Των Καρολίν Ελιασέφ και Σελίν Μασσόν από το Άρδην τ. 128
Απόσπασμα από το βιβλίο Η κατασκευή του διεμφυλικού παιδιού, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα, σε μετάφραση της Μαρίνας Κουνεζή.
Δυσκολευόμαστε να φανταστούμε ότι τα παιδιά μπορούν να γίνουν λάβαρα που κραδαίνουν οι ενήλικοι για να αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα των αγώνων τους. Εντούτοις. αυτό ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει στη Γαλλία και σε άλλες χώρες. Στο όνομα μιας εξισωτικής πολιτικής ορθότητας κατά των διακρίσεων, η οποία χρησιμοποιεί άκρως αμφισβητήσιμες επικοινωνιακές πρακτικές, είναι πρέπον να θεωρούμε ότι τα παιδιά µόνο κερδισμένα θα βγουν από αυτόν τον φευδοφιλελευθερισμό. Τι ακριβώς συμβαίνει;
Το ντοκιμαντέρ, Το κοριτσάκι του Σεµπαστιέν Λίφσιτς (Sébastian Lifshitz), που προβλήθηκε στο Arte τον Δεκέμβριο του 2020, αποκάλυψε στο κοινό τη δυσφορία φύλου στα παιδιά, τον τρόπο που βιώνεται από την οικογένεια, τη διάγνωσή της και την ιατρική θεραπεία της. Ο ίδιος δημιουργός είχε σκηνοθετήσει το 2013 το πορτρέτο της Μπάμπι, Γαλλίδας τρανσέξουαλ, που γεννήθηκε αγόρι τη δεκαετία του 1930.
Το Κοριτσάκι αφηγείται την ιστορία του Σασά, ενός οκτάχρονου αγοριού, το οποίο, κατά τα λεγόμενα της μητέρας του, εξέφρασε πολύ νωρίς την επιθυμία να γίνει κορίτσι «σαν την ίδια» όταν μεγαλώσει, επειδή αισθάνεται κορίτσι. Και αυτό ερμηνεύτηκε ως επιθυμία να «γίνει γυναίκα».
Το όνειρο του Σασά εκπληρώνεται χωρίς αναβολή: αυτή είναι η μοναδική απάντηση που του δίνουν οι ενήλικοι· εν ονόματι του αυτοπροσδιορισμού του παιδιού, μπορεί να γίνει αυτό που θέλει: στην περίπτωση του Σασά, να γίνει κορίτσι. Και το να είναι κορίτσι συνίσταται στο να υιοθετήσει όλα τα γυναικεία στερεότυπα, όπως τα ρούχα. το χτένισμα, τις στάσεις του σώματος, και να τα χρησιμοποιεί, υπό το συναινετικό βλέμμα της μητέρας του. Η οποία μητέρα χαίρεται που ο γιος της έχει ουδέτερο όνομα, δηλαδή όνομα που ισχύει και για τα δύο φύλα, γιατί έτσι δεν θα χρειαστεί να το αλλάξει. Το στάδιο αυτό έχει ονομασία: κοινωνική φυλομετάβαση. Αρχίζει μέσα στις οικογένειες. Είναι μια έκφραση που υιοθετούν αρκετοί θεσμοί, από ιδεολογικό κομφορμισμό, και αντανακλά την ουσιοποίηση και την πραγμοποίηση της έννοιας του κοινωνικού φύλου [gender]: το υποκειμενικό αίσθημα απαιτεί την αλλαγή του μικρού ονόματος, ώστε να αντιστοιχεί µε το αισθανόμενο φύλο [gender]. Το παιδί αγόρι θα αποκαλείται «αυτή» και το παιδί κορίτσι «αυτός», επειδή έτσι το θέλουν.
Το όνομα που δίνεται από τους γονείς κατά τη γέννηση –τελετουργικό µε αναντίρρητη συμβολική σπουδαιότητα, αφού εισάγει το παιδί στην ιστορία της οικογένειας και στην κοινότητα των ανθρώπων– θεωρείται dead name, κυριολεκτικά νεκρό όνομα ή νεκρόνοµα [morinom].[1]
Σύμφωνα µε τις μαρτυρίες που μπορέσαµε να συλλέξουμε (οι οποίες όμως δεν αντικατοπτρίζουν κατ’ ανάγκην ολόκληρη την πραγματικότητα), τα μικρά παιδιά δεν συναντούν ενδοοικογενειακά κάποιο ιδιαίτερο εμπόδιο στο να ντυθούν κοριτσίστικα ή αγορίστικα και να υιοθετήσουν τα παιχνίδια που αποδίδονται κοινωνικά σε κάθε φύλο. Οι μητέρες παίρνουν το μέρος τους ευχαρίστως, οι πατέρες αντιδρούν λιγάκι ή υιοθετούν ανεπιφύλακτα την οπτική της μητέρας, «αφού έτσι είναι πιο ευτυχισμένος ή πιο ευτυχισμένη». Όσο δε για τη μητέρα του Σασά, δηλώνει επανειλημμένως ότι πάντοτε ευχόταν να αποκτήσει κορίτσι, αλλά η ψυχίατρος τη διαβεβαιώνει κατηγορηματικά ότι «αυτό δεν έχει καμιά σχέση». Οπότε δεν υπάρχει κανένας χώρος για τη διερώτησή του. Αφού «αυτό δεν έχει καμιά σχέση», δεν θα μάθουμε αν ο Σασά υποτάσσεται ή όχι στην επιθυμία της μητέρας του.
Τα αδέλφια και το φιλικό περιβάλλον είναι τις περισσότερες φορές αλληλέγγυα και, αν τυχόν μερικοί γονείς φίλων δυσανασχετούν κάπως, τα δικά τους παιδιά τούς πείθουν να είναι «ανεκτικοί». Σε αυτή την ηλικία, ένα κορίτσι που δηλώνεται ως αγόρι προκαλεί λιγότερη ανησυχία από ένα αγόρι που εκφράζει την επιθυμία να είναι κορίτσι, όπως ο Σασά.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά στην εφηβεία: μετά το σάστισμα, τη σύγχυση και την αμφιβολία που μπορεί να προκαλέσει το coming out του εφήβου (που θα δούμε πόσο έχει επηρεαστεί από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), οι γονείς δεν μπορούν παρά να παρακολουθούν ανίσχυροι τις σωματικές και ενδυματολογικές αλλαγές, καθώς και τα συμπιεστικά εσώρουχα του στήθους (binders) ή των γεννητικών οργάνων (gaffs). Η αλλαγή ονόματος και αντωνυµίας, η οποία επιβάλλεται στους γονείς, μπορεί να επιφέρει σοβαρές οικογενειακές συγκρούσεις μεταξύ των γενεών και μεταξύ των ίδιων των γονέων. Υιοθετώντας άλλο όνομα από το αρχικό, ο νέος εγγράφεται στη διεμφυλική κοινότητα επιτελώντας μια πνευματική φυλομετάβαση. Αν θέλει να βγει από αυτήν, θα θεωρηθεί προδότης, αφού η αποφυλομετάβαση[2] εκλαμβάνεται ως αίρεση από τους πιστούς. Οι έφηβοι ή οι νεαροί ενήλικοι που την αποτολμούν, συχνά, αποφεύγουν να εκφραστούν δημόσια µε ακάλυπτο πρόσωπο, φοβούμενοι τα αντίποινα.
Κατόπιν, εγκαλούνται το σχολείο και οι θεσμοί που υποδέχονται τα παιδιά (αθλητισμός. χορός κ.ο.κ.). Στο ντοκιμαντέρ Το κοριτσάκι, απαιτείται από το σχολείο να θεωρεί τον Σασά κορίτσι, στα λόγια και στις πράξεις. Παρακολουθούμε τον αγώνα της μητέρας προκειμένου να κάμψει τον σχολικό θεσμό, που στην αρχή είναι διστακτικός, ώσπου στο τέλος ενδίδει στην εντολή του ιατρικού σώματος, ενώ η σχολή χορού είναι ανυποχώρητη: ο Σασά δεν θα φορέσει «τουτού» ούτε «πουέντ».
Η απουσία δεοντολογίας του σκηνοθέτη είναι ολοφάνερη. Ενώ κανένας εκπαιδευτικός δεν εκφράζεται δημόσια, η μητέρα, θυμωμένη και αποκαρδιωμένη, θεωρεί το σχολείο προκατειλημμένο, αντιδραστικό και αδιάλλακτο, εφόσον δεν συναινεί στο αίτημά της να αντιμετωπίζει τον Σασά ως κορίτσι. Είναι παράξενο που στα λόγια της μητέρας δεν υπάρχει η παραμικρή μετριοπάθεια. Μήπως θα έπρεπε, αντιθέτως, να επιδοκιµαστεί το γεγονός ότι το σχολείο, σημαντικός τρίτος μεταξύ παιδιού και γονέων, δεν παίρνει τοις μετρητοίς τα αιτήματα των γονέων και δίνει μια απάντηση αναβλητική, περιμένοντας κάποια ιατρική και ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, µε λίγα λόγια, τηρεί το πλαίσιό του;
Μέχρι αποδείξεως του εναντίου, οι καταστάσεις αυτές φαίνεται πως σπανίζουν στα μικρά παιδιά. Δεν ισχύει όμως το ίδιο στους εφήβους: σήμερα, δεν υπάρχει ούτε ένα λύκειο, ακόμα και γυμνάσιο, όπου τουλάχιστον ένας μαθητής να µη δηλώνεται ως διεμφυλικός και να µην ασκεί πίεση για να καταγραφεί από τη σχολική μονάδα η κοινωνική του φυλομετάβαση. Ο οδηγός στήριξης, που εκδόθηκε το 2019 και προορίζεται για το προσωπικό των σχολικών μονάδων µε στόχο την καταπολέμηση της οµοφοβίας και της τρανσφοβίας, αναφέρει ως ΛΟΑΤφοβικές συμπεριφορές την άρνηση του ονόματος που χρησιμοποιεί ένα τρανς άτομο και/ή την άρνηση των αντωνυμιών/συμφωνιών γραμματικού γένους που αντιστοιχούν στην ταυτότητά του. […]
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εξύμνησαν σχεδόν ομόφωνα την ταινία. Το περιοδικό Télérama, δίνοντας τον τόνο, το είδε σαν έναν «σπαρακτικό και εξαιρετικής ευαισθησίας ύμνο στην ανοχή. Μια έξοχη ωδή στην ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου». Στην πραγματικότητα, η αντιμετώπιση του Σασά από τους γιατρούς στο νοσοκομείο, έτσι όπως την παρουσιάζει ο σκηνοθέτης, το κάνει ταινία προπαγάνδας. Η διάγνωση της δυσφορίας φύλου τίθεται ως κάτι αυτονόητο από την πρώτη κιόλας συνομιλία µε την παιδοψυχίατρο, χωρίς το παιδί αυτό, ο Σασά, να έχει ποτέ του συναντηθεί µε ψυχολόγο πριν το κατευθύνουν προς ένα από εκείνα τα γαλλικά κέντρα που ειδικεύονται στη διεµφυλική ταυτότητα των ανηλίκων (υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα στο Παρίσι), χωρίς να έχουν δει το παιδί µόνο του, όπως άλλωστε ούτε και τους δύο γονείς του, χωρίς ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, χωρίς το παιδί να έχει αρθρώσει λόγο εκτός από ελάχιστες φράσεις, και πάντα μπροστά στη μητέρα του, χωρίς καν να το αφήνουν να απαντήσει µόνο του στις λιγοστές ερωτήσεις που του θέτουν. Στο δεύτερο ραντεβού µε την παιδοψυχίατρο, δυο τρεις μήνες αργότερα, δεν έχουν ακόμη δει το παιδί µόνο του (απ’ όσο ξέρουμε) και δεν του έχει γίνει η παραμικρή ψυχολογική εξέταση. Απεναντίας. κανονίζεται χωρίς αναβολή ραντεβού µε τον ενδοκρινολόγο, ώστε να διευθετηθεί το πρωτόκολλο «αλλαγής φύλου». Με έκπληξη διαπιστώνουμε πως είναι δυνατόν να παραβιάζεται το ιατρικό απόρρητο και να κινηματογραφούνται «πραγματικές» ιατρικές επισκέψεις. Ο Σασά εκτίθεται/επιδεικνύεται στο βλέμμα του ευρέος κοινού· τι γνώμη θα έχει άραγε ο ίδιος γι’ αυτό όταν ενηλικιωθεί; Και στους τηλεθεατές παρουσιάζεται αυτό το, αν µη τι άλλο, μεροληπτικό μοντάζ για να καταδείξει την «ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου».
Όσο για τη θεραπεία, αυτή έγκειται στη συνταγογράφηση ορμονικών αναστολέων της ήβης, επιτρέποντας ταυτόχρονα στον Σασά να διατηρήσει, ει δυνατόν, τις αναπαραγωγικές του ικανότητες, είτε σταματώντας την αγωγή που αναστέλλει την ήβη του όσον καιρό θα χρειαστεί για τη συγκέντρωση σπερµατοζωαρίων (αλλά ο γιατρός είναι λιγότερο ευνοϊκός απέναντι σε αυτή την εναλλακτική), είτε µε µια in vitro ωρίμανση των όρχεων, αφού όλα αυτά «εξηγηθούν» µε λίγα λόγια σε ένα οκτάχρονο παιδί. Κανονίζεται λοιπόν να ξεκινήσει ο Σασά τη διαδρομή της φυλομετάβασης, που συνεπάγεται ριζική αλλαγή στην εμφάνισή του, έπειτα λήψη θηλυκών ορμονών διά βίου και χειρουργικό ευνουχισµό (αφαίρεση των όρχεων).
Μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Σασά ονειρεύεται να είναι κορίτσι και να αισθάνεται κορίτσι, είναι όμως αδιανόητο ένα τόσο μικρό παιδί να έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τα διακυβεύματα της «ιατρικής θεραπείας» της δυσφορίας του, καθώς και τα επακόλουθά της: επιπλοκές και παραιτήσεις για το υπόλοιπο της ζωής του. Αδιανόητο επίσης να μπορεί, στα οκτώ του χρόνια, να συλλάβει την πραγματικότητα της αφαίρεσης του γεννητικού του συστήματος, του οποίου η σεξουαλική χρήση τού είναι ακόμη άγνωστη, όπως του είναι άγνωστη και η σεξουαλικότητα του ενηλίκου. Ο Σασά βρίσκεται σε μια ηλικία στην οποία εμπιστεύεται κανείς τους ενηλίκους, ιδίως όταν θέλουν το καλό του: προφανώς αυτό ισχύει για τον γιατρό, που δείχνει να τον καταλαβαίνει, και για τους γονείς του, που εγκρίνουν τον γιατρό. Ίσως αυτό είναι που ονομάζουν «συναίνεση».
Αναπόφευκτα διαπιστώνουμε μια διπλή παράβαση σ’ αυτή την ταινία: πρώτον, απουσία ακρόασης των δύο γονιών, αλλά και, κυρίως, του παιδιού, πριν από τη διάγνωση δυσφορίας φύλου, και, δεύτερον, τη χορήγηση ορμονών αναστολής της ήβης σε ένα παιδί υγιές, το οποίο, αν δεν αλλάξει γνώμη, θα μετατραπεί σε διά βίου ασθενή.
Δεν γίνεται οι γιατροί να αγνοούν τις πολυάριθμες μελέτες[3] που δείχνουν ότι η πλειονότητα των παιδιών (85%) τα οποία επερωτούν την έμφυλη ταυτότητά τους παύουν μετά την εφηβεία να επιμένουν στο αίτημά τους για αλλαγή.[4] Γιατί λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, μόλις τεθεί η διάγνωση, οργανώνεται η εφαρμογή ενός πρωτοκόλλου για πολλά χρόνια, που περιλαμβάνει συναντήσεις µε ενδοκρινολόγους, προβλέψεις για την ωρίμανση των σεξουαλικών οργάνων που έχει το παιδί κατά τη γέννηση και προγραμματισμό χειρουργικών επεμβάσεων;
[1] Η προσφώνηση του τρανς ατόμου µε το όνοµα που του αποδόθηκε νοµικά όταν γεννήθηκε θεωρείται τρόπον τινά υποτίµηση, έως και κακοποίησή του, ως εάν αρνούµενη την ταυτότητά του (Σ.τ.Μ.).
[2] Έτσι μεταφράζουμε την détransition, δηλαδή την αναίρεση της φυλομετάβασης (Σ.τ.Μ.).
[3] Annelou L.C. de Vries, Thomas D. Steensma, Theo A.H. Doreleijers, Peggy T. Cohen-Kettenis, «Puberty suppression in adolescents with gender identity disorder: A prospective follow-up study», J Sex Med., 8 (8): 2276-83, 2011. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/20646177/
[4] Devita Singh, Susan J. Bradley, Kenneth J. Zucker, «A Follow-Up Study of Boys With Gender Identity Disorder», Frontiers in Psychiatry, 29/3/2021. www.frontiersin.org