Απεικόνιση της μάχης του Βαλμύ (1792)
Του Θεόδωρου Ζιάκα από το Άρδην τ. 43, παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Παπαϊωάννου, Μάζα και Ιστορία (Εναλλακτικές Εκδόσεις).
Ι.
Η σχέση Μάζας και Ιστορίας μοιάζει με το φαινόμενο της παλίρροιας: της περιοδικής πλημμυρίδας και αμπώτιδας. Κάθε τόσο τα νερά φουσκώνουν και κατακλύζουν και στη συνέχεια αποτραβιούνται στην κανονική ηρεμία τους. Μόνο που εδώ η περιοδικότητα είναι ακανόνιστη και αδιάγνωστη.
Η πλημμυρίδα, η εισβολή των μαζών στο ιστορικό προσκήνιο, είναι η στιγμή της καταστροφής και της δημιουργίας των κοινωνικών δομών και του Κράτους. Το λέμε Επανάσταση. Όταν πολύ γρήγορα ο πυρετός περνάει κι οι μάζες αποτραβιούνται, οι πρωταγωνιστές μιλούν συνήθως για «προδοσία της επανάστασης». Τότε «ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του» και νέο εξουσιαστικό σύστημα μπαίνει στη θέση του παλιού. Είναι το φαινόμενο «Θερμιδώρ».
Συνέπεια: περιθωριοποίηση – παθητικοποίηση της μάζας. Ό,τι καταχτιέται στη μαζική πλημμυρίδα χάνεται στη μαζική αμπώτιδα. Πρόκειται για τη σύγχρονη εκδοχή του τραγικού, όπου το πεπρωμένο του μαζικού Προμηθέα είναι να μένει αιωνίως καρφωμένος στον τροχό της Ιστορίας, να τον βασανίζουν το «Κράτος και η Βία».
Υπάρχει λύση; Υπάρχει μαζική έξοδος από τον φαύλο κύκλο; Έχουμε δύο κατηγορίες απαντήσεων:
α) Τις αρνητικές: Η επαναστατική αναταραχή είναι η εξαίρεση. Η μαζική παθητικότητα είναι ο κανόνας. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση. Η ασυνέχεια και η συνέχεια στην ιστορία δεν μπορούν να γεφυρωθούν και η όλη συζήτηση είναι απλώς ένα παρανοϊκό παραλήρημα. Παραπέρα: έχουμε και τις θεωρίες τύπου Λε Μπον, που υποστηρίζουν ότι η νοημοσύνη της μάζας είναι υποτυπώδης και απλώς είναι ανόητοι αυτοί που πιστεύουν στις δημιουργικές δυνατότητες της μάζας. Οι θεωρίες αυτές επαναλαμβάνουν τη ρήση του Σόλωνα για τον «χαύνο» μαζικό νου, την οποία ανασκευάζει όμως ο Αριστοτέλης όταν λέει πως «κρίνουν καλύτερα οι πολλοί».
β) Τις θετικές: Υπενθυμίζω τις μαρξιστικές: «Διαρκής επανάσταση» και «αδιάκοπη επανάσταση». Τις συζητούσαμε με πάθος στη Δικτατορία και στη Μεταπολίτευση. Οι απογοητευμένοι εκείνης της περιόδου θα θεωρήσουν ίσως το θέμα εξαντλημένο. Δεν είναι. Ο Παπαϊωάννου κομίζει με το βιβλίο του μια άλλη θετική απάντηση.
ΙΙ.
Πρωταρχικό ερώτημα: Υπήρξε ποτέ «πετυχημένη επανάσταση»; Επανάσταση χωρίς θερμιδοριανή υποστροφή; Επανάσταση που να μην έφαγε τα παιδιά της; Ή πάντοτε η κίνηση των μαζών, καταλύοντας ένα καθεστώς, που κρατά τη μάζα στο περιθώριο, φέρνει στη θέση του ένα άλλο καθεστώς, που κι αυτό επίσης βασίζεται στην περιθωριοποίηση και παθητικοποίηση της μάζας;
Η απάντηση του Κώστα Παπαϊωάννου είναι ναι. Είναι ο επαναστατικός πυρετός που ανέβασε τον Πεισίστρατο στην εξουσία και οδήγησε στην αθηναϊκή δημοκρατία.
Στο καθεστώς της αρχαίας Αθήνας η μάζα παρέμεινε ενεργή, ελέγχοντας άμεσα το κράτος που δημιούργησε η κίνησή της. Ο έλεγχος εξασφαλιζόταν μέσω αυτού που ο Πλάτων αποκαλεί «θεατροκρατία»: τον εκστασιαζόμενο στο θέατρο του Διονύσου αθηναϊκό Δήμο. Η έκτακτη ευφυία του Παπαϊωάννου βρίσκει στον όρο «θεατροκρατία» το κλειδί του αινίγματος: Μάζα. Διονυσιακή έκσταση. Νομιμοποίηση του Διθύραμβου. Εισαγωγή του Διόνυσου στο κυρίαρχο πάνθεο. Τραγωδία, όπου η διονυσιακή έκσταση μετασχηματίζεται σε έκσταση λογικής μετοχής στον Κοινό Λόγο, που είναι η Δίκη, ως συστατική αρχή του κόσμου. Τα πάθη καθαίρονται δι’ ελέου και φόβου και η κοινωνική συνοχή αναπαράγεται χωρίς τη συνδρομή μιας αυτονομημένης καταπιεστικής δύναμης. Ο Νόμος και η Δίκη αρκούν. Έτσι έχουμε το πιο προωθημένο στην ιστορία πολιτειακό επίτευγμα, όπου δεν έχει θέση ο χωρισμός του ατόμου από την κοινωνική του ολότητα και τα συναφή παθολογικά φαινόμενα.
Η προβληματική του Παπαϊωάννου εστιάζεται σε δύο σημεία: α) τη σύνδεση μάζας και τραγικού μύθου και β) τη μετάθεση από τον μύθο στον λόγο, μέσω της σύνδεσης του τραγικού και της Δίκης (κοσμικής δικαιοσύνης).
Το ερώτημα είναι γιατί, ενώ συνέβησαν όλα αυτά στην Αθήνα, δεν μπόρεσαν να συμβούν σε καμία από τις άλλες περιπτώσεις όπου η μάζα κατέβηκε στους δρόμους και διέλυσε το παλιό καθεστώς; Γιατί π.χ. δεν συνέβη στη Σικυώνα, όπου η ίδια διαδικασία είχε ξετυλιχτεί και ο Διόνυσος είχε και εκεί έρθει στα πράγματα; Και κυρίως γιατί δεν συνέβη στις νεώτερες εξεγέρσεις των μαζών;
Ο Παπαϊωάννου κάνει μια θεμελιακή επισήμανση. Το πρόβλημα δεν είναι η ανάδυση του τραγικού. Το τραγικό είναι σύμφυτο με τους σπασμούς της μάζας. Με τη μεγάλη καταπίεση, με τους πολέμους και τις επαναστάσεις. Το πρόβλημα είναι γιατί η τραγική κίνηση δεν φτάνει να κάνει το άλμα από τον τραγικό Μύθο στον τραγικό Λόγο.
Αναζητώντας τον μίτο αυτού του προβλήματος ο Παπαϊωάννου μάς πάει στο ελισαβετιανό θέατρο και στο κλασικιστικό μετα-αναγεννησιακό θέατρο. Στο πρώτο έχουμε ήδη έναν Σαίξπηρ και στον δεύτερο έναν Ρακίνα. Αν συγκρίνουμε τα τρία είδη κοινού, το κοινό του διονυσιακού θεάτρου, το κοινό του ελισαβετιανού και το κοινό του κλασικιστικού ευρωπαϊκού, θα διαπιστώσουμε τη διαφορά ως προς τη μετοχή στο τραγικό. Το διονυσιακό κοινό βιώνει το τραγικό ενεργά ως μετοχή σε έναν μεταφυσικό-κοσμικό-πολιτειακό-υπαρκτικό Κοινό Λόγο. Το ελισαβετιανό κοινό συγκλονίζεται από το τραγικό βίωμα, αλλά μένει εκεί. Το κλασικιστικό θωρακίζεται απέναντι στο τραγικό με εκλογικεύσεις και απωθήσεις. Ξορκίζει το τραγικό.
Ο Σαίξπηρ και ο Μάρλοου είναι ένα ανώτατο δημιουργικό σημείο στο δρόμο που θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει στο υψηλότερο ελληνικό στάδιο. Έρχεται ο πουριτανισμός, η ιεραρχημένη κλασικιστική κοινωνία και το αντιτραγικό της κοινό και σαρώνουν την αποκτημένη αίσθηση του τραγικού. Πίσω τους βρίσκεται η συντριβή των αγροτικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων (π.χ. ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία). Η διαδρομή αυτή που άρχισε με την Αναγέννηση κορυφώθηκε με τον Διαφωτισμό, ένα αντιμαζικό-αντιτραγικό νοησιαρχικό υπερεγώ, όπου το άτομο οφείλει, αυτοκυριαρχούμενο, να αυτοδημιουργηθεί και να υφίσταται ως αυτοαναφορική οντότητα. Ο νεώτερος ατομικισμός έχει σαφώς κυριαρχικό-αντιμαζικό περιεχόμενο. Ο Διαφωτισμός προβάλλει έτσι ως οπισθοδρόμηση σε σχέση με τον κόσμο της ρωμανικής και της ελισαβετιανής τέχνης. Απομυθοποιεί το δυτικό σύμπαν. Ουσιαστικά στερεί από τη δυτική μάζα τους μύθους και τα σύμβολα, μέσα από τα οποία μπορεί να εκφράσει και να εκδηλώσει το εξεγερσιακό της δυναμικό. Στην καλύτερη περίπτωση, οι μάζες είναι το αθώο μικρό παιδί, που ο Διαφωτισμός πρέπει να το πάρει από το χέρι.
Ο Διαφωτισμός είναι ο κόσμος των αυλικών, η δικτατορία των μαγίστρων του κανόνα. Ο κόσμος αυτός εξερράγη με τη Γαλλική Επανάσταση και τις επαναστάσεις του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Την ιδεολογική έκφραση της μαζικής έκρηξης θα την εκφράσει ο ρομαντισμός, η γερμανική μουσική και η φιλοσοφία του πρώιμου Χέγκελ, το όραμα της οργανικής ενότητας του ανθρώπου και της ιστορίας και όχι ο Διαφωτισμός. Ο επαναστατικός ρομαντισμός συγκρούστηκε με τον διαφωτισμό και τη μάχη την κέρδισε όπως ξέρουμε ο δεύτερος. Φτάσαμε έτσι στον μοντερνισμό, μια όχι λιγότερο αντιτραγική ψυχική θέση από τον κλασικισμό και τον Διαφωτισμό. Ο ιακωβινισμός, η «επαναστατική πρωτοπορία», σε όλον αυτό τον μαζικό (ρομαντικό) πυρετό, που ξεκινά από τη Γαλλική Επανάσταση και φτάνει ως την Οκτωβριανή Επανάσταση και τα αντιμπεριαλιστικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του 20ού αιώνα, είναι ολοκληρωτικά αντιτραγική-ρασιοναλιστική-διαφωτιστική. Είναι ο πυρήνας των θερμιδοριανών υποστροφών, άσχετα αν τις καταγγέλλει και θρηνολογεί γι’ αυτές.
ΙΙΙ.
Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά το κείμενο του Παπαϊωάννου, βρισκόμαστε στη μεταμοντέρνα μαζική δημοκρατία και ξέρουμε ότι η γενική απονεύρωση και παθητικοποίηση της μάζας, την οποία αυτός διαπίστωνε, είναι μια κατά τα φαινόμενα πάγια σταθερά των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών.
Η πρόκληση του βιβλίου είναι να σκεφθούμε πάνω στη διαπίστωση αυτή. Και να αναρωτηθούμε πώς θα μας επισκεφθεί ξανά το τραγικό; Θα μπορέσει η σύγχρονη μάζα να το εκφράσει; Με ποιο μυθικό-συμβολικό δυναμικό; Θα μπορέσει μια νέα έκφραση του τραγικού να βρει μια γέφυρα προς έναν τραγικό-καθαρτήριο κοινό-οικουμενικό μετανεωτερικό Λόγο;
Στο μεταξύ οι γνώσεις μας γύρω από το τραγικό φαινόμενο, και γενικά γύρω από τα φαινόμενα πλήθους, έχουν διευρυνθεί καίρια: Χάρη στην εκρηκτική ανάπτυξη της ανθρωπολογίας-εθνολογίας και τις ευεργετικές επιπτώσεις του μεταμοντέρνου σχετικισμού, που κάνει να χαλαρώνουν οι δυτικοκεντρικές ιδεοληπτικές παρωπίδες μας, γνωρίζουμε πού θεμελιώνεται η κυριαρχία του Πολέμου στην ανθρώπινη κατάσταση και ποια είναι η καθολική ανθρωπολογική ρίζα του τραγικού. Μετά τον Ρενέ Ζιράρ γνωρίζουμε αυτό που αγνοούσε ο Παπαϊωάννου: το γιατί δηλαδή το τραγικό φαινόμενο και το μαζικό φαινόμενο είναι ένα και το αυτό. Γιατί κάθε πολιτισμός ιδρύεται από την τραγική βία, ελέγχεται από την αντιτραγική-εξουσιαστική βία και τέλος καταλύεται από την τραγική βία.
Επίσης: Χάρη στην επανανακάλυψη του Προσώπου, μπορούμε να αντιληφθούμε την ανθρωπολογική σημασία που έχει η διαβάθμιση του τραγικού στο κλασικιστικό, στο σαιξπηρικό και στο διονυσιακό θέατρο. Κάτι περισσότερο: Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι το αθηναϊκό πρότυπο δεν είναι το απόλυτο, αλλά ένα προσωρινό-μεταβατικό σημείο προς κάτι άλλο, ανθρωπολογικώς υπέρτερο. Αυτό είναι μια άλλη μορφή «θεατροκρατίας»: η Λειτουργία του τραγικού-σταυρικού Απολύτου. Εδώ, μαζί με την εξουσιαστική βία, αποϊεροποιείται-απονομιμοποιείται και η ίδια η τραγική-ιερή βία.
ΙV
Η συζήτηση όμως των νέων αυτών στοιχείων υπερβαίνει το πλαίσιο μιας βιβλιοπαρουσίασης. Πάντως υπό το φως της θυσιαστικής και της προσωποκεντρικής ανθρωπολογίας φανερώνονται εύκολα και οι ελλείψεις και τα λάθη της ρωμαλέας νεανικής απόπειρας του Παπαϊωάννου. Ελλείψεις θεωρητικές, αλλά και εμπειρικές.
Δεν βλέπει π.χ. ο νέος Παπαϊωάννου την επαναστατική μάζα ως δομή επαναστατικών παραδόσεων. Σαν να πιστεύει σ’ αυτό που θα καλούσαμε «γονιμότητα του καθαρού χάους» (πολιτισμική παρθενογένεση). Υποθέτει, όπως ολόκληρη η νεωτερική αριστερά, ότι η υπαρξιακή σχέση προσωπικής ενικότητας και προσωπικής καθολικότητας ανάγεται στην ιστορική σχέση ανθρώπου και ιστορίας (πρακτικά: του κράτους). Και το χειρότερο: ότι μπορεί να λυθεί μέσα στην ιστορία η αντίθεση ατομικού-συλλογικού και όχι απλώς να υπερβαθεί τοπικά. Εξ ου και η κακή χρήση τής κατά τα άλλα γόνιμης ιδέας για τον θάνατο ως συμβόλου του χάσματος μεταξύ ανθρώπου και ιστορίας.
Η ανάλυση του Παπαϊωάννου εστιάζεται μονόπλευρα στην κολεκτιβιστική εμπειρία της νεωτερικότητας (ναζισμός, σταλινισμός). Κατ’ αρχήν δεν βλέπει ότι εκτός από την αθηναϊκή δημοκρατία υπάρχει και ένα άλλο παράδειγμα, όπου οι μάζες κατόρθωσαν, για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από τις αθηναϊκές, να ελέγχουν το κράτος τους. Ότι, σημειωτέον, για τη δημιουργία αυτού του κράτους δεν χρειάστηκε να κάνουν εμφύλιο πόλεμο και να ασκήσουν τρομοκρατία, εναντίον κάποιου «παλιού καθεστώτος». Αναφέρομαι στην …Αμερικανική Επανάσταση. Υπενθυμίζω ότι η αμερικανική επανάσταση προηγήθηκε της Γαλλικής Επανάστασης κατά δύο δεκαετίες. Υπενθυμίζω επίσης ότι το καθεστώς που δημιούργησε η αμερικανική επανάσταση ήταν το αγαπημένο παράδειγμα του Μαρξ, τόσο για την αστική δημοκρατία γενικά όσο και για τη δυνατότητα «ειρηνικού περάσματος στον σοσιαλισμό».
Κλείνω εκφράζοντας την υποψία ότι το προσχέδιο της θεωρίας του Παπαϊωάννου για τη σχέση μάζας και τραγικού καλύπτει και την αμερικανική περίπτωση. Μόνο που αυτή η κάλυψη αρχίζει να ισχύει μόλις τώρα. Δηλαδή από τη στιγμή που η αμερικανική Δημοκρατία άρχισε να ερωτοτροπεί με το όραμα της Νέας Ρώμης, της Αγίας Αμερικανικής Αυτοκρατορίας. Την καλωσορίζουμε λοιπόν στον κόσμο του τραγικού.
Υστερογραφο 1
Μια συζήτηση για την κινητοποίηση των μαζών και την επανάσταση σήμερα κινδυνεύει να είναι εντελώς άγονη, αν δεν λάβει υπόψη ότι και το «μοναδικό πετυχημένο πείραμα», η αθηναϊκή δημοκρατία, είχε τραγική κατάληξη και ότι το θέμα είναι τι απάντηση δόθηκε σ’ αυτή την αποτυχία (ο ελληνικός πολιτισμός δεν τελείωσε εκεί).
Υστερογραφο 2
Κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Κ. Παπαϊωάννου μου έγινε η καίρια για το θέμα ερώτηση: τι γίνεται με το υποκείμενο μέσα στην εξεγερμένη μάζα; Δεν απάντησα. Είπα μόνο ότι το υποκείμενο «εμφανίζεται μετά» την καταιγίδα. Μια ολοκληρωμένη απάντηση προσπαθώ να δώσω στο «Πέρα από το Άτομο» (εκδίδεται φέτος). Το σχήμα της απάντησης το δίνει η θυσιαστική θεωρία: Είναι η έκρηξη των συμφιλιωτικών συναισθημάτων που προκαλεί ο συλλογικός φόνος. Το μόνο υποκείμενο που υπάρχει στην κατάσταση αυτή είναι το θύμα…
Υστερογραφο 3
Αν έχει σε κάτι αξία η σημερινή παγκόσμια κινητοποίηση των μαζών είναι, αποκλειστικά και μόνο, και στο μέτρο που κίνητρό της είναι η συμπάθεια προς τα θύματα.