Γραμμένο από έναν Ουκρανό φιλόσοφο και δημοσιογράφο, το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στην ουκρανική ιστορία των ιδεών αλλά και στα τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά διλήμματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Εξετάζει σύγχρονες μείζονες αντιπαραθέσεις, όπως η νεωτερικότητα εναντίον της παράδοσης, η δημοκρατία εναντίον της αυτοκρατορίας, η αποικιοκρατία εναντίον της μετα-αποικιοκρατίας και η ταυτότητα έναντι της ετερότητας. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν τη βάση για μια ανάλυση των τρόπων με τον οποίον η ουκρανική ιστορία των ιδεών μπορεί να συνεισφέρει κάποιες νέες οπτικές στα ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η παγκόσμια πολιτική σκέψη.
νέος Λόγιος Ερμής
του Βολοντιμίρ Γιερμολένκο* από τον νέο Λόγιο Ερμη τ. 25
Αποικιοκρατία και μετα-αποικιοκρατία
Η ιστορία της Ουκρανίας αποτελεί επίσης μια ενδιαφέρουσα περίπτωση από την σκοπιά της μετα-αποικιοκρατίας. Η ουκρανική κουλτούρα ανέπτυσσε μια μετα-αποικιακή οπτική ήδη από τον 19ο αιώνα, πριν οι μετα-αποικιακές μελέτες καταστούν ιδεολογική μόδα, αλλά στερείται ακόμα μιας αρκετά ισχυρής φωνής ώστε να πείσει τον υπόλοιπο κόσμο ότι η οπτική της είναι ενδιαφέρουσα.
Συνέχεια από το πρώτο μέρος
Ταυτόχρονα, υπάρχουν ορισμένες πτυχές που κάνουν την ουκρανική μετα-αποικιακή οπτική να διαφέρει από άλλες. Πρώτα απ’ όλα, τα πρωτο-ουκρανικά κρατικά μορφώματα δεν ήταν μόνο αποικίες αλλά και «μητροπόλεις», κέντρα επιρροής. Κατά τον Μεσαίωνα, το Κίεβο υπήρξε το κέντρο του ισχυρότερου κράτους της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Κιβιακής Ρωσίας. Στην εποχή του Μπαρόκ, το Κίεβο ήταν πομπός τόσο των ορθόδοξων επιρροών προς τους γείτονές του, ίσαμε την Μέση Ανατολή, όσο και των ρωμαιοκαθολικών επιρροών προς τον ορθόδοξο, ανατολικό χριστιανισμό. Στην πρώιμη κλασικιστική εποχή, οι Ουκρανοί διανοούμενοι βοήθησαν στη διαμόρφωση και εφαρμογή της έννοιας της ρωσικής αυτοκρατορίας ως ένα νέο, άκρως συγκεντρωτικό κράτος υπό τον Πέτρο Α΄. Παραδόξως, η αυτοκρατορία αυτή κατέστρεψε αργότερα την αυτονομία της Ουκρανίας. Στη συνέχεια, υπάρχει η ρομαντική εποχή του 19ου αιώνα, όταν η ουκρανική λαϊκή κουλτούρα αποτέλεσε μαγνήτη για τη λογοτεχνική φαντασία τόσο της πολωνικής όσο και της ρωσικής διανόησης.
Δεύτερον, η ρωσική αποικιοκρατία όσον αφορά την Ουκρανία και την άλλη σλαβική γειτονική χώρα, τη Λευκορωσία, δεν ήταν μόνο μια αποικιοκρατία αυτή καθαυτή, αλλά και ένα τεράστιο σχέδιο αφομοίωσης. Κατά τη διάρκεια του 18ου-20ού αιώνα, η Ρωσία κατασκεύαζε αυτό που οι Γερμανοί συντηρητικοί φαντάστηκαν μόλις τον 20ό αιώνα: μια «ηπειρωτική αυτοκρατορία» που χρειάζεται όχι μόνο να κατακτήσει και να υποτάξει άλλους λαούς, αλλά και να διαγράψει την ταυτότητά τους, να τους αφομοιώσει στον αυτοκρατορικό γλωσσικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κόσμο της· με λίγα λόγια να αποδείξει ότι δεν υπήρχαν.
Η απουσία φυλετικής διαφοράς ανάμεσα στον αποικιοκράτη και τον αποικιοκρατούμενο, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές, θαλάσσιες αυτοκρατορίες και τους πολιτισμούς που αποικιοποίησαν καθώς και η εγγύτητα των εθνοτικών και γλωσσικών στοιχείων, μετέβαλαν την αφομοίωση αυτή σε ευκολότερο έργο και λιγότερο ορατό στα μάτια των ξένων.
Ενώ τα μετα-αποικιακά έθνη που αποικιοποιήθηκαν από τις δυτικοευρωπαϊκές αυτοκρατορίες έπρεπε να αποδείξουν ότι η ταυτότητά τους ήταν αυθεντική και ότι οι φωνές τους έπρεπε να ακουστούν, ο ουκρανικός μετα-αποικιακός αγώνας βρέθηκε ενώπιον μιας πρόκλησης κάπως διαφορετικής: έπρεπε να αποδείξει ότι η ταυτότητά της υπήρχε, ότι δεν ήταν η επινόηση μιας εξωτερικής συνωμοσίας.
Τρίτον, η ίδια η Ρωσία έχει προβάλει το μετα-αποικιακό πλαίσιο πάνω στις σχέσεις της με τη Δύση. Έχει πείσει ορισμένους διεθνείς παράγοντες ότι η Δύση υπήρξε ένας (ανεπιτυχής) αποικιοκράτης της Ρωσίας και ότι το «δικαίωμα της Ρωσίας στην αυτοδιάθεση» μπορεί να περιγραφεί με μετα-αποικιακούς όρους. Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, περικυκλωμένη από εχθρούς και θύμα αλλεπάλληλων «δυτικών εισβολών» κατά τον 17ο, 18ο, 19ο και 20ό αιώνα, η ίδια η Ρωσία χρειαζόταν μια μετα-αποικιακή χειραφέτηση.
Αυτό ταιριάζει με τους σημερινούς ισχυρισμούς της Ρωσίας ότι δέχεται επίθεση από το ΝΑΤΟ και ότι η πολιτιστική της ιδιαιτερότητά της δεν αναγνωρίζεται δεόντως από τον κόσμο.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι, η θέση αυτή αγνοεί τον πραγματικά αυτοκρατορικό χαρακτήρα του ρωσικού πολιτικού οικοδομήματος. Η εφαρμογή της μετα-αποικιακής προσέγγισης στη ρώσικη κοινωνία, η οποία παίζει με τις ενοχές και τα μετα-ιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά της Δύσης, εξαλείφει αυτόματα το δυσάρεστο ζήτημα του ιμπεριαλισμού της ίδιας της Ρωσίας. Επιβάλλοντας την ιδέα ότι η Ρωσία οφείλει να βρει τη θέση της στον μετα-αποικιακό λόγο εναντίον της Δύσης, αγνοείται πλήρως η ίδια η ουσία της πρόσφατης ρωσικής ιστορίας και το γεγονός ότι στην πραγματικότητα υπήρξε αυτοκρατορία και όχι αποικία.
Η αποικιοκρατία δυτικού τύπου είχε ουσιαστικά φυλετικό χαρακτήρα: οικοδομήθηκε πάνω στην ιδέα ότι μια ομάδα είναι «εκ φύσεως προορισμένη» να υποτάσσεται λόγω των φυλετικών της χαρακτηριστικών και του χρώματος του δέρματός της. Ήταν ένας φαταλιστικός ιμπεριαλισμός.
Η ανατολικοευρωπαϊκή αποικιοκρατία διαφέρει: βασίζεται στην «ιστορική» ιδέα ότι ένας λαός μπορεί –και πρέπει– να αλλάξει τη θέση του στο σύμπαν απαρνούμενος την ταυτότητά του. Εν ολίγοις, είναι ένας ιμπεριαλισμός των ευμετάβλητων ταυτοτήτων. Η αφομοίωση έκανε αόρατες τις ταυτότητες των αποικιοκρατούμενων εθνών του ανατολικού σλαβικού κόσμου. Έχοντας παρόμοια φυλετικά γνωρίσματα με τον αποικιοκράτη, έπρεπε να απαρνηθούν τα λιγότερο ορατά στοιχεία του έθνους τους: τη γλώσσα, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τις παραδόσεις κ.ο.κ.
Αυτό είναι που κάνει την μετα-αποικιακή κατάσταση της Ανατολικής Ευρώπης να επικεντρώνεται τόσο πολύ στην ταυτότητα. Διαφορές μεταξύ της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας σήμερα είναι διαφορές στο βαθμό αφομοίωσης: Οι Ουκρανοί κατάφεραν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους Λευκορώσους, και έτσι τώρα έχουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα απέναντι στην αυτοκρατορική αφομοίωση. Σε αυτό το πλαίσιο, η ταυτότητα δεν γίνεται αντίπαλος της ελευθερίας, όπως στον δυτικό κόσμο, αλλά αναφαίρετος σύμμαχός της, στοιχείο εκ των ον ουκ άνευ: εξάλειψη της ταυτότητας σημαίνει νίκη της αυτοκρατορίας, και νίκη της αυτοκρατορίας σημαίνει την καταστροφή της ελευθερίας.
Ταυτότητα και ετερότητα
Αυτό μας οδηγεί σε ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα: τη σχέση μεταξύ ταυτότητας και «ετερότητας». Η μετα-αποικιακή σκέψη του εικοστού αιώνα επικεντρώθηκε στο ζήτημα του «Άλλου». Eρμήνευσε την αποικιοκρατία ως μια γενικευμένη προσπάθεια να υποτιμηθεί και να διαγραφεί η «ετερότητα» των υπολοίπων λαών, πολιτισμών, φύλων, ταυτοτήτων κ.ο.κ. Αγώνας κατά της αποικιοκρατίας σήμαινε αγώνα κατά της ολοκληρωτικής φωνής της ταυτότητας και του «λογοκεντρισμού». Σήμαινε επίσης την αποδοχή και τον εναγκαλισμό της διαφοράς σε αντίθεση με την ταυτότητα, τον εναγκαλισμό της «ετερότητας» με όλο της τον πλούτο και την ποικιλομορφία της. Αλλά αυτή η άποψη κρύβει μέσα της αυτοκρατορικά υπολείμματα. Είναι εύκολο να αγκαλιάσεις οποιαδήποτε «ετερότητα» όταν είναι ασθενέστερη από σένα, όταν δεν αποτελεί απειλή για την ύπαρξή σου – ή το πολύ-πολύ όταν είναι εξίσου ισχυρή.
Τι γίνεται όμως αν ο «άλλος» είναι ισχυρότερος; Τι γίνεται αν καταστεί επιθετικός; Και μια πιο δύσκολη ερώτηση: τι γίνεται αν ο «άλλος» προσπαθεί να διαγράψει τη δική σας «ετερότητα», την ταυτότητά σας; Τι γίνεται αν αυτός ο «άλλος» είναι ουσιαστικά μια αυτοκρατορία αποφασισμένη να διαγράψει εντελώς κάθε διαφορετικότητα; Σήμερα, η Ουκρανία αντιμετωπίζει ένα κρίσιμο δίλημμα, ευρισκόμενη ανάμεσα σε μια «κακή αυτοκρατορία» που προσπαθεί να ανακτήσει την πρότερη ισχύ της (Ρωσία) και σε «καλές» ή «μεταμελημένες» αυτοκρατορίες (συνήθως, δυτικές χώρες), των οποίων η συνειδητοποίηση των ηθικών προβλημάτων της αποικιοκρατίας αυξάνεται και οι οποίες προσπαθούν να αναιρέσουν το κακό που προκάλεσαν στο παρελθόν. Το πρόβλημα με την «κακή αυτοκρατορία» είναι προφανές: η Ρωσία του Κρεμλίνου συνιστά για τη σημερινή Ουκρανία υπαρξιακή απειλή.
Το πρόβλημα με τις «καλές αυτοκρατορίες» είναι λίγο πιο σύνθετο: από άποψη αξιών, η Ουκρανία αισθάνεται μέρος του δυτικού πολιτισμού, αλλά σε πρακτικό επίπεδο υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις. Μια «μεταμελημένη αυτοκρατορία» τείνει να εκφράζει τη μετάνοιά της μέσω ενός λόγου περί ετερότητας: καλή μετα-αποικιακή κοινωνία είναι μόνον εκείνη που αγαπάει την ετερότητα όσο το δυνατόν περισσότερο. Η πολυπολιτισμικότητα, ωστόσο, είναι προϊόν των πρώην αυτοκρατοριών, όπου όλοι οι πιθανοί «άλλοι» που καταπιέζονταν επί αιώνες, διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους. Για μια πολύ πιο εντοπισμένη στον χώρο «δημοκρατική» κουλτούρα, η κατάσταση είναι πιο διφορούμενη: χτισμένη πάνω στην ταυτότητα μιας ριζωμένης κοινότητας, είναι βαθύτατα καχύποπτη απέναντι στους «άλλους». Στο χειρότερο σενάριο, η τοπική «ρεπουμπλικανική» ταυτότητα αναπτύσσει ένα εχθρικό όραμα για τον άλλο, αναγνωρίζοντας μια απειλή στο πρόσωπό του. Η ρεπουμπλικανική ιδέα, εν ολίγοις, δεν διαθέτει ανοσία για ασθένειες όπως ο ριζοσπαστικός εθνικισμός ή η ξενοφοβία.
Στην μετριοπαθέστερη εκδοχή της, η δημοκρατική κουλτούρα είναι σε θέση να κάνει την διάκριση μεταξύ του «άλλου», του «ξένου» και του «εχθρού» και είναι σε θέση να ελιχθεί ανάμεσα σε αυτές τις νοηματοδοτήσεις. Αυτή η ευελιξία μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικό βαθμό σε μια «χαρτογράφηση της ετερότητας», όπου ο κάθε «άλλος» δεν είναι και «ξένος» – πόσο μάλλον «εχθρός». Αλλά αυτό το δημοκρατικό συναίσθημα δεν θα αναπτύξει ποτέ μια αμέριστη εμπιστοσύνη προς την «ετερότητα». Γνωρίζει ότι κάποιοι από τους «άλλους» μπορεί να είναι και εχθροί. Εδώ είναι το σημείο όπου έρχεται σε σύγκρουση με τις «μεταμελημένες αυτοκρατορίες» οι οποίες πιστεύουν, λόγω του βάρους της ενοχής τους, ότι η αναγνώριση της ετερότητας πρέπει να είναι απεριόριστη και ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός από την ταυτότητα, η οποία δημιουργεί σαφές οριοθετήσεις έναντι των «άλλων».
Συμπέρασμα
Η ουκρανική πολιτική εμπειρία σπανίως εντοπίζεται από τα ραντάρ της παγκόσμιας πολιτικής σκέψης. Ήρθε η ώρα λοιπόν να πάρει τη θέση που της αξίζει. Αυτή η εμπειρία προσφέρει συχνά ιδιότυπες απαντήσεις στα παγκόσμια ζητήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Οι απαντήσεις αυτές προέρχονται από το συγκεκριμένο περιβάλλον της ουκρανικής πολιτικής κουλτούρας και σκέψης, που αναπτύσσεται κυρίως στη λογοτεχνία της, η οποία συχνά χρησιμοποιούσε ένα διαφορετικό σύνολο εννοιών και αντιθέσεων από το κυρίαρχο ρεύμα της ευρωπαϊκής και αμερικανικής πολιτικής σκέψης. Αυτό το σύνολο εννοιών προέρχεται από μια εμπειρία που η Ουκρανία μοιράζεται με πολλές άλλες μετα-αποικιακές χώρες: ένα έθνος χωρίς κράτος που ανέπτυξε την ιδέα μιας πολιτικής κοινότητας έξω από τους πολιτικούς θεσμούς –μια δημοκρατία που αντιμετωπίζει μια αυτοκρατορική και δια-αυτοκρατορική κληρονομιά– ένα έθνος που εκφράζει τον εκσυγχρονισμό της παράδοσης, βλέποντας τις έννοιες της ταυτότητας και της παράδοσης όχι ως αντίθετες προς την τη νεωτερικότητα και την ελευθερία, αλλά ως απαραίτητο συστατικό τους.
Αυτή την εμπειρία μοιράζονται και άλλες χώρες που έχουν περάσει έναν παρόμοιο αγώνα για ταυτότητα, κρατική συγκρότηση, συνοχή και πολυφωνία. Και αυτό είναι που κάνει την περίπτωση της Ουκρανίας τόσο ενδιαφέρουσα.