Του Φρανκ Φουρέντι | Πρώτη δημοσίευση: Διαδικτυακή επιθεώρηση Spiked[1]
εικόνα εξωφύλλου: Πιέρ-Πωλ Προυντόν, Η Δίκη και η Νέμεσις καταδιώκουν τον εγκληματία, 1808, Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου
Όλα συνέβησαν πολύ, πολύ γρήγορα. Μετά από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σε κάτι λιγότερο από δύο βδομάδες πριν, έγινε απότομα και με πολύ επώδυνο τρόπο σαφές ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν έχει σηματοδοτήσει την έλευση μιας εποχής διαρκούς ειρήνης.
Για πολύ καιρό κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας καθώς αφεθήκαμε να πιστεύουμε ότι όντως πρόκειται για μια νέα εποχή. Και ότι θα μπορούσαμε να αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν. Όχι πια. Όχι πια. Τα τραγικά γεγονότα της Ουκρανίας μας υπενθυμίζουν ότι η ιστορία δεν ξεγίνεται και ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε ξανά την αναπόδραστη αλήθεια της.
Πίσω στο 2014, όταν κυκλοφόρησα το First World War: Still No End In Sight, (Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, το τέλος δεν έχει φτάσει ακόμα) πολλοί σχολιαστές αντιμετώπισαν ειρωνικά την άποψή μου ότι αυτή η αιματηρή σύγκρουση εξακολουθούσε να ασκεί επιρροή πάνω στη ζωή μας. Επικαλέστηκαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και το παρουσίασαν σαν να αντιπροσώπευε το τέλος της ιστορίας. Μέχρι σήμερα, αυτό ήταν το κυρίαρχο αίσθημα. Όπως έγραψε κάποτε ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989 έθεσε τέλος «σε μια ολόκληρη εποχή ιδεολογικών συγκρούσεων που ξεκίνησε το 1917»[2].
Η εντύπωση ότι η ιστορία, αποψιλωμένη πλέον από εθνικές συγκρούσεις και πολιτικούς αγώνες, έχει ολοκληρωθεί αντικατοπτρίζεται στην επικράτηση του προθέματος «μετά-». Παράλληλα με όρους όπως «μεταβιομηχανικός» και «μεταμοντέρνος», έχουμε και τα «μεταϊστορικός», μεταεθνικός» και «μετα-συνοριακός». Αυτό το πρόθεμα εξυπηρετεί έναν βαθύτερο σκοπό –διαχωρίζει το παρόν από την ίδια την ιστορία. Όπως το έθεσε ο καθηγητής φιλολογίας Μπρουκ Τόμας, το «μετά» υποδηλώνει «μια εποχή όπου τα πάντα έχουν ήδη συμβεί»[3].
Από το ξέσπασμα της πανδημίας κι έπειτα, αυτή η αντίληψη περί του «μετά» εκφράστηκε συστηματικά μέσω της ιδέας για τη Νέα Κανονικότητα. Για τους υποστηρικτές της Νέας Κανονικότητας, ο κορωνοϊός σηματοδότησε την έλευση μιας θεμελιακά διαφορετικής εποχής. Όπως λέει και η Τζένιφερ Άστον συγγραφέας του έργου The New Normal (2021) «Δεν θα είμαστε ποτέ ξανά οι ίδιοι». Η Άστον πιστεύει ότι η ζωή έτσι όπως την γνωρίσαμε στο παρελθόν έχει πάψει πλέον να υπάρχει. Μια τέτοια άποψη προβάλει την αίσθηση ενός ιστορικού κλεισίματος, ενός τέλους. Οι παλιοί τρόποι έχουν καταστεί περιττοί μέσα στο νέο κόσμο της Νέας Κανονικότητας.
Ωστόσο, όπως είναι ξεκάθαρο σήμερα, η παλιά κανονικότητα δεν έχει εξαφανιστεί. Το παρόν δεν είναι χειραφετημένο από το παρελθόν. Και η ιστορία δεν έχει τελειώσει. Το είδος του πολέμου που πολλοί Ευρωπαίοι πίστεψαν ότι δεν θα έπληττε ξανά την ήπειρό τους ξέσπασε ξαφνικά με εκδικητικότητα.
Κάποιοι είδαν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σαν το τέλος της ‘παλιάς τάξης πραγμάτων’[4]. Αλλά αυτή η ερμηνεία αντικατοπτρίζει μια αυταπάτη σχετικά με την σταθερότητα της παγκοσμιοποιητικής μετα-ψυχροπολεμικής εποχής. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αντίθετα δείχνει ότι δεν θα τελειώσουμε ποτέ με το παρελθόν. Τα πολύ δύσκολα ζητήματα που τίθενται ξανά και ξανά μέσα από την διαδοχή των βίαιων συγκρούσεων αναζητούν ακόμα ικανοποιητικές απαντήσεις. Και όπως ο πόλεμος καταδεικνύει στις μέρες μας, η ιστορία έχει την δυνατότητα να μας υπενθυμίζει ότι εάν η ανθρωπότητα δεν την πάρει στα σοβαρά μπορεί να βρεθεί σε μεγάλους μπελάδες.
Το τέλος δεν βρίσκεται στον ορίζοντα
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η σύγχυση σχετικά με τα γεωπολιτικά ζητήματα που κατακλύζει σήμερα τον δυτικό κόσμο δεν ήρθε από το πουθενά. Συνδέεται με δυνάμεις της ιστορίας που ήρθαν στο προσκήνιο κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αυτό που δείχνουν είναι ότι η αλυσίδα των γεγονότων που συνέβησαν στον απόηχο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, συνεχίζει να διαταράσσει τη ζωή του 21ου αιώνα.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι μεγάλοι πόλεμοι του 20ου αιώνα δεν είχαν μόνο γεωπολιτικά κίνητρα· προκλήθηκαν και από ιδεολογικές στρατεύσεις ή ζητήματα που προήλθαν από το εσωτερικό των εθνών[5]. Αρκετοί από εκείνους που συμμετείχαν στους πολέμους αυτούς κινητοποιήθηκαν από αξίες κι έναν ιδεαλισμό. Και ήταν ακριβώς η αποτυχία πραγματοποίησης αυτών των ιδεωδών που επέτεινε τον ηθικό, πνευματικό και πολιτικό αποπροσανατολισμό ο οποίος σήμερα κυριαρχεί στην κοινωνία μας.
Η ηθική και η πολιτική φυσιογνωμία του Δυτικού Κόσμου έχει διαμορφωθεί καθοριστικά από τις γεωπολιτικές συγκρούσεις του 20ου αιώνα σε τρεις βασικές της διαστάσεις. Πρώτον, το αποτέλεσμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εξάλειψε την ηθική νομιμοποίηση της δεξιάς. Η φρίκη του φασισμού ανάγκασε την δεξιά να περάσει στην άμυνα, και υπονόμευσε σοβαρά την ιδεολογική και πολιτική της νομιμοποίηση. Δεύτερον, τα ιδεώδη και οι πρακτικές της αριστεράς απαξιώθηκαν μέσα από τον Ψυχρό Πόλεμο, λόγω της συνάφειάς της με το Σταλινισμό. Ως αποτέλεσμα, ήδη από την δεκαετία του 1980, όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί ή αριστεροί συχνά πάσχιζαν να δώσουν ένα νόημα στην πολιτική τους τοποθέτηση. Καμία από τις δύο πλευρές δεν κατάφερε να ανακτήσει τον ιδεαλισμό και την ιδεολογική αποφασιστικότητα που χαρακτήριζε κάποτε τους πολιτικούς προγόνους της.
Η αποσάρθρωση των ιδεολογιών της αριστεράς και της δεξιάς έτυχε ευρείας συζήτησης από τους υποστηρικτές της θέσης περί «τέλους των ιδεολογιών». Αυτές οι προσεγγίζεις, ωστόσο, αγνοούν τον τρίτο τρόπο μέσω του οποίου οι μεγάλες συγκρούσεις του 20ου αιώνα διατηρούν ακόμα και σήμερα τον αντίκτυπό τους –δηλαδή, τον πολιτισμικό πόλεμο που συνεχίζεται εδώ και έναν αιώνα.
Αυτό το είδος πολιτισμικού πολέμου, στις ρίζες του, έχει να κάνει με την σχέση που διατηρούν οι κοινωνίες με το παρελθόν τους. Πράγματι, αυτός ο πόλεμος αρχικά εξαπολύθηκε ενάντια στην κληρονομιά του παρελθόντος. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, εξουδετέρωσε κάθε δυνατότητα του δυτικού πολιτισμού να σκεφτεί ιστορικά, σαν η ιστορία να είναι κάτι που μπορούμε να το προσπεράσουμε ή να το αποσιωπήσουμε. Και είναι αυτό ακριβώς που ώθησε πολλούς ειδικούς και σχολιαστές να οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι ο Δυτικός Κόσμος είχε πλέον καταστεί λιγότερο ή περισσότερο μια επικράτεια χειραφετημένη από τον πόλεμο. Οι αιματηρές συγκρούσεις συνεχιζόνταν, βέβαια, αλλά σε μέρη όπως η Συρία ή το Αφγανιστάν. Η Δύση, φαινόταν να τα έχει αφήσει πίσω της όλα αυτά.
Όχι πια. Αυτή η φαντασίωση ενός μετα-ιστορικού κόσμου κατέρρευσε βάναυσα από τα γεγονότα στην Ουκρανία.
Η απώλεια της ιστορικής μνήμης
Αυτός ο πολιτιστικός πόλεμος –η εναντίωση στην κληρονομιά του παρελθόντος– προέρχεται από το κλίμα ηθικής αποσύνθεσης που επικράτησε έπειτα από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η μεσοπολεμική περίοδος που ακολούθησε κυριαρχούνταν από μια κατακλυσμική αντίληψη περί Ευρωπαϊκής παρακμής. Όπως ο κοινωνιολόγος Λούις Βίρθ σημείωσε το 1936, αναδύθηκε μια “εκτενήςβιβλιογραφία” , που μιλούσε για το ‘τέλος’, την ‘κρίση’ την ‘αποσύνθεση’ ή τον ‘θάνατο’ του Δυτικού πολιτισμού. Οι ευρωπαϊκές ελίτ θα επηρεαστούν τόσο πολύ από αυτήν την αίσθηση παρακμής, ώστε ένα μεγάλο μέρος τους θα εγκαταλείψοει τις αρχές με τις οποίες αναθράφηκαν.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την Βρετανία. H άρχουσα τάξη της θα εγκαταλείψει ουσιαστικά την δέσμευσή της σε εκείνο που μέχρι τότε θεωρούνταν ως αυτοκρατορική της αποστολή. Στο εξής, το κύρος της Βρετανίας ως επικεφαλής μιας καλοπροαίρετης αυτοκρατορίας είχε πλέον απαξιωθεί –και ήταν πολύ της μόδας για τα μέλη της ελίτ αυτής, ιδίως τους διανοούμενους, να καταγγέλλουν τον αναχρονιστικό χαρακτήρα του παρελθόντος και των αξιών της Βρετανίας. Αυτό εκφράστηκε χαρακτηριστικά στην περίπτωση του Λόρδου Εουστάς Πέρι, όταν θα δηλώσει το 1934 ότι «δεν υπάρχει καμία φυσική ιδέα στην οποία να πιστεύουμε πια», προσθέτοντας μάλιστα ότι «έχουμε απωλέσει την αυθόρμητη αυτοπεποίθηση που διέκρινε τους Βικτωριανούς παππούδες μας, ή που εξακολουθεί να διακρίνει τους σύγχρονούς μας Αμερικανους ».
Το 1930, ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ επίσης έγραψε το πόσο δυσκολεύεται να αναγνωρίσει το παρόν. «Αναρωτιέμαι συχνά το εάν άλλη γενιά είχε γίνει μάρτυρας μιας τέτοιας συγκλονιστικής επανάστασης στα δεδομένα και τις αξίες σαν κι αυτή που ζήσαμε εμείς». «Σχεδόν τίποτε υλικό ή καθιερωμένο, με το οποίο ανατράφηκα και πίστευα ότι θα ήταν ακλόνητο και ζωτικής σημασίας, δεν έχει απομείνει όρθιο. Όλα όσα πίστευα, ή με έμαθαν να πιστεύω, ότι ήταν αδύνατο να συμβούν, συνέβησαν».
Προς τιμήν του, ο Τσώρτσιλ αναγνώρισε την σημασία του να μην εγκαταλείπει κανείς αμαχητί τις αξίες που θεμελίωναν τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Άλλα μέλη των ευρωπαϊκών αρχουσών τάξεων, δεν πίστευαν το ίδιο. Έσπευσαν αντίθετα, να αποστασιοποιηθούν συνειδητά από τις αξίες αυτές και να κάνουν μια απόπειρα να αποσυνδέσουν το παρόν από το παρελθόν.
Όπως παρατήρησε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Φέρντιναντ Τένις στην δεκαετία του 1920, το μοντέρνο τεχνοκρατικό κράτος έτεινε να αντιμετωπίζει τα έθιμα και τις παραδόσεις της κοινοτικής ζωής με “συγκεκαλυμμένη απέχθεια και εχθρότητα”. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα, ιδίως μετά την δεκαετία του 1960, η αντίδραση των ελίτ εναντίον των παραδόσεων, και η επιθυμία να εξαλειφθεί η επίδραση του παρελθόντος στο παρόν επιτάθηκαν. Έτσι, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 60 χρόνια, το παρελθόν όχι μόνον αντιμετωπίζονταν συχνά σαν να αποτελεί εμπόδιο στην πρόοδο, αλλά σαν να έχει αρνητικότατες επιδράσεις στο παρόν.
Σήμερα, οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ της Δύσης αποκηρύσσουν ανοιχτά κάθε έννοια ιστορικής συνέχειας. Αρκετοί από τους θεσμούς των δυτικών κοινωνιών προβάλουν την ρήξη με το παρελθόν ως πολιτισμική επιταγή. Μια από τις θλιβερές συνέπειες αυτής της εκστρατείας είναι ότι διέσπειρε μια κουλτούρα ιστορικής αμνησίας μεταξύ των δυτικών ελίτ –και αυτή η αμνησία έχει επηρεάσει τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα γεωπολιτικά και τα στρατιωτικά ζητήματα.
Πράγματι, μέχρι τώρα είχαν οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης οι συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών έχουν χάσει την σημασία τους. Όπως το έβλεπαν, οι συμβατικοί πόλεμοι έτειναν να καταστούν είδος προς εξαφάνιση. Αυτό σήμαινε ότι ο ρόλος και το κύρος του στρατού θα έπρεπε να περιοριστεί. Οι αυτοαποκαλούμενοι και “ειδικοί της ασφάλειας” ισχυριζόταν ότι οι κυριότερες απειλές προέρχονται από την τρομοκρατία των ισλαμιστών ή τις κυβερνοεπιθέσεις, καθώς και από άλλους μη κρατικούς παράγοντες.
Η ιστορική αμνησία, όμως, δεν προκάλεσε μόνον την απαξίωση του στρατού, οδήγησε επίσης στην αποξένωση των ελίτ από τα ίδια τους τα έθνη. Και, όπως έχω ήδη υποστηρίξει αλλού[6], «όταν οι ηγέτες χάνουν την πίστη τους στο έθνος, η γεωπολιτική καθίσταται επισφαλής». Εξάλλου, πώς το Αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών ή το αντίστοιχο της Βρετανίας μπορούν να σκεφτούν με γεωπολιτικούς όρους όταν δεν διαθέτουν καμία αίσθηση εθνικού συμφέροντος; Η απάντηση είναι ότι θα το κάνουν με τρόπο αυθαίρετο και χαοτικό. Πολύ συχνά, λάμβαναν ως δεδομένο ότι ζουν σε έναν μεταεθνικό κόσμο, στον οποίο και οι ηγέτες των άλλων εθνών μοιράζονται μαζί τους τις ίδιες κοσμοπολίτικες αξίες. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, για αρκετό διάστημα, αυτό που φαινόταν να ενοχλεί τους δυτικούς ηγέτες στον Πούτιν δεν ήταν οι γεωπολιτικές του φιλοδοξίες, αλλά ή άρνησή του συνομολογήσει στις «woke» αξίες τους.
Ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα προσωποποίησε τον γεωπολιτικό αναλφαβητισμό που κυριαρχούσε στην δυτική διπλωματία. Προσέγγιζε τη σχέση των ΗΠΑ με την Ρωσία μέσα από το πρίσμα του πολιτισμικού πολέμου που σοβούσε στην Αμερική. Στο διάγγελμά του προς την νεολαία της Ευρώπης, τον Μάρτιο του 2014[7], συνέδεσε την αντίθεσή του στην προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία με την αντιπαράθεση που έχει ανοίξει στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με αξίες που ο ίδιος θεωρούσε ως «οπισθοδρομικές». Περνώντας αβίαστα από την κατάληψη της Κριμαίας, σε μια διακήρυξη υπέρ της πολιτικής των ταυτοτήτων, αποκάλυψε πλήρως ότι η Αμερικανική ηγεσία έχει απολέσει κάθε οξυδέρκεια σε ό,τι έχει να κάνει με τα ζητήματα της γεωπολιτικής.
Η ιστορία δεν ξε-γίνεται
Η απαξίωση του έθνους και του εθνικού συμφέροντος συνδέεται στενά με την απαξίωση πατριωτικών αξιών, όπως είναι η υπευθυνότητα και το καθήκον. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι παράδοξο που αρκετές δημόσιες φωνές στην Δύση φαίνεται πως δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τον ηρωϊσμό και την αντίσταση του Ουκρανικού λαού. Πολλοί από αυτούς πιθανότατα αναρωτιούνται θα είχε νόημα οποιαδήποτε αντίσταση, στην περίπτωση που και οι ίδιοι γινόταν στόχος μιας αντίστοιχης επίθεσης.
Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά το 1914. Η ιδέα του να αγωνίζεται κανείς για έναν σκοπό, ρισκάροντας ακόμα και τον θάνατο, προσέλκυε εκατομμύρια νέους στον σκοπό του έθνους τους. Πράγματι, ορισμένοι ρομαντικοί διανοούμενοι έφτασαν μέχρι και να εξυμνούν τον ηρωϊκό θάνατο μέσα στον Μεγάλο Πόλεμο. Σήμερα είναι αδιανόητη ακόμα και η ιδέα ότι ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας θα έβρισκε νόημα σε έναν πόλεμο. Με τον ίδιο τρόπο, ο θάνατος στη μάχη δεν θεωρείται πλέον ηρωϊκή πράξη, αλλά μάταιο ξόδεμα. Όπως υποστήριξε ο Κρίστοφερ Κόκερ στο βιβλίο του Waging War Without Warriors?, οι πόλεμοι έχουν αποσυνδεθεί από τις αξίες που διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή.
Έπειτα απ’ όλα αυτά δεν είναι περίεργο που το ήθος της ασφάλειας, αντί για εκείνο του ηρωϊσμού, επικρατεί ακόμα και στους κόλπους των δυτικών στρατευμάτων. Οι διοικητές του Βρετανικού Στρατού έχουν πλέον την υποχρέωση να καταρτίζουν εκθέσεις αξιολόγησης κινδύνων για κάθε πτυχή της εκπαίδευσης που υποβάλλονται οι στρατιώτες τους. Ο στρατηγός Σερ Μάικλ Ρόουζ, πρώην διοικητής της SAS, θα μιλήσει ανοιχτά το 2007[8] για τις καταστροφικές συνέπειες που έχει η επικράτηση του ήθους της ασφάλειας στον Βρετανικό Στρατό. Θα πει ότι η «ηθική της δειλίας» θα ενθαρρύνει την «πιο καταστροφική κατάρρευση» του στρατιωτικού φρονήματος στην πρόσφατη ιστορία.
Το 2018, ο τότε επικεφαλής των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός Σερ Νικ Κάρτερ δήλωσε[9] ότι ανησυχεί καθώς διαπιστώνει ότι οι νέοι άνθρωποι πια δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν «την έννοια της υπηρεσίας». Αναλογιζόμενος εάν στο μέλλον θα μπορούσαν ακόμα να βασίζονται στους νέους για την στήριξη του στρατού, υποστήριξε ότι κάτι είχε πάει πολύ στραβά στον τρόπο με τον οποίον οι νέες γενιές κοινωνικοποιούνται και εκπαιδεύονται. Και είχε δίκιο. Κάτι έχει πάει εντελώς λάθος σε μια κοινωνία που δεν μπορεί πλέον να εμφυσήσει στους νέους οποιαδήποτε αίσθηση αφοσίωσης και καθήκοντος.
Στο παρελθόν, τα ιδεώδη της αφοσίωσης, του καθήκοντος και του πατριωτισμού διαπότιζαν το βρετανικό κράτος. Σήμερα έχουν δώσει τη θέση τους σε αξίες που συνδέονται με την πολιτική των ταυτοτήτων. Ακόμα και θεσμοί όπως το Υπουργείο Άμυνας, έχουν πέσει θύματα του «woke» δόγματος[10]. Το προσωπικό του MoD (Υπουργείου Αμύνης) λαμβάνει οδηγίες να είναι προσεκτικό στη χρήση της λέξης «θηλυκό» μήπως και προσβάλει τα μέλη της τρανς κοινότητας, ενώ, τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων ενθαρρύνονται να δηλώσουν τις έμφυλες αντωνυμίες με τις οποίες προτιμούν να τους αποκαλούν.
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, διάφορα τμήματα του Υπουργείου Άμυνας φάνηκαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την διαφύλαξη της σεξουαλικότητας και της ταυτότητας φύλου, παρά για τη χάραξη μιας στρατηγικής για την ανάσχεση της επιθετικότητας. Πράγματι, τη στιγμή που τα ρωσικά τανκ άρχισαν να διέρχονται τα ρωσο-ουκρανικά σύνορα, ο λογαριασμός «MoD LGBT+ Network»[11] που λειτουργεί στο τουΐτερ υπό την αιγίδα του βρετανικού υπουργείου εθνικής άμυνας ανάρτησε μια ανάλυση των όρων «λεσβία», «γκέϊ», «αμφιφυλόφιλος», «τρανστζέντερ», «κουήρ» και «κουήρινγκ», οι οποίοι σύμφωνα με το Υπουργείο συμβάλουν στην «διαδικασία διερεύνησης του σεξουαλικού προσανατολισμού και/ή της ταυτότητας φύλου». Στις μέρες που ακολούθησαν, οι Βρετανοί στρατιώτες ζητούσαν την εισαγωγή «στολών βήγκαν» στο στράτευμα[12]. Παρατηρώντας αυτές τις νηπιακές συμπεριφορές, ανακαλεί κανείς την προειδοποίηση του Ρωμαίου φιλοσόφου Κικέρωνα: «το να παραμένεις ιστορικά αναλφάβητος ισοδυναμεί με το να μένεις για πάντα παιδί».
Το ζήτημα που διακυβεύεται εδώ δεν είναι μόνον ότι αυτές οι ανησυχίες μάς αποσπούν από τις γεωπολιτικές πραγματικότητες. Είναι επιπλέον ότι τα έθνη της Δύσης, εν τη απουσία της ιστορίας, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να δώσουν ένα νόημα στα συμφέροντά τους. Πράγματι, μια από τις συνέπειες αυτής της μακροχρόνιας τάσης απαξίωσης της ιστορικής συνείδησης είναι ότι οι αξίες που συνδέονται με το παρελθόν όπως ο πατριωτισμός, το φρόνημα και η αφοσίωση έχουν εξοβελιστεί. Και είναι αυτές ακριβώς οι αξίες που καθίστανται απαραίτητες προκειμένου να προετοιμαστεί η κοινωνία ώστε να αντιμετωπίσει έναν κόσμο στον οποίο οι συγκρούσεις και ο πόλεμος παραμένουν αναπόσπαστο κομμάτι του.
Η ιστορική αίσθηση είναι επίσης κρίσιμη για την κατανόηση των ζητημάτων που διακυβεύονται με την εισβολή στην Ουκρανία. Είναι ξεκάθαρο ότι τις τελευταίες δεκαετίες η δυτική διπλωματία απέτυχε να κατανοήσει τις ιστορικές επιρροές που διαμόρφωσαν τους ηγέτες της Ρωσίας. Και αυτή η ανικανότητα φωτισμού των πραγματικών προθέσεων των ηγετών της Ρωσίας, οδήγησε σε υποεκτίμηση της απειλής που προκύπτει από μια αμφίρροπη ισορροπία ισχύος, ιδίως σε ό,τι αφορά στην Ουκρανία. Η άγνοια και η σύγχυση των ηγεσιών και των διπλωματιών της Δύσης, είναι εν τέλει ένα έμμεσο αποτέλεσμα της φυγής τους από την ιστορία.
Οι δυτικές ελίτ είναι ηθικά παροπλισμένες. Μπορεί να διαθέτουν την οικονομική δύναμη και τα υπερεξελιγμένα οπλικά συστήματα αλλά στερούνται την αξιακή βάση εκείνη που απαιτείται ώστε να καταστούν θεματοφύλακες εθνικών συμφερόντων. Και τώρα βρίσκονται αντιμέτωπες με μια πραγματική προοπτική πολέμου –άρα βρίσκονται ενώπιον πολύ κρίσιμων αποφάσεων. Το να λάβουν υπόψη τους στα σοβαρά την ιστορία είναι κάτι καίριο για τα ζητήματα που διακυβεύονται. Η Δύση πρέπει να ανακτήσει τα ιστορικά ιδανικά που θεμελιώνουν μια κουλτούρα δημοκρατίας. Σε διαφορετική περίπτωση, και ενώ παίζει με τις έμφυλες αντωνυμίες, η δική της Ρώμη θα παραδοθεί στις φλόγες.
Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς
[1] https://www.spiked-online.com/2022/03/13/the-revenge-of-history/.
[2] Dark Continent: Europe’s Twentieth Century, by M Mazower, Penguin Books, 1999, σ. X
[3] The New Historicism: And Other Old-Fashioned Topics, by B Thomas, Princeton University Press, 1991, σ.200
[4] Tom McTague, «Bury the Old World Order», The Atlantic, 25/02/2022.
[5] See ‘Internal Causes and Purposes of War in Europe, 1870-1956: A Research Assignment’, by AJ Mayer, The Journal of Modern History, Vol 41, No3, (1969) σσ. 291-303.
[6] Frank Furedi, «The flight of the elites from the nation state», Spiked, 23/07/2018.
[7] «Remarks by the President in Address to European Youth», The White House – President Barak Obama, 26/03/2014.
[8] Sarah Sands, «J’Accuse! Top General lambasts ‘moral cowardice’ of government and military chiefs», Daily Mail, 13/04/2007.
[9] Lucy Fisher, «Young cannot be relied on to back notion of service, says General Sir Nick Carter», The Times, 01/11/2018.
[10] Rakib Ehsan, «The Security Services have gone Woke», Spiked, 25/02/2022.
[11] https://twitter.com/MODLGBT.
[12] Danielle Sheridan, «Soliders Call for Vegan Uniforms», The Telegraph, 27/02/2022.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Εννοείται ότι η ιστορία δεν ξε-γίνεται, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του άρθρου. Νομίζω ότι αυτή η φράση τα ερμηνεύει όλα με τη σωστή προοπτική. Περιέργως και οι γνώστες της ιστορίας, φαίνεται να νομίζουν ότι μπορούν να την ξαναγράψουν…..Ψευδεπίγραφα φυσικά…