Μερικές προϋποθέσεις και συνέπειες
του Ευάγγελου Κοροβίνη από το Άρδην τ. 113
Οι συζητήσεις και η εκπόνηση μελετών πάνω στη σχέση οικονομίας και εθνικισμού αφορούσαν μέχρι πρόσφατα μόνον τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Τελευταία όμως οι συζητήσεις και οι διενέξεις για τον οικονομικό εθνικισμό εμπλέκουν και το μέλλον των αναπτυγμένων οικονομιών, ιδιαίτερα μετά την ανάδυση κομμάτων και κινημάτων με εθνικιστική ατζέντα στα ίδια τα παλιά δυτικά κέντρα του συστήματος.
Α. Η αποδυνάμωση των ΗΠΑ και ο νεοπροστατευτισμός
Η αιτία για τη μετατόπιση της συζήτησης περί οικονομικού εθνικισμού από τις αναπτυσσόμενες στις αναπτυγμένες οικονομίες και ειδικότερα στην οικονομία των ΗΠΑ, έχει να κάνει με την προϊούσα αποδυνάμωση της οικονομίας αυτής της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες.
Είναι μάλιστα εντυπωσιακή η αντιδιαστολή μεταξύ της αποδυνάμωσης της αμερικανικής οικονομίας και της αναμφισβήτητης επιτυχίας της στρατηγικής των ανώτερων τάξεων της Αμερικής. Οι ανώτερες τάξεις των ΗΠΑ αύξησαν και αποκατέστησαν την εξουσία και το εισόδημά τους κατά τις τρεις δεκαετίες της κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, συντρίβοντας τη διαπραγματευτική ισχύ της εργατικής τάξης μέσω της αυτοματοποίησης της παραγωγής και της αύξησης των μεταναστευτικών ροών, αφ’ ενός, και μέσω, αφ’ ετέρου, της μετακίνησης μέρους της παραγωγής σε μια σειρά χωρών της περιφέρειας του συστήματος, όπως η Κίνα, με φθηνή και πειθαρχημένη εργατική δύναμη. Επιδιώκοντας αυτούς τους στόχους, οι ανώτερες τάξεις αδιαφόρησαν πλήρως αν τα κέρδη των πολυεθνικών τους εταιρειών πραγματοποιούνταν στις ΗΠΑ ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου.
Το αντίτιμο που κλήθηκε να καταβάλει η εθνική οικονομία της Αμερικής, για να προωθηθούν οι στόχοι των ανωτέρων τάξεων, ήταν τεράστιο. Κατ’ αρχάς η οικονομία των ΗΠΑ βρέθηκε να εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την ξένη χρηματοδότηση. Ύστερα, το κρατικό χρέος και το χρέος των νοικοκυριών έβαινε (και όπως θα δούμε συνεχίζει να βαίνει) συνεχώς αυξανόμενο. Όλα αυτά τη στιγμή που οι ρυθμοί ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας υπολείπονταν σαφώς των ρυθμών ανάπτυξής τους κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η επιτάχυνση της δημιουργίας δημοσιονομικών ελλειμμάτων οδήγησε σε εκρηκτική αύξηση του δημόσιου χρέους της Αμερικής, το οποίο επί προεδρίας Ομπάμα διπλασιάσθηκε, φθάνοντας το αστρονομικό ποσό των 20 τρισ. δολαρίων. Βασικός αγοραστής του αμερικανικού χρέους μετά την κρίση δεν είναι πια οι πλεονασματικές χώρες, όπως η Κίνα, αλλά η ίδια η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ που τυπώνει συνεχώς δολάρια και αγοράζει με αυτά ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου.
Είναι προφανές ότι το σύστημα έχει μεν προς το παρόν διασωθεί χάρη στις παρεμβάσεις της FED, της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (καθώς και άλλων κεντρικών τραπεζών), αλλά κάθε άλλο παρά έχει θεραπευθεί. Οι θεμελιώδεις ανισορροπίες υπερδανεισμού, υπερκατανάλωσης και ελλειμμάτων στις ΗΠΑ, και υπεραποταμίευσης και πλεονασμάτων στην Κίνα και αλλού, πρέπει να αντιμετωπισθούν. Αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: Είτε με πολιτική περικοπών και λιτότητας στις ΗΠΑ, που όμως θα οδηγούσε σε μια άνευ προηγουμένου παγκόσμια ύφεση, είτε μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης των εμπορικών και άλλων σχέσεων της Αμερικής με όλους τους άλλους παίκτες της παγκόσμιας οικονομίας και ιδίως με την Κίνα.
Την επαναδιαπραγμάτευση αυτή την καθιστά εξαιρετικά δύσκολη το γεγονός ότι οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες των ΗΠΑ έχουν σταδιακά, τις τελευταίες δεκαετίες, διεθνοποιήσει τις παραγωγικές τους δραστηριότητες είτε μέσω της εγκατάστασης θυγατρικών τους εταιρειών σε άλλες χώρες είτε αναθέτοντας μέρος της παραγωγής σε φαινομενικά ανεξάρτητους παραγωγούς ανά τον κόσμο που στην ουσία είναι υπεργολάβοι τους. Υπολογίζεται ότι τα δύο τρίτα των εισαγωγών των ΗΠΑ προέρχονται είτε από τις θυγατρικές των πολυεθνικών τους εταιρειών είτε από τους υπεργολάβους τους. Είναι φανερό ότι, στα πλαίσια αυτά, σε περίπτωση ανοικτού εμπορικού πολέμου με την Κίνα (το 66% του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ είναι με την Κίνα), αρκετά από τα εργοστάσια των πολυεθνικών, που βρίσκονται σε αμερικάνικο έδαφος, θα έμεναν στο περιθώριο και χωρίς αντικείμενο, καθώς η επιβολή δασμών θα έσπαγε τις διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής. Με λίγα λόγια, τα εργοστάσια αυτά θα αχρηστεύονταν.
Γιατί, λοιπόν, διακινδυνεύει ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Αμερική του Τραμπ, όταν μάλιστα η Κίνα έπαψε εδώ και καιρό να χειραγωγεί το νόμισμά της και τελευταία αυξάνει τόσο τους μισθούς όσο και δημόσιες δαπάνες, τονώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εγχώρια ζήτηση και τις εισαγωγές; Οι δασμοί του Τραμπ είναι ο τρόπος που, ο ίδιος και οι σύμβουλοί του, πιστεύουν ότι πρέπει να ακολουθήσουν για να νικήσουν στον πόλεμο όχι τόσο των εμπορικών ελλειμμάτων, αλλά της τεχνολογικής καινοτομίας. Να σταματήσουν δηλαδή την Κίνα να αναγκάζει τις αμερικάνικες επιχειρήσεις να παραδίδουν την τεχνογνωσία τους, ως κόστος εισόδου στην αχανή κινεζική αγορά, και να απαγορεύσουν επίσης κινεζικές εξαγορές αμερικανικών επιχειρήσεων σε ευαίσθητους τεχνολογικούς τομείς (ρομποτικής, ημιαγωγών, ασύρματων επικοινωνιών 5G κλπ). Πράγματι, η Κίνα προωθεί τελευταία την πρωτοβουλία «Made in China 2025». Μια πρωτοβουλία που αποτελεί μεγάλη απειλή για την υπερδύναμη, καθώς στοχεύει στη μετακίνηση της κινεζικής παραγωγής από την παραγωγή προϊόντων φθηνής τιμής και εντάσεως εργασίας, σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας με τεχνολογικά προηγμένες μεθόδους.
Β. Η διένεξη φιλελευθερισμού και οικονομικού εθνικισμού για το διεθνές εμπόριο
Η πρόσφατη επανεμφάνιση και αναγέννηση του οικονομικού εθνικισμού και του προστατευτισμού, που αποτελεί αναπόσπαστη πλευρά του εθνικισμού, έχει αναζωπυρώσει τη συζήτηση μεταξύ φιλελεύθερων και εθνικιστών σχετικά με το ελεύθερο εμπόριο. Η διαμάχη μεταξύ προστατευτισμού και ελεύθερου εμπορίου έχει μεγάλο ιστορικό βάθος. Στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων η διαμάχη αυτή πήρε διάφορες μορφές: Το επιχείρημα υπέρ της προστασίας των «βρεφικών» βιομηχανιών, η σύγκρουση για τα κέρδη και τις ζημιές που προκύπτουν από την παραγωγική εξειδίκευση μεταξύ των διαφόρων χωρών και, τέλος, το πρόβλημα των «γερασμένων» βιομηχανιών.
Οι φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι η ιστορία στηρίζει την ανωτερότητα του ελεύθερου εμπορίου έναντι του προστατευτισμού. Η Μεγάλη Βρετανία, τονίζουν, ξεπέρασε τους ανταγωνιστές της μετά το 1848 ακριβώς επειδή απελευθέρωσε το εξωτερικό της εμπόριο. Η Γαλλία, μια πολύ ισχυρή βιομηχανική χώρα τον 18ο αιώνα, επειδή κατέφυγε σε μια πλειάδα προστατευτικών μέτρων, βρέθηκε με μία βιομηχανία αναποτελεσματική και μη αποδοτική.
Οι εθνικιστές, με τη σειρά τους, σημειώνουν ότι η Βρετανία έκανε χρήση δύναμης ενάντια στους ανταγωνιστές της και υιοθέτησε το ελεύθερο εμπόριο μόνον όταν η βιομηχανία της ανδρώθηκε πίσω από την ασπίδα του προστατευτισμού. Όσο για τη Γερμανία, και αυτή προστάτεψε τη νεαρή βιομηχανία της από αυτό που χαρακτηρίσθηκε ως «ιμπεριαλισμός του ελευθέρου εμπορίου». Τα πλεονεκτήματα εκείνου που εκβιομηχανίσθηκε πρώτος από όλους είναι τόσο φανερά, που η εκβιομηχάνιση του οποιουδήποτε επόμενου απαιτεί προστασία της «βρεφικής» του βιομηχανίας.
Οι φιλελεύθεροι δέχονται τον προστατευτισμό το πολύ πολύ ως προσωρινό μέσο και πιστεύουν ότι οι εγχώριοι παραγωγοί δεν πρέπει να συνεχίσουν να τυγχάνουν προστασίας πέραν μιας «δίκαιης δοκιμασίας» και υποστήριξης της ικανότητάς τους να γίνουν ανταγωνιστικοί. Οι στόχοι των οικονομικών εθνικιστών, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δεν είναι η ανάπτυξη του ελεύθερου εμπορίου και η πτώση των τιμών, καθώς και η συσσώρευση πλούτου που συνοδεύει την απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών, αλλά η ανάπτυξη εθνικής βιομηχανικής βάσης και ισχύος.
Οι φιλελεύθεροι, στο επιχείρημα των οικονομικών εθνικιστών περί προστασίας της εγχώριας παραγωγής, αντιτάσσουν ότι κάθε εθνική οικονομία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή ενός ή περισσότερων προϊόντων και κατά συνέπεια δεν πρέπει να φοβάται τον διεθνή ανταγωνισμό. Για τους εθνικιστές, το επιχείρημα για την προστασία της «βρεφικής» βιομηχανίας είναι πανίσχυρο σε ένα κόσμο όπου μια χώρα άπαξ και επέτυχε να γίνει αποτελεσματικός εξαγωγέας σε μια βιομηχανία, μπορεί να διατηρήσει αυτήν τη θέση της για μεγάλο χρονικό διάστημα, απλά και μόνον λόγω των οικονομιών κλίμακας που σταθεροποιούνται από ένα σημείο και πέρα.
Το επόμενο πεδίο στο οποίο διασταυρώνουν τα ξίφη τους οι φιλελεύθεροι και οι εθνικιστές αφορά τα οφέλη και τα κόστη της παραγωγικής εξειδίκευσης. Από την εποχή του Άνταμ Σμιθ και μετέπειτα οι φιλελεύθεροι πιστεύουν ότι, η εξειδίκευση και μια επεκτεινόμενη αγορά οδηγεί σε μεγαλύτερη παραγωγική αποτελεσματικότητα και έτσι σε ταχύτερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Οι οικονομικοί εθνικιστές επισημαίνουν τα κόστη της αλληλεξάρτησης που συνοδεύει την εξειδίκευση, όπως την απώλεια εθνικής κυριαρχίας και μια αυξημένη ευαλωτότητα της εθνικής ευημερίας στις αρνητικές επιδράσεις των διακυμάνσεων της παγκόσμιας αγοράς. Κεφαλαιώδης στόχος της βιομηχανικής πολιτικής για του εθνικιστές είναι η διασφάλιση ότι το έθνος δεν θα βάλει όλα τα αβγά του σε ένα καλάθι, εξειδικευμένο στην παραγωγή ενός ή έστω λίγων μόνο προϊόντων.
Η τρίτη διένεξη μεταξύ φιλελεύθερων και εθνικιστών αφορά τις γερασμένες και παρακμάζουσες βιομηχανίες. Καθώς ορισμένες πρόσφατα εκβιομηχανισμένες χώρες και αναδυόμενες οικονομίες προφταίνουν κάποια στιγμή τις παλιές βιομηχανικές χώρες, απολαμβάνουν αρκετών πλεονεκτημάτων, όπως οι χαμηλότεροι μισθοί, ή υιοθέτηση των πιο προωθημένων και μοντέρνων τεχνολογιών και άλλα πλεονεκτήματα. Η βιομηχανία στις παλιές βιομηχανικές χώρες έχει ανάγκη προστασίας ενάντια στην επιθετική και «άδικη» τακτική των πρόσφατα εκβιομηχανισθέντων κρατών. Ενώ οι φιλελεύθεροι απορρίπτουν την προστασία αναποτελεσματικών παρακμαζουσών βιομηχανιών, ως σπάταλη διάθεση σπάνιων πόρων σε ξεπερασμένες από τα πράγματα επιχειρήσεις, οι εθνικιστές υπερασπίζονται τις παρακμάζουσες βιομηχανίες, ιδίως όταν πρόκειται για αμυντικές βιομηχανίες ή βιομηχανίες που απασχολούν πολυάριθμο προσωπικό. Ειδικά σε ό, τι αφορά τις ΗΠΑ και την αυτοκινητοβιομηχανία τους, οι εθνικιστές πιστεύουν ότι πρέπει να της δοθεί χρόνος να προσαρμοσθεί στον διεθνή ανταγωνισμό.
Γ. Ο ανθρωπολογικός μινιμαλισμός του φιλελευθερισμού και ο οικονομισμός
Επιστρέφοντας, μετά τη σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή, στο διαζύγιο των ανώτερων τάξεων των ΗΠΑ από την εθνική τους οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες, θα πρέπει να τονισθεί ότι στόχος ήταν μεταξύ των άλλων, στα πλαίσια αυτά του διαζυγίου και της αποσύνδεσης, να αποφύγουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις τους υψηλούς μισθούς που κατέβαλλαν στους εργάτες τους, να παραιτηθούν από τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις απέναντί τους. Γιατί, ισχυρίζονται πολλοί, μια πολυεθνική επιχείρηση να θέλει να καταβάλλει το κόστος βελτίωσης των δεξιοτήτων και των ταλέντων των Αμερικάνων εργαζομένων, όταν μπορεί να βρει πιο πλούσιο ταλέντο και σε φθηνότερη τιμή στο Βιετνάμ, για παράδειγμα;
Οι επικρατούσες θεωρίες για την αγορά ταλέντων, συνδυασμένες με τη φιλελεύθερη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, εξηγούν γιατί οι ανώτερες τάξεις των ΗΠΑ έγιναν ολοένα και περισσότερο αδιάφορες για την ποιότητα της σχολικής εκπαίδευσης του μέσου Αμερικανού μαθητή. Είχαν ολοένα και λιγότερη ανάγκη αυτών των ανθρώπων και ολοένα και λιγότερα κίνητρα να επενδύσουν στην εκπαίδευση. Ποιος έχει ανάγκη να αναπτύξει το εγχώριο ταλέντο, όταν μπορεί να το βρει σε αφθονία στην παγκόσμια αγορά; Δεν είναι μεγάλη η απόσταση που χωρίζει τη διαπίστωση αυτή από την καθαρά ιδεολογική θέση ότι έτσι πρέπει να έχουν τα πράγματα με την παγκόσμια αγορά δεξιοτήτων και ταλέντων, για να διασφαλισθούν, υποτίθεται, μεγαλύτεροι ρυθμοί ανάπτυξης του πλανήτη στο σύνολό του.
Στο βάθος της παραπάνω προσέγγισης βρίσκεται η απουσία πατριωτισμού στις ανώτερες τάξεις των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες (σε αντίθεση με τις πρώτες μεταπολεμικές, που έστω και προσχηματικά, ο πατριωτισμός ήταν παρών), καθώς και η βασική ανθρωπολογική υπόθεση εργασίας των νεοκλασικών οικονομικών, ότι η κοινωνία αποτελείται από αυτόνομα άτομα, που επιδιώκουν πάση δυνάμει τη μεγιστοποίηση του οφέλους τους. Οι υπόλοιπες προτιμήσεις, επιδιώξεις και σχέσεις αυτών των ατόμων με την οικογένειά τους, για παράδειγμα, ή με τη θρησκεία τους και το έθνος τους, είναι στην ουσία αυθαίρετα «γούστα». Το να αναφερόμαστε στον δημόσιο διάλογο σε αρχές και αξίες πέραν των μινιμαλιστικών υποθέσεων του φιλελευθερισμού για την ανθρώπινη φύση είναι σαν να προσβάλουμε ή να δαιμονοποιούμε τους πολίτες που συμμερίζονται αυτές τις περιοριστικές υποθέσεις, ή τρέφουν διαφορετικές από τις δικές μας πεποιθήσεις και ασπάζονται άλλα δόγματα.
Αυτό σημαίνει ότι οι βασικές αρχές των νεοκλασικών οικονομικών θα πρέπει να αναδειχθούν σε δημόσια νόρμα και κώδικα συμπεριφοράς. Υπάρχουν τελικά μόνο ορθολογικοί «μεγιστοποιητές» και ορθολογικοί ωφελιμιστές, ο ανθρωπολογικός δηλαδή τύπος του homo economicus, του οικονομικού ανθρώπου, και οτιδήποτε υπερβαίνει ή προσπαθεί να υπερβεί αυτόν τον τύπο ανθρώπου παραβιάζει τον δημόσιο ορθό λόγο. Γι’ αυτό και στo πλαίσιo της αφελούς αυτής και ακρωτηριαστικής ανθρωπολογίας και του οικονομισμού που τη διέπει, τα οικονομικά είναι ο βασιλιάς των κοινωνικών επιστημών και η οικονομία αναγορεύεται σε κλειδί που ερμηνεύει τα πάντα.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι ο καπιταλισμός συνέθλιψε κάθε μορφή πολιτικού και πολιτισμικού ελέγχου πάνω στην οικονομία και την κατέστησε σχεδόν πλήρως αυτόνομη από τις λοιπές κοινωνικές σχέσεις. Είναι αλήθεια, επίσης, ότι η λειτουργία του συστήματος προϋποθέτει την παρουσία ενός εργαλειακού τύπου ορθολογικότητας. Η ορθολογικότητα όμως αυτή κάθε άλλο παρά απαντάται στην ίδια τουλάχιστον δοσολογία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και επίσης κάθε άλλο παρά παρατηρείται σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. Η εργαλειακή ορθολογικότητα είναι προϊόν της νεωτερικής εποχής και συγκεκριμένων κοινωνικών συμφραζόμενων. Αν η ορθολογικότητα ήταν παντού και πάντοτε η ίδια, δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι διαφορές μεταξύ των κοινωνιών και των πολιτισμών, όσο και αν οι εξελικτικοί ψυχολόγοι επιμένουν ότι ένας και μόνο τύπος ορθολογικότητας έχει χαραχθεί στον ανθρώπινο εγκέφαλο μέσω της εξέλιξης των ειδών και ότι κατά συνέπεια οι πολιτισμικές διαφορές είναι επιφανειακές και ασήμαντες.
Η κυρίαρχη φιλελεύθερη άποψη θεωρεί, εν κατακλείδι, ότι η κυβέρνηση πρέπει να είναι ουδέτερη απέναντι στις αντίπαλες προσεγγίσεις αυτού που οι αρχαίοι οριοθετούσαν ως αγαθό βίο. Στην πραγματικότητα ο φιλελευθερισμός προωθεί ένα είδος θεσμικής τάξης που είναι εχθρικό και απαγορευτικό στην οικοδόμηση και διατήρηση κοινοτικών σχέσεων που δεν περιορίζουν τον άνθρωπο στο ζην, αλλά στοχεύουν στο ευ ζην.
Πηγές
Αναστάσιος Λαυρέντζος, «Γιατί οι ΗΠΑ ξεκινούν παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο;», Infognomon, 12/3/18.
Analyst team, «Η αιτία της σύγκρουσης των ΗΠΑ με την Κίνα», Analyst gr 15/4/18.
Martin Hart – Landsberg «US trade deficits, Trump trade policies, and capitalist globalization», Monthly Review, 24/3/2018.
Prabhat Patnaik, «Trump’s protectionism», Monthly Review, 6/3/2018.
Richard Spady, «Economics as Ideology», First things, Απρίλιος 2018.
Gerard Dumenil και Dominique Levy, Η κρίση του νεοφιλελευθερισμού, Εκδόσεις Angelus Novus, 2017 Αθήνα.
Richard R. Wilk και Lisa C. Cliggett, Οικονομία και Πολιτισμός, Εκδόσεις Κριτική ΑΕ, Αθήνα 2010.
Νίκος Χριστοδουλάκης, Οικονομικές θεωρίες και Κρίσεις. Ο ιστορικός κύκλος ορθολογισμού και απερισκεψίας, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2012.
Robert Gilpin, The political economy of International relations, Princeton University Press, Νιου Τζέρσεϋ 1987.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Δείτε και την ανάλυση του Michael Hudson
https://michael-hudson.com