Γραμμένο από έναν Ουκρανό φιλόσοφο και δημοσιογράφο, το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στην ουκρανική ιστορία των ιδεών αλλά και στα τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά διλήμματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Εξετάζει σύγχρονες μείζονες αντιπαραθέσεις, όπως η νεωτερικότητα εναντίον της παράδοσης, η δημοκρατία εναντίον της αυτοκρατορίας, η αποικιοκρατία εναντίον της μετα-αποικιοκρατίας και η ταυτότητα έναντι της ετερότητας. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν τη βάση για μια ανάλυση των τρόπων με τον οποίον η ουκρανική ιστορία των ιδεών μπορεί να συνεισφέρει κάποιες νέες οπτικές στα ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η παγκόσμια πολιτική σκέψη.
νέος Λόγιος Ερμής
του Βολοντιμίρ Γιερμολένκο* από τον νέο Λόγιο Ερμη τ. 25
Όταν εξετάζουμε σήμερα την ιστορία και την πολιτική εμπειρία ενός έθνους βρισκόμαστε μπροστά σε δύο αντιτιθέμενες μεταξύ τους παρανοήσεις. Η πρώτη δηλώνει ότι ο κόσμος ορίζεται από καθολικότητες τις οποίες καμία εθνική εμπειρία δεν είναι ικανή να τις αμφισβητήσει. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι κάθε εθνική εμπειρία είναι μοναδική και επομένως καμία καθολική έννοια δεν μπορεί να εφαρμοστεί για να την περιγράψει πλήρως.
Η τέχνη της πολιτικής σκέψης είναι, κατά κάποιον τρόπο, η τέχνη της αποφυγής αυτών των δύο παγίδων: της Σκύλλας του αφηρημένου οικουμενισμού και της Χάρυβδης της ουτοπικής, εθνικής μοναδικότητας. Οι περιπτώσεις συγκεκριμένων εθνών και κοινωνιών μπορούν, πράγματι, να θέσουν υπό αμφισβήτηση ορισμένους κοινούς τόπους της καθολικότητας, αλλά κανένα έθνος δεν είναι τόσο μοναδικό ώστε να μην μοιράζεται κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τα υπόλοιπα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ιστορία και η πολιτική εμπειρία της Ουκρανίας αξίζουν μια νέα προσέγγιση, διότι αυτό μπορεί να προσφέρει νέες οπτικές στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον κόσμο μας. Το ερώτημα είναι, ποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ουκρανικής πολιτικής εμπειρίας θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επανεξέταση ορισμένων σύγχρονων και καθολικών προβλημάτων.
Η κατάσταση της Ουκρανίας μπορεί να μας δώσει παραδείγματα για το πώς θα μπορούσαμε να γεφυρώσουμε ορισμένες βασικές αντιθέσεις που βιώνουμε σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ουκρανία διαθέτει μια συνταγή για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων: κάποιες φορές έχει απαντήσεις, άλλες όχι. Αυτό όμως που μπορεί να μας πει η εμπειρία της χώρας είναι πώς τα δίπολα μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, φιλελευθερισμού και συντηρητισμού, ελευθερίας και ταυτότητας, αποικίας και μητρόπολης, που καθορίζουν τον σημερινό κόσμο, μπορούν να εξεταστούν με μια φρέσκια ματιά, υπό το πρίσμα της ουκρανικής εμπειρίας, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ιδιότυπη μετα-αποικιοκρατία».
Παράδοση και μοντερνικότητα
Η διαπάλη ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα σφράγισε τις βασικές αντιπαραθέσεις της δυτικής πνευματικής και κοινωνικοπολιτικής ιστορίας του 19ου αιώνα. Η σύγκρουση αυτή, αποδυναμώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, παραχωρώντας χώρο σε εκείνη μεταξύ φιλελευθερισμού και κομμουνισμού, η οποία έλαβε τέλος με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, ωστόσο, ιδίως μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η αντίθεση αυτή επανήλθε, διχάζοντας τις κοινωνίες των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Πολωνίας και πολλών άλλων χωρών σε πολωμένα παρατάξεις, οι οποίες συχνά δεν μπορούν καν να έρθουν σε διάλογο μεταξύ τους.
Είναι ενδιαφέρον ότι και η ρωσική ιστορία των ιδεών είναι εξοικειωμένη με την αντίθεση αυτή: η βασική αντιπαράθεση του 19ου αιώνα, η οποία θα επανεμφανιστεί και κατά τον 21ο αιώνα, ήταν εκείνη μεταξύ των παραδοσιοκεντρικών «σλαβόφιλων» και των νεωτεριστών «δυτικόφιλων». Παραδόξως, η Σοβιετική Ένωση υπήρξε το αποτέλεσμα της επικράτησης των «δυτικόφιλων» –προοδευτικών, άθεων, συχνά υλιστών, διανοουμένων και ακτιβιστών– και όμως η επικράτηση αυτή ανέδειξε την πιο αντιδυτική αυτοκρατορία της ρωσικής ιστορίας.
Η ιστορική εμπειρία της Ουκρανίας ήταν διαφορετική. Η Ουκρανική ιστορία των ιδεών διαμορφώθηκε τον 19ο και τον 20ό αιώνα ως η αντανάκλαση της πραγματικότητας ενός έθνους υπό αυτοκρατορική κυριαρχία. Ο αγώνας για ελευθερία και χειραφέτηση σήμαινε συχνά αγώνα τόσο για ατομικά όσο και για κοινοτικά δικαιώματα. Η μοντέρνα -ή μοντερνιστική- επικέντρωση στα ατομικά δικαιώματα πήγαινε χέρι-χέρι με την παραδοσιακή εστίαση στα δικαιώματα της κοινότητας και της μοναδικότητας της ταυτότητάς της.
Αυτό εξηγεί γιατί πολλοί εξέχοντες Ουκρανοί συγγραφείς και διανοούμενοι ήταν ταυτόχρονα εκσυγχρονιστές και παραδοσιακοί. Ο ‘μοντερνισμός’ στην ουκρανική λογοτεχνία του τέλους του 19ου αιώνα –Λέσια Ουκράινκα, Ιβάν Φράνκο, Βασίλ Στεφανιούκ, Όλια Κομπιλιάνσκα, Μικαΐλο Κοτσιουμπίνσκι– αφορούσε παράλληλα και την επανεφεύρεση της παράδοσης: Ας πάρουμε για παράδειγμα το Τραγούδι του Δάσους της Ουκράινκα, τις Σκιές των Λησμονημένων Προγόνων του Κοτσιουμπίνσκι, το οποίο αργότερα αποτέλεσε τη βάση για το κινηματογραφικό αριστούργημα του Σεργκέι Παρατζάνοφ, ή τα αγροτικά διηγήματα του Στεφανιούκ. Το ‘παραδοσιακό’ στοιχείο διαφοροποιούσε αυτόν τον ουκρανικό λογοτεχνικό μοντερνισμό από πολλούς αντίστοιχούς του στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, όταν καταπιανόταν με τα ‘παραδοσιακά’ θέματα της αγροτιάς και της υπαίθρου, η ουκρανική μοντερνιστική λογοτεχνία έκανε ό,τι μπορούσε όχι μόνο για να διατηρήσει την παράδοση, αλλά και για να της δώσει νέα και εκσυγχρονισμένα μέσα έκφρασης.
Όμως, εξετάζοντας τόσο τους προκατόχους όσο και τους διαδόχους αυτού του λογοτεχνικού μοντερνισμού, προκύπτουν παρόμοιες λογικές. Στη δεκαετία του 1920, ο κομμουνιστής Ουκρανός συγγραφέας Νίκολα Κβιλόβι διακήρυττε μια ριζοσπαστική αισθητική επανάσταση που βασιζόταν στη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση, αλλά προβαλλόταν σε αυτό που αποκαλούσε «ασιατική αναγέννηση». Γι’ αυτό βρήκε σύμμαχο στο πρόσωπο του νεοκλασικιστή ποιητή Νίκολα Ζέροφ, καθηγητή λογοτεχνίας και μεταφραστή ποιητών της Αρχαίας Ρώμης. Έτσι, ένας επαναστάτης μοντερνιστής αναζητούσε τις ρίζες του σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή κληρονομιά, δηλαδή κοιτούσε ταυτόχρονα και στο παρελθόν και στο μέλλον.
Εκατό χρόνια πριν από αυτόν, ο εθνικός ποιητής της Ουκρανίας, Τάρας Σεβτσένκο, δεν επανεφηύρε μόνον μια εκδοχή της ουκρανικής παράδοσης, αλλά και ήταν ένας πρωτοποριακός ποιητής για την εποχή του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ντμίτρο Χορμπάτσοφ, Ουκρανός κριτικός τέχνης και ειδικός στη λογοτεχνική πρωτοπορία, συνέκρινε την ποίηση του Σεβτσένκο του 19ου αιώνα με το φουτουριστικό ρεύμα της δεκαετίας 1910-1920[1].
Η συγκεκριμένη σχέση μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας στην Ουκρανία έχει μία συγκεκριμένη ερμηνεία. Ο εκσυγχρονισμός συνεπάγεται τον χειραφετησιακό λόγο: χειραφέτηση από τις ιεραρχίες, τις ανισότητες και την καταπίεση. Αλλά το να εμβαθύνει κανείς στην εθνική παράδοση σήμαινε μια ακόμη χειραφέτηση –από την υπερεθνική αυτοκρατορία. Αυτός ο εκσυγχρονιστικός και συνάμα παραδοσιακός χαρακτήρας καθόρισε πολλές πτυχές της ουκρανικής κουλτούρας, και το κάνει ακόμη και σήμερα. Όταν ένας προοδευτικός μεταρρυθμιστής φοράει μια βισβάνκα[2] και την ίδια στιγμή κρατάει ένα iPhone, όταν ένα συγκρότημα παραδοσιακής μουσικής συνδυάζει ουκρανικά λαϊκά τραγούδια με ηλεκτρονική μουσική και μοντέρνους ρυθμούς, όπως οι Onuka, Go_A, Dakha Brakha και άλλοι, αυτοί είναι οι κληρονόμοι φαινομένων που έλαβαν χώρα πριν από έναν αιώνα.
Ενώ οι εξωτερικοί παρατηρητές συχνά εστιάζουν μυωπικά στην «ακροδεξιά πρόκληση» που αντιμετωπίζει η πολιτική και η κοινωνία στην Ουκρανία, χάνουν ένα σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίον η χώρα προσεγγίζει το παρελθόν της. Επανειλημμένα, τα ακροδεξιά κόμματα στην Ουκρανία δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν πάνω από 1%-2% στις βουλευτικές εκλογές· η «εκσυγχρονιστική παραδοσιοστρέφεια» της Ουκρανίας έχει βαθύτερες ρίζες, διαποτίζει τον μετριοπαθή και φιλελεύθερο λόγο, και σπανίως επιχειρεί να εκφραστεί στα άκρα του πολιτικού φάσματος.
Ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της ουκρανικής στροφής προς την παράδοση, έχει ήπιο χαρακτήρα, είναι ευέλικτη και ανοιχτή προς τη νεωτερικότητα. Μπορεί να αγκαλιάσει την τεχνολογική πρόοδο, τον εκδημοκρατισμό και την συμπερίληψη.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι Ουκρανοί πολίτες είναι απίθανο να προσεγγίσουν την παράδοση σαν να αφορούσε μια «Χρυσή Εποχή», στην οποία πρέπει να επιστρέψουν. Η ουκρανική ιστορία δεν είχε την δική της «Χρυσή Εποχή», δεδομένου ότι στο παρελθόν υπήρξαν πάρα πολλά τραγικά γεγονότα, εποχές όπου η ιδιοπροσωπία και η αυτοδιάθεση απειλήθηκαν, οπότε δεν υπάρχει πραγματική βάση για νοσταλγία. Η ιδέα της «επιστροφής» αποτελεί βασικό σύνθημα της σύγχρονης συντηρητικής αντίδρασης: Το «Να ξανακάνουμε μεγάλη την Αμερική» του Τραμπ, το «Να ανακτήσουμε τον έλεγχο» των Βρετανών ή το δημοφιλές σύνθημα των Ρώσων «Μπορούμε να το ξανακάνουμε» με αναφορά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ουκρανία, ωστόσο, η ιδέα της επανάληψης του παρελθόντος προκαλεί τρόμο: στην ουκρανική ιστορία, οι κύριες «επαναλήψεις» αφορούσαν μοιραία λάθη και συνταρακτικές τραγωδίες.
Η ουκρανική ιστορική και πολιτική εμπειρία αναπτύσσεται έτσι σε μια διαφορετική διάσταση από το κάθετο δίπολο «παράδοσης» και «νεωτερικότητας», ή «συντηρητισμού» και «φιλελευθερισμού». Και αυτό αξίζει να το προσέξουμε ιδιαίτερα.
Δημοκρατία και Αυτοκρατορία
Η ιστορία της Ουκρανίας μπορεί άλλωστε να προσφέρει μια ιδιαίτερη προσέγγιση στην εννοιολογική αντιπαράθεση μεταξύ των ιδεών της Δημοκρατίας και της Αυτοκρατορίας.
Ως ανεξάρτητο κράτος, η Ουκρανία γεννήθηκε στα εδάφη πρώην αυτοκρατοριών: Της Αυστρο-ουγγρικής, της Οθωμανικής και της Ρωσικής, που μετασχηματίστηκε σε Σοβιετική Αυτοκρατορία τον 20ό αιώνα. Η ιδέα ενός «διαμελισμένου έθνους», ενός συλλογικού σώματος του οποίου τα μέρη ήταν μοιρασμένα μεταξύ των αυτοκρατοριών, ήταν σημαντική για το φαντασιακό του 19ου αιώνα, κατά τον οποίον πολλά έθνη διαμόρφωσαν τους ιδρυτικούς τους μύθους, ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη.
Η ουκρανική ιδέα ενός «διαμελισμένου έθνους» προωθήθηκε από τους ρομαντικούς, ιδίως από τον ιστορικό Νίκολα Κοστομάροφ, και τον ποιητή Σεβτσένκο, κατά την δεκαετία του 1840.
Σε ορισμένες πτυχές της, απηχούσε τον πολωνικό μύθο της εποχής, ιδίως το σχήμα του Άνταμ Μικιέβιτς για την Πολωνία ως συλλογικό Χριστό που αγωνίζεται για την ανάσταση. Αλλά οι Ουκρανοί προσέγγισαν με αξιοσημείωτη δημιουργικότητα το πολωνικό φαντασιακό. Κατ’ αρχάς, επεσήμαναν ότι η εμπειρία «διαμελισμού» της Ουκρανίας προηγήθηκε της πολωνικής. Ενώ ο πολωνικός «διαμελισμός» χρονολογούνταν στα τέλη του 18ου αιώνα, η Ουκρανία ήταν διαιρεμένη μεταξύ της Μοσχοβίας, της Πολωνίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανάμεσα σε ανατολικά χριστιανικά, δυτικά χριστιανικά και μουσουλμανικά κράτη από τα μέσα του 17ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της περιόδου που ονομάστηκε Ruina ή Ερείπια. Αυτό εξηγεί γιατί η Ruina είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο στην ουκρανική λογοτεχνία του 19ου αιώνα – από τον Σεβτσένκο, τον Παντελεήμον Κούλις, τον Μάρκο Βόβτσοκ, τον Ιβάν Νετσούι-Λεβίτσκι και άλλους.
Ενώ οι Ουκρανοί ρομαντικοί προβάλουν την πολωνική ρομαντική ιδέα ενός «διαμελισμένου έθνους» στη δική τους εμπειρία, υποστηρίζουν παράλληλα ότι εκείνη διατηρεί βαθύτερες ιστορικές ρίζες.
Η ιδέα αυτή δεν ήταν καινούρια: αποτελεί συνέχεια μιας παλιάς ευρωπαϊκής έννοιας της, παλιγγενεσίας, του περάσματος μέσα από τον πόνο, τον διαμελισμό και τον θάνατο σε ένα ανώτερο στάδιο, μια ιδέα που αναπτύχθηκε από Γάλλους, Ιταλούς, Πολωνούς και άλλους συγγραφείς και φιλοσόφους κατά τον πρώιμο 19ο αιώνα. Αυτό που διαφοροποιούσε την ουκρανική περίπτωση ήταν ο ευρύτερος ορίζοντας της μνήμης. Η ιστορία έδειξε επίσης ότι διαθέτει μεγάλη υπομονή: και έτσι, ένα βιώσιμο εθνικό κράτος μπόρεσε να συγκροτηθεί από τα «διαμελισμένα κομμάτια» του εθνικού σώματος μόλις στα τέλη του 20ού αιώνα.
Η βασική ιδέα που αναπτύχθηκε από τη ρομαντική λογοτεχνία του 19ου αιώνα ήταν ότι, παρά το γεγονός ότι ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορες αυτοκρατορίες, οι Ουκρανοί συνέχιζαν να αποτελούν ένα έθνος. Η οικοδόμηση του έθνους γινόταν πέρα και παρά τα πολιτικά σύνορα, τα οποία σε διάφορες περιόδους χώριζαν το «σώμα» του. Η ιδέα της «παραμονής στη γη μας», παρά τη συχνή μετατόπιση των συνόρων από τις ιμπεριαλιστικές επεκτάσεις μεταβλήθηκε σε μια από τις κεντρικές έννοιες του ουκρανικού πολιτικού φαντασιακού. Ακόμα και τώρα, στις αρχές του 21ου αιώνα, ακούγεται ακόμα σε ένα από τα κινηματικά μιμίδια των τελευταίων ετών, η λέξη stoyimo – «Κρατάμε» (και δεν πάμε πουθενά): υπερασπίζονται τη θέση τους κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στο Μαϊντάν απέναντι στην αστυνομική βία, εκείνην στην Ανατολική Ουκρανία απέναντι στον ρωσικό στρατό, και ούτω καθεξής.
Πρόκειται για ένα βαθύτατα δημοκρατικό συναίσθημα. Συνδυάζει την παραδοσιακή «αγάπη για τη γη» με τη δημοκρατική ιδέα των ενεργών πολιτών που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους. Η ιδέα της δημοκρατίας είναι μια έννοια της πολιτικής από κάτω προς τα πάνω, της πολιτικής που δημιουργείται από την αλληλεπίδραση των μελών της κοινότητας. Η ιδέα της δημοκρατίας μπορεί να έχει ενδιαφέρουσες συσχετίσεις με την ιδέα της γης, των σταθερών συνόρων και της συγκεκριμένης στάσης μιας ομάδας ανθρώπων απέναντι σε αυτή τη γη –μια σύνδεση που τείνουμε να λησμονούμε μετά την απαξίωση των πολιτικών μεταφορών της «γης» και του «εδάφους», από την ακροδεξιά κατά τον 20ό αιώνα.
Η ιδέα της αυτοκρατορίας, αντίθετα, περιέχει την ιδέα της επέκτασης, της μετατόπισης των συνόρων. Οι αυτοκρατορίες οικοδομούνται με πρόθεση να υπερβούν την συγκεκριμένη εδαφικότητα, και υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα. Η αυτοκρατορική νοοτροπία, που αναπαριστάται από την πλούσια ποιητική φαντασία της Αινειάδας του Βιργίλιου –και βρήκε την δική της ειρωνική απόδοση στην Ενείδα που συνέγραψε ο Ιβάν Κοτλιαρέφσκι στα τέλη του 18ου αιώνα– έχει ως κεντρική της ιδέα την «εκκένωση της πατρίδας».
Οι αυτοκρατορίες είναι πολιτικά εγχειρήματα ικανά να αντιγράψουν τον εαυτό τους οπουδήποτε στον κόσμο –μια αντίληψη της πολιτικής «από τα πάνω προς τα κάτω» που προσαρτά εδάφη μέσω της βίας ή της αποπλάνησης. Πολλά επεισόδια της ουκρανικής ιστορίας μπορούν να διαβαστούν ως απόπειρες μιας δημοκρατικής πολιτικής στάσης να αντιταχθεί στην αυτοκρατορική επέκταση.
Αλλά η Ουκρανία δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο ως δημοκρατία. Όντας ένα σημείο συνάντησης μεταξύ αυτοκρατοριών, περιέχει πολλαπλά αυτοκρατορικά ίχνη. Η οικοδόμηση του έθνους έγινε πέρα και πάνω από τα πολιτικά σύνορα, τα οποία σε διαφορετικές περιόδους διαπερνούσαν το «σώμα» του ουκρανικού έθνους.
Η ιστορία της Ουκρανίας δεν ήταν αυτοκρατορική, ήταν δι-αυτοκρατορική. Κατά κάποιον τρόπο, μπορεί να περιγραφεί ως ένα σημείο συνάντησης διαφορετικών θρησκευτικών αυτοκρατορικών εγχειρημάτων –ορθόδοξων, καθολικών και μουσουλμανικών– στην αυγή της σύγχρονης εποχής, την ίδια στιγμή που, ιδεολογικά αυτοκρατορικά σχέδια που προέρχονταν τόσο από την ακροδεξιά όσο και από την αριστερά, συναντήθηκαν εκεί κατά τον 20ό αιώνα.
Αλλά οι διασταυρώσεις αυτές δεν ήταν αθώες. Άφησαν έναν τρομακτικό αποτύπωμα θανάτου και πόνου. Αλλά άφησαν επίσης ίχνη αλληλεπιδράσεων, αλληλοδιεισδύσεων, και διαλόγου. Μια παράδοση προσμίξεων, συνθέσεων, και μωσαϊκών που σήμερα η ουκρανική δημοκρατία προσπαθεί να επανεντάξει στους κόλπους της. Υπ’ αυτή την έννοια, η Ουκρανία είναι μια δημοκρατία που προσπαθεί να επανεπεξεργαστεί την αυτοκρατορική της κληρονομιά.
[1] Дмитро Горбачов, «Авангардизм ХХ сто-
ліття і Шевченко» [Dmytro Horbachov, “20th century avant-garde and Shevchenko”], in Дми-
тро Горбачов, Лицарі голодного Ренесансу.
Kyiv, Dukh I Litera, 2020, p. 49-6
[2] Ουκρανικό εθνικό κεντημένο πουκάμισο.
*καθηγητής Πανεπιστημίου Κιέβου, μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς
1 ΣΧΟΛΙΟ
Απορώ γιατί ο συγγραφέας δέν αναφέρεται καθόλου στην επίδραση που άσκησαν οι πολωνοουκρανικές σχέσιες, στην ιστορική εξέλιξη της Ουκρανίας και μνημονεύει μόνον αυτές των τριών αυτοκρατοριών, δηλ. Ρωσίας, Αυστροουγγαρίας και Τουρκικής. Στο κάτω-κάτω και το ίδιο το Κίεβο ήταν για κάποια περίοδο υπό πολωνική κυριαρχία…..