Αρχική » Η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση ως «Πρωτόγονη συσσώρευση»

Η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση ως «Πρωτόγονη συσσώρευση»

από Άρδην - Ρήξη

Στρατιώτες κατάσχουν σιτηρά από αγρότες στο Νοβοκράσνε της Ουκρανίας, το 1932, κατά τη διάρκεια του Χολοντόμορ

Το καλοκαιρινό αφιέρωμα της ιστοσελίδα του Άρδην θα επιχειρήσει να διερευνήσει το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού που στοίχειωσε τον 20ό αιώνα, αλλά τον βλέπουμε με διάφορα προσωπεία να ξεπηδά και στον 21ο αι. Με οδηγό το εμβληματικό έργο του Κώστα Παπαϊωάννου, Η γένεση του Ολοκληρωτισμού (πρωτοεκδόθηκε μόλις το 1959, δ΄ συμπληρωμένη έκδοση του 2017 με επίμετρο του Γιώργου Καραμπελιά) θα διερευνήσουμε διάφορες πτυχές του ολοκληρωτισμού. Θα δούμε πώς από “το ζενίθ του Οκτώβρη του 1917 φτάσαμε στο ναδίρ των γκουλαγκ” και θα διαπιστώσουμε πώς το λενινιστικό – σταλινικό πρότυπο επιβιώνει παραλλαγμένο και σήμερα.

Η αναγκαστική κολεκτιβοποίηση: ο Στάλιν πιο τροτσκιστής από τον Τρότσκι

Αυτό το γόρδιο δεσμό επρόκειτο να κόψει το σπαθί της Γκεπεού: η λεγόμενη «αποκουλακοποίηση της υπαίθρου» μπορεί να θεωρηθεί σαν το κλασικό υπόδειγμα της κοινωνικής στρατηγικής του ολοκληρωτικού κράτους.

Η θεμελιώδης ώθηση ήρθε φυσικά από το Κέντρο που άλλαξε την πολιτική του απέναντι στους αγρότες, έβγαλε τους «δεξιούς» (Μπουχάριν, Τόμσκι) από την κυβέρνηση, κινητοποίησε όλο τον προπαγανδιστικό του μηχανισμό για να δημιουργήσει μια «αντικουλακική» ψύχωση κι έναν ενθουσιασμό για την «κολεκτιβοποίηση», κινητοποίησε όλες τις ένοπλες δυνάμεις για να σπάσουν την αντίσταση των χωρικών και έβαλε στη διάθεση των κολχόζ όλα τα υπάρχοντα υλικά μέσα και τεχνικά στελέχη: έτσι, ύστερα από μια απόφαση της Κ.Ε. του Κ.Κ. της 17-11-1929, το κόμμα έστειλε στα χωριά 25.000 επίλεκτους βιομηχανικούς εργάτες για να βάλουν μπρος τη μηχανοποίηση των κολεκτιβιστικών αγροκτημάτων.

Αυτός ο συνδυασμός της προπαγάνδας, της βίας και της τεχνικής βοήθειας δεν μπορούσε να γίνει αποτελεσματικός παρά μόνο στο μέτρο που οι τοπικές αρχές θ’ αποκτούσαν δικτατορικά δικαιώματα πάνω στην αγροτική μάζα. Το παλαιό προσωπικό των σοβιέτ των χωριών καθαιρέθηκε γιατί «είχε αποδειχθεί ανάξιο να διευθύνει το κολεκτιβιστικό κίνημα»[1] και το καινούργιο ανέλαβε την υποχρέωση «να πάρει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να χτυπήσει τους κουλάκους, δηλαδή να δημεύσει ολοσχερώς την περιουσία τους και να τους εκτοπίσει από τα χωριά, τις περιφέρειες και ακόμα και από τις επαρχίες τους»[2].

Αλλά τα διοικητικά αυτά μέτρα δεν ήταν αρκετά: για να βρεθούν τα κρυμμένα τρόφιμα, να λεηλατηθούν οι αποθήκες των κουλάκων και να σπάσει η παθητική αντίσταση των μεσαίων χωρικών, που δεν έβλεπαν κανένα λόγο να χάσουν την ανεξαρτησία τους μπαίνοντας στα κολχόζ, έπρεπε επιπλέον να κινητοποιηθούν οι «μάζες», δηλαδή η μειοψηφία των φτωχών χωρικών που είχαν όλους τους λόγους να μισούν τους κουλάκους, να ονειρεύονται τα παραδεισιακά κολχόζ με τα οποία τους βομβάρδιζε η προπαγάνδα και να θέλουν όντως να μπουν στα πραγματικά κολχόζ που φτιάχνονταν με τη δημευμένη περιουσία των κουλάκων.

Το αποτέλεσμα των συνδυασμένων ενεργειών του κέντρου, των διαφόρων τοπικών σατραπών και των φτωχών χωρικών ήταν να πάρει η «κολεκτιβοποίηση» την όψη μιας θεομηνίας. Στρατιωτικά αποσπάσματα περικύκλωναν τα χωριά και, υπό την απειλή των μυδραλιοβόλων, επέτασσαν το στάρι, ανάγκαζαν τους χωρικούς να σχηματίσουν κολχόζ, «κοινωνικοποιούσαν» ακόμα και τα κοτόπουλα και έστελναν κοπάδια τους κουλάκους στη Σιβηρία. Μέσα σε λίγους μήνες, «η ύπαιθρος έγινε μια κόλαση. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρικών αντιστάθηκε απεγνωσμένα στην κυβέρνηση. Η κολεκτιβοποίηση εκφυλίστηκε σε μια στρατιωτική επιχείρηση, σε έναν απηνή εμφύλιο πόλεμο»[3].

Προπαγανδιστική αφίσα με σύνθημα: «Ας καταστρέψουμε τους ”κουλάκους” ως τάξη»

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, εξαφανίστηκε ολάκερη η τάξη των κουλάκων που, μαζί με τις οικογένειές τους, αποτελούσαν μια μάζα από 8-10 εκατομμύρια άτομα – δηλαδή έναν πληθυσμό ανώτερο από τον πληθυσμό της Ελλάδος. Και η δήμευση της περιουσίας τους έδωσε ένα κέρδος στο κράτος που ο Στάλιν το υπολόγισε σε 400 εκατομμ. ρούβλια[4]. Αλλά, πολύ γρήγορα, το κύμα της «κολεκτιβοποίησης» σάρωσε και τους μεσαίους αγρότες. Ιδού πώς παρουσιάζεται, εβδομάδα με την εβδομάδα, η εξέλιξη αυτής της πρωτοφανούς στα χρονικά βίαιης προλεταριοποίησης του αγροτικού πληθυσμού[5]:

25. Το πρώτο κύμα της κολεκτιβοποίησης: 1930

 20-1-19301-2-193010-2-193020-2-19301-3-1930
Κολχόζ (σε χιλιάδες)     59,4     87,5    103,7    108,8    110,2
 Αγροτικές οικογ. σε κολχόζ (σε χιλιάδες)4.393,18.015,110.935,113.675,114.264,3
Αγροτ. οικογένειες σε κολχόζ επί τοις % των οικογενειών 21,6 32,5  42,4    52,7  55,0

Την 1η Μαρτίου 1930, τα 55% των αγροτικών οικογενειών είχαν μπει «εθελουσίως» και «με ενθουσιασμό» στα κολχόζ. Αυτό σήμαινε ότι η τρομοκρατία είχε φτάσει στο απροχώρητο! Έτσι, δεν είναι ν’ απορούμε που το ίδιο το κράτος αναγκάστηκε να υποχωρήσει: στις 2 Μαρτίου 1930, ο Στάλιν δημοσίευσε στην Πράβντα το πολύκροτο άρθρο του, «Ο ίλιγγος της επιτυχίας»[6], όπου έριξε όλες τις ευθύνες στους υφισταμένους του και έδωσε το σύνθημα της διάλυσης όλων των κολχόζ που είτε είχαν γίνει με καθαρά καταναγκαστικά μέσα, είτε δεν ανταποκρίνονταν σε καμιά άμεση οικονομική ανάγκη, και που οπωσδήποτε το κράτος δεν μπορούσε να τα ενισχύσει με μηχανές και τεχνικούς. Έτσι, την 1η Μαΐου 1930, ο αριθμός των κολχόζ έπεσε στις 82,3 χιλιάδες[7]. Ο αριθμός των οικογενειών των οργανωμένων στα κολχόζ έπεσε από 14,264 εκατομμ., την 1η Μαΐου 1930, σε 5,778 την 1η Μαΐου 1930: μέσα σε τρεις μήνες, οκτώμισι εκατομμύρια αγροτικές οικογένειες, κάπου 40 εκατομμύρια άτομα, έζησαν ένα εφιαλτικό ταξίδι μετ’ επιστροφής από τον «καπιταλισμό» στον «σοσιαλισμό» και από τον «σοσιαλισμό» στον «καπιταλισμό»!

Οπωσδήποτε, το 1/4 σχεδόν του αγροτικού πληθυσμού είχε ενταχθεί εθελοντικά ή με τη βία στα κολχόζ: το πρόβλημα του ανεφοδιασμού των πόλεων σε δημητριακά έμοιαζε να λύνεται. Αντ’ αυτού, είχε επιδεινωθεί λόγω της καταστροφής των παραγωγικών μέσων και της παθητικής αντίστασης των αγροτών (βλ. § 91). Έτσι, το φθινόπωρο του 1930, ξέσπασε το δεύτερο κύμα της «κολεκτιβοποίησης» που κορυφώθηκε το 1931-32 για να σκεπάσει ολάκερη την ύπαιθρο ανάμεσα στο 1934-36. Ιδού η συνολική εικόνα αυτής της «δεύτερης επανάστασης» στην ύπαιθρο[8]:

26. Η προλεταριοποίηση του αγροτικού πληθυσμού: α) Τα κολχόζ 1930-1936
ΈτοςΑριθμός κολχόζ σε χιλιάδεςΑγροτικές οικογένειες οργανωμένες σε κολχόζΓη ανήκουσα σε κολχόζ
Σε εκατομ.Σε % του συνόλουΣε εκατομ. εκτάριαΣε % του συνόλου
192957,0 1,0 3,9 4,2 4,9
193085,9 6,023,638,133,6
1931211,113,052,779,067,8
1932211,114,961,591,577,7
1934233,315,771,498,681,4
1935243,417,383,2104,584,1
1936244,218,490,5110,588,2

Παράλληλα, αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των κρατικών αγροκτημάτων (σοβχόζ) που υποτίθεται ότι θα εξαφάνιζαν εντελώς το πνεύμα της ιδιωτικής επιχείρησης και θα εξομοίωναν πλήρως τους μισθωτούς εργάτες της υπαίθρου με τους μισθωτούς εργάτες της βιομηχανίας[9]:

27. Η προλεταριοποίηση του αγροτικού πληθυσμού: β) τα σοβχόζ

ΈτοςΑριθμός σοβχόζΕργάτες και προσωπικό σε χιλιάδεςΓη ανήκουσα σε σοβχόζ, σε εκατομ. εκτάριαΤρακτέρ ανήκοντα σε σοβχόζ, σε χιλιάδες
19281.400 316,8 1,7 6,7
19324.3371.891,013,464,0
19383.9921.319,012,485,0

Μέσα σε 4 χρόνια, το κράτος τοποθέτησε στα σοβχόζ γύρω στα 15 δισεκατομμ. ρούβλια. Ο αριθμός τους τριπλασιάστηκε, οι γαίες που τους παραχωρήθηκαν οκταπλασιάστηκαν και εξαπλασιάστηκε το εργατοϋπαλληλικό τους προσωπικό.  Ταυτόχρονα, το κράτος τα εφοδίασε με όλα τα δυνατά τεχνικά μέσα: το 1932, 4.337 σοβχόζ, που αντιπροσώπευαν τα 12,5% του πληθυσμού του απασχολούμενου στη γεωργία και συγκέντρωναν το 1/6 των καλλιεργούμενων εκτάσεων, είχαν 64.000 τρακτέρ· δηλαδή, μόνο 11.000 τρακτέρ λιγότερα από τα 75.000 που βρίσκονταν στη διάθεση των 2.446 Σταθμών Μηχανών και Τρακτέρ, που εξυπηρετούσαν 211.000 κολχόζ, με σχεδόν 15 εκατομμύρια μέλη, αντιπροσωπεύοντας τα 61,5% του αγροτικού πληθυσμού και συγκεντρώνοντας πάνω από τα 3/4 του συνόλου των καλλιεργουμένων εκτάσεων.

Αυτή η προνομιακή μεταχείριση των σοβχόζ δείχνει τι ελπίδες τους είχε εναποθέσει το καθεστώς. Στην πραγματικότητα, οι ελπίδες αυτές διαψεύσθηκαν. Ήδη το 1931, το πόρισμα μιας κρατικής επιτροπής ελέγχου ήταν δυσμενέστατο για τα περισσότερα από τα σοβχόζ: «η διαχείρισή τους γινόταν με έναν αντι-οικονομικό τρόπο και έδειχναν μια απαράδεκτη και εγκληματική στάση απέναντι στην κρατική ιδιοκτησία»[10].

Ήταν σαφές ότι η γενίκευση της μισθωτής εργασίας και η εισαγωγή της και στην αγροτική παραγωγή δεν ήταν οικονομικά αποδοτική: γι’ αυτό, ανάμεσα στο 1934 και το 1937, αφαιρέθηκε από τα σοβχόζ το ¼ σχεδόν από τη γη που τους είχε παραχωρηθεί.

Όλο το βάρος θα έπεφτε στα κολχόζ, που εξυπηρετούσαν εξίσου τις κρατικές ανάγκες και που άφηναν ταυτόχρονα στα μέλη τους μια σχετικότατη ανεξαρτησία.

Πάνω σε ποια βάση στηρίζονταν αυτά τα κολχόζ;

[….]

Αγρότες ψηφίζουν με “ενθουσιασμό” υπέρ της ένταξής τους σε κοχλόζ (1929, φωτογραφία: Γκαλερί Nailya Alexander).

 «Πρωτόγονη συσσώρευση» και «κολεκτιβοποίηση»

Η επισκόπηση αυτή των μεθόδων εκμετάλλευσης της εργασίας, που συνόδευσαν τη διείσδυση της γραφειοκρατίας μέσα στην αγροτική οικονομία και την ολοκληρωτική της επικράτηση πάνω στον προλεταριοποιημένο πληθυσμό, μας φέρνει άμεσα στο νου τη θεωρία που αναπτύσσει ο Μαρξ στην παράγραφο «Μεγάλη Βιομηχανία και Γεωργία» του Κεφαλαίου:

Στη γεωργία, όπως και στη βιομηχανία, η καπιταλιστική μεταμόρφωση της παραγωγής παρουσιάζεται σαν ένα μαρτυρολόγιο των παραγωγών. Κι εδώ το όργανο της εργασίας γίνεται όργανο καταπίεσης, εκμετάλλευσης και απαθλίωσης των εργαζομένων. Κι εδώ η κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας παρουσιάζεται σαν οργανωμένη καταπίεση της ατομικής ζωτικότητας, ελευθερίας και ανεξαρτησίας των παραγωγών[11].

Αν κανείς σημερινός αγρότης, στις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες, δεν μπορεί ν’ αναγνωριστεί σ’ αυτή την εικόνα, ποιος δεν αναγνωρίζει τις μεθόδους που χρησιμοποίησε ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός για να μετατρέψει τη μηχανοποίηση της γεωργίας σε όργανο καταπίεσης και εκμετάλλευσης των παραγωγών και να μετατρέψει την κολεκτιβοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας σε μέσο εξουθένωσης του ατόμου;

α) Η λύση του επισιτιστικού προβλήματος

Οπωσδήποτε, oι μέθοδοι που χρησιμοποίησε η γραφειοκρατία ήταν τόσο αποτελεσματικές ώστε λύθηκε για πάντα το πρόβλημα του ανεφοδιασμού των πόλεων σε δημητριακά, που είχε προκαλέσει τη «δεύτερη επανάσταση» στην ύπαιθρο: Πριν από την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, όσον καιρό δηλαδή oι σχέσεις ανάμεσα στην ύπαιθρο και τις πόλεις είχαν καθαρά οικονομικό ανταλλακτικό χαρακτήρα, οι αγρότες δεν είχαν κανένα συμφέρον ν’ αυξήσουν την ποσότητα των τροφίμων που πουλούσαν στις πόλεις και οι αστικοί πληθυσμοί αναγκάζονταν ν’ αρκούνται σε λιγότερες ποσότητες από πριν τον πόλεμο. Η αιτία ήταν απλώς ότι η ακρίβεια των βιομηχανικών προϊόντων που προσφέρονταν στην ύπαιθρο ήταν τέτοια, που τα χρήματα που βγάζαν οι αγρότες από την πώληση των προϊόντων τους στην αστική αγορά είχαν τη μισή αγοραστική δύναμη από πριν από τον πόλεμο.

Το αποτέλεσμα ήταν πρώτα ότι δεν βλέπαν κανένα λόγο να αυξήσουν τις σπορές και τις πωλήσεις. Βέβαια, αυτή καθ’ εαυτήν, μια τέτοια κατάσταση δεν παρουσιάζει τίποτε το δραματικό: σε οποιαδήποτε κανονικά λειτουργούσα οικονομία, σε οποιαδήποτε δημοκρατούμενη κοινωνία, το πρόβλημα αυτό θα λύνονταν «αυτοματικά» με την αύξηση των γεωργικών και τη μείωση των βιομηχανικών τιμών. Αλλά μια τέτοια οικονομική λύση ξεπερνούσε τις δυνατότητες της κρατικοποιημένης βιομηχανίας.

Το αποτέλεσμα ήταν 1) ότι οι πόλεις αντιμετώπισαν άμεσα το φάσμα της πείνας και 2) ότι ο ανεπαρκής ανεφοδιασμός των πόλεων σε γεωργικά προϊόντα έκανε αδύνατη κάθε περαιτέρω πρόοδο της βιομηχανοποίησης του τόπου, τη στιγμή ακριβώς που αυτή γίνονταν μια ζωτική ανάγκη για το καθεστώς: αν, το 1928, το κράτος δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη διατροφή των 10 εκατομμυρίων ανθρώπων που απασχολούνταν στη βιομηχανία και το εμπόριο, πώς ήταν δυνατό να αντιμετωπίσει το επισιτιστικό πρόβλημα που θα έθετε η σημαντική αύξηση του αστικού πληθυσμού που θα προκαλούσε κάθε εντατικοποίηση της βιομηχανικής προσπάθειας;

Συγκεκριμένα, ανάμεσα στο 1928 και το 1932, ο αριθμός των μη γεωργικών απασχολήσεων ανέβηκε από 11.600.000 σε 22.900.000. Ένας διπλασιασμός του μη αγροτικού ενεργού πληθυσμού μέσα σε 4 χρόνια είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία[12]: δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι θα ήταν ακατόρθωτος αν το κράτος δεν έπαιρνε με τη βία τα γεωργικά προϊόντα που δεν μπορούσε να αγοράσει. Η αδυναμία του κράτους να κατεβάσει τις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων και να περιορίσει έτσι το μονοπωλιστικό του υπερκέρδος, τη στιγμή που είχε περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη κεφαλαίων για να τα επενδύσει στη βιομηχανία, αλλά επίσης και η αντικειμενική λογική του συσχετισμού των δυνάμεων, που του απαγόρευε να παραδεχτεί μια οποιαδήποτε ύψωση των τιμών των γεωργικών προϊόντων, που θα δυνάμωνε ακόμα περισσότερο την κυρίαρχη θέση των κουλάκων στην ύπαιθρο: oι δυο αυτοί παράγοντες έκαναν αδύνατη τη λύση με οικονομικά μέσα της φαινομενικά ανώδυνης κρίσης του 1928-29 και ανάγκασαν το κράτος να προτιμήσει την πολιτική λύση του προβλήματος της σύνδεσης της αγροτικής παραγωγής με την αστική κατανάλωση. Κι η λύση αυτή ήταν η αναγκαστική ένταξη των αγροτών στα κολχόζ. Φτιαγμένο –όπως και η πομιεστιέ και το μιρ[13]– για αρχικά φοροτεχνικούς, θα μπορούσαμε να πούμε, λόγους, το κολχόζ ήταν το ύστατο μέσο που υπήρχε για να πάρει το κράτος στα χέρια του ένα ποσοστό της γεωργικής παραγωγής (ας πούμε τα 35%), που ουδέποτε θα το ’παιρνε με τα κλασικά μέσα της αγοραπωλησίας. Η δύναμη της συνήθειας, η μηχανοποίηση της γεωργίας και η τεχνική βοήθεια του κράτους θα μετατρέπαν με το χρόνο το κολχόζ σε μια αυθεντική οικονομική (και όχι πια μόνο «φορολογική») μονάδα.

Κατάσχεση σιτηρών κατά τη διάρκεια της βίαιης κολλεκτιβοποίησης

β) Από τις enclosures στα κολχόζ

Πώς να μη θυμηθούμε τις μεθόδους της «πρωτόγονης συσσώρευσης» που περιγράφει ο Μαρξ; Όντως, «η ιστορία της απαλλοτρίωσης» τόσο των Άγγλων yeomen όσο και των Ρώσων αγροτών «έχει γραφτεί στα χρονικά της ανθρωπότητας με αίμα και φωτιά»[14]. Τόσο στην Αγγλία του 16ου, του 17ου και του 18ου αιώνα, όσο και στην ΕΣΣΔ του 1928-1938, το κεφάλαιο «ήρθε στον κόσμο βουτηγμένο από το κεφάλι ως τα νύχια μες στο αίμα και το βούρκο»[15]. Ο Μαρξ περιγράφει τις «enclosures» και το Clearing of Estates με τις οποίες οι Άγγλοι μεγαλογαιοκτήμονες και βιομήχανοι απαλλοτρίωσαν την τάξη των ανεξάρτητων χωρικών. Στο σημείο αυτό, η «μαρξιστική» γραφειοκρατία δεν εφεύρε τίποτα το καινούργιο: όπως γίνηκε με τις enclosures στην Αγγλία, έτσι και τα κολχόζ πήραν διά νόμου (Ιανουάριος του 1930) το δικαίωμα να «στρογγυλέψουν» τα κτήματά τους περιλαμβάνοντας όλους τους κλήρους των ανεξάρτητων χωρικών που βρίσκονταν κοντά τους. Η μόνη διαφορά είναι ότι, στην Αγγλία, oι απαλλοτριώσεις έγιναν «με ατομικές βιαιοπραγίες που επί 150 χρόνια ματαίως πήγε να τις καταπολεμήσει η νομοθεσία: η πρόοδος του 18ου αιώνα συνίσταται στο ότι ο ίδιος ο νόμος (ο Μαρξ εννοείτα περίφημα enclosure acts) έγινε το όργανο της ληστείας στην ύπαιθρο»[16]. Αντίθετα, στην ΕΣΣΔ, ο νόμος υπήρξε ο υποκινητής της απαλλοτρίωσης: χωρίς την κρατική βία, η «κολεκτιβοποίηση» δεν θα ’χε γίνει ποτέ. Οπωσδήποτε, και στις δυο περιπτώσεις, «η διά της βίας απαλλοτριωμένη, κυνηγημένη και αλητοποιημένη αγροτική μάζα αναγκάστηκε από μια τερατωδώς τρομοκρατική (grotesk-terroristische) νομοθεσία να υποστεί την αναγκαία για το σύστημα της μισθωτής εργασίας πειθαρχία»[17].

Εδώ η βία δεν ήταν απλώς η «μαμή» του νέου καθεστώτος, όπως νόμιζε ο Μαρξ[18]: η κρατική βία δεν δημιούργησε μόνο τις προϋποθέσεις της επιβίωσης του γραφειοκρατικού καθεστώτος. Ταυτόχρονα απαλλοτρίωσε τη μάζα των ανεξάρτητων παραγωγών και δημιούργησε εκ του μηδενός μια νέα άρχουσα και μια νέα αρχόμενη τάξη στην ύπαιθρο. Η βία υπήρξε η γενεσιουργός αιτία της νέας ταξικής διαφοροποίησης στην αγροτική οικονομία.

Έτσι λύθηκε το πρόβλημα της «πρωτόγονης συσσώρευσης του κε­φαλαίου» που είχε θέσει ο Πρεομπραζένσκι. Η «πρωτόγονη συσσώρευση» πραγματοποιήθηκε με τη συστηματική αποστράγγιση της αγροτικής οικο­νομίας – με τη διαφορά ότι το «κεφάλαιο» που σχηματίστηκε κατ’ αυτό τον τρόπο, δηλαδή το ποσοστό του γεωργικού προϊόντος που υπεξαιρέθηκε από τους αγρότες[19], όχι μόνο δεν είχε τίποτε το «σοσιαλιστικό» αλλά επέτρεψε στη γραφειοκρατία να εξαφανίσει κάθε ίχνος σοσιαλισμού από το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων: η απαλλοτρίωση των ανεξάρτητων παραγωγών στην ύπαιθρο σήμανε την ώρα της κατάργησης κάθε αυτονομίας και για τους εργάτες της βιομηχανίας.


[1] Διάταγμα της Κεντρ. Εκτελεστικής Επιτροπής της 3-1-1930. Αναφέρεται από τον Α. Baykov, ένθ. αν., σ. 194.

[2] Διάταγμα Νο 9 & 105 του 1930. Αναφέρεται από τον Α. Baykov, αυτ.

[3] Ι. Deutscher, ένθ. αν., σ. 259.

[4] Στάλιν, Leninism, II, σ. 344.

[5] Κατά τις επίσημες στατιστικές που αναφέρει ο Α. Baykov, ένθ. αν., σ. 196.

[6] Βλ. Les questions du Léninisme, II, σσ. 11-14.

[7] Βλ. A. Baykov, ένθ. αν., σ. 199.

[8] Βλ. A. Baykov, ένθ. αν., σ. 327.

[9] Βλ. Α. Baykov, αυτ., σ. 333.

[10]  Βλ. Α. Baykov, ένθ.  αν., σ. 332.

[11] Marx, Das Kapital, I, σ. 531.

[12] Ένας τέτοιος διπλασιασμός παρατηρείται και στην ιστορία των Η.Π.Α. Αλλά έγινε σε 20 χρόνια (1870-1890) και μ’ έναν πληθυσμό που –λόγω της μαζικής μετανάστευσης των ετών αυτών– αυξανόταν πολύ πιο γρήγορα από τον σοβιετικό.

[13] Αυτή είναι η θεωρία του Τσιτσέριν, του Πλεχάνωφ και του Max Weber για τη γένεση του «μιρ».

[14] Marx, Das Kapital, I, σ. 753.

[15] Marx, αυτ., I, σ. 801.

[16] Marx, Das Kapital, I, σ. 763.

[17] Marx, αυτ., I, σ. 776.

[18] Marx, αυτ., I, σ. 791.

[19] Αυτό ήταν «το Konsuptionsfonds των εργατών» για το οποίο μιλάει ο Μαρξ, ένθ. αν., I., σ. 777. Όπως παρατηρεί ο καθηγ. V. Gordon Childe (Man makes himself, 4η έκδ. 1955, σ. 90), η συσσώρευση του κεφαλαίου «υπό τη μορφή of a stock of surplus foodstuffs», που ήταν η αναγκαία προϋπόθεση για τη διεκπεραίωση των μεγάλων αρδευτικών έργων, υπήρξε το ιστορικό έργο των γραφειοκρατικών μοναρχιών της 3ης χιλιετηρίδας. Βλ. τη μελέτη μας, «Marx et la sociologie du despotisme», στο περιοδικό Le Contrat Social, τόμ. IV, τχ. 1.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Κίνα εναντίον σταλινισμού 8 Αυγούστου 2025 - 11:16

Η κινέζικη αρχική κολεκτιβοποίηση έγινε με ανεπαίσθητους κραδασμούς.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ