσθηση μιας ανανέωσης του έθνους, έδινε στον Ελληνισμό του 19ου αιώνα μια θαυμαστή ψυχικήν ενότητα, ένα αναμφισβήτητο και μεγαλόπνοο ιδανικό ζωής, κοινό σ’ όλους τους ελληνικούς τόπους και σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις»[23]. Βεβαίως, στη φωτιά της Σμύρνης το 1922, επρόκειτο να λήξει η γιγάντια αυτή προσπάθεια, αφήνοντας ένα μεγάλο πολιτικό και πνευματικό κενό. Ο Θεοτοκάς θεωρεί τη Μεγάλη Ιδέα ως αναγκαία προϋπόθεση για να κινητοποιηθούν οι δυνάμεις του νέου ελληνισμού. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την μικρασιατική καταστροφή, αυτή μπορεί να υπάρξει αφού αλλάξει το περιεχόμενό της: «η καινούργια Μεγάλη Ιδέα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός ζωντανού, ιδιόρρυθμου και γόνιμου νεοελληνικού πνευματικού πυρήνα, που να συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση της Ελλάδας, να ζει έντονα τη σύγχρονη ζωή, να βρίσκεται σε ταυτόχρονη ανταπόκριση με τη Δύση και την Ανατολή και να μπορεί ν’ ακτινοβολήσει με έργα και ιδέες έξω από τα εθνικά σύνορα»[24].
Στηρίξτε το Άρδην και την ιστοσελίδα του, κάνοντας μια προσφορά ΕΔΩ.
[1] Γ. Θεοτοκάς, Αναζητώντας τη διαύγεια-δοκίμια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, επιμέλεια Δ.Τζιόβας, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005, σελ.81.
[2] Όπ.π., σελ. 88.
[3] Όπ.π., σελ. 89.
[4] Όπ.π., σελ. 90.
[5] Όπ.π., σελ. 92,93.
[6] Όπ.π., σελ. 93.
[7] Όπ.π., σελ. 226.
[8] Όπ.π., σελ. 453.
[9] Όπ.π., σελ. 454.
[10] Όπ.π., σελ. 454,455.
[11] Όπ.π., σελ. 455.
[12] Όπ.π., σελ. 456.
[13] Γ. Θεοτοκάς. Στοχασμοί και Θέσεις, πολιτικά κείμενα 1925-1966, τόμος Α΄ 1925-1949, πρόλογος Ν. Αλιβιζάτος, επιμέλεια Ν. Αλιβιζάτος, Μ. Τσαπόγας, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996, σελ. 205.
[14] Α. Σβώλος, Προβλήματα του Έθνους και της Δημοκρατίας, επιμ. Θ. Θεοδώρου, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1972, τομ. Β΄, σελ. 17
[15] Όπ.π., σελ. 208.
[16] Όπ.π., σελ. 210.
[17] Όπ.π., σελ. 254.
[18] Όπ.π., σελ. 439.
[19] Όπ.π., σελ. 441.
[20] Όπ.π., σελ. 486.
[21] Όπ.π., σελ. 510.
[22] Όπ.π., σελ. 532.
[23] Όπ.π., σελ. 535.
[24] Όπ.π., σελ. 537.
