του Σπύρου Κουτρούλη από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 21
Στο περιοδικό Ποιητική (τεύχος 5, Άνοιξη 1995) ο Γιώργος Κεχαγιόγλου γνώρισε στο κοινό ένα ιδιαίτερα σημαντικό υπόμνημα του Ελύτη για το Άξιον Εστί, που μέχρι τότε ήταν γνωστό μόνο σε μερικούς φιλολόγους και ερευνητές, όπως ο Γ. Σαββίδης και ο Κ. Φράιερ. Σε αυτό αποκαλύπτονται όχι μόνο στοιχεία της κοσμοθεωρητικής αφετηρίας του ποιητή αλλά και λεπτομέρειες για τον τρόπο της δημιουργίας του. Κατ’ αρχάς, ο Ελύτης συμπεραίνει ότι η Ελλάδα και ο ελληνισμός είναι μια αίσθηση ζωντανή και πάντα παρούσα, ενώ ρητορικά αναρωτιέται:
Ο άνθρωπος, μπορεί να ζήσει χωρίς κορυφές προς τις οποίες να τείνει; Τι θα αντικαταστήσει τη θυσία, τον ηρωισμό, την αγιότητα; Ο ποιητής πρέπει να κολακεύει τις ροπές του ανθρώπου της εποχής του ή πρέπει να τις κατευθύνει εκεί που αυτός νομίζει;[1]
Ο ποιητής μιλά για μια φυσική Μεταφυσική που εξαγιάζει τις αισθήσεις και ιεροποιεί την εγκόσμια ύπαρξη.
Κατά την προσωρινή διαμονή του σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ 1948 και 1951, ο Ελύτης βλέπει την τεράστια διαφορά στο βιοτικό επίπεδο ανάμεσα στην Ελλάδα και σε αυτές τις χώρες, ώστε για «δεύτερη φορά στη ζωή μου –η πρώτη ήταν στην Αλβανία– που έβγαινε από το άτομό μου και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου»[2]. Το ίδιο διάστημα καταδικάζει το πνεύμα της Αναγέννησης, ενώ καταλήγει σε έναν ανεστραμμένο χριστιανισμό, αφού ο άνθρωπος θα πρέπει να οδηγηθεί στην αγιότητα «όχι από το δρόμο της στέρησης αλλά από το δρόμο της πλήρωσης των αισθήσεων»[3].
Όμως, από το τυπικό της ορθόδοξης λειτουργίας θα λάβει το σχήμα το οποίο θα αποδώσει στο Άξιον Εστί, σημειώνει δε διαφωτιστικά:
Αγνοούσα εντελώς την εκκλησιαστική φιλολογία και από φόβο μήπως πέφτω σε μιμήσεις αλλά και από μιαν όψιμη περιέργεια για την τεχνική των Βυζαντινών, παράγγειλα και μου στείλανε μια «Συνέκδημο Ορθοδόξου». Πριν ακόμη πιάσω στα χέρια μου το βιβλίο, είχα φτιάξει μέσα μου τον πυρήνα ενός ποιητικού συνθετικού έργου που θα μπορούσε να βασισθεί στα τονικά συστήματα της Βυζαντινής ποίησης και κυρίως στην αρχιτεκτονική του τυπικού μιας Λειτουργίας ή Δοξολογίας. Από την άποψη αυτή, απογοητεύθηκα όταν μελέτησα τα κείμενα. Η ιεροτελεστία περιείχε στοιχεία που μόνον το θεαματικό τους μέρος μπορούσε να τ’ αξιοποιήσει. Πέρασα πολλές φάσεις. Τελικά, είδα ότι έπρεπε να φτιάξω ένα αυθαίρετο αλλά εξ ίσου αυστηρό σύστημα αλληλοδιαδοχής ειδών ποιητικών και να μη διστάσω μπροστά στην αντιφατικότητα μορφής και περιεχομένου[4].
Το ίδιο διάστημα, ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας και ο Γ. Τσαρούχης καταλήγουν ότι το πνεύμα και το τυπικό αρχαίας τραγωδίας ζει με αυθεντικό τρόπο στην ορθόδοξη λειτουργία.
Ο Ελύτης επιδιώκει να υπερβεί την Ελλάδα των διχασμών, των μερίδων που βρίσκονται σε διαμάχη, για να αναδειχθεί:
μια αίσθησις αΐδια και αναλλοίωτη στη φυσική της πραγματικότητα, στο ήθος των ανθρώπων της, στα μνημεία του λόγου και της τέχνης που έχει γεννήσει. Αυτήν προσπαθεί ν’ απομονώσει ο ποιητής που δεν μιλά και δεν πρέπει να μιλά στο όνομα μιας οποιασδήποτε μερίδας του συνόλου αλλά στο όνομα του συνόλου, με βάση το αναλλοίωτο που το χαρακτηρίζει. Αυτό που είναι ίδιο σ’ έναν αρχαίο Ναό, σε μια βυζαντινή εκκλησία και σ’ ένα νεοελληνικό λαϊκό κτίσμα, στον Θεοτοκόπουλο και στον Θεόφιλο (ίδε Σεφέρη), στον Σολωμό και στον Καβάφη, στον Ροΐδη και στον Παπαδιαμάντη. Η “αίσθησις” αυτή, στο βάθος, είναι μια αντιστοιχία της φύσης. Και η αντιστοιχία της πάλι στον τομέα της αισθητικής και της ηθικής, είναι ακριβέστατη – αρκεί να γνωρίζεις να τη διακρίνεις[5].
Στο κεφάλαιο «Πάθη, Β΄», ξεκινά με την αναφορά στην ελευθερία, τη γλώσσα και τον Δ. Σολωμό:
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική / το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου / Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου… Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου / Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου[6].
Ο Ελύτης δίνει την ακόλουθη ερμηνεία:
Όταν μιλά ο ποιητής για τη γέννηση του, μιλά ταυτόχρονα για τη γέννηση της Ελευθερίας. Όταν υμνεί την Ελευθερία, υμνεί ταυτόχρονα, και με τα ίδια λόγια, τη γλώσσα (η αναφορά στον Σολωμό, που είναι η αφορμή της ωδής, είναι αναφορά ταυτόχρονα και στο “μήγαρις έχω τίποτε άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;”)[7]
Στο «Ανάγνωσμα Πρώτο» γίνεται αναφορά στην πορεία προς το μέτωπο:
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ώς τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ώς Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο…[8]
Ακολουθεί η «Ωδή Β΄», για την οποία ο Ελύτης δίνει την ακόλουθη ερμηνεία:
Η Ελλάδα νέα, αλλά γεμάτη παμπάλαιες φωνές – ο ποιητής νέος, αλλά γεμάτος παμπάλαιες φωνές, ιδού το μοτίβο της ταύτισης που συνεχίζεται και ανοίγει δρόμο στις σκηνές του δράματος. Είμαι ο αδερφός με τον λειψό κλήρο, ακριβώς όπως η Ελλάδα είναι η αδερφή των εθνών που της δόθηκε ένα σαμάρι από πέτρες και οι συνήθειες των φιδιών. Ωστόσο, αυτή η πέτρα είναι που θα δώσει τους Χρησμούς, και αυτή η αδικία προς τον ποιητή που θα δώσει το φως της δόξας του[9].
Στον «Γ΄ Ψαλμό», που ακολουθεί το «Πρώτο Ανάγνωσμα», ανιχνεύει τη σκληρότητα του καιρού του. Η λέξη «πέτρα», που χρησιμοποιείται και επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, συμβολίζει ακριβώς την οδύνη και την τραγικότητα των εμπειριών αυτών. Όμως, η θυσία στην οποία θα υποβληθεί η γενιά του και ο προγενέστερος σπουδαίος πολιτισμός, θα είναι τελικά τα πιο ισχυρά μέσα άμυνας στους εισβολείς. Γράφει ο Ελύτης:
Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας / όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του / Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα / όπως ο ασκητής το Θεό του. / Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι / και στα κρυφά μου αντικαταστήσανε / την παρθένα του βλέμματος. / Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή / και την πατήσανε χάμου σαν έντομο. Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε και στερνά την πέτρα μου αφήνανε, / τρομερή ζωγραφιά μου. / Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν, με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου. / Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός, τόσο βγαίνει πιο καθαρός / ο χρησμός απ’ την όψη μου: ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ / ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ![10]
Ο «Ψαλμός Ζ΄» επιστρέφει περισσότερο εμφατικά:
Ήρθαν / ντυμένοι “φίλοι”, / αμέτρητες φορές οι εχθροί μου / το παμπάλαιο χώμα πατώντας. / Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους[11].
Ο Ελύτης ερμηνεύει:
Οι άπειρες φορές που προσπάθησαν οι ξένοι να ριζώσουν σ’ αυτά τα χώματα δίχως να το κατορθώσουν. Ότι το χώμα “δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους” υψώνεται σε σύμβολο με σημασία μεταφυσική[12].
Ο «Ψαλμός Η΄» συνεχίζει στον ίδιο τόνο:
Ήρθαν με τα χρυσά σειρήτια / τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία! / Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας / και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν[13].
Ο Ελύτης εξηγεί:
Διακρίνονται καθαρά οι δύο μόνιμοι κίνδυνοι από Βορρά και από Ανατολή, με τις στρατιωτικές φορεσιές. Οι προσπάθειες των εχθρών τείνουν ν’ αλλάξουν όχι μόνο τις υλικές συνθήκες αλλά βαθύτερα, την ψυχική ιδιοσυστασία του Έλληνα[14].
Το «Ανάγνωσμα Τρίτο» αναφέρεται σε ένα πραγματικό περιστατικό, μια τεράστια αντικατοχική διαδήλωση ανήμερα της 25ης Μαρτίου. Η αναγέννηση της φύσης και του κόσμου την άνοιξη έρχεται σε κτυπητή αντίθεση με το αίμα των δολοφονημένων νέων:
Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στη πρωτεύουσα, να βγούν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη… Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ απ’ την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα[15].
Οι επόμενοι στίχοι εξυμνούν τη θυσία αλλά και την ίδια την πατρίδα:
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική / μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου! / Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά / και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα! / Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά / στον αιθέρα στέκει να και στη θάλασσα μόνη της![16]
Ο «Ψαλμός Θ΄» και ο «Ψαλμός Ι΄» αναφέρονται στους εσωτερικούς κινδύνους, αφού διμέτωπα ο ποιητής επικρίνει αφενός τον κοσμοπολίτη μεγαλοαστό και αφετέρου τους μηδενιστές του έθνους. Γράφει ο Ελύτης:
Αυτός είναι / ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας! / Θύρες επτά τον καλύπτουνε / και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του[17].
Και εξηγεί:
Ο ένας είναι ο τύπος του κοσμοπολίτη μεγαλοαστού που εξαγοράζει τα πάντα και κινείται με άνεση παντού, που μιλά πολλές γλώσσες και έχει πολλές γυναίκες αλλά γι’ αυτό καμιά, με τη βαθύτερη έννοια της βιωμένης κατάστασης[18].
Στον «Ψαλμό Ι΄» γράφει:
ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς: / ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος! / Ο αναίσθητος / που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά / και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε / αυτός αναίτια σκυθρωπιάζει[19].
Εξηγεί δε ο Ελύτης:
Το ίδιο με τους αντίποδες των κεφαλαιοκρατών / τους εκφυλισμένους “δήθεν μοντέρνους” νέους, που δεν πιστεύουν σε τίποτε και κηρύττουν ψευδοεπαναστάσεις. Εδώ η πλάστιγγα (όσον αφορά εκείνον που μιλεί) γέρνει λιγότερο από το μέρος του Έλληνα και περισσότερο από το μέρος του ποιητή που απολογείται για όσα κατά καιρούς τού έχουν καταμαρτυρήσει[20].
Το «Ανάγνωσμα Τέταρτο» αναφέρεται «σ’ ένα πραγματικό περιστατικό γεγονός της Κατοχής, ένα “μπλόκο” σε συνοικισμό της Αθήνας. Η δυσκολία ήτανε να ενταχθούν χωρίς υπερβατικό νόημα σ’ ένα κείμενο κατά τα άλλα ρεαλιστικό, χωρίς να χαθεί η ενότητα του ύφους»[21]. Το μπλόκο στο οποίο αναφέρεται ο Ελύτης το πιθανότερο είναι αυτό της Κοκκινιάς, γνωστό όχι μόνο από τις αφηγήσεις όσων το έζησαν αλλά και από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Άδωνι Κύρου:
Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγαίνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισια ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ώς κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Άλλος τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε… Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων[22].
Η «Ωδή Η΄», σύμφωνα με τον Ελύτη, είναι «τονισμένη επάνω στο γνωστότατο: Έρραναν τον τάφον αι μυροφόραι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι»[23]. Ανάμεσα σε άλλα, γράφει στην Ωδή αυτή ο ποιητής:
Μες στην έρμη κι άδεια πολιτεία μένει / το χέρι που μονάχα / Με μπογιά θα γράψει στους μεγάλους τοίχους / ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ[24].
Για τον «Ψαλμό ΙΑ΄» εξηγεί:
Μετά από το αποκορύφωμα της απελπισίας και το βύθισμα στην έσχατη κατάπτωση – η ανάγκη του καθαρμού. Εδώ λειτουργεί το “ξόρκι” σαν έννοια καθαρά νεοελληνική, ανεβασμένη στο πνευματικό επίπεδο[25].
Εδώ χρησιμοποιεί τη βρύση του Μαυρογένη στην Πάρο, που συνδυάζει στοιχεία του αρχαίου ναού με εικονοστάσι της υπαίθρου, ενώ το νερό που ρέει συμβολίζει την κάθαρση στον εξαγνισμό. Σε αυτό ο ποιητής γράφει:
Όπου και να θολώνει ο νους σας, / μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό / και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη[26].
Ο Ελύτης θα αναφέρει την κριτική του στάση προς την Ευρώπη:
Στην Ευρώπη όταν πρωτοπήγα και ενώ οι άλλοι ξεσπούσαν σε θαυμασμούς για τα πάντα ήταν τόση η μη-προσαρμοστικότητά μου στο Υπέρμετρο (στις τερατώδεις μεγαλουπόλεις, στους φορτωμένους και δαιμονοστολισμένους καθεδρικούς ναούς, στα παμφάγα μαύρα κτίρια) ώστε κάθε τόσο αναγκαζόμουνα να φέρνω στο νου μου ένα νησί φανταστικό –κάτι ανάμεσα σε Ύδρα και Άνδρο– με ρεματιές ανθισμένες, αρχοντικά και μουράγια με κανόνια και σημαίες, για να ξαναβρώ την ισορροπία μου[27].
Στο «Ανάγνωσμα Πέμπτο», με τίτλο «Η αυλή των προβάτων», ο Ελύτης με παραβολικό τρόπο αναφέρεται στον διχασμό και στον Εμφύλιο. Γράφει ο ποιητής, για να αποδώσει την τραγικότητα του καιρού:
Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ’ αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέσανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω τίποτε. Μόνο αγέρας βουΐζοντας μέσα στα μεσοδόκια και στα λίγα καμένα λιθάρια μεριές-μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων. Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα χτυπούσανε ν’ ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβάτου δεν ακούστηκε παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που ’γερνε μες στις φλόγες τις ύστερες να καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων[28].
Στην «Ωδή Ι΄» υπάρχει αναστροφή του απαισιόδοξου κλίματος, καθώς γράφει ο ποιητής:
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα / Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα / Των φονιάδων το αίμα με φως / ξεπληρώνω / Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο[29].
Στην «Ωδή ΙΑ΄» επαναλαμβάνεται: «ΘΑ ΚΑΡΩ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων», καθώς η αισθητική και ο κόσμος εξαγιάζεται και θεώνεται.
Το «Ανάγνωσμα Έκτο», με τίτλο «Προφητικόν», είναι ένα από τα πιο σημαντικά αποσπάσματα, που, σύμφωνα με τον Ελύτη, την τεχνική την εμπνεύστηκε αυτούσια από τις Ακολουθίες της ορθόδοξης λειτουργίας. Ξεκινώντας, γράφει:
ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πεί: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο. Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών. Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων. Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων[30].
αλλά θα τελειώσει:
Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων![31]
Το τελευταίο μέρος του Άξιον Εστί, που ονομάζεται «Το Δοξαστικόν», είναι η αποκορύφωσή του και η αισιόδοξη πεποίθηση ότι το κακό το έχουμε αφήσει πίσω. Ο ποιητής κινείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Αυτή είναι λύση, η έξοδος από την τραγωδία. Με τον τρόπο του Ηράκλειτου, το ίδιο συναντά και εναρμονίζεται με το ενάντιο:
Σε ΧΩΡΑ μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ’ ακολουθούν κορίτσια κυανά κι αλογάκια πέτρινα / με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο… / Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο… / Τώρα το χέρι του Θανάτου / αυτό χαρίζει τη Ζωή / και ο ύπνος δεν υπάρχει. / Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού / κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα: / ΝΥΝ και ΑΙΕΝ το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. / Αιέν και αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν / ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα[32].
Γράφει στο «Δοξαστικόν» ο ποιητής:
Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή / Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη[33],
αλλά και:
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας / τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες / τα κορίτσια τ’ Αγγεία των Μυστηρίων / τα γεμάτα ώς πάνω και τ’ απύθμενα[34],
αλλά και:
τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος[35],
μα και:
Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο / στην κατεστραμμένη του φωνή ο Ηράκλειτος[36].
Το τέλος είναι η αποκορύφωση:
Νυν η ταπείνωση των Θεών. Νυν η σποδός του Ανθρώπου / Νυν Νυν το μηδέν / και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας![37]
Είχε την τύχη η ποίηση του Ελύτη να ντυθεί με την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και τον λόγο του Γρηγόρη Μπιθικώτση και του Μάνου Κατράκη. Χάρη σ’ αυτές, αποδόθηκε μουσικά η ουσία του έργου, ακούστηκε σε ένα κοινό που ίσως δεν είναι συνηθισμένο στην ανάγνωση της ποίησης, και αποκαλύφθηκαν νέες δυνατότητές του. Αλλά ήταν ταυτόχρονα μια μέγιστη πράξη εθνικής συμφιλίωσης, αφού ένας χαρισματικός συνθέτης που προερχόταν από την ηττημένη και διωκόμενη Αριστερά έκανε γνωστό το έργο ενός ποιητή που δεν ερχόταν από την Αριστερά, όπως άλλωστε ο Σικελιανός και ο Σεφέρης, που όμως αποτύπωνε την κοινή τραγωδία του ελληνικού λαού, ταυτόσημη σε όλους, ανεξάρτητη από ιδεολογίες ή κοινωνικές αναφορές.
Ο Οδυσσέας Ελύτης τελικά ενσωμάτωσε το πνεύμα του πολέμου και της αντίστασης στη μακρά πορεία του ελληνισμού μέσα στην ιστορία. Μας έδωσε όλη την οδύνη, τη σκληρότητα, την τραγικότητα του αγώνα ενός μικρού λαού να σταθεί όρθιος, αξιοπρεπής και ελεύθερος, καθώς ήταν σε σύγκρουση με εχθρούς μεγαλύτερους, με δυνάμεις υπέρτερες, που τον ξεπερνούσαν. Είδε ότι το πνεύμα της αντίστασης έρχεται από πολύ μακριά και είναι αυτό που δίνει νόημα στις κατά τα άλλα παροδικές επιμέρους υπάρξεις. Στο ποιητικό του έργο ενσαρκώθηκε με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο η προσωπική του φιλοσοφία, η εναρμόνιση του γήινου με το αιώνιο (για την ακρίβεια, το αιώνιο ταυτίζεται με τις αισθήσεις, και το πνεύμα με την ύλη), η τοποθέτηση του ελληνισμού ως διακριτού πνευματικού μεγέθους ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, η πεποίθηση ότι είμαστε ικανοί να λαμβάνουμε και να αφομοιώνουμε από τους άλλους, αλλά και να τους ανταποδίδουμε με τη σειρά μας τα μέγιστα. Η δική του προσωπική εμπειρία, συνεπώς, ήταν η αφορμή για να αποδώσει λυρικά την καθολική εμπειρία. Γι’ αυτό, σε έναν διαρκή, αέναο κύκλο, επιστρέφει από το προσωπικό στο συλλογικό και από το συλλογικό στο προσωπικό. Ο στίχος του «της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα», κατά συνέπεια, είναι κυριολεκτικός, αφού από αυτήν εμπνεύστηκε, ενώ τη μοντέρνα γραφή, την οποία έχει ως αφετηρία, την προσάρμοσε, για να τελεσφορήσει και να καρποφορήσει στη λαϊκή και εκκλησιαστική παράδοση. Ο ποιητής τελικά νικά τον θάνατο, καταφάσκει τη ζωή, και από τη ζωή εγγίζει την αιωνιότητα. Ο πλούτος της γλώσσας του προέρχεται από τη μοναδική οικείωση που έχει όχι μόνο με τη διαχρονική της εξέλιξη, αλλά και με τις τοπικές της εκδοχές. Όμως, αυτή η γλώσσα, η τόσο ελληνοκεντρική, δεν στάθηκε εμπόδιο για τη διεθνή του κατανόηση, αλλά ούτε και για τη διεθνή του αναγνώριση, που άλλωστε έγινε με πολλούς τρόπους.
[1] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», περιοδικό Ποιητική, τεύχος 5, Άνοιξη 1995, σ. 33.
[2] Ό.π., σ. 35.
[3] Ό.π., σ. 36.
[4] Ό.π., σ. 36.
[5] Ό.π., σ. 47.
[6] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, εκδ. Ίκαρος, σ. 28.
[7] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», ό.π., σ. 49.
[8] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, σ. 30.
[9] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», ό.π., σσ. 54-55.
[10] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, σ. 34.
[11] Ό.π., σ. 42.
[12] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», ό.π., σ. 56.
[13] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, σ. 43.
[14] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», ό.π., σ. 56.
[15] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, σ. 45.
[16] Ό.π., σ. 46.
[17] Ό.π., σ. 47.
[18] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», ό.π., σ. 57.
[19] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, σ. 48.
[20] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», ό.π., σ. 57.
[21] Ό.π., σ. 58.
[22] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, σσ. 50-51.
[23] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», ό.π., σ. 58.
[24] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, σ. 52.
[25] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», ό.π., σ. 58.
[26] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, σ. 54.
[27] Ο. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί – συνοπτικό διάγραμμα», ό.π., σσ. 58-59.
[28] Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, σσ. 59-60.
[29] Ό.π., σ. 61.
[30] Ό.π., σ. 65.
[31] Ό.π., σ. 67.
[32] Ό.π., σ. 70.
[33] Ό.π., σ. 77.
[34] Ό.π., σ. 80.
[35] Ό.π., σ. 84.
[36] Ό.π., σ. 87.
[37] Ό.π., σ. 88.