Αρχική » Μάζα και Ιστορία

Μάζα και Ιστορία

από Άρδην - Ρήξη

Απεικόνιση της μάχης του Βαλμύ (1792)

Του Θεόδωρου Ζιάκα από το Άρδην τ. 43, παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Παπαϊωάννου, Μάζα και Ιστορία (Εναλλακτικές Εκδόσεις).

Ι.

Η σχέ­ση Μά­ζας και Ι­στο­ρί­ας μοιά­ζει με το φαι­νό­με­νο της πα­λίρ­ροιας: της πε­ριο­δι­κής πλημ­μυ­ρί­δας και α­μπώ­τι­δας. Κά­θε τό­σο τα νε­ρά φου­σκώ­νουν και κα­τα­κλύ­ζουν και στη συ­νέ­χεια α­πο­τρα­βιού­νται στην κα­νο­νι­κή η­ρε­μί­α τους. Μό­νο που ε­δώ η πε­ριο­δι­κό­τη­τα εί­ναι α­κα­νό­νι­στη και α­διά­γνω­στη.
Η πλημ­μυ­ρί­δα, η ει­σβο­λή των μα­ζών στο ι­στο­ρι­κό προ­σκή­νιο, εί­ναι η στιγ­μή της κα­τα­στρο­φής και της δη­μιουρ­γί­ας των κοι­νω­νι­κών δο­μών και του Κρά­τους. Το λέ­με Ε­πα­νά­στα­ση. Ό­ταν πο­λύ γρή­γο­ρα ο πυ­ρε­τός περ­νά­ει κι οι μά­ζες α­πο­τραβιού­νται, οι πρω­τα­γω­νι­στές μι­λούν συ­νή­θως για «προ­δο­σί­α της ε­πα­νά­στα­σης». Τό­τε «ο Κρό­νος τρώ­ει τα παι­διά του» και νέ­ο ε­ξου­σια­στι­κό σύ­στη­μα μπαί­νει στη θέ­ση του πα­λιού. Εί­ναι το φαι­νό­με­νο «Θερ­μι­δώρ».
Συ­νέ­πεια: πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση – πα­θη­τι­κο­ποί­η­ση της μά­ζας. Ό,τι κα­τα­χτιέ­ται στη μα­ζι­κή πλημ­μυ­ρί­δα χά­νε­ται στη μα­ζι­κή α­μπώ­τι­δα. Πρό­κει­ται για τη σύγ­χρο­νη εκ­δο­χή του τρα­γι­κού, ό­που το πε­πρω­μέ­νο του μα­ζι­κού Προ­μη­θέ­α εί­ναι να μέ­νει αιω­νί­ως καρ­φω­μέ­νος στον τρο­χό της Ι­στο­ρί­ας, να τον βα­σα­νί­ζουν το «Κρά­τος και η Βί­α».
Υ­πάρ­χει λύ­ση; Υ­πάρ­χει μα­ζι­κή έ­ξο­δος α­πό τον φαύ­λο κύ­κλο; Έ­χου­με δύ­ο κα­τη­γο­ρί­ες α­πα­ντή­σε­ων:
α) Τις αρ­νη­τι­κές: Η ε­πα­να­στα­τι­κή α­να­τα­ρα­χή εί­ναι η ε­ξαί­ρε­ση. Η μα­ζι­κή πα­θη­τι­κό­τη­τα εί­ναι ο κα­νό­νας. Έ­τσι εί­ναι η αν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Η α­συ­νέ­χεια και η συ­νέ­χεια στην ι­στο­ρί­α δεν μπο­ρούν να γε­φυ­ρω­θούν και η ό­λη συ­ζή­τη­ση εί­ναι α­πλώς έ­να πα­ρα­νο­ϊ­κό πα­ρα­λή­ρη­μα. Πα­ρα­πέ­ρα: έ­χου­με και τις θε­ω­ρί­ες τύ­που Λε Μπον, που υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι η νο­η­μο­σύ­νη της μά­ζας εί­ναι υ­πο­τυ­πώ­δης και α­πλώς εί­ναι α­νό­η­τοι αυ­τοί που πι­στεύ­ουν στις δη­μιουρ­γι­κές δυ­να­τό­τη­τες της μά­ζας. Οι θε­ω­ρί­ες αυ­τές ε­πα­να­λαμ­βά­νουν τη ρή­ση του Σό­λω­να για τον «χαύ­νο» μα­ζι­κό νου, την ο­ποί­α α­να­σκευά­ζει ό­μως ο Α­ρι­στο­τέ­λης ό­ταν λέ­ει πως «κρί­νουν κα­λύ­τε­ρα οι πολ­λοί».
β) Τις θε­τι­κές: Υ­πεν­θυ­μί­ζω τις μαρ­ξι­στι­κές: «Διαρ­κής ε­πα­νά­στα­ση» και «α­διά­κο­πη ε­πα­νά­στα­ση». Τις συ­ζη­τού­σα­με με πά­θος στη Δι­κτα­το­ρί­α και στη Με­τα­πο­λί­τευ­ση. Οι α­πο­γο­η­τευ­μέ­νοι ε­κεί­νης της πε­ριό­δου θα θε­ω­ρή­σουν ί­σως το θέ­μα ε­ξα­ντλη­μέ­νο. Δεν εί­ναι. Ο Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου κο­μί­ζει με το βι­βλί­ο του μια άλ­λη θε­τι­κή α­πά­ντη­ση.

Ι­Ι.

Πρω­ταρ­χι­κό ε­ρώ­τη­μα: Υ­πήρ­ξε πο­τέ «πε­τυ­χη­μέ­νη ε­πα­νά­στα­ση»; Ε­πα­νά­στα­ση χω­ρίς θερ­μι­δο­ρια­νή υ­πο­στρο­φή; Ε­πα­νά­στα­ση που να μην έ­φα­γε τα παι­διά της; Ή πά­ντο­τε η κί­νη­ση των μα­ζών, κα­τα­λύ­ο­ντας έ­να κα­θε­στώς, που κρα­τά τη μά­ζα στο πε­ρι­θώ­ριο, φέρ­νει στη θέ­ση του έ­να άλ­λο κα­θε­στώς, που κι αυ­τό ε­πί­σης βα­σί­ζε­ται στην πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση και πα­θη­τι­κο­ποί­η­ση της μά­ζας;
Η α­πά­ντη­ση του Κώστα Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου εί­ναι ναι. Εί­ναι ο ε­πα­να­στα­τι­κός πυ­ρε­τός που α­νέ­βα­σε τον Πει­σί­στρα­το στην ε­ξου­σί­α και ο­δή­γη­σε στην α­θη­να­ϊ­κή δη­μο­κρα­τί­α.
Στο κα­θε­στώς της αρ­χαί­ας Α­θή­νας η μά­ζα πα­ρέ­μει­νε ε­νερ­γή, ε­λέγ­χο­ντας ά­με­σα το κρά­τος που δη­μιούρ­γη­σε η κί­νη­σή της. Ο έ­λεγ­χος ε­ξα­σφα­λι­ζό­ταν μέ­σω αυ­τού που ο Πλά­των α­πο­κα­λεί «θε­α­τρο­κρα­τί­α»: τον εκ­στα­σια­ζό­με­νο στο θέ­α­τρο του Διο­νύ­σου α­θη­να­ϊ­κό Δή­μο. Η έ­κτα­κτη ευ­φυ­ί­α του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου βρί­σκει στον ό­ρο «θε­α­τρο­κρα­τί­α» το κλει­δί του αι­νίγ­μα­τος: Μά­ζα. Διο­νυ­σια­κή έκ­στα­ση. Νο­μι­μο­ποί­η­ση του Δι­θύ­ραμ­βου. Ει­σα­γω­γή του Διό­νυ­σου στο κυ­ρί­αρ­χο πάν­θε­ο. Τρα­γω­δί­α, ό­που η διο­νυ­σια­κή έκ­στα­ση με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε έκ­στα­ση λο­γι­κής με­το­χής στον Κοι­νό Λό­γο, που εί­ναι η Δί­κη, ως συ­στα­τι­κή αρ­χή του κό­σμου. Τα πά­θη κα­θαί­ρο­νται δι’ ε­λέ­ου και φό­βου και η κοι­νω­νι­κή συ­νο­χή α­να­πα­ρά­γε­ται χω­ρίς τη συν­δρο­μή μιας αυ­το­νο­μη­μέ­νης κα­τα­πιε­στι­κής δύ­να­μης. Ο Νό­μος και η Δί­κη αρ­κούν. Έ­τσι έ­χου­με το πιο προ­ω­θη­μέ­νο στην ι­στο­ρί­α πο­λι­τεια­κό ε­πί­τευγ­μα, ό­που δεν έ­χει θέ­ση ο χω­ρι­σμός του α­τό­μου α­πό την κοι­νω­νι­κή του ο­λό­τη­τα και τα συ­να­φή πα­θο­λο­γι­κά φαι­νό­με­να.
Η προ­βλη­μα­τι­κή του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου ε­στιά­ζε­ται σε δύ­ο ση­μεί­α: α) τη σύν­δε­ση μά­ζας και τρα­γι­κού μύ­θου και β) τη με­τά­θε­ση α­πό τον μύ­θο στον λό­γο, μέ­σω της σύν­δε­σης του τρα­γι­κού και της Δί­κης (κο­σμι­κής δι­καιο­σύ­νης).
Το ε­ρώ­τη­μα εί­ναι για­τί, ε­νώ συ­νέ­βη­σαν ό­λα αυ­τά στην Α­θή­να, δεν μπό­ρε­σαν να συμ­βούν σε κα­μί­α α­πό τις άλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις ό­που η μά­ζα κα­τέ­βη­κε στους δρό­μους και διέ­λυ­σε το πα­λιό κα­θε­στώς; Για­τί π.χ. δεν συ­νέ­βη στη Σικυώ­να, ό­που η ί­δια δια­δι­κα­σί­α εί­χε ξε­τυ­λι­χτεί και ο Διό­νυ­σος εί­χε και ε­κεί έρ­θει στα πράγ­μα­τα; Και κυ­ρί­ως για­τί δεν συ­νέ­βη στις νε­ώ­τε­ρες ε­ξε­γέρ­σεις των μα­ζών;
Ο Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου κά­νει μια θε­με­λια­κή ε­πι­σή­μαν­ση. Το πρό­βλη­μα δεν εί­ναι η α­νά­δυ­ση του τρα­γι­κού. Το τρα­γι­κό εί­ναι σύμ­φυ­το με τους σπα­σμούς της μά­ζας. Με τη με­γά­λη κα­τα­πί­ε­ση, με τους πο­λέ­μους και τις ε­πα­να­στά­σεις. Το πρό­βλη­μα εί­ναι για­τί η τρα­γι­κή κί­νη­ση δεν φτά­νει να κά­νει το άλ­μα α­πό τον τρα­γι­κό Μύ­θο στον τρα­γι­κό Λό­γο.
Α­να­ζη­τώ­ντας τον μί­το αυ­τού του προ­βλή­μα­τος ο Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου μάς πά­ει στο ε­λι­σα­βε­τια­νό θέ­α­τρο και στο κλα­σι­κι­στι­κό με­τα­-α­να­γεν­νη­σια­κό θέ­α­τρο. Στο πρώ­το έ­χου­με ή­δη έ­ναν Σαίξ­πηρ και στον δεύ­τε­ρο έ­ναν Ρα­κί­να. Αν συ­γκρί­νου­με τα τρί­α εί­δη κοι­νού, το κοι­νό του διο­νυ­σια­κού θε­ά­τρου, το κοι­νό του ε­λι­σα­βε­τια­νού και το κοι­νό του κλα­σι­κι­στι­κού ευ­ρω­πα­ϊ­κού, θα δια­πι­στώ­σου­με τη δια­φο­ρά ως προς τη με­το­χή στο τρα­γι­κό. Το διο­νυ­σια­κό κοι­νό βιώ­νει το τρα­γι­κό ε­νερ­γά ως με­το­χή σε έ­ναν με­τα­φυ­σι­κό-κο­σμι­κό-πο­λι­τεια­κό-υ­παρ­κτι­κό Κοι­νό Λό­γο. Το ε­λι­σα­βε­τια­νό κοι­νό συ­γκλο­νί­ζε­ται α­πό το τρα­γι­κό βί­ω­μα, αλ­λά μέ­νει ε­κεί. Το κλα­σι­κι­στι­κό θω­ρα­κί­ζε­ται α­πέ­να­ντι στο τρα­γι­κό με ε­κλο­γι­κεύ­σεις και α­πω­θή­σεις. Ξορ­κί­ζει το τρα­γι­κό.
Ο Σαίξ­πηρ και ο Μάρ­λο­ου εί­ναι έ­να α­νώ­τα­το δη­μιουρ­γι­κό ση­μεί­ο στο δρό­μο που θα μπο­ρού­σε ί­σως να ο­δη­γή­σει στο υ­ψη­λό­τε­ρο ελ­λη­νι­κό στά­διο. Έρ­χε­ται ο που­ρι­τα­νι­σμός, η ιε­ραρ­χη­μέ­νη κλα­σι­κι­στι­κή κοι­νω­νί­α και το α­ντι­τρα­γι­κό της κοι­νό και σα­ρώ­νουν την α­πο­κτη­μέ­νη αί­σθη­ση του τρα­γι­κού. Πί­σω τους βρί­σκε­ται η συ­ντρι­βή των α­γρο­τι­κών ε­ξε­γέρ­σε­ων και ε­πα­να­στά­σε­ων (π.χ. ο πό­λε­μος των χω­ρι­κών στη Γερ­μα­νί­α). Η δια­δρο­μή αυ­τή που άρ­χι­σε με την Α­να­γέν­νη­ση κο­ρυ­φώ­θη­κε με τον Δια­φω­τι­σμό, έ­να α­ντι­μα­ζι­κό-α­ντι­τρα­γι­κό νο­η­σιαρ­χι­κό υ­πε­ρε­γώ, ό­που το ά­το­μο ο­φεί­λει, αυ­το­κυ­ριαρ­χού­με­νο, να αυ­το­δη­μιουρ­γη­θεί και να υ­φί­στα­ται ως αυ­το­α­να­φο­ρι­κή ο­ντό­τη­τα. Ο νε­ώ­τε­ρος α­το­μι­κι­σμός έ­χει σα­φώς κυ­ριαρ­χι­κό-α­ντι­μα­ζι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Ο Δια­φω­τι­σμός προ­βάλ­λει έ­τσι ως ο­πι­σθο­δρό­μη­ση σε σχέ­ση με τον κό­σμο της ρω­μα­νι­κής και της ε­λι­σα­βε­τια­νής τέ­χνης. Α­πο­μυ­θο­ποιεί το δυ­τι­κό σύ­μπαν. Ου­σια­στι­κά στε­ρεί α­πό τη δυ­τι­κή μά­ζα τους μύ­θους και τα σύμ­βο­λα, μέ­σα α­πό τα ο­ποί­α μπο­ρεί να εκ­φρά­σει και να εκ­δη­λώ­σει το ε­ξε­γερ­σια­κό της δυ­να­μι­κό. Στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, οι μά­ζες εί­ναι το αθώ­ο μι­κρό παι­δί, που ο Δια­φω­τι­σμός πρέ­πει να το πά­ρει α­πό το χέ­ρι.
Ο Δια­φω­τι­σμός εί­ναι ο κό­σμος των αυ­λι­κών, η δι­κτα­το­ρί­α των μα­γί­στρων του κα­νό­να. Ο κό­σμος αυ­τός ε­ξερ­ρά­γη με τη Γαλ­λι­κή Ε­πα­νά­στα­ση και τις ε­πα­να­στά­σεις του πρώ­του μι­σού του 19ου αιώ­να. Την ι­δε­ο­λο­γι­κή έκ­φρα­ση της μα­ζι­κής έ­κρη­ξης θα την εκ­φρά­σει ο ρο­μα­ντι­σμός, η γερ­μα­νι­κή μου­σι­κή και η φι­λο­σο­φί­α του πρώ­ι­μου Χέ­γκελ, το ό­ρα­μα της ορ­γα­νι­κής ε­νό­τη­τας του αν­θρώ­που και της ι­στο­ρί­ας και ό­χι ο Δια­φω­τι­σμός. Ο ε­πα­να­στα­τι­κός ρο­μα­ντι­σμός συ­γκρού­στη­κε με τον δια­φω­τι­σμό και τη μά­χη την κέρ­δι­σε ό­πως ξέ­ρου­με ο δεύ­τε­ρος. Φτά­σα­με έ­τσι στον μο­ντερ­νι­σμό, μια ό­χι λι­γό­τε­ρο α­ντι­τρα­γι­κή ψυ­χι­κή θέ­ση α­πό τον κλα­σι­κι­σμό και τον Δια­φω­τι­σμό. Ο ια­κω­βι­νι­σμός, η «ε­πα­να­στα­τι­κή πρω­το­πο­ρί­α», σε ό­λον αυ­τό τον μα­ζι­κό (ρο­μα­ντι­κό) πυ­ρε­τό, που ξε­κι­νά α­πό τη Γαλ­λι­κή Ε­πα­νά­στα­ση και φτά­νει ως την Ο­κτω­βρια­νή Ε­πα­νά­στα­ση και τα α­ντι­μπε­ρια­λι­στι­κά ε­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κά κι­νή­μα­τα του 20ού αιώ­να, εί­ναι ο­λο­κλη­ρω­τι­κά α­ντι­τρα­γι­κή-ρα­σιο­να­λι­στι­κή-δια­φω­τι­στι­κή. Εί­ναι ο πυ­ρή­νας των θερ­μι­δο­ρια­νών υ­πο­στρο­φών, ά­σχε­τα αν τις κα­ταγ­γέλ­λει και θρη­νο­λο­γεί γι’ αυ­τές.

Ι­Ι­Ι.

Σή­με­ρα, πε­νή­ντα χρό­νια με­τά το κεί­με­νο του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου, βρι­σκό­μα­στε στη με­τα­μο­ντέρ­να μα­ζι­κή δη­μο­κρα­τί­α και ξέ­ρου­με ό­τι η γε­νι­κή α­πο­νεύ­ρω­ση και πα­θη­τι­κο­ποί­η­ση της μά­ζας, την ο­ποί­α αυ­τός δια­πί­στω­νε, εί­ναι μια κα­τά τα φαι­νό­με­να πά­για στα­θε­ρά των σύγ­χρο­νων δυ­τι­κών κοι­νω­νιών.
Η πρό­κλη­ση του βι­βλί­ου εί­ναι να σκε­φθού­με πά­νω στη δια­πί­στω­ση αυ­τή. Και να α­να­ρω­τη­θού­με πώς θα μας ε­πι­σκε­φθεί ξα­νά το τρα­γι­κό; Θα μπο­ρέ­σει η σύγ­χρο­νη μά­ζα να το εκ­φρά­σει; Με ποιο μυ­θι­κό-συμ­βο­λι­κό δυ­να­μι­κό; Θα μπο­ρέ­σει μια νέ­α έκ­φρα­ση του τρα­γι­κού να βρει μια γέ­φυ­ρα προς έ­ναν τρα­γι­κό-κα­θαρ­τή­ριο κοι­νό-οι­κου­με­νι­κό με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό Λό­γο;
Στο με­τα­ξύ οι γνώ­σεις μας γύ­ρω α­πό το τρα­γι­κό φαι­νό­με­νο, και γε­νι­κά γύ­ρω α­πό τα φαι­νό­με­να πλή­θους, έ­χουν διευ­ρυν­θεί καί­ρια: Χά­ρη στην ε­κρη­κτι­κή α­νά­πτυ­ξη της αν­θρω­πο­λο­γί­ας-ε­θνο­λο­γί­ας και τις ευερ­γε­τι­κές ε­πι­πτώ­σεις του με­τα­μο­ντέρ­νου σχε­τι­κι­σμού, που κά­νει να χα­λα­ρώ­νουν οι δυ­τι­κο­κε­ντρι­κές ι­δε­ο­λη­πτι­κές πα­ρω­πί­δες μας, γνω­ρί­ζου­με πού θε­με­λιώ­νε­ται η κυ­ριαρ­χί­α του Πο­λέ­μου στην αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση και ποια εί­ναι η κα­θο­λι­κή αν­θρω­πο­λο­γι­κή ρί­ζα του τρα­γι­κού. Με­τά τον Ρε­νέ Ζι­ράρ γνω­ρί­ζου­με αυ­τό που α­γνο­ού­σε ο Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου: το για­τί δη­λα­δή το τρα­γι­κό φαι­νό­με­νο και το μα­ζι­κό φαι­νό­με­νο εί­ναι έ­να και το αυ­τό. Για­τί κά­θε πο­λι­τι­σμός ι­δρύ­ε­ται α­πό την τρα­γι­κή βί­α, ε­λέγ­χε­ται α­πό την α­ντι­τρα­γι­κή-ε­ξου­σια­στι­κή βί­α και τέ­λος κα­τα­λύ­ε­ται α­πό την τρα­γι­κή βί­α.
Ε­πί­σης: Χά­ρη στην ε­πα­να­να­κά­λυ­ψη του Προ­σώ­που, μπο­ρού­με να α­ντι­λη­φθού­με την αν­θρω­πο­λο­γι­κή ση­μα­σί­α που έ­χει η δια­βάθ­μι­ση του τρα­γι­κού στο κλα­σι­κι­στι­κό, στο σαιξ­πη­ρι­κό και στο διο­νυ­σια­κό θέ­α­τρο. Κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο: Μπο­ρού­με να α­ντι­λη­φθού­με ό­τι το α­θη­να­ϊ­κό πρό­τυ­πο δεν εί­ναι το α­πό­λυ­το, αλ­λά έ­να προ­σω­ρι­νό-με­τα­βα­τι­κό ση­μεί­ο προς κά­τι άλ­λο, αν­θρω­πο­λο­γι­κώς υ­πέρ­τε­ρο. Αυ­τό εί­ναι μια άλ­λη μορ­φή «θε­α­τρο­κρα­τί­ας»: η Λει­τουρ­γί­α του τρα­γι­κού-σταυ­ρι­κού Α­πο­λύ­του. Ε­δώ, μα­ζί με την ε­ξου­σια­στι­κή βί­α, α­πο­ϊ­ε­ρο­ποιεί­ται-α­πο­νο­μι­μο­ποιεί­ται και η ί­δια η τρα­γι­κή-ιε­ρή βί­α.

ΙV

Η συ­ζή­τη­ση ό­μως των νέ­ων αυ­τών στοι­χεί­ων υ­περ­βαί­νει το πλαί­σιο μιας βι­βλιο­πα­ρου­σί­α­σης. Πά­ντως υ­πό το φως της θυ­σια­στι­κής και της προ­σω­πο­κε­ντρι­κής αν­θρω­πο­λο­γί­ας φα­νε­ρώ­νο­νται εύ­κο­λα και οι ελ­λεί­ψεις και τα λά­θη της ρω­μα­λέ­ας νε­α­νι­κής α­πό­πει­ρας του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου. Ελ­λεί­ψεις θε­ω­ρη­τι­κές, αλ­λά και ε­μπει­ρι­κές.
Δεν βλέ­πει π.χ. ο νέ­ος Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου την ε­πα­να­στα­τι­κή μά­ζα ως δο­μή ε­πα­να­στα­τι­κών πα­ρα­δό­σε­ων. Σαν να πι­στεύ­ει σ’ αυ­τό που θα κα­λού­σα­με «γο­νι­μό­τη­τα του κα­θα­ρού χά­ους» (πο­λι­τι­σμι­κή παρ­θε­νο­γέ­νε­ση). Υ­πο­θέ­τει, ό­πως ο­λό­κλη­ρη η νε­ω­τε­ρι­κή α­ρι­στε­ρά, ό­τι η υ­παρ­ξια­κή σχέ­ση προ­σω­πι­κής ε­νι­κό­τη­τας και προ­σω­πι­κής κα­θο­λι­κό­τη­τας α­νά­γε­ται στην ι­στο­ρι­κή σχέ­ση αν­θρώ­που και ι­στο­ρί­ας (πρα­κτι­κά: του κρά­τους). Και το χει­ρό­τε­ρο: ό­τι μπο­ρεί να λυ­θεί μέ­σα στην ι­στο­ρί­α η α­ντί­θε­ση α­το­μι­κού-συλ­λο­γι­κού και ό­χι α­πλώς να υ­περ­βα­θεί το­πι­κά. Εξ ου και η κα­κή χρή­ση τής κα­τά τα άλ­λα γό­νι­μης ι­δέ­ας για τον θά­να­το ως συμ­βό­λου του χά­σμα­τος με­τα­ξύ αν­θρώ­που και ι­στο­ρί­ας.
Η α­νά­λυ­ση του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου ε­στιά­ζε­ται μο­νό­πλευ­ρα στην κο­λε­κτι­βι­στι­κή ε­μπει­ρί­α της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας (να­ζι­σμός, στα­λι­νι­σμός). Κατ’ αρ­χήν δεν βλέ­πει ό­τι ε­κτός α­πό την α­θη­να­ϊ­κή δη­μο­κρα­τί­α υ­πάρ­χει και έ­να άλ­λο πα­ρά­δειγ­μα, ό­που οι μά­ζες κα­τόρ­θω­σαν, για πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο διά­στη­μα α­πό τις α­θη­να­ϊ­κές, να ε­λέγ­χουν το κρά­τος τους. Ό­τι, ση­μειω­τέ­ον, για τη δη­μιουρ­γί­α αυ­τού του κρά­τους δεν χρειά­στη­κε να κά­νουν εμ­φύ­λιο πό­λε­μο και να α­σκή­σουν τρο­μο­κρα­τί­α, ε­να­ντί­ον κά­ποιου «πα­λιού κα­θε­στώ­τος». Α­να­φέ­ρο­μαι στην …Α­με­ρι­κα­νι­κή Ε­πα­νά­στα­ση. Υ­πεν­θυ­μί­ζω ό­τι η α­με­ρι­κα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση προ­η­γή­θη­κε της Γαλ­λι­κής Ε­πα­νά­στα­σης κα­τά δύο δε­κα­ε­τί­ες. Υ­πεν­θυ­μί­ζω ε­πί­σης ό­τι το κα­θε­στώς που δη­μιούρ­γη­σε η α­με­ρι­κα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση ή­ταν το α­γα­πη­μέ­νο πα­ρά­δειγ­μα του Μαρ­ξ, τό­σο για την α­στι­κή δη­μο­κρα­τί­α γε­νι­κά ό­σο και για τη δυ­να­τό­τη­τα «ει­ρη­νι­κού πε­ρά­σμα­τος στον σο­σια­λι­σμό».
Κλεί­νω εκ­φρά­ζο­ντας την υ­πο­ψί­α ό­τι το προ­σχέ­διο της θε­ω­ρί­ας του Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου για τη σχέ­ση μά­ζας και τρα­γι­κού κα­λύ­πτει και την α­με­ρι­κα­νι­κή πε­ρί­πτω­ση. Μό­νο που αυ­τή η κά­λυ­ψη αρ­χί­ζει να ι­σχύ­ει μό­λις τώ­ρα. Δη­λα­δή α­πό τη στιγ­μή που η α­με­ρι­κα­νι­κή Δη­μο­κρα­τί­α άρ­χι­σε να ε­ρω­το­τρο­πεί με το ό­ρα­μα της Νέ­ας Ρώ­μης, της Α­γί­ας Α­με­ρι­κα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Την κα­λω­σο­ρί­ζου­με λοι­πόν στον κό­σμο του τρα­γι­κού.

Υ­στε­ρογρα­φο 1
Μια συ­ζή­τη­ση για την κι­νη­το­ποί­η­ση των μα­ζών και την ε­πα­νά­στα­ση σή­με­ρα κιν­δυ­νεύ­ει να εί­ναι ε­ντε­λώς ά­γο­νη, αν δεν λά­βει υ­πό­ψη ό­τι και το «μο­να­δι­κό πε­τυ­χη­μέ­νο πεί­ρα­μα», η α­θη­να­ϊ­κή δη­μο­κρα­τί­α, εί­χε τρα­γι­κή κα­τά­λη­ξη και ό­τι το θέ­μα εί­ναι τι α­πά­ντη­ση δό­θη­κε σ’ αυ­τή την α­πο­τυ­χί­α (ο ελ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός δεν τε­λεί­ω­σε ε­κεί).

Υ­στε­ρογρα­φο 2
Κα­τά την πα­ρου­σί­α­ση του βι­βλί­ου του Κ. Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου μου έ­γι­νε η καί­ρια για το θέ­μα ε­ρώ­τη­ση: τι γί­νε­ται με το υ­πο­κεί­με­νο μέ­σα στην ε­ξε­γερ­μέ­νη μά­ζα; Δεν α­πά­ντη­σα. Εί­πα μό­νο ό­τι το υ­πο­κεί­με­νο «εμ­φα­νί­ζε­ται με­τά» την κα­ται­γί­δα. Μια ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη α­πά­ντη­ση προ­σπα­θώ να δώ­σω στο «Πέ­ρα α­πό το Ά­το­μο» (εκ­δί­δε­ται φέ­τος). Το σχή­μα της α­πά­ντη­σης το δί­νει η θυ­σια­στι­κή θε­ω­ρί­α: Εί­ναι η έ­κρη­ξη των συμ­φι­λιω­τι­κών συ­ναι­σθη­μά­των που προ­κα­λεί ο συλ­λο­γι­κός φό­νος. Το μό­νο υ­πο­κεί­με­νο που υ­πάρ­χει στην κα­τά­στα­ση αυ­τή εί­ναι το θύ­μα…

Υ­στε­ρογρα­φο 3
Αν έ­χει σε κά­τι α­ξί­α η ση­με­ρι­νή πα­γκό­σμια κι­νη­το­ποί­η­ση των μα­ζών εί­ναι, α­πο­κλει­στι­κά και μό­νο, και στο μέ­τρο που κί­νη­τρό της εί­ναι η συ­μπά­θεια προς τα θύ­μα­τα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ