Αρχική » Θουκυδίδης & Πούτιν: Η μετάλλαξη του ρεαλισμού σε κυνισμό

Θουκυδίδης & Πούτιν: Η μετάλλαξη του ρεαλισμού σε κυνισμό

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά το εισαγωγικό κείμενο από το αφιέρωμα του νέου τεύχους του Άρδην (τ. 136) με θέμα Θουκυδίδης & Πούτιν.

Τις τελευταίες δεκαετίες, με αφετηρία την αναζωογόνηση της ρωσικής ισχύος με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και την ανάδειξη της Κίνας στη θέση του βασικού ανταγωνιστή των ΗΠΑ, μετά από ένα μονοπολικό ιντερλούδιο (1990-2001), έχει επανέλθει στο προσκήνιο η συζήτηση για τον θουκυδίδειo ρεαλισμό, πολύ συχνά σε συνδυασμό με το θεωρητικό έργο του Halford Mckinder.

Θουκυδίδης και Μckinder
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και κατ’ εξοχήν από τους οπαδούς της Ρωσίας, η θεωρία του Μckinder για την heartland, την «καρδιά του κόσμου», συμφύρεται με τον ιστορικό ρεαλισμό του Θουκυδίδη, υπερθεματίζοντας ως προς τα αφηγήματα των επεκτατικών δυνάμεων της Ευρασίας. Και το σχήμα είναι απλό, ο Θουκυδίδης επιστρατεύεται για να κηρύξει «ρεαλιστικά» την υποταγή του ασθενέστερου σύμφωνα με τον περιβόητο διάλογο των Μηλίων με τους Αθηναίους: «…ὅτι δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν. [5.89] (…πώς κατά την ανθρώπινη λογική μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο όταν και τα δύο μέρη έχουν ίση ισχύ και ότι οι ισχυροί πράττουν ό, τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και το αποδέχονται» [μετ. Ν. Σκουτερόπουλος]).
Με τον Mckinder αυτή η υποταγή αποκτά διαστάσεις ενός γεωπολιτικού fatum καθώς, σύμφωνα με τον Βρετανό γεωπολιτικό: «Αυτός ο οποίος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη κυριαρχεί στην καρδιά της γης (heartland). Αυτός ο οποίος κυβερνά στην καρδιά της γης κυριαρχεί την παγκόσμιο νήσο. Αυτός ο οποίος κυβερνά την παγκόσμιο νήσο κυριαρχεί στον κόσμο.»
Έτσι, η ήττα της Ουκρανίας όχι μόνο καθίσταται σχεδόν ντετερμινιστικά αναπόφευκτη, αλλά και γενικότερα η υποταγή της θαλάσσιας περιφέρειας και του ενδιάμεσου χώρου (Rimland) στην heartland. Και μάλιστα, για ακόμα μία φορά, επιστρατεύεται ο Θουκυδίδης: Η χερσαία Σπάρτη (heartland του ελληνικού κόσμου) επικράτησε της ναυτικής Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, παρότι η Αθήνα ήταν πλουσιότερη και πολυανθρωπότερη. Και, για να έλθουμε και στη σημερινή Ελλάδα, η προσχώρηση στο στρατόπεδο της Ευρασίας, ή έστω, η τήρηση μιας ουδέτερης θέσης στη σύγκρουση μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας στα ουκρανικά πεδία, θα ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας, καθώς οι ευρασιατικές δυνάμεις πρόκειται να κυριαρχήσουν (sic).

Πόλεμος και δίκαιο, Σπάρτη και Αθήνα
Με αυτόν τον τρόπο, το θουκυδίδειο μάθημα του πολιτικού ρεαλισμού επιχειρείται να μεταβληθεί σε ντετερμινισμό και κυνισμό της ισχύος. Ωστόσο, οι σοβαρότεροι μελετητές του Θουκυδίδη μας παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα, όπου η ηθική και κατ’ εξοχήν το αίσθημα του δικαίου είναι επίσης παρόντα στο έργο του. Διαβάζουμε στον Κορνήλιο Καστοριάδη:
“Η πραγματικότητα των γεγονότων, η πρωταρχική πραγματικότητα, είναι ο πόλεμος. Ωστόσο, γνωρίζουμε επίσης ότι, στην ανθρώπινη ιστορία, αναδύεται μια άλλη πραγματικότητα, ίχνη της οποίας βρίσκουμε στους ίδιους τους λόγους του Θουκυδίδη: πρόκειται προφανώς για την ιδέα της δίκης και του δικαίου.”
Υπογραμμίζει μάλιστα ο Έλληνας φιλόσοφος πως το γεγονός της μεγάλης συχνότητας με την οποία «τίθεται το ζήτημα της δικαιοσύνης στις δημηγορίες υποδεικνύει σαφώς ότι αυτή είναι ιδιαίτερα παρούσα στις συζητήσεις του 5ου αιώνα».
Επισημαίνει τον παράδοξο χαρακτήρα της θέσης των ίδιων των Αθηναίων στη δημηγορία τους που παρουσιάζεται στο Α΄ βιβλίο του Πελοποννησιακού Πολέμου: «Ενώ υπενθυμίζουν ότι, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, ο ισχυρότερος εξουσίαζε ανέκαθεν τον ασθενέστερο, προσθέτουν: ενεργούμε δικαιότεροι ἤ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν δύναμιν, κατά δικαιότερο τρόπο από αυτόν που μας επιτρέπει η δύναμή μας, διότι μετριάζομεν, συμπεριφερόμαστε μετριοπαθώς και με επιείκειαν – κάτι ανάμεσα στον οίκτο και στην αντικειμενικότητα» (76. 3-4). Επομένως, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, υπάρχει μια ανθρώπινη αρετή, η οποία συνίσταται στο να είναι κανείς πιο δίκαιος απ’ όσο θα επέτρεπε η ισχύς του, εκείνη της μετριοπάθειας.
Και προς επίρρωση των απόψεών του παραθέτει τόσο τη μετριοπάθεια του Περικλή στις δημηγορίες του όσο, κατ’ εξοχήν, και στα γεγονότα της Μυτιλήνης, από τη στιγμή που η πόλη αποφασίζει να αποσχιστεί από τους Αθηναίους. Η συνέλευση των Αθηνών, εξαγριωμένη για την «προδοσία» των Μυτιληναίων, αποφασίζει αρχικώς την εκτέλεση των ενήλικων Μυτιληναίων και την υποδούλωση των γυναικών και των παιδιών. Ωστόσο, στη διάρκεια της νύχτας, αναθεωρούν την αρχική τους απόφαση και αποδέχονται μια νέα σύγκληση της συνέλευσης. Στη διάρκεια της θα αντιπαρατεθούν δύο θέσεις, του Κλέωνα και του Διοδότου.
Ο Κλέων, που επιμένει στην εφαρμογή της αρχικής απόφασης, τους κατηγορεί πως, εξαιτίας της αστάθειάς τους, είναι έτοιμοι να δικαιώσουν «αυτούς οι οποίοι ισχυρίζονται ότι μια δημοκρατία δεν θα μπορούσε να έχει ηγεμονία, διότι αφού πήρατε μια απόφαση χτες, την αναθεωρείτε σήμερα», όντας πεπεισμένος «ότι είναι προτιμότεροι οι κακοί νόμοι, οι οποίοι όμως δεν αλλάζουν, παρά οι καλοί, που αλλάζουν κάθε είκοσι τέσσερις ώρες. [ ]. Πρέπει πάνω απ’ όλα να δυσπιστούμε», προσθέτει, «απέναντι σε τρία ιδιαίτερα επιζήμια για την άσκηση της εξουσίας συναισθήματα: τον οίκτο, την ευχαρίστηση που δίνουν τα λόγια και την επιείκεια».
Ο Διόδοτος, ο οποίος αντιτάχθηκε στον Κλέωνα, θα κατορθώσει να πείσει τους Αθηναίους να αναθεωρήσουν την απόφασή τους, υποστηρίζοντας πως δεν είναι προς το συμφέρον των Αθηναίων να θανατώσουν τους Μυτιληναίους. Προβαίνει δε σε μια αμφισβήτηση της σημασίας της θανατικής ποινής, «καθώς αυτή δεν εμπόδισε ποτέ τα άτομα ή τις πόλεις να πράξουν το κακό – έτσι είναι η ανθρώπινη φύση». «Εξάλλου», προσθέτει ο Διόδοτος, «αν καταδικάσετε όλους τους Μυτιληναίους σε θάνατο, στο μέλλον κάθε εξεγερμένη πόλη, γνωρίζοντας ότι δεν έχει άλλη λύση, θα πολεμήσει μέχρι εσχάτων».
Στον αντίποδα κείται η συμπεριφορά των Σπαρτιατών απέναντι στους συμμάχους των Αθηναίων, Πλαταιείς. Πράγματι, το 427, η πόλη πολιορκείται ήδη επί δύο χρόνια από τους Βοιωτούς και τους Σπαρτιάτες. Η μισή φρουρά έχει κατορθώσει να διαφύγει, ενώ όσοι απέμειναν –200 Πλαταιείς και 30 Αθηναίοι περίπου– είναι εξουθενωμένοι. Οι Λακεδαιμόνιοι τους καλούν με έναν αγγελιοφόρο να παραδώσουν την πόλη και κανείς δεν θα τιμωρηθεί «παρὰ δίκην» (αδίκως).
Οι Πλαταιείς δέχονται διότι, όπως γράφει ο Καστοριάδης, «είναι δύσκολο, ομολογουμένως, να ξεπεράσει κανείς τους Λακεδαιμονίους σε διπροσωπία». Θα έλθουν από τη Σπάρτη πέντε δικαστές οι οποίοι υποβάλλουν μία και μόνη ερώτηση: «έχετε κάνει κάτι προς όφελος της Σπάρτης κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου;» Η απάντηση είναι προφανής καθώς οι Πλαταιείς και οι Αθηναίοι πολεμούσαν εναντίον των Λακεδαιμονίων. «Η ερώτηση απευθύνεται σε κάθε αιχμάλωτο στη σειρά. Με κάθε αρνητική απάντηση, ο αιχμάλωτος εκτελείται». Ο ίδιος ο Θουκυδίδης άλλωστε, τονίζει πως, «από όλους τους άλλους ανθρώπους που ξέρομε, [οι Λακεδαιμόνιοι] είναι που δείχνουν φανερά ότι θεωρούν έντιμο το ευχάριστο και δίκαιο το συμφέρον» (Θουκυδίδης, Ε 105).
Ο Πολωνός ιστορικός της αρχαίας Ελλάδας, Marek Węcowski, στην πρόσφατη μελέτη του, «Πόλεμος, ιμπεριαλισμός και δημοκρατία: Ο πόλεμος της Ουκρανίας κάτω από το βλέμμα του Θουκυδίδη», γράφει: «Τι μας διδάσκει λοιπόν ο Θουκυδίδης για την Ουκρανία, με βάση την ανάγνωση του Πελοποννησιακού Πολέμου; Πρόκειται απλώς για μια αιματηρή σύγκρουση παγκόσμιων δυνάμεων, στην οποία οι Ουκρανοί γίνονται ένα ατυχές αλλά ασήμαντο πιόνι, όπως κάποτε η Μήλος ή οι Πλαταιείς; [ ] μήπως οι άνθρωποι πρέπει να σκεφτούν πρώτα και κύρια να σώσουν το τομάρι τους (ή τα κέρδη τους) και να τερματίσουν τις συγκρούσεις με κάθε κόστος – στην περίπτωση αυτή, σε βάρος της Ουκρανίας;»
Και όμως, η Διαμάχη της Μυτιλήνης και η τελική ομιλία του Περικλή τροποποιούν τα όποια συμπεράσματα, τουλάχιστον για τους Αθηναίους, οι οποίοι «αποδεικνύονται ικανοί να σκεφτούν κριτικά για τον εαυτό τους.
Παρότι, λοιπόν, η ανθρώπινη φύση είναι δεδομένη για τον Θουκυδίδη, «μπορούμε να δούμε ότι, σε αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα ή τις αιματηρές τυραννίες, η δημοκρατία μπορεί να αμφισβητήσει συλλογικά τον εαυτό της και να θέσει τα δικά της ερωτήματα».
Συναφώς, ο Θουκυδίδης, όπως άλλωστε και ο Σωκράτης, που ζούσε την ίδια εποχή, δεν διστάζει να προβεί σε μια ενδογενή κριτική των παραδεδομένων αξιών –πολιτικών, κοινωνικών, θρησκευτικών και ηθικών– της κοινωνίας του. Φαίνεται μάλιστα να έχει πλήρη συνείδηση ότι μια τέτοια κριτική, όπως αυτή που υπονοείται σε όλο το έργο του, θα ήταν δυνατή και θα είχε νόημα μόνο στον κόσμο των αξιών και των θεσμών που ο ίδιος επικρίνει. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια κριτική των αξιών και των θεσμών της δυτικής δημοκρατίας, και της εφαρμογής τους σήμερα, είναι εφικτή μόνο στα ίδια τα πλαίσια αυτών των δημοκρατικών χωρών, ακόμα και στην ίδια τη μαχόμενη Ουκρανία. Αντίθετα, στη Ρωσία και τις χώρες του ευρασιατικού τόξου, αυτή η κριτική παραμένει αδιανόητη.

Ρωσία-Ουκρανία: το δικαίωμα στην αντίσταση
Και, όπως τονίζει στη συμβολή του ο Σπύρος Κουτρούλης, «Οι οιμωγές και το καταφύγιο στο Διεθνές Δίκαιο, ελάχιστα μπορούν να προσφέρουν. Η αντίσταση όμως είναι δικαίωμα και καθήκον του ασθενέστερου».
Διαβάζουμε σε δημηγορία που παραθέτει ο Θουκυδίδης:
“Δεν κατηγορώ εκείνους που επιζητούν να επεκτείνουν την εξουσία τους. Κατηγορώ εκείνους που είναι πρόθυμοι να υποταχθούν. Είναι στη φύση του ανθρώπου να θέλει να εξουσιάζει όσους δεν αντιστέκονται, αλλά και να προστατεύεται εναντίον μιας απειλής. Όσοι, λοιπόν, από μας, ενώ τα ξέρομε αυτά, δεν προνοήσουμε για το μέλλον και ήρθαμε εδώ χωρίς να νομίζουμε ότι πρωταρχικό ζήτημά μας είναι το πώς θ’ αντιμετωπίσουμε, με τον καλύτερο τρόπο, τον φοβερό κίνδυνο που μας απειλεί όλους, κάνουν μεγάλο σφάλμα.” (Β΄, 11-12)
Πράγματι ένας μικρός στρατός, όπως ο ουκρανικός, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά έναντι ενός πολυπληθέστερου και ισχυρότερου στρατού όπως ο ρωσικός. Αλλά και στην ελληνοτουρκική διαμάχη οι σχέσεις κόστους-οφέλους κυριαρχούν. Μέχρι στιγμής, η Τουρκία δεν έχει προχωρήσει σε μείζονα επιθετική ενέργεια, καθώς έχει απολέσει την αεροπορική υπεροπλία –την οποία προσπαθεί απεγνωσμένα να ανακτήσει– και η Ελλάδα έχει συνάψει μια στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ και τη Γαλλία:
Πολλές φορές, μικροί στρατοί, επειδή είχαν συνείδηση του κινδύνου, πολέμησαν με επιτυχία μεγαλύτερους στρατούς οι οποίοι, υποτιμώντας τον αντίπαλο, δεν είχαν προετοιμαστεί όπως έπρεπε. (Δ΄, 60-62)
Όπως τονίζει ο καθηγητής Σπύρος Λίτσας, «Κάποιοι, μια ηχηρή μειοψηφία, εντός της Ελλάδας αλλά και σε διεθνές επίπεδο, αποδίδουν στον Θουκυδίδη τον απλουστευτικό ψόγο του ανήθικου, παρουσιάζοντας τον ως κήρυκα της σκληρής ισχύος εις βάρος του δικαίου». Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι ανακριβές, καθώς ο Θουκυδίδης παρουσιάζει μάλλον αντικειμενικά την πολύπλοκη πραγματικότητα ενός πολέμου όπου όχι μόνο οι συσχετισμοί δυνάμεως αλλά και τυχαία ή παρεμπίπτοντα περιστατικά (ο λοιμός στην Αθήνα και ο θάνατος του Περικλή), ρεαλιστικές και μη επιδιώξεις συμφύρονται για να οδηγήσουν στο τελικό αποτέλεσμα – που εξάλλου ο Θουκυδίδης δεν περιγράφει, καθώς η ιστορία του διακόπτεται πριν το τέλος του πολέμου. Πάντως, επιμένει ιδιαίτερα στην ύβρη και τη δημαγωγία που θα οδηγήσει τους Αθηναίους από τη Μήλο στη σικελική καταστροφή. Ύβριν αποτέλεσε η επέκταση του πολέμου από τον Χίτλερ σε όλα τα αζιμούθια, ύβρις διακρίνει σήμερα την ρωσική πολιτική στην Ουκρανία, καθώς δεν αρκέστηκε στην Κριμαία και το Ντονμπάς, που λίγο-πολύ είχε κατακτήσει το 2014, αλλά θέλησε να καταπιεί ολόκληρη την Ουκρανία.
Η Ρωσία δεν εκτίμησε ορθολογικά την άρνηση των Ουκρανών να υποταχθούν και τη θέλησή τους να αντισταθούν. Έτσι προχώρησε σε μια επίθεση που διαφορετικά ίσως δεν θα την είχε πραγματοποιήσει ποτέ, καθώς οδήγησε μάλλον σε απώλειες τέτοιες που η σχέση κόστους-οφέλους αποδεικνύεται μέχρι στιγμής αρνητική. Διότι όχι μόνο υφίσταται μια τεράστια οικονομική και ανθρώπινη αιμορραγία, αλλά οδηγήθηκε σε οριστική ρήξη με την Ευρώπη και υποχρεώθηκε να μεταβληθεί σε παραπλήρωμα, «δεξιό βραχίονα», της Κίνας και εξαρτώμενη εν πολλοίς από το ισλάμ, τόσο στο εσωτερικό όσο και στον άμεσο και ευρύτερο περίγυρό της.
Εν κατακλείδι, όπως τονίζει ο ιστορικός Τάσος Χατζηαναστασίου, «Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν μπορεί να αποδοθεί στον Θουκυδίδη η αντίληψη ότι στο έργο του δικαιώνεται το “φυσικό δίκαιο” της επιβολής του ισχυρού εις βάρος του αδύνατου στις διακρατικές σχέσεις», και προφανώς ο κυνισμός του Πούτιν δεν μπορεί να βρει στον Θουκυδίδη έναν απλό συνήγορο της γυμνής ισχύος, όπως ισχυρίζονται κάποιοι υποστηρικτές του.


Στο μάλλον εκτενές αφιέρωμα του Άρδην συμβάλλουν με πρωτότυπα κείμενά τους, αλφαβητικά: ο φιλόλογος και συγγραφέας Ηλίας Γιαννακόπουλος («Ο Θουκυδίδης μας διδάσκει τα “μυστικά” του πολέμου»)· ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά, Κωνσταντίνος Κολλιόπουλος («Θουκυδίδης και πολιτικός ρεαλισμός: Η περίπτωση της Σπάρτης»)· ο συγγραφέας Σπύρος Κουτρούλης («Πολιτικός ρεαλισμός και ανθρωπολογική απαισιοδοξία: το δίκαιο, η πολιτική, η ισχύς»)· ο καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Σωτήρης Στ. Λίβας («Από τον λόγο στην πράξη. Ο αυταρχισμός κοιτάζει τον εαυτό του»)· ο Σπύρος Λίτσας, Καθηγητής Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας («Ο Θουκυδίδης, η Ηθική στη Διεθνή Πολιτική και ο Ρωσοουκρανικός Πόλεμος»)· ο ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Αθανάσιος Πλατιάς («Πώς ο Θουκυδίδης θα ερμήνευε τον πόλεμο στην Ουκρανία»)· ο δημοσιογράφος Κώστας Στούπας (« Η παγίδα του Θουκυδίδη & ο άνθρωπος από βούτυρο»)· ο δόκτορας Ιστορίας και συγγραφέας Τάσος Χατζηαναστασίου («Θουκυδίδης: Θεωρητικός της άνευ ηθικών αναστολών ισχύος ή αντικειμενικός ιστορικός της ανθρώπινης τραγωδίας;»)· ο διδάσκων στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας, Marek Węcowski («Πόλεμος, ιμπεριαλισμός & δημοκρατία. Ο πόλεμος της Ουκρανίας κάτω από το βλέμμα του Θουκυδίδη»).
Επί πλέον περιλαμβάνονται δύο σημαντικά αποσπάσματα Ελλήνων διανοητών: του Κώστα Παπαϊωάννου («Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος»), από το έργο του Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα, και του Κορνήλιου Καστοριάδη («Η Ισχύς και το Δίκαιο»), από το έργο του Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τ. 3.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ