του Γιώργου Ρακκά*
Η τοποθέτηση που πραγματοποίησε πρόσφατα ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν περί ‘αποσχιστικότητας’ (Séparatisme) για να καταδείξει το βαθύτατο πρόβλημα ενότητας που αντιμετωπίζει πλέον η γαλλική κοινωνία έπειτα από την εξάπλωση του λεγόμενου ‘ευρωπαϊκού Ισλάμ’ στους κόλπους της, αγγίζει νομίζω τον πυρήνα του πολυπολιτισμικού αδιεξόδου που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες που ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο.
Διαπιστώνουν αυτές τώρα, με πολύ τραγικό τρόπο μάλιστα όπως δείχνουν συμβάντα σαν τον αποκεφαλισμό του Γάλλου Δασκάλου Σαμιέλ Πατί, ότι η πολυπολιτισμική αναδιοργάνωση που πρέσβευαν, σαν το πρώτο βήμα για την υπέρβαση των εθνικών κοινωνιών, και την διεθνοποίησή τους σ’ ένα ‘παγκόσμιο χωριό’, θρυμματίζει επί της ουσίας τις κοινωνίες αυτές, εν μέσω σφοδρών πολιτιστικών συγκρούσεων. Έτσι οδηγούμαστε σ’ ένα κλασικό σχήμα της ετερογονίας των μέσων και των σκοπών, όπου η διεκδίκηση μιας πιο ‘ανοιχτής κοινωνίας’ μέσω του πολυπολιτισμικού αιτήματος, καταλήγει σε μια συνθήκη εθνοτικής και πολιτιστικής περιχαράκωσης, η οποία εν τέλει διαρρηγνύει την ίδια την ενότητα της κοινωνίας.
Η Ευρώπη σήμερα ανακαλύπτει την βασική αδυναμία που χαρακτηρίζει την πολυπολιτισμικότητα, και η οποία αφορά μια πολύ βαθιά της αστοχία: Η ίδια η έννοια της ‘πολυπολιτισμικής κοινωνίας’ είναι σχήμα οξύμωρο γιατί παρεξηγεί την πιο θεμελιώδη διαδικασία μέσα από την οποία συγκροτούνται οι ίδιες οι κοινωνίες. Του πως αναδύεται αυτή η αίσθηση του συνόλου και της ενότητας, που υπερβαίνει τόσο τα επί μέρους άτομα που απαρτίζουν το κοινωνικό σύνολο, όσο και την εσωτερική, ταξική διαφοροποίηση που το χαρακτηρίζει. Οι κοινωνίες θεμελιώνονται πάνω στην ύπαρξη ενός κοινού πολιτισμικού πυρήνα (η πόλις συγκροτείται πάνω στην κοινή ιδέα περί αγαθού σύμφωνα με τον Αριστοτέλη). Και αυτή τους ακριβώς η συνομολογία τις μεταμορφώνει σε οντότητες που υπερβαίνουν το επί μέρους άθροισμα των μερών τους.
Μέχρι σήμερα η πραγματικότητα αυτή ήταν τόσο κοινή, αυτονόητη και δεδομένη που δεν μπορούσαμε καν να την εννοήσουμε. Ερχόμαστε να την αντιληφθούμε, όμως, στην περίπτωση όπου πλήττεται και υποχωρεί, παύει δηλαδή να είναι αυτονόητο και καθίσταται ζητόυμενο: Νομίζω αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον συμπέρασμα των Σύγχρονων Βαβέλ, της έρευνας που πραγματοποίησα στην γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα ενόσω η γειτονιά βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας για τις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα εκεί και που ήταν ταυτόχρονα πολιτιστικές και πολιτικές.
Διερευνώντας και μελετώντας το τι συνέβη σε εκείνη τη γειτονιά, όχι μόνο στις συγκεντρώσεις που έγιναν, τις αντιπαραθέσεις των πολιτικών στρατοπέδων που παρουσιάστηκαν, τις συγκρούσεις με την αστυνομία. Τα γεγονότα αυτά υπήρξαν μάλλον προβολή μιας πολύ πιο καθημερινής συνθήκης, του τι συνέβαινε δηλαδή μέσα στις πολυκατοικίες όχι μόνον στις έκτακτες συνθήκες που προαναφέρθηκαν, αλλά και σε αυτό που λέμε ‘κανονικότητα’. Ψάχνοντας, λοιπόν, πως λειτουργούσαν οι καθημερινές σχέσεις σε μια de facto πολυπολιτισμική γειτονιά, διαπίστωσα ότι εκδηλώνονταν ασυμφωνίες ακόμα και για πράγματα που εμείς θα τα θεωρούσαμε κάποτε κοινότοπα, από την διαχείριση των οικιακών απορριμμάτων μέχρι την θέση της γυναίκας στον δημόσιο χώρο, το πως χρησιμοποιούμε και συμπεριφερόμαστε ευρύτερα μέσα στον χώρο αυτόν.
Έλειπε λοιπόν η ‘κοινή συμφωνία’ πάνω στην οποία θεμελιώνεται η κοινωνική συνύπαρξη, ακριβώς γιατί σε εκείνην την γειτονιά συνυπήρχαν αναγκαστικά κουλτούρες που δεν είχαν παρά ελάχιστα σημεία επαφής. Και σε αντίθεση με τις θεωρητικές υποσχέσεις, ότι η τριβή μεταξύ των ανθρώπων θα απάλυνε την ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις, συνέβη μάλλον το αντίθετο. Η τριβή λειτούργησε δηλαδή βαθύνοντας και όχι γεφυρώνοντας το πολιτιστικό χάσμα. Κάτι που σταδιακά εξέθρεψε την αντιπαλότητα μεταξύ όλων των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων.
Αυτό που μπορεί να μας διδάξει, επομένως, η περίπτωση του Άγιου Παντελεήμονα για την πολυπολιτισμικότητα, είναι ότι το αδιέξοδο και οι εντάσεις της χτίζονται από τα κάτω προς τα πάνω. Κλιμακώνονται, δηλαδή, στη Γαλλία μέχρι το βαθμό εκείνο ώστε η δημόσια ζωή να έχει μεταβληθεί σε πεδίο πολιτιστικού πολέμου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη είναι η ένταση που διέπει την σχέση αναμεταξύ της εγχώριας κουλτούρας –μιλάμε πάντα για τις κοινωνίες της Ευρώπης, Δυτικής ή Ανατολικής, και φυσικά για την δική μας ελληνική κοινωνία– και της ισλαμικής ιδεολογίας που εξαπλώνεται στους κόλπους των μεταναστευτικών πληθυσμών που προέρχονται από τον μουσουλμανικό κόσμο. Τίθεται έτσι το ερώτημα «γιατί κυρίως αυτοί;», το οποίο είναι δύσκολο να το διατυπώσει κανείς στο δημόσιο χώρο καθώς κινδυνεύει να κατηγορηθεί για ισλαμοφοβία.
Ωστόσο η απάντησή του, αποκρούει και την συγκεκριμένη κατηγορία. Υπάρχει μια αντίθεση σ’ ένα θεμελιώδες ζήτημα μεταξύ του Ισλάμ και των κοινωνιών που έχουν χριστιανικό υπόβαθρο, μιλάμε εδώ εν γένει για την χριστιανοσύνη, και όχι για τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις. Στον χριστιανικό κόσμο, λοιπόν, ισχύει το «τα του Καίσαρος τω Καίσαρει, και τα του θεού, τω θεώ». Υπάρχει δηλαδή μια κεντρική παράδοση διάκρισης πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, όσο κι αν ανά τους αιώνες πριν την ριζική εκκοσμίκευση οι σχέσεις μεταξύ των δύο σφαιρών δεν ήταν πάντοτε εύκολες. Στην δική μας, ελληνική παράδοση νομίζω ότι η πνευματική εξουσία της ορθοδοξίας καλούνταν να ελέγξει την πολιτική εξουσία για την ύβρη των καταχρήσεων και της ασυδοσίας, λειτουργούσε ως επιτηρητής της πολιτικής της ηθικής.
Για το Ισλάμ, αντίθετα, που το θεϊκό Δίκαιο κατεδαφίζει κάθε διάκριση εξουσίας, ασκείται ολοκληρωτικά πάνω σε όλη την κοινωνία, και γυρεύει να ρυθμίσει όλες τις σχέσεις της. Ισοπεδώνει, δηλαδή, κάθε έννοια εκκοσμίκευσης. Μπορεί αυτό να φαντάζει πολύ θεωρητικό, αλλά καταλήγει σε πολύ απτές αντιθέσεις. Έτσι για παράδειγμα, στις ευρωπαϊκές πόλεις όπου παρατηρείται η έντονη συγκέντρωση των μουσουλμανικών πληθυσμών και η οργάνωσή τους σε μια παράλληλη ισλαμική κοινωνία τίθενται ζητήματα όπως το ποιός θα δικάσει το οικογενειακό δίκαιο’, ποιός θα ρυθμίσει τα δικαιώματα μεταξύ των δύο φύλων. Ο Μουφτής ή το κράτος δικαίου; Μπορεί το κράτος δικαίου, έτσι όπως το νοηματοδοτούμε εμείς στις δικές μας κοινωνίες, να σχετικοποιήσει την ισχύ του μπροστά στο δικαίωμα της εκάστοτε μεταναστευτικής κοινότητας στην πολιτιστική διαφορετικότητα;
Εδώ ακριβώς έρχεται η πολυπολιτισμικότητα να παροξύνει και όχι να απαλύνει τις αντιθέσεις, γιατί ακριβώς διέπεται από μια αντίληψη να καλλιεργεί τις διαφορές αυτές, και όχι να τις επουλώνει. Σημασία όμως έχει να κατανοήσουμε, ότι αυτό που λέμε αντιπαράθεση ή σύγκρουση των πολιτισμών δεν αφορά στην εκρηκτική επαφή δυο δογματισμών, αλλά πατάει πάνω σε πολύ πρακτικές αντιθέσεις που έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον τρόπο που οργανώνεται η κοινωνία, η δημόσια ζωή κ.ο.κ.
Διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη της ιστορίας, και στον Άγιο Παντελεήμονα, και ευρύτερα, στην Ελλάδα και την Ευρώπη εάν οι άνθρωποι που κατέφθαναν γνώριζαν εξ αρχής ότι ο πολιτιστικός πυρήνας παραμένει αδιαπραγμάτευτος, και ο σεβασμός και η αποδοχή του συνιστά πρωταρχική προϋπόθεση εγκατάστασης ή ένταξης. Μπορεί να ακουστεί παράδοξο, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο γιατί η κυρίαρχη ιδεολογία της πολυπολιτισμικότητας είναι λάθος: Πρωταρχική προϋπόθεση ενσωμάτωσης, είναι η εγχώρια κοινωνία να έχει αυτοπεποίθηση για τις δικές τις αξίες και τον πολιτισμό, και όχι να διακατέχεται από μια διάθεση αυτοϋπονόμευσης, αποδόμησης και μηδενισμού.
Ο σεβασμός και η αποδοχή του εγχώριου πολιτισμού από την πλευρά των νεοεισερχόμενων, είναι επίσης η πρώτη προϋπόθεση για την αμοιβαιότητα. Η ακεραιότητα του πολιτιστικού πυρήνα δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη της διαφορετικότητας στην περιφέρειά του, αλλά η πολυπολιτισμικότητα έρχεται να ακυρώσει αυτό το σχήμα ισχυριζόμενη ότι η ύπαρξη πολιτισμικού πυρήνα συνιστά εθνοκεντρισμό. Είναι άλλο, όμως, να συζητάμε για το ποιός μπορεί να είναι ο επιθυμητός βαθμός όπου μια κοινωνία θα είναι ‘ανοιχτή στον άλλον’, και είναι άλλο να συγχέουμε αυτή τη διάσταση με την ύπαρξη ή όχι του πολιτιστικού πυρήνα της. Στο κάτω κάτω της γραφής, η έννοια της «φιλοξενίας» δεν συνεπάγεται την υποχρέωση του οικοδεσπότη να γκρεμίσει τους τοίχους του σπιτιού του προκειμένου να υποδεχθεί τον φιλοξενούμενο. Ούτε και η πόλη, μεταφορικά μιλώντας πάντα, οφείλει να γκρεμίσει τα τείχη της προκειμένου να καταστεί ανοιχτή στον ξένο. Η πολυπολιτισμικότητα, ωστόσο, διατυπώνει αυτήν ακριβώς την ακραία θέση.
Το 2016, όταν γραφόταν οι σελίδες των Σύγχρονων Βαβέλ, όλα τα παραπάνω ήταν υπό αίρεση και προκαλούσαν τεράστιες συζητήσεις. Σήμερα φαντάζουν σχεδόν αυτονόητα, ή μάλλον μεταβλήθηκαν σε αυτονόητα από την ίδια την τροπή που πήρε η πραγματικότητα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Όσο για τον Άγιο Παντελεήμονα, θα λειτουργήσει ως προειδοποίηση για το τι μπορεί να συμβεί σε μια κοινωνία, όταν υλοποιείται η ατζέντα των ανοιχτών συνόρων και της πολυπολιτισμικότητας, και το πως αυτή η ατζέντα καταλήγει να εκθρέφει τις ακριβώς αντίθετες δυναμικές, που ανακεφαλαιώνονται στην άνοδο μιας σκληρά αντιμεταναστευτικής άκρας δεξιάς. Δυστυχώς, σαν προειδοποίηση δεν εισακούστηκαν όλα αυτά, γι’ αυτό τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα σήμερα είτε στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου είτε στην πλατεία Βικτωρίας.
Αποσχιστικός υπερφιλελευθερισμός
Ωστόσο αξίζει σήμερα, να σκάψουμε λίγο βαθύτερα στις πραγματικότητες της πολυπολιτισμικότητας. Εστιάζοντας σε μιαν άλλη της διάσταση, καθώς πέραν των όσων προαναφέραμε, στο πλαίσιό της παρατηρούμε και κάτι άλλο: Δεν είναι μόνο ότι υποδαυλίζει την αντιπαράθεση των πολιτισμών, είναι και ότι μεταμορφώνει και όλες τις υπάρχουσες πολιτικές διαιρέσεις, οι οποίες αποκτούν μια χροιά σύγκρουσης ταυτοτήτων που πάει πολύ πιο πέρα από την πολιτική, και αγγίζει το υπαρξιακό μας επίπεδο.
Με λίγα λόγια όταν αναφερόμαστε στην ‘αποσχιστικότητα’ δεν μπορούμε να μην διαπιστώσαμε, ότι δεν είναι μόνο το θεοκρατικό Ισλάμ μια αποσχιστική ιδεολογία, αλλά και ο υπερφιλελευθερισμός της παγκοσμιοποίησης: Που διαχώρισε τις κοινωνίες σε δυο πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές ταχύτητες; Εκείνην των διεθνοποιημένων τάξεων, που έμοιαζαν περισσότερο με τους όμοιούς τους ανά τον κόσμο, παρά με τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους. Και των τάξεων που παρέμειναν καθηλωμένες σε μιαν εθνική πραγματικότητα εντός της οποίας εξαπλώνονταν ‘ζώνες σκουριάς’, δηλαδή πραγματικότητες σαρωτικής οικονομικής και κοινωνικής απαξίωσης, πολιτικού αποκλεισμού ακόμα, απουσίας εκπροσώπησης δηλαδή όλων των ανθρώπων που ζουν εντός τους.
Αξίζει να αναφερθούμε εδώ εν τάχει στο έργο του Γάλλου κοινωνικού γεωγράφου Κριστόφ Γκιλουΐ, το βιβλίο του οποίου No Society, κυκλοφορεί επίσης από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις, για να κατανοήσουμε το είδος της διχοτόμησης που παράγει ο υπερφιλελευθερισμός της παγκοσμιοποίησης. Λέει, λοιπόν, ο Γκιλουΐ ότι η αλλαγή που συντελέστηκε στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις με την παγκοσμιοποίηση, με την αποβιομηχάνιση, την παρακμή της τοπικής αγοράς, την εγκαθίδρυση των μεγάλων υπερεθνικών αλυσίδων της κατανάλωσης, την στροφή προς τον τομέα των υπηρεσιών, την ψηφιοποίηση και την χρηματιστηριοποίηση μια νέα κοινωνική γεωγραφία έρχεται να εγκαθιδρυθεί μέσα στις πόλεις αυτές. Ενισχύονται τα στρώματα υψηλών εισοδημάτων, και μόρφωσης που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό κινητικότητας, την ίδια στιγμή, συρρικνώνονται τα μεσαία στρώματα που κάποτε ήταν η ραχοκοκκαλιά του εθνικού κοινωνικού κράτους στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, και μάλιστα εξωθούνται έξω από τις πόλεις αυτές, στην επαρχία, ή σε υποβαθμισμένες περιφερειακές γειτονιές τους. Στη θέση τους έρχεται ένα μεταναστευτικό πλήθος, που απασχολείται σε εργασίες υποστήριξης των νεών ελίτ, στην εστίαση, την καθαριότητα, τις μεταφορές και τα logistics κ.ο.κ. Είναι η νέα αριστοκρατία της παγκοσμιοποίησης, που κουβαλάει μαζί της και το προσωπικό υποστήριξης. Ο μετασχηματισμός αυτός προκαλεί μια βαθιά διχοτόμηση στην εθνική ζωή, την διαιρεί σε δυο αποκλίνουσες πραγματικότητες.
Ο τρόπος, τώρα, με τον οποίον οι διεθνοποιημένες τάξεις θα συνδεθούν μεταξύ τους, προϋποθέτει την αμφισβήτηση του κεντρικού πολιτιστικού πυρήνα της ίδια της κοινωνίας τους. Η υπερεθνική τους πολιτιστική ομοιομορφία δηλαδή, που διαπιστώνεται σε όλα τα επίπεδα το ντύσιμο, την κουλτούρα, τον τρόπο ζωής και τις συμπεριφορές, κατακτήθηκε δια της εθνοαποδόμησης, της ρήξης με τον εγχώριο πολιτιστικό πυρήνα και τα στρώματα που επιμένουν να αναφέρονται σε αυτόν. Για τις διεθνοποιημένες τάξεις, τα μεσαία και κατώτερα στρώματα που επιμένουν σε μια εθνική αναφορά είναι ο ‘απόλυτος ξένος’. Και απέναντί του δεν επιδεικνύουν καμία απολύτως ανοχή. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε σε μια βασική αντίφαση που διαπερνάει όλο το υπερφιλελεύθερο ρεύμα, με την πολιτική ορθότητα που το χαρακτηρίζει, την επίθεση στους ανθρώπους της εθνικής κοινωνίας, που συνηθίζει να τους αποκαλεί ‘αξιοθρήνητους’ και ‘οπισθοδρομικούς’ για το ότι υπερασπίζονται τον κόσμο τους κ.ο.κ. Ενώ το μοτίβο αυτής της ιδεολογίας περιστρέφεται γύρω από την καταγγελία ‘ρητορικών του μίσους’, επί της ουσίας πρόκειται για μια ιδεολογία που θεμελιώνεται η ίδια πάνω σε μια τέτοια ρητορική εναντίον του εθνικά οικείου.
Υπάρχει, επομένως, σύμπτωση στόχων μεταξύ υπερφιλελευθερισμού και ισλαμικού ολοκληρωτισμού στο πρόσωπο του πολιτιστικού πυρήνα των εκάστοτε κοινωνιών. Γι’ αυτό και στην Γαλλία διαπιστώνουμε περίεργες ‘συγκλίσεις’, το πολιτικό φαινόμενο που κατονομάζεται ως ‘ισλαμοαριστερισμός’, μια τοποθέτηση δηλαδή που θεωρεί υπέρτατο κριτήριο ανοιχτότητας και ανοχής το να υπερασπιστεί κανείς μια… εντελώς κλειστή και επιθετική ιδεολογία όπως είναι ο τζιχαντισμός.
Η άκρα δεξιά ως κομμάτι της πολυπολιτισμικότητας
Εν τέλει, αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς να συμβαίνει με την πολιτική στα χρόνια της πολυπολιτισμικής παγκοσμιοποίησης είναι πως η αποσχιστικότητα είναι διάχυτη, δεν αφορά δηλαδή μόνον συγκεκριμένες ιδεολογίες, αλλά τείνει να χαρακτηρίσει εν γένει τον χαρακτήρα της πολιτικής στην εποχή μας.
Θα κλείσω με μια αναφορά στον Άγιο Παντελεήμονα, που νομίζω αποδεικνύει του λόγου το αληθές: Η Χρυσή Αυγή εξάπλωσε την κοινωνική της επιρροή στον Άγιο Παντελεήμονα, καθώς και την στήριξη ή την ανοχή πολλών κατοίκων, υποσχόμενη δημαγωγικά την ‘ειρήνευσή’ του. Όταν πήρε όμως το ‘πάνω χέρι’ στη γειτονιά, η ένταση κλιμακώθηκε περαιτέρω και η διχόνοια βάθυνε.
Με την εξέλιξη των γεγονότων, φάνηκε ότι το νεοναζιστικό φαινόμενο ισχυροποιούνταν από τα κοινωνικά αδιέξοδα που η ανεξέλεγκτη μετανάστευση και ο ισοπεδωτικός πολυπολιτισμός προκάλεσε στον Άγιο Παντελεήμονα, ωστόσο αυτήν την δύναμη την έπαιρνε και την μετασχημάτιζε σε εμφυλιακή δράση, και υπέρ πάντων αγώνα για την εξόντωση των πολιτικών της αντιπάλων. Να κλείσει ‘νικηφόρα’, δηλαδή, τον τρίτο γύρο του εμφυλίου, αυτή ήταν επί της ουσίας η δική της ατζέντα, ενώ οι παρεμβάσεις της στην περιοχή είχαν να κάνουν περισσότερο με την οργάνωση ενός οιονεί ρατσιστικού καθεστώτος, όπου οι επιχειρήσεις των ξένων καλούνταν να καταβάλλουν κάποιου είδος ‘φόρο’ (με λίγα λόγια, πουλούσαν προστασία στην περιοχή) παρά με την επίλυση του μεταναστευτικού αδιεξόδου. Και πως αλλιώς θα μπορούσε να είναι καθότι αυτή η ιδιότυπη ‘διπλή εξουσία’ που εγκαθιδρύθηκε στον Άγιο Παντελεήμονα υπήρξε προϊόν των αδιεξόδων αυτών, και άρα, στόχευε στο να ανακυκλώνεται και να επεκτείνεται μαζί τους.
Είναι κάτι που ισχύει εν γένει για την άκρα δεξιά που αναδύεται ως υποτιθέμενη ανταπάντηση στον πολυπολιτιστικό κατακερματισμό. Η φατριαστική της ιδεολογία, όμως, την τοποθετεί σαν κομμάτι της πολυπολιτισμικότητας, και όχι σαν ανταγωνιστή της. Μπορεί η άκρα δεξιά να πλειοδοτεί δημαγωγικά πάνω στον πολιτιστικό πυρήνα της εκάστοτε κοινωνίας, την ίδια στιγμή όμως έρχεται να τον υποβαθμίσει στο επίπεδο μιας υποκουλτούρας: Η ελληνικότητα της Χρυσής Αυγής ή η ευρωπαϊκότητα των υπολοίπων φορέων της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής άκρας δεξιάς, εκφυλίζεται σ’ ένα μεταμοντέρνο ιδεολογικό μείγμα. Αυτό συνδυάζει μια αρκετά φτωχή εκδοχή της εκάστοτε πολιτιστικής ταυτότητας, πετσοκομμένης ώστε να πληροί την ακροδεξιά πολιτική ορθότητα, μαζί με τη συνομωσιολογία, το new age παγανισμό, την λατρεία της δύναμης, τον συμμοριτισμό των ταγμάτων εφόδου κ.ο.κ.
Όλα αυτά δεν ασκούν συνεκτική δύναμη πάνω στην κοινωνία. Αντιστρατεύονται και δεν συμβάλουν στην συνοχή της εθνικής δημοκρατικής κοινότητας. Επειδή η πολιτιστική ταυτότητα μεταβάλλεται σε εργαλείο πολιτικής αντιπαλότητας, χάνει την καθολική της διάσταση, και καταλήγει σε περαιτέρω κατακερματισμό. Βλέπουμε τι συμβαίνει σήμερα στην αμερικάνικη πολιτική ζωή, όπου υποτίθεται ανέλαβε ο πατριωτισμός του Τραμπ ενάντια στην υπερφιλελεύθερη Χίλαρι Κλίντον. Που οδήγησε αυτή η αλλαγή; Στον περαιτέρω διχασμό της αμερικάνικης κοινωνίας σε ‘φυλές’ αντίφα και αντί-αντίφα, η οποία τελικά θα γιγαντώσει την κρίση αμφισβήτησης της αμερικάνικης ταυτότητας. Όλοι διαπιστώνουν, εξ άλλου, ότι η Αμερική παρουσιάζεται σήμερα διαιρεμένη όσο ποτέ.
Το ‘χαμένο κέντρο’ και το τίμημα της απώλειας
Η πολυπολιτισμικότητα, με τα αδιέξοδα που προκαλεί στις ευρωπαϊκές και αμερικάνικες κοινωνίες του 21ου αιώνα, θέτει ένα πολιτικό ζήτημα για την ενότητά τους. Το ερώτημα που τίθεται αφορά στο εάν μπορεί να αναδυθεί ένας δημοκρατικός πατριωτισμός που θα αποκαταστήσει την εθνική κοινότητα ως πηγή των εξουσιών, έστω και έμμεση. Με πολύ επώδυνο τρόπο, αρχίσαμε και διαπιστώνουμε ότι συλλογικά επιτεύγματα των τελευταίων αιώνων όπως είναι η δημοκρατία ή η λειτουργική συνύπαρξη μεταξύ των κοινωνικών δυνάμεων, συνδέονται με την εθνική και την πολιτιστική ταυτότητα της κοινωνίας.
Υπό αυτήν την οπτική η παγκοσμιοποίηση και η πολυπολιτισμικότητα επέβαλλαν μια οπισθοδρόμηση της συνοχής των κοινωνιών από την στιγμή που επικράτησαν εντός τους. Το ότι αρχίζει σταδιάκα να γίνεται ευρύτερα αντιληπτό αυτό, συνιστά ήδη μιαν αφετηρία για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Το ερώτημα είναι ποιό είναι το τίμημα. Ποιό είναι το τίμημα συνειδητοποίησης του αδιεξόδου, στην Γαλλία του αποκεφαλισμένου Σαμιέλ Πατί, ποιό είναι το τίμημα συνειδητοποίησης του αδιεξόδου, σε μια Ελλάδα που έχει θέσει σοβαρή υποψηφιότητα ώστε να μετεξελιχθεί μέσα σε ορισμένες δεκαετίες σε ‘Λίβανο’ των Βαλκανίων…
*Το κείμενο αποτελεί το χειρόγραφο εισήγησης στην παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Ρακκά Σύγχρονες Βαβέλ, που πραγματοποιήθηκε στην Ξάνθη στις 23/10/2020 από το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης και το Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης (ΠΑΚΕΘΡΑ).
1 ΣΧΟΛΙΟ
Εξαιρετική ανάλυση κε Ρακκά, η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι μπόλιασμα δημιουργικής συνύπαρξης αλλά διαλυτικό των κοινωνιών, όπως τουλάχιστον αυτές έχουν εξελιχθεί μέσα στους αιώνες στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο “δυτικό κόσμο”.