Το καλοκαιρινό αφιέρωμα της ιστοσελίδα του Άρδην θα επιχειρήσει να διερευνήσει το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού που στοίχειωσε τον 20ό αιώνα, αλλά τον βλέπουμε με διάφορα προσωπεία να ξεπηδά και στον 21ο αι. Με οδηγό το εμβληματικό έργο του Κώστα Παπαϊωάννου, Η γένεση του Ολοκληρωτισμού (πρωτοεκδόθηκε μόλις το 1959, δ΄ συμπληρωμένη έκδοση του 2017 με επίμετρο του Γιώργου Καραμπελιά) θα διερευνήσουμε διάφορες πτυχές του ολοκληρωτισμού. Θα δούμε πώς από “το ζενίθ του Οκτώβρη του 1917 φτάσαμε στο ναδίρ των γκουλαγκ” και θα διαπιστώσουμε πώς το λενινιστικό – σταλινικό πρότυπο επιβιώνει παραλλαγμένο και σήμερα.
[…]
Κατάργηση των οργανισμών που μονοπωλούν την υλική βία (αστυνομία, στρατός)· κατάργηση της μονιμοποιημένης υπαλληλίας· εξίσωση των υπαλληλικών και των εργατικών μισθών· εργατικός έλεγχος και διαχείριση της παραγωγής: αυτά είναι τα τέσσερα κύρια σημεία του προγράμματος του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν, που «ξέχασε» ή «παραμόρφωσε» η σοσιαλδημοκρατική ορθοδοξία.
α) Στρατός και αστυνομία
«Το αίτημα όλων των αστικών επαναστάσεων: μια κυβέρνηση, που να κοστίζει όσο γίνεται λιγότερο, η Κομμούνα το έκανε πραγματικότητα εκμηδενίζοντας τις δύο κύριες αιτίες των κρατικών δαπανών: τον μόνιμο στρατό και τους δημοσίους υπαλλήλους»[1]. Έτσι παρουσίασε ο Μαρξ την Κομμούνα. Έτσι, «η πρώτη πράξη της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό»[2]. Αυτή η διεκδίκηση, σχολιάζει ο Λένιν, «βρίσκεται σήμερα στα προγράμματα όλων των κομμάτων που θέλουν να ονομάζονται σοσιαλιστικά»[3]. Και το γεγονός ότι οι Ρώσοι μενσεβίκοι και σοσιαλεπαναστάτες δεν κατάργησαν το μόνιμο στρατό, συνεχίζει ο Λένιν, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της «σοσιαλπροδοτικής» τους πολιτικής. Περιττεύει ολότελα, νομίζουμε, ν’ αναρωτηθούμε πού βρίσκεται το ζήτημα της κατάργησης του μόνιμου στρατού στο καθεστώς που δημιούργησε ο ίδιος ο Λένιν. Το αίτημα αυτό δεν ήταν ίσως εντελώς ανεφάρμοστο στην εποχή του Μαρξ· στο τέλος του 19ου αιώνα, ήταν ήδη εντελώς ουτοπικό. Στην εποχή του Λένιν, ήταν απλώς δημαγωγικό: κανένα κράτος, είτε είναι «σοσιαλιστικό», είτε είναι «αστικό», δεν μπορεί να ζητήσει ν’ αντικαταστήσειτο μόνιμο στρατό με ένα οποιοδήποτε σύστημα λαϊκών πολιτοφυλακών. Οι μόνοι που εξακολουθούσαν να το πιστεύουν ήταν oι λεγόμενοι «αριστεροί μπολσεβίκοι» της «στρατιωτικής αντιπολίτευσης» του 1919-1921, που αντιδρούσαν κατά των «συγκεντρωτικών» και «γραφειοκρατικών» προσπαθειών του Τρότσκι ν’ ανασυγκροτήσει, σύμφωνα με τα καθιερωμένα οργανωτικά σχήματα, τον Κόκκινο Στρατό και όλες γενικά τις ένοπλες δυνάμεις της νεοσύστατης ΕΣΣΔ. Η «στρατιωτική αντιπολίτευση» απέτυχε σ’ όλη τη γραμμή για τον ίδιο λόγο για τον οποίο απέτυχε και η ανάλογη αντιπολίτευση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που διαμαρτυρόταν κι αυτή για την εγκατάλειψη (από τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες) του «σημαντικότατου μέρους του προγράμματός μας που αναφέρεται στην επιβολή του συστήματος των πολιτοφυλακών»[4]…
Η αστυνομία, συνεχίζει ο Μαρξ,«έχασε όλες της τις πολιτικές αρμοδιότητες, έπαψε να είναι όργανο της κεντρικής εξουσίας και μετετράπη σε υπεύθυνο και ανακλητό όργανο της Κομμούνας»[5]. Αυτό το σημείο του σοσιαλιστικού προγράμματος ιδιαίτερα ενθουσίαζε τον Λένιν:
Η αντικατάσταση της αστυνομίας από μια λαϊκή πολιτοφυλακή είναι μια μεταρρύθμιση που επιβάλλεται απ’ αυτή την ίδια την πορεία της επανάστασης και που πραγματοποιείται αυτή τη στιγμή (1917) στις περισσότερες ρωσικές χώρες. Πρέπει όμως να τονίσουμε στις μάζες ότι, στις περισσότερες αστικές επαναστάσεις, η μεταρρύθμιση αυτή ήταν εφήμερη και ότι η αστική τάξη αποκαθιστά τελικώς την αστυνομία στις παραδεδομένες της λειτουργίες: την αστυνομία σαν ένα σώμα ξεχωρισμένο από το λαό και ικανό να καταπιέσει το λαό με όλους τους τρόπους[6].
Αυτά έλεγε ο Λένιν προτού πάρει την εξουσία: Ο Λένιν, που μεταμόρφωσε σε άρθρο πίστεως αυτές τις φράσεις του Μαρξ, δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί το τι είδους «πολιτικές αρμοδιότητες» επρόκειτο ν’ αποκτήσει η «λενινιστική» αστυνομία. Το μόνο που τον απασχολούσε το 1917 ήταν το πώς να «εμποδίσουμε την αστυνομία να ξαναβρεί την παλιά της δύναμη: κι αυτό δεν θα μπορέσουμε να το κάνουμε παρά μόνο δημιουργώντας μια λαϊκή πολιτοφυλακή μ’ όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως από 15 ως 65 ετών»[7]! Η «λενινιστική» αστυνομία όχι μόνο ξαναπόκτησε τις εξουσίες της αστυνομίας του Second Empire και του τσαρισμού, αλλά δημιούργησε και καινούργιες που ούτε ο Μαρξ ούτε ο Λένιν ούτε ο Τρότσκι μπορούσαν να υποψιαστούν. Όπως λένε οι σοφοί, σ’ ένα ορισμένο βαθμό, η ποσότητα γίνεται ποιότητα, και η αστυνομική εξουσία αλλάζει ριζικά περιεχόμενο και σημασία ανάλογα με το αν πρόκειται για τη σχετικά ανώδυνη εξουσία του Collet-Meygret, διευθυντή της Γεν. Ασφάλειας επί Ναπολέοντος Γ΄, ή για την εξουσία που επέτρεψε στον Στάλιν να λύσει το «πρόβλημα των εθνικοτήτων», εκτοπίζοντας, το 1944-45, ολάκερο τον πληθυσμό ορισμένων «αυτόνομων, σοσιαλιστικών, σοβιετικών δημοκρατιών», συμπεριλαμβανομένων, κατά την περίφημη έκθεση Χρουστσώφ, «των γυναικών, των παιδιών και των γερόντων, με όλα τα μέλη του Κόμματος και της Κομμουνιστικής Νεολαίας, ανεξαιρέτως».
Όσο φοβερή κι αν ήταν, η Οχράνα δεν υπήρξε ποτέ ένα οργανικό τμήμα του οικονομικού μηχανισμού του τσαρικού καθεστώτος. Αλλά, το 1941, η αστυνομία διαχειριζόταν τα 14% του κεφαλαίου του επενδεδυμένου στην ΕΣΣΔ. Ο ποινικός πληθυσμός των Η.Π.Α. αντιπροσωπεύει το 1/1000 του συνολικού πληθυσμού (150.000 πρόσωπα). Οι κάτοικοι των σοσιαλιστικών αναμορφωτηρίων υπολογίζονται σήμερα γύρω στα 8 εκατομμύρια[8]. Το 1933, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Λένιν, όταν τέλειωσε το κανάλι Βαλτική-Λευκή θάλασσα, που φτιάχτηκε κατά μέγα μέρος από τους εκτοπισμένους «κουλάκους» και «αντιδραστικούς», 127.000 αιχμάλωτοι αμνηστεύθηκαν[9]: αυτός ο αριθμός είναι πάνω κάτω ο συνολικός αριθμός του ποινικού πληθυσμού της τσαρικής Ρωσίας, το 1914…
Εδώ δεν πρόκειται πια για «παραμορφώσεις του μαρξισμού» – πρόκειται για μια πραγματικότητα που αποτελεί το ακριβώς αντίθετο του μαρξισμού, του σοσιαλισμού και της «προλεταριακής δικτατορίας»…

Αντρέ Ντεβαμπέζ: La Barricade ou l’Attente (Το οδόφραγμα ή Η ελπίδα)
β) Η κατάργηση της γραφειοκρατίας
Η Κομμούνα, συνεχίζει ο Μαρξ,
Απετελείτο από δημοτικούς συμβούλους, εκλεγμένους με την καθολική ψήφο, υπεύθυνους και ανακλητούς από τους εκλογείς τους. Η πλειοψηφία των μελών της Κομμούνας ήταν φυσικά εργάτες ή γνωστοί εκπρόσωποι της εργατικής τάξης. Η Κομμούνα δεν θα ’ταν ένας απλός κοινοβουλευτικός οργανισμός, αλλά ένα όργανο εργασίας, εκτελεστικό και ταυτόχρονα νομοθετικό[10].
Αυτό, λέει ο Λένιν, σήμαινε το τέλος του «διεφθαρμένου κοινοβουλευτισμού της αστικής κοινωνίας»[11]: στη θέση του, η Κομμούνα έβαζε νέους, αληθινά δημοκρατικούς θεσμούς«όπου ή ελευθερία της γνώμης και της συζήτησης δεν εκφυλίζεται σε απάτη». Και τούτο,
γιατί oι βουλευταί (της Κομμούνας) οφείλουν να εργαστούν οι ίδιοι, να εφαρμόσουν οι ίδιοι τους ίδιους τους τούς νόμους, να εξακριβώσουν οι ίδιοι τα αποτελέσματά τους, να δώσουν οι ίδιοι λόγο μπρος στους εκλογείς τους. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί παραμένουν, αλλά ο κοινοβουλευτισμός, σαν διάκριση της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, δεν υπάρχει πια. Δεν μπορούμε βέβαια να φανταστούμε μια οποιαδήποτε δημοκρατία, και μάλιστα μια προλεταριακή δημοκρατία, χωρίς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς· άλλα μπορούμε και οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε τη δημοκρατία χωρίς κοινοβουλευτισμό· αυτό είναι το καθήκον μας, αν πιστεύουμε σοβαρά στην κριτική της αστικής κοινωνίας.
Αυτή η κριτική της αστικής κοινωνίας, και συγκεκριμένα η κριτική της «περιορισμένης» κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, είχε πάψει να είναι απλή θεωρία· είχε γίνει πραγματικότητα μέσα στα σοβιέτ του 1917. Η εξουσία των σοβιέτ ήταν όντως του ίδιου τύπου με την εξουσία της Κομμούνας:
Ιδού τα κύρια χαρακτηριστικά της εξουσίας αυτού του τύπου: 1) Πηγή της εξουσίας δεν είναι ο νόμος – ένας νόμος που έχει προηγούμενα συζητηθεί και ψηφιστεί στο Κοινοβούλιο,αλλά η άμεση, τοπική πρωτοβουλία των μαζών: η εξουσία προέρχεται από τα κάτω… 2) Η αστυνομία και ο στρατός έχουν αντικατασταθείαπότον ένοπλο λαό… 3) H γραφειοκρατία έχει αντικατασταθεί από την εξουσία που ασκεί άμεσα ο ίδιος ο λαός ή έχει τεθεί υπό τον έλεγχο του λαού: oι υπάλληλοι όχι μόνο έχουν γίνει αιρετοί εντεταλμένοι του λαού, αλλά επιπλέον μπορεί ν’ ανακληθούν μόλις ζητήσει ο λαός[12].
Αυτή ήταν η πραγματικότητα των σοβιέτ ανάμεσα στο Φεβρουάριο και τον Οκτώβριο 1917. Αυτή υπήρξε πάνω-κάτω η πραγματικότητα των εργατικών συμβουλίων όσες φορές είδαν το φως: στην Ιταλία και τη Γερμανία του 1919-1923, στην Καταλωνία του 1939 ή στην Ουγγαρία του 1957. Αυτή η ολοκληρωμένη δημοκρατική εξουσία είναι η μορφή που αυθόρμητα παίρνει η επαναστατική πάλη στο μέτρο που η επίσημη κυβερνητική εξουσία χάνει ολοένα και περισσότερο τις δυνάμεις της. Το ζήτημα είναι 1) αν oι μάζες μπορούν να κρατηθούν σ’ αυτό το ύψος – να κρατήσουν δηλαδή διαρκώς στα χέρια τους την εξουσία, να μη χάσουν τον έλεγχο πάνω στους αντιπροσώπους τους κ.τ.λ. και 2) αν η επιστροφή στις κανονικές πολιτικές συνθήκες, μετά τη νίκη της επανάστασης, δεν κάνει αδύνατη τη διατήρηση αυτής της άμεσης δημοκρατίας και δεν επιβάλλει ένα νέο διαχωρισμό ανάμεσα στους ηγέτες και τις μάζες, μια νέα αποκρυστάλλωση του γραφειοκρατικού μηχανισμού.
Ιδού η πρώτη απάντηση του Λένιν:
Δεν πρόκειται, βέβαια, να θέσουμε αμέσως επί τάπητος το ζήτημα της πλήρους κατάργησης της γραφειοκρατίας. Αυτό θα ήταν ουτοπικό. Αλλά το να γκρεμίσουμε αμέσως τον παλιό διοικητικό μηχανισμό και ν’ αρχίσουμε αμέσως να φτιάχνουμε ένα νέο, που να κάνει δυνατή τη βαθμιαία εξαφάνιση κάθε γραφειοκρατίας: αυτό δεν είναι ουτοπία· αυτό είναι το δίδαγμα της Κομμούνας, αυτό είναι το άμεσο καθήκον του επαναστατικού προλεταριάτου[13].
Έξι μήνες αργότερα, ο Λένιν άρχισε να υποψιάζεται ότι ήταν πολύ πιο δύσκολο να πραγματοποιηθεί αυτή η άμεση δημοκρατία παρά να διακηρυχθεί στο χαρτί:
Υπάρχει μια μικροαστική τάση που ζητάει να μετατρέψει τα μέλη των σοβιέτ σε «κοινοβουλευτικούς αντιπροσώπους» (παραδεδομένου τύπου) ή, από την άλλη μεριά, σε γραφειοκράτες. Πρέπει εμείς να καταπολεμήσουμε αυτή την τάση προσπαθώντας να κάνουμε όλα τα μέλη των σοβιέτ να συμμετάσχουν έμπρακτα στη διακυβέρνηση του τόπου. Ο σκοπός μας είναι τούτος: όλοι oι φτωχοί ανεξαιρέτως πρέπει να μετέχουν έμπρακτα στην κυβέρνηση. Όλοι οι εργαζόμενοι, άμα τελειώσουν το οκτάωρό τους στη διαδικασία της παραγωγής, πρέπει να μπορούν ν’ αναλάβουν αμισθί την επιτέλεση των κρατικών λειτουργιών. Η μετάβαση σ’ ένα τέτοιο καθεστώς είναι βέβαια ιδιαίτερα δύσκολη αλλά μόνο ένα τέτοιο καθεστώς μπορεί να εξασφαλίσει την τελειωτική σταθεροποίηση του σοσιαλισμού[14].
Περιττεύει να πούμε ότι αυτό που ο Λένιν ονόμαζε «μικροαστική τάση» αποδείχτηκε πολύ πιο ισχυρό από τις ημι-δημαγωγικές ημι-ουτοπικές φράσεις για την πλήρη δημοκρατία και την «αυτοεξαφάνιση» της γραφειοκρατίας. Όσο για το καθεστώς της πλήρους δημοκρατικοποίησης των κρατικών λειτουργιών, που επρόκειτο να εξασφαλίσει την «τελειωτική» σταθεροποίηση του σοσιαλισμού, και που ο Λένιν έλεγε στους ανυπόμονους ότι θα το δουν μέσα στην ερχόμενη δεκαετία[15] – αυτό εξακολουθεί να είναι ένα ροδαλό όνειρο, στο οποίο κανένας δεν πιστεύει.
Αλλά, στις παραμονές του Οκτωβρίου 1917, ένα και μόνο πράγμα απασχολούσε τον Λένιν: να καταγγείλει τον «παραμορφωμένο μαρξισμό» των σοσιαλδημοκρατών που είχαν«ξεχάσει τα διδάγματα που έβγαλε ο Μαρξ από την εμπειρία της Κομμούνας»[16] και να στηλιτεύσει «τη θρησκευτική λατρεία του κράτους»[17] που χαρακτήριζε τον Κάουτσκυ και τους συντρόφους του.
Ο Λένιν, που όλη του η θεωρητική δραστηριότητα ως τα τότε περιοριζόταν στην απόδειξη της αναγκαιότητας της γραφειοκρατικοποίησης του «πρωτοποριακού» κόμματος, δεν έβρισκε λόγους για να εκφράσει την αγανάκτησή του μπρος στη «δεισιδαίμονα πίστη» στη γραφειοκρατία! «Σοσιαλπροδότες» ήταν αυτοί οι σοσιαλδημοκράτες γιατί είχαν ξεχάσει το κύριο δίδαγμα της Κομμούνας, όπως το διατυπώνει o Ένγκελς:
Για να πάψει οκρατικός μηχανισμός να είναι ο κύριος της κοινωνίαςκαιναγίνει ο υπηρέτης της, ηΚομμούναχρησιμοποίησε δύο αλάθητα μέσα. Πρώτα έκανε αιρετές και ανακλητές, με την καθολική ψήφο των ενδιαφερομένων, όλες τις θέσεις της δικαιοσύνης, της διοίκησης και της εκπαίδευσης. Ύστερα, εξίσωσε τις αμοιβές τόσο των κατώτερων όσο και των ανώτερων υπηρεσιών με τους εργατικούς μισθούς[18].
Σχετικά με το πρώτο «αλάθητο» μέσο, ας παρατηρήσουμε ότι μια από τις πρώτες πράξεις του Λένιν ήταν ακριβώς να καταργήσει την καθολική ψήφο: αν υπήρχε καθολική ψήφος, το 1919, το 1920, το 1921, το 1922, η εξουσία του Λένιν θα είχε κατά πάσαν πιθανότητα σαρωθεί. Και καθώς oι υπάλληλοι της διοικητικής και της δικαστικής ιεραρχίας έπαψαν να είναι αιρετοί και ανακλητοί από τους ενδιαφερομένους, ήδη τον καιρό του Λένιν, ας μιλήσουμε καλύτερα για το δεύτερο «αλάθητο» μέσο που χρησιμοποίησε η Κομμούνα για να εξαφανίσει τη γραφειοκρατική ιεραρχία.
γ) Η εξίσωση των μισθών
Ο Λένιν ονειρευόταν την ολοκληρωτική κατάργηση του κράτους την ίδια την ώρα που έβαζε τα θεμέλια του πιο ολοκληρωτικού κράτους της νεώτερης ιστορίας! Αλλά –θρίαμβος της θεωρίας της «εξαπατημένης συνείδησης»!– ιδού πώς σχολίαζε τον Ένγκελς:
Αυτή η εξίσωση των υπαλληλικών και των εργατικών μισθών φανερώνει απέριττα τη μετάβαση από την αστική στην εργατική δημοκρατία… Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο –που είναι ιδιαίτερα αυτονόητο και ίσως το σπουδαιότερο, όσον αφορά το πρόβλημα τον κράτους– τα διδάγματα του Μαρξ έχουν εντελώς λησμονηθεί. Tα αναρίθμητα εκλαϊκευτικά έργα που έχουν γραφτεί για τον μαρξισμό δεν λένε ούτε μια λέξη πάνω στο θέμα αυτό. Αυτό το αίτημα της εξίσωσης των μισθών θεωρείται σαν μια ξεπερασμένη «παιδαριωδία»: oι σοσιαλδημοκράτες το ξέχασαν, ακριβώς όπως, όταν έγινε επίσημη θρησκεία, ο χριστιανισμός «ξέχασε» τις «παιδαριωδίες» του πρωτόγονου χριστιανισμού και του δημοκρατικού και επαναστατικού του πνεύματος[19].
Τι θα ’λεγε ο Λένιν αν ζούσε σήμερα; Γιατί αυτό το «ιδιαίτερα αυτονόητο» και «ίσως το σπουδαιότερο» μέρος του μαρξιστικού προγράμματος, η σημερινή ορθοδοξία δεν το ’χει διόλου «ξεχάσει» –μόνο που το θεωρεί όχι σαν «παιδαριωδία» αλλά σαν ένδειξη «μικροαστικού κρετινισμού» και αντιδραστικού «ισοπεδωτισμού»!«Όλοι ανεξαίρετα οι υπάλληλοι, συνεχίζει ο Λένιν, πρέπει να είναι εντελώς αιρετοί και ανακλητοί και οι μισθοί τους πρέπει να εξισωθούν με τους κανονικούς εργατικούς μισθούς: αυτά τα απλά και αυτονόητα δημοκρατικά μέτρα… αποτελούν τη γέφυρα που οδηγεί από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό»[20].
Αυτά τα δημοκρατικά μέτρα ήταν «απλά» και «αυτονόητα» όσο η εργατική τάξη αποτελούσε μια πολιτική δύναμη· έπαψαν να είναι αυτονόητα κι έγιναν «παρεκκλίσεις» από τη στιγμή που η εργατική τάξη έχασε την πολιτική της δύναμη. Το 1926, το 7ο Συνέδριο των σοβιετικών συνδικάτων προσπαθούσε ακόμα να σταματήσει την τάση, που είχε ήδη εκδηλωθεί, προς μια εντονότερη διαφοροποίηση των μισθών. Ιδού τι έλεγε ο Τόμσκι, πρόεδρος των συνδικάτων κατά τη διάρκεια της μεταβατικής εποχής από τη «δικτατορία του προλεταριάτου» στη δικτατορία της γραφειοκρατίας:
Οι ξένοι επισκέπτες απορούν που, υπό την δικτατορία τον προλεταριάτου, η ανισότητα στην αμοιβή της ειδικευμένης και της ανειδίκευτης εργασίας έχει πάρει διαστάσεις που δεν απαντώνται στη Δυτική Ευρώπη. Βέβαια, οι υψηλοί μισθοί των ειδικευμένων εργατών εξηγούνται από τη φοβερή τεχνική καθυστέρηση της Ρωσίας. Η εξήγηση όμως είναι κάτι που δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε τη στοιχειώδη ταξική δικαιοσύνη[21].
Όλα αυτά λέγονταν πριν από τη «σοσιαλιστική βιομηχανοποίηση», που επρόκειτο να διαφοροποιήσει τους μισθούς μ’ ένα τρόπο που ο Τόμσκι δεν θα μπορούσε ποτέ να υποψιαστεί. Πριν από την αστραπιαία βιομηχανοποίηση, δύο χρόνια μετά τις δηλώσεις αυτές του Τόμσκι, το κεντρικό συμβούλιο των συνδικάτων ανακοίνωνε ότι η σχέση των ανωτέρων μισθών προς τους κατωτέρους ήταν 3:1· ότι μόνο 8,5% από τους εργάτες είχαν ένα μισθό κατώτερο από τα 50% του μέσου εργατικού μισθού· ότι τα 48% των εργατών είχαν ένα μέσο μισθό που πλησίαζε προς το μέσο εργατικό μισθό, και ότι, συνεπώς, ο μέσος μισθός των καλύτερα πληρωμένων 43,5% ήταν απλώς διπλάσιος από το μέσο μισθό του ημίσεος σχεδόν της συνολικής εργατικής δύναμης[22].
Όπως βλέπουμε, όσο κι αν παραβίαζαν τη «στοιχειώδη ταξική δικαιοσύνη», οι ανισότητες αυτές δεν ήταν πολύ μεγάλες – ούτε άλλωστε και μπορούσαν να είναι, γιατί η σμικρότητα του εθνικού εισοδήματος ήταν τέτοια ώστε κάθε σημαντική αύξηση των ανώτερων μισθών θα είχε τις πιο καταστρεπτικές συνέπειες πάνω στο ήδη χαμηλότατο βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας. Οπωσδήποτε, η σταλινική τρομοκρατία και η επιτυχία των πενταετών σχεδίων σήμανε το τέλος αυτής της μεταβατικής περιόδου. Κατ’ αρχήν, η εργατική τάξη έχασε κάθε πολιτική και συνδικαλιστική αυτονομία, κι όταν η ζωή έγινε, σύμφωνα με το περίφημο σταλινικό σύνθημα,«πιο ευχάριστη, πιο εύθυμη» για τους happy few, oι μεν παλαιοί μπολσεβίκοι είχαν εκκαθαριστεί, ο δε Τόμσκι είχε ήδη αυτοκτονήσει. Ο περίφημος λόγος σε έξι σημεία του Στάλιν (6-6-1931) σήμανε το τέλος του εξισωτισμού· το καθεστώς κήρυξε τον πόλεμο κατά της «Ουραβλινόβκα» (ισότητας των μισθών) και η ανισότητα παρουσιάστηκε σαν μια θεμελιώδης αρχή του σοσιαλισμού: όλοι αυτοί, δήλωνε ο Στάλιν στο 17ο συνέδριο του μπολσεβικικού κόμματος, όλοι αυτοί που ζητούσαν την εξίσωση των μισθών, δεν κάναν παρά «να λένε ανοησίες και να συκοφαντούν το μαρξισμό»[23] – μόνο που ο Στάλιν παρέλειπε να πει ότι αυτοί οι «συκοφάντες» του μαρξισμού ήταν όλοι οι μαρξιστές, από τον Μαρξ και τον Ένγκελς μέχρι τον Λένιν και τους πρωτεργάτες του 1917… Το αποτέλεσμα είναι ότι, το 1937, είκοσι μόλις χρόνια μετά το Κράτος και η Επανάσταση, η «σοσιαλιστική» ανισότητα έφτασε και ξεπέρασε την καπιταλιστική. Ο πραγματικός εργατικός μισθός σημείωσε μια ραγδαία πτώση:
Ενώ, από την άλλη μεριά, οι ανώτεροι μισθοί, τα εισοδήματα της νέας άρχουσας τάξης, σημείωσαν μια ραγδαία άνοδο. Κατά τους επίσημους αριθμούς, που αναφέρει ένας «ορθόδοξος» σημερινός μαρξιστής, ο καθηγητής Bettelheim, η ανισότητα παρουσιάζεται ως εξής:
Δείκτης των πραγματικών εργατικών μισθών 1928-1940[24]
1928 | 703 | 1937 364 |
1932 | 710 | 1938 404 |
1936 | 344 | 1940 348 |
Όσον αφορά τα κατώτερα ημερομίσθια, παραπέμπουμε στο διάταγμα της 1-11-1937, κατά το οποίο οι κατώτεροι μισθοί δεν πρέπει να ’ναι κάτω από 115 ρούβλια το μήνα για τους μόνιμους εργάτες και 110 για τους ημερήσιους… Όσον αφορά τους ανώτερους μισθούς, μπορούμε να πούμεότι πολλοίτεχνικοί, υπάλληλοι,διευθυντές εργοστασίων κ.λπ. κερδίζουν2.000-3.000 ρούβλια τομήνα,δηλαδή 20-30 φορές περισσότερο από τους λιγότερο καλά πληρωμένους εργάτες[25].
Όπως στην επίσημη αμερικανική φρασεολογία, οι φτωχότεροι πολίτες ονομάζονται underprivileged, «υποπρονομιούχοι», έτσι και στην αιθέρια ορολογία του κ. Bettelheim, oι εργάτες, που σ’ αυτή τη μεριά του παραπετάσματος ονομάζονται «οι πιο κακοπληρωμένοι εργάτες», βαφτίζονται στην ΕΣΣΔ: «λιγότερο καλά πληρωμένοι εργάτες» και αποκτούν έτσι μια κάποια σοσιαλιστική respectability… Υπάρχουν, λέει ο κ. Bettelheim, και άλλοι μισθοί, ακόμα πιο μεγάλοι αλλά πιο «σπάνιοι»: εισοδήματα από 7.000 μέχρι 16.000 ρούβλια το μήνα (160 φορές ο βασικός μισθός!), και μάλιστα εισοδήματα 25.000 ρούβλια (230 φορές ο βασικός μισθός!). Δεν είναι ν’ απορούμε που, κατά τον Τρότσκι, τα ανώτατα 11-12% του σοβ. πληθυσμού είχαν στη διάθεσή τους, το 1939, τα 50% του κοινωνικού πλούτου, ενώ, στην «καπιταλιστική» Αμερική, τα ανώτατα 10% του πληθυσμού «σφετερίζονταν», την ίδια εποχή, τα 35% του εθν. εισοδήματος[26]. Και το ότι ο καθηγητής Bettelheim, που δίνει αυτά τα στοιχεία με μια αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και αντικειμενικότητα, εξακολουθεί να μιλάει για «σοσιαλισμό» και «προλεταριακό κράτος», μας δίνει το μέτρο της «ανήκουστης διάδοσης των παραμορφώσεων του μαρξισμού» στις μέρες μας.
Αυτό που τον καιρό του Στάλιν έγινε «συκοφαντία» του μαρξισμού ήταν, τον καιρό του Λένιν, «απλά και αυτονόητα δημοκρατικά μέτρα» που έπρεπε να θεωρηθούν σαν «η γέφυρα που οδηγεί από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό»!… Ο εξισωτισμός, δηλαδή η κυρίαρχη επέμβαση του προλεταριάτου στη διαδικασία της διανομής του κοινωνικού προϊόντος, είναι η γέφυρα προς το σοσιαλισμό, η μετάβαση προς τη σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της διαδικασίας της παραγωγής, που μόνο αυτή μπορεί να σταθεροποιήσει την τελειωτική νίκη του προλεταριάτου. Γιατί αυτά τα «απλά και αυτονόητα» δημοκρατικά μέτρα«αφορούν την αναδιοργάνωση του κράτους, την απλώς πολιτική αναδιοργάνωση της κοινωνίας· το αληθινό τους νόημα και την πραγματική τους αξία την παίρνουν στο μέτρο που ετοιμάζουν και πραγματοποιούν την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, δηλαδή το πέρασμα από την καπιταλιστική στη σοσιαλιστική ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων»[27].
Την ίδια σκέψη διατυπώνει και ο Μαρξ, αλλά μ’ ένα πολύ σαφέστερο τρόπο.
Καθώς, λέει ο Μαρξ, η πολιτική κυριαρχία των παραγωγών δεν συμβιβάζεται με τη διαιώνιση της κοινωνικής τους δουλείας,η Κομμούναήταν το όργανο που επρόκειτο να ανατρέψει τις οικονομικές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων και συνεπώς η ταξική κυριαρχία[28].
Η αξιοθαύμαστη αυτή διατύπωση δείχνει, άλλη μια φορά, το πόσο αστήρικτος είναι ο μύθος κατά τον οποίο ο Μαρξ θεωρούσε την πολιτική δημοκρατία σαν μια απλώς τυπική δημοκρατία: η δημοκρατία σαν πραγματικότητα σημαίνει την τάση προς μια τελικά πλήρη κυριαρχία των εργαζομένων τάξεων, που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού. Αλλά η δημοκρατική αυτοδιοίκηση και η πολιτική κυριαρχία των παραγωγών δεν μπορούν παρά να έχουν άμεσα κοινωνικά αποτελέσματα: η δημοκρατία, μέσ’ την οποία ο δήμος έχει συνειδητοποιήσει τη δύναμή του κι έχει κατορθώσει να πάρει στα χέρια του το κράτος (το ζήτημα αν η κατάργηση της γραφειοκρατίας είναι εφικτή ή ανέφικτη, είναι από μια άποψη, δευτερεύον), οδηγεί άμεσα σ’ ένα καθεστώς αυτοδιοίκησης μέσα σ’ αυτή την ίδια την παραγωγική διαδικασία. Αυτός ο δημοκρατικός εργατικός έλεγχος και, ει δυνατόν, η διαχείριση της παραγωγής από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς αποτελεί την ουσία του σοσιαλισμού.
[…]
Σελίδες 271-281
[1] Marx, αυτ., σ. 61.
[2] Marx, αυτ., σ. 57.
[3] Λένιν, αυτ., II, σ. 194.
[4] Rosa Luxemburg, «Γύρω από την ελευθερία της κριτικής…», Βλ. Marxisme contre Dictature, σ. 46: η Λούξεμπουργκ επιτίθεται εναντίον ενός Schippel που είχε υποστηρίξει στη Neue Zeit ότι το σύστημα των πολιτοφυλακών είναι «τεχνικά ανεφάρμοστο».
[5] Marx, ένθ. αν., σ. 58.
[6] Λένιν, «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου…», II, σ. 29.
[7] Λένιν, αυτ., II, σ. 30.
[8] Βλ. τη σχετική συζήτηση στο διαφωτιστικό έργο του Barrington Moore, Terror and Progress, 1954, σ. 154 κ. έ.
[9] Κατά τα στοιχεία που έδωσε τότε ο Μαξίμ Γκόργκι.
[10] Marx, ένθ. αν., σ. 57.
[11] Λένιν, «Το κράτος και η επανάσταση», ένθ. αν., II, σ. 200.
[12] Λένιν, «Η δυαδική εξουσία», 1917, ένθ. αν., II, σσ. 13-14.
[13] Λένιν, «Το Κράτος και η Επανάσταση», ένθ. αν., ΙΙ, σσ. 200-201.
[14] Λένιν, «Τα άμεσα καθήκοντα των σοβιέτ», ΙΙ, σσ. 402-403.
[15] Λένιν, αυτ., II, σ. 403. Μέσα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το χιλιαστικό «πήδημα από το κράτος της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας».
[16] Λένιν, «Το κράτος και η επανάσταση», ενθ. αν., II, σ. 198.
[17] Λένιν, αυτ., II, σ. 254.
[18] Engels, Πρόλογος στο Guerre civile en France, σ. 15.
[19] Λένιν, ένθ. αν., II, σσ. 195-196.
[20] Λένιν, ένθ. αν., II, σ. 196.
[21] Αναφέρεται ατό τον Α. Bergson, The Structure of Soviet Wages, σ. 187.
[22] Βλ. σχετικά Μ. Dobb, Soviet Economic Development since 1917 (2η έκδ. 1949), σ. 419.
[23] Staline, Les Questions du Léninisme, II, σ. 178.
[24] Κατά τον Harry Schwarz, Russia’s Soviet Economy, 1950, σ. 461.
[25] Charles Bettelheim, ένθ. αν., σ. 62.
[26] Αναφέρεται από τον James Burnham, L’ ère des organisateurs, σ. 51.
[27] Λένιν, αυτ., II, σ. 197.
[28] Marx, La Guerre civile en France, σ. 62.