Αρχική » Ο Στάλιν και ο γραφειοκρατικός μηχανισμός

Ο Στάλιν και ο γραφειοκρατικός μηχανισμός

από Άρδην - Ρήξη

Το καλοκαιρινό αφιέρωμα της ιστοσελίδα του Άρδην θα επιχειρήσει να διερευνήσει το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού που στοίχειωσε τον 20ό αιώνα, αλλά τον βλέπουμε με διάφορα προσωπεία να ξεπηδά και στον 21ο αι. Με οδηγό το εμβληματικό έργο του Κώστα Παπαϊωάννου, Η γένεση του Ολοκληρωτισμού (πρωτοεκδόθηκε μόλις το 1959, δ΄ συμπληρωμένη έκδοση του 2017 με επίμετρο του Γιώργου Καραμπελιά) θα διερευνήσουμε διάφορες πτυχές του ολοκληρωτισμού. Θα δούμε πώς από “το ζενίθ του Οκτώβρη του 1917 φτάσαμε στο ναδίρ των γκουλαγκ” και θα διαπιστώσουμε πώς το λενινιστικό – σταλινικό πρότυπο επιβιώνει παραλλαγμένο και σήμερα.

Ως τα τότε, ο ρόλος του ήταν μάλλον άχαρος και γκρίζος. Δεν είχε ούτε τη δημοφιλία ούτε τα πνευματικά χαρίσματα ούτε την καλλιέργεια των περισσοτέρων από τους συναδέλφους του, που, ήδη πριν από την επανάσταση, είχαν διακριθεί ως συγγραφείς, δημοσιολόγοι και ρήτορες. Ο Στάλιν ήταν τυπικός εκπρόσωπος των μεσαίων στελεχών του κόμματος. Τα θεωρητικά του ενδιαφέροντα τα ικανοποιούσε πλήρως με τις εκλαϊκευτικές μπροσούρες. Την καλλιέργειά του την εκδήλωνε με το μονότονο σφυροκόπημα των παραπομπών που αποτελούν την πεμπτουσία του θεωρητικού του έργου. Η γλώσσα του ήταν απρόσωπη, στεγνή, στερημένη κάθε πρωτοτυπίας. Κακός ρήτορας, δεν είχε έρθει ποτέ σε άμεση επαφή με τις μάζες: καθ’ όλη τη διάρκεια του 1917, η δράση του ήταν κυρίως οργανωτική, περιορισμένη στις επιτροπές του κόμματος. Ουραγός του Λένιν όσον αφορά τη γενική πολιτική του κόμματος, ο Στάλιν ως στρατιωτικός ηγέτης βρέθηκε κάτω από τη σκιά του Τρότσκι, του δημιουργού και του εμψυχωτή του Κόκκινου Στρατού. Καθώς η δημόσια δράση του υπήρξε περιορισμένη, η εκπληκτική του μοίρα δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο σε συνάρτηση με τη γραφειοκρατική του δραστηριότητα μέσα στις επιτροπές του κόμματος και τα παρασκήνια του κράτους. Τίποτε δεν φανερώνει καλύτερα τη νοοτροπία του από μια προκήρυξη που έγραψε στην Τιφλίδα σχετικά με την επανάσταση του 1905 και που τελειώνει με την εξής χαρακτηριστική έκκληση:

Με αδελφωμένα τα χέρια, ας συσπειρωθούμε γύρω από τις επιτροπές του κόμματος. Ούτε μια στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μόνο oι επιτροπές του κόμματος μπορούν να μας καθοδηγήσουν όπως πρέπει, ότι μόνο αυτές μπορούν να μας φωτίσουν το δρόμο προς τη γη της επαγγελίας[1].

Αυτή ήταν η γλώσσα και η προοπτική ενός τυπικού εκπροσώπου του μηχανισμού του κόμματος: την επανάσταση δεν μπορούσε να τη συλλάβει παρά μόνο από τη σκοπιά των κομματικών επιτροπών! Την ίδια μέρα, ο Λένιν έστελνε από τη Γενεύη τούτη την έκκληση στις επαναστατημένες μάζες της Πετρούπολης:«Αφήστε να ξεσπάσει ελεύθερα όλο το μίσος και η οργή που αιώνες εκμετάλλευσης, οδύνης και δυστυχίας συσσώρευσαν μες στις καρδιές σας»[2]. Αυτή ήταν η γλώσσα του λαϊκού ηγέτη: για τον Λένιν, η επανάσταση ήταν κατ’ αρχήν«το πανηγύρι των πτωχών». Αλλά το πανηγύρι δεν θα βάσταγε αιωνίως. Κι όταν ξεμέθυσαν oι φτωχοί, oι επιτροπές του κόμματος ανέλαβαν να τους δείξουν από ποιους γκρεμνούς περνούσε ο δρόμος προς τη «γη της επαγγελίας».

Η γη της επαγγελίας, όπως την καταλάβαιναν oι επαγγελματίες επαναστάτες, ήταν ένα καθεστώς όπου όλες οι κοινωνικές δραστηριότητες θα βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο του κόμματος: αυτή τη γραφειοκρατική Χαναάν επρόκειτο να προσωποποιήσει ο Στάλιν.

α) Ο Στάλιν ως Επίτροπος επί των εθνικοτήτων

Ως λαϊκός Επίτροπος επί των εθνικοτήτων, ο Στάλιν βρέθηκε επικεφαλής όλου του μηχανισμού που κρατούσε υπό τον έλεγχό του 65 εκατομμύρια αλλοεθνών, δηλαδή τα 50% σχεδόν του πληθυσμού. Βέβαια, στην αρχή της επανάστασης, το πόστο αυτό δεν είχε μεγάλη σημασία, γιατί όλο το παιχνίδι παίζονταν στις πόλεις και στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας: η Ουκρανία, που είχε αποτελέσει μια ανεξάρτητη σοβιετική δημοκρατία υπό την Προεδρία του Ρακόφσκι, ξέφευγε από την αρμοδιότητα του Στάλιν. Η κατάσταση αυτή άλλαξε ήδη από την τελευταία φάση του εμφυλίου πολέμου, και η ένταξη των διαφόρων Κιργισίων, Ουζμπέκων, Τατάρων, Αζερμπαϊτζανών, Αρμενίων, Γεωργιανών, Τατζίκων κ.λπ., μέσ’ τον μηχανισμό της δικτατορίας, έγινε ένα πρόβλημα ζωτικό για το καθεστώς. Βέβαια, το καθεστώς είχε υποσχεθεί την ανεξαρτησία των εθνικών μειονοτήτων και τους είχε αναγνωρίσει μάλιστα και το δικαίωμα της ελεύθερης αποχώρησης από τη Ρωσία. Αλλ’ αν οι Φινλανδοί πρόλαβαν να επωφεληθούν του χάους που επακολούθησε την οκτωβριανή Επανάσταση και να πραγματοποιήσουν μόνοι τους και για δικό τους λογαριασμό τη διακηρυγμένη από τους μπολσεβίκους αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, το ίδιο δεν συνέβη και με τις άλλες καταπιεσμένες εθνότητες. Η στάση του Στάλιν απέναντι στην ίδια του την πατρίδα, τη Γεωργία, μπορεί ήδη να μας δείξει το πώς το καθεστώς καταλάβαινε την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών[3].

Μετά τους Πολωνούς, οι Γεωργιανοί ήταν το πιο ρωσόφοβο από τα έθνη που είχαν πέσει υπό τον ζυγό του τσαρισμού. Αλλά παρ’ όλον ότι η επανάσταση του Οκτώβρη τους έδωσε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τους εθνικοαπελευθερωτικούς τους πόθους, οι Γεωργιανοί ήταν πολύ λίγο φιλικά διατεθειμένοι προς τους μπολσεβίκους. Έτσι, στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, οι μενσεβίκοι πήραν 640.000 ψήφους και οι μπολσεβίκοι μόνο 24.000. Η ανεξάρτητη Γεωργία διευθύνονταν από μια μενσεβικική κυβέρνηση μέχρι τον Φεβρουάριο του 1921, οπότε η εισβολή του Κόκκινου Στρατού έθεσε διά παντός τέρμα και στην εθνική ανεξαρτησία και στη δημοκρατική αυτοκυβέρνηση της Γεωργίας. Η τρομοκρατία που εξαπέλυσαν ο Στάλιν και ο Ντζερντζίνσκι, ο αρχηγός της Τσέκας, για να εκκαθαρίσουν τον τόπο τόσο από τους μενσεβίκους όσο και από τους ντόπιους μπολσεβίκους που έδειχναν μια οποιαδήποτε εθνικιστική «παρέκκλιση», πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε ο ίδιος ο Λένιν αναγκάστηκε να διαμαρτυρηθεί για την «εκρωσιστική» πολιτική του Στάλιν. Στις 30 Δεκεμβρίου 1922, ο Λένιν δήλωνε τα εξής, σχετικά με τις εκκαθαρίσεις στη Γεωργία: «Η βιασύνη και ο γραφειοκρατικός ζήλος του Στάλιν έπαιξαν εδώ ένα μοιραίο ρόλο, όπως και το πασίγνωστό του μίσος κατά του “σοσιαλ-σωβινισμού”… Ο Στάλιν και ο Ντζερζίνσκι είναι οι κύριοι υπαίτιοι γι’ αυτή την αληθινά εθνικιστική εκστρατεία υπέρ της Μεγάλης Ρωσίας»[4]. Στις 6 Μαρτίου 1923, ο Λένιν έστειλε ένα τηλεγράφημα στους ηγέτες της γεωργιανής αντιπολίτευσης διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα υποστηρίξει τις απόψεις τους στο 12ο συνέδριο του Κ.Κ., που επρόκειτο να συνέλθει τον ερχόμενο Απρίλιο: «Είμαι πολύ θυμωμένος, έλεγε ο Λένιν, από την αυθάδεια του Ορτζονικίτζε και τη συνενοχή του Στάλιν και του Ντζερζίνσκι»[5]. Αλλά ήταν πια αργά: τρεις μέρες μετά, ο Λένιν έπαθε μια νέα καρδιακή προσβολή από την οποία δεν επρόκειτο πια να συνέλθει. Ο δρόμος προς την εξουσία είχε ανοιχτεί στον Στάλιν.

β) Ο Στάλιν ως ελεγκτής του γραφειοκρατικού μηχανισμού

Επίτροπος του λαού επί των εθνικοτήτων, ο Στάλιν ήταν επίσης από το 1919 επικεφαλής της Εργατικής και Αγροτικής Επιθεώρησης, ιδιότυπου οργανισμού που είχε συστήσει ο Λένιν για να καταπολεμήσει τις «γραφειοκρατικές παραμορφώσεις» του κρατικού μηχανισμού των σοβιέτ και να διευκολύνει τη δημιουργία μιας ελίτ διοικητικών στελεχών. Αλλ’ αυτό το σύστημα «ελέγχου από τα πάνω» αποδείχτηκε χειρότερο από το κακό που επρόκειτο να γιατρέψει. Όπως διαπίστωνε ο ίδιος ο Λένιν τέσσερα χρόνια αργότερα: «Το Λαϊκό Επιτροπάτο της Εργατο-αγροτικής Επιθεώρησης δεν έχει αυτή τη στιγμή το παραμικρό κύρος. Όλος ο κόσμος ξέρει ότι είναι ο πιο κακο-οργανωμένος θεσμός του τόπου μας»[6]. Αλλ’ η κακή οργάνωση και η πλήρης έλλειψη αποτελεσματικότητας αυτού του οργανισμού δεν εμπόδισαν διόλου τον Στάλιν να περάσει κάτω από τον έλεγχό του τον γραφειοκρατικό μηχανισμό του κράτους: υπό τη διεύθυνσή του, η εργατο-αγροτική επιθεώρηση μεταμορφώθηκε σ’ ένα είδος αστυνομίας, ειδικευμένης στην παρακολούθηση του διοικητικού προσωπικού του κράτους.

Τη δύναμη που έδωσε στον Στάλιν αυτό το πόστο μπορεί να τη συλλάβουμε αν αναλογιστούμε την πληθωρική ανάπτυξη της υπαλληλίας κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου ανάμεσα στο 1917 και το 1927: Ο συνολικός αριθμός των υπαλλήλων που ήταν ένα εκατομμύριο στις παραμονές του Οκτωβρίου 1917, έφτασε τα 2.767.011 το 1924. Δέκα χρόνια μετά την επανάσταση που είχε εξαγγείλει την άμεση κατάργηση των μόνιμων υπαλλήλων και το ξερίζωμα του γραφειοκρατισμού, η στρατιά των υπαλλήλων είχε φτάσει τα 4 εκατομμύρια. Μέσα σε 10 χρόνια, ο αριθμός τους είχε τετραπλασιασθεί, παρ’ όλον ότι η Ρωσία είχε χάσει τα 20%, του πληθυσμού του 1917 και παρ’ όλον ότι ο αριθμός των εργατών και των αγροτών είχε μείνει στάσιμος.

Βέβαια, μέσα σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς, οι αριθμοί αυτοί καθ’ εαυτούς δεν σημαίνουν τίποτα: όλη η εξουσία ήταν στα χέρια του κόμματος. Αλλά το κόμμα είχε ήδη χάσει τον προλεταριακό του χαρακτήρα κι έτεινε να γίνει η πολιτική έκφραση των ανωτέρων στρωμάτων της γραφειοκρατίας.

Το 1922, τα 8,2% των σοβιετικών υπαλλήλων ήταν μέλη του κόμματος. Πέντε χρόνια αργότερα, όταν το κόμμα είχε 1.147.000 μέλη, το ποσοστό αυτό ανέβηκε στα 11,7%: τα 40% των κομματικών ανήκαν στη γραφειοκρατική τάξη.

Όλη η εξουσία βρισκόταν στα χέρια ενός κόμματος που υποτίθεται ότι ασκούσε τη «δικτατορία του προλεταριάτου» και που στην πραγματικότητα αντιπροσώπευε τα 11,7% των υπαλλήλων (δηλαδή την ολότητα σχεδόν των ανωτέρων και μεσαίων στελεχών του κράτους), τα 6% των εργατών και το ένα εκατοστό των αγροτών: τα 93% των «άμεσων παραγωγών» είχαν εκβληθεί στο σκότος το εξώτερο και είχαν απαλλοτριωθεί από κάθε δικαίωμα συμμετοχής στην εξουσία. Αλλά και μέσα στο ίδιο το κόμμα που μονοπωλούσε όλες τις εξουσίες, η πραγματική συμμετοχή των μελών στις συζητήσεις και τις αποφάσεις είχε περιοριστεί στο ελάχιστο. Όταν, τον Μάρτιο του 1921, στη στιγμή της εξέγερσης της Κρονστάνδης, το 10ο συνέδριο του Κ.Κ. έθεσε εκτός νόμου όλες τις αντιπολιτευτικές ομάδες και διακήρυξε πανηγυρικά την αρχή της μονολιθικής ομοφωνίας, όλο το κέντρο του βάρους έπεσε στην ηγεσία και τον γραφειοκρατικό μηχανισμό που μετέδιδε τις ντιρεκτίβες της ηγεσίας από τα πάνω προς τα κάτω. Αυτόματα, η «γενική γραμματεία» της Κεντρικής Επιτροπής, δηλαδή το πόστο μέσα στο οποίο αποκορυφωνόταν όλος ο οργανωτικός μηχανισμός του κόμματος, πήρε μια σημασία που κανείς ως τα τότε δεν είχε μπορέσει να την υποψιαστεί.

Μολότωφ, Στάλιν, Γέζοφ στην αρχική φωτογραφία. Στη δεύτερη όταν ο Γέζοφ πια δεν ήταν απαραίτητος, αλλά βαρίδιο, γιατί ως εκτελεστικό όργανο των εκκαθαρίσεων του 1937-39, “εξαφανίστηκε”.

γ) Ο Στάλιν ως Γενικός Γραμματέας του κόμματος

Αλλ’ ο Κρεστίνσκι, ο Πρεομπραζένσκι και ο Σερεμπριάκωφ, οι τρεις γραμματείς της Κεντρικής Επιτροπής, το 1920-1921, είχαν δείξει, κατά τη διάρκεια της «συνδικαλιστικής συζήτησης», μια ανεξαρτησία σκέψης που φαινόταν ασυμβίβαστη με το έργο της λογοκρισίας και της «επαγρύπνησης» που τους ανέθετε η ηγεσία. Στη θέση τους, το 10ο συνέδριο έβαλε τον Μολότωφ, τον φίλο και συνεργάτη του Στάλιν. Υπό την καθοδήγηση του Μολότωφ, το καθεστώς της αστυνομικής επιτήρησης, που επικρατούσε σ’ όλη τη χώρα, εισήχθη και μέσα στο κόμμα. Επαληθευόταν τώρα η προφητεία του Ντοστογιέφσκι: «Μέσα στο σύστημα του Τσιγκαλιώφ, κυριαρχεί ο χαφιεδισμός. Όλα τα μέλη της οργάνωσης πρέπει να κατασκοπεύουν το ένα το άλλο και vα αναφέρουν όλα όσα μαθαίνουν. Έτσι ο καθένας ανήκει στο σύνολο και όλοι ανήκουν στον καθένα»[7].

Αυτό το ιδεώδες είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά ήδη από το 1921. Ένα επεισόδιο που συνέβη τον Αύγουστο του 1921 δείχνει με κάθε δυνατή σαφήνεια το πραγματικό περιεχόμενο του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» των καταστατικών του κόμματος[8]: Σε μια ιδιωτική συζήτηση, ο Σλιάπνικωφ είχε πει ορισμένα πικρά λόγια για την κακή οργάνωση της σοβιετικής οικονομίας που κάποιος από τους παρόντες, όργανο ασφαλώς της εσωκομματικής αστυνομίας, έσπευσε να μεταφέρει στους ανωτέρους του. Παρ’ όλον ότι ο Σλιάπνικωφ δεν έκανε παρά να επαναλαμβάνει αυτά που ο Λένιν είχε πει πάμπολλες φορές[9], ο Λένιν ζήτησε αμέσως από την Κεντρική Επιτροπή να τον διαγράψει. Το ότι η Κεντρική Επιτροπή αρνήθηκε να υπακούσει, το ότι ο Λένιν δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων που χρειαζόταν για τη διαγραφή ενός μέλους της Κεντρικής Επιτροπής, δείχνει τόσο τη σχετική ανεξαρτησία των ηγετών της «λενινιστικής» περιόδου όσο και τη σχετική ανωριμότητα του γραφειοκρατικού μηχανισμού του κόμματος. Οι διάφορες αντιπολιτευτικές ομάδες είχαν χάσει μεν το δικαίωμα να διατυπώνουν δημόσια τις απόψεις τους, αλλά, όπως το αναγνώριζε ο Ζηνόβιεφ στην έκθεση για την κατάσταση του κόμματος που παρουσίασε στο 11ο συνέδριο του Κ.Κ. (27 Μαρτίου 1922), η φωνή της αντιπολίτευσης, και ιδίως των οπαδών του Σλιάπνικωφ και της Κολλοντάι, εξακολουθούσε ακόμα να ακούγεται μέσα στο κόμμα και τη χώρα.

Επιπλέον, το ίδιο το κόμμα είχε αρχίσει να δυσανασχετεί για την κατάπνιξη της εσωκομματικής δημοκρατίας: μια πρόταση που κατετέθη στο 11ο συνέδριο του Κ.Κ. και που ζητούσε να καταργηθούν όλες οι τοπικές επιτροπές ελέγχου (που ασκούσαν μια πράγματι δικτατορική και αστυνομική εξουσία πάνω στο κόμμα), πήρε 89 ψήφους εναντίον 223· αυτή ήταν η τελευταία συστηματική πρακτική απόπειρα να επιστρέψει το κόμμα στο καθεστώς της εσωτερικής δημοκρατίας που υπήρχε λίγο ως πολύ μέχρι το 1921. Αλλ’ η αποτυχία της δεν σήμαινε ότι όλοι οι κομματικοί είχαν ήδη γίνει πειθήνια όργανα της ηγεσίας: έτσι π.χ., το 11ο συνέδριο αρνήθηκε να ψηφίσει μια πρόταση της Κεντρικής Επιτροπής που ζητούσε τη διαγραφή από το κόμμα του Σλιάπνικωφ, της Κολλοντάι και του Μεντβεντέφ, ενός άλλου ηγέτη της Εργατικής Αντιπολίτευσης. Πάντως, ο Σλιάπνικωφ και ο Κουτούζωφ, οι δύο μόνοι εκπρόσωποι της Εργατικής Αντιπολίτευσης μέσα στην Κεντρική Επιτροπή, έχασαν τη θέση τους και η ομάδα τους έπαψε να είναι μια σοβαρή πολιτική δύναμη.

Παρ’ όλ’ αυτά, το 11ο συνέδριο έδειχνε ότι ο υπό την καθοδήγηση του Μολότωφ κομματικός μηχανισμός δεν ήταν εντελώς σε θέση να «ξεσκεπά­σει» εγκαίρως τις διάφορες εστίες της αντιπολίτευσης και να τις κάνει να σιγήσουν. Το ότι η πρόταση της Κεντρικής Επιτροπής, η σχετική με τη διαγραφή του Σλιάπνικωφ, είχε απορριφθεί από την πλειοψηφία του 11ου συνεδρίου έδειχνε ότι πολλά «λάθη» είχαν γίνει στην «επιλογή» των συν­έδρων. Επιπλέον, αποδείχτηκε ότι η ηγεσία δεν είχε στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία για τις πολιτικές προτιμήσεις και φιλίες των στελεχών του κόμματος: μόνο ένα πλήρες fichier για όλους τους υπεύθυνους της οργάνωσης μπορούσε να επιτρέψει στην ηγεσία να ελέγξει πραγματικά την ολότητα του κόμματος. Ήταν σαφές ότι η γραμματεία του κόμματος έπρεπε ν’ ανατεθεί σ’ έναν οργανωτή ικανότερο από τον Μολότωφ: στις 3 Απριλίου 1922, ο Στάλιν ονομάστηκε Γενικός Γραμματέας της Κ. Επιτροπής. Και καθώς κανείς δεν υποψιαζόταν τη σημασία που επρόκειτο ν’ αποκτήσει αυτό το πόστο, «ο ρωσικός Τύπος ανήγγειλε το διορισμό του Στάλιν χωρίς να του αφιερώσει κανένα σχόλιο, σαν ένα λίγο σημαντικό γεγονός της εσωτερικής ζωής του κόμματος»[10].

Στην πραγματικότητα, όπως προσθέτει ο ίδιος ο Deutscher,

πολύ λίγα σοβαρά γεγονότα της ιστορίας φάνηκαν τόσο ασήμαντα και κάναν τόσο λίγη εντύπωση στους συγχρόνους τους όσο η εκπληκτική εξουσία που απόκτησε ο Στάλιν τον καιρό που ζούσε ακόμη ο Λένιν. Δυο χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, η ρωσική κοινωνία βρισκόταν ήδη κάτω από το «δυνάμει» (virtuel) κράτος του Στάλιν χωρίς να ξέρει καν το όνομα του αφέντη της[11].

Όλα τα στελέχη του κράτους, των σοβιέτ, των συνδικάτων διορίζονταν από το κόμμα και το κόμμα ήταν εντελώς υποταγμένο στον οργανωτικό του μηχανισμό: η δύναμη της γενικής γραμματείας ήταν τέτοια που εξαφανίστηκε κάθε ίχνος δημοκρατίας από την εσωτερική ζωή του κόμματος. Όλα τα υπεύθυνα πόστα κατεκλύσθησαν από ανθρώπους του Στάλιν κι αυτή η κατάκτηση του μηχανισμού του κόμματος από τους «σταλινικούς» ευκολύνθηκε και επιταχύνθηκε από την αρρώστια του Λένιν: δυο μήνες μετά τον διορισμό του Στάλιν στη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος, ο Λένιν έπεσε άρρωστος (τέλος Μαΐου 1922) και αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από την εξουσία.

«Ζήτω το Μπολεσεβικικό Κόμμα». Προπαγανδιστική αφίσα του ΚΚΣΕ από το 1950. Γύρω από τον Στάλιν διακρίνονται οι Μαλενκόφ, Καγκανόβιτς, Μπέρια, Μολότοφ, Μικογιάν.

δ) Ο Λένιν κατά του Στάλιν

Στις 25 Δεκεμβρίου 1922, σε μια στιγμή που η υγεία του φάνηκε να καλυτερεύει, ο Λένιν τρόμαξε από την αύξηση της δύναμης του Στάλιν κι έσπευσε στην περίφημη διαθήκη του να προειδοποιήσει τους συντρόφους του για τους κινδύνους που κυοφορούσε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον Τρότσκι και τον Στάλιν, που τους θεωρούσε σαν τους «δύο ικανότερους ανθρώπους της Κ. Επιτροπής»[12]. Ο Τρότσκι ήταν ο «ικανότερος» –το κυριότερό του ελάττωμα ήταν ότι «είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του και έτεινε να βλέπει τα πράγματα από την καθαρά διοικητική τους πλευρά». Όσο για τον Στάλιν, ο Λένιν έλεγε τα εξής: «Με το να γίνει γενικός γραμματέας του κόμματος, ο σύντροφος Στάλιν συγκέντρωσε στα χέρια του μια τεράστια εξουσία και δεν είμαι βέβαιος ότι θα είναι ικανός να τη χρησιμοποιήσει πάντοτε με αρκετή σύνεση». Πέντε μέρες αργότερα, oι υποψίες του Λένιν έγιναν βεβαιότητες και, την 4η Ιανουαρίου 1923, ο Λένιν πρόσθεσε στη διαθήκη του ένα υστερόγραφο γεμάτο από οργή κατά του πανίσχυρου Γενικού Γραμματέα:

Ο Στάλιν είναι πολύ ωμός και το ελάττωμα αυτό, που είναι απολύτως ανεκτό στις σχέσεις μεταξύ κομμουνιστών, γίνεται ανυπόφορο όταν κατέχει κανείς τη θέση του Γενικού Γραμματέα. Για το λόγο αυτό, ζητάω από τους συντρόφους να βρουν έναν τρόπο να μεταθέσουν τον Στάλιν από το αξίωμα αυτό και να ορίσουν στη θέση του έναν άνθρωπο πιο υπομονετικό, πιο έντιμο, πιο ευγενικό, πιο προσεκτικό και λιγότερο ιδιότροπο…

Ο Λένιν ετοίμαζε μια μεγάλη επίθεση κατά της πολιτικής του Στάλιν ως γραμματέα του κόμματος, ως υπευθύνου της Εργατο-αγροτικής Επιθεώρησης και ως Επιτρόπου επί των Εθνικοτήτων. Αλλά στις 9 Μαρτίου 1923, ο Λένιν υπέστη μια τρίτη προσβολή αρτηριοσκλήρωσης και παράλυσης από την οποία δεν επρόκειτο πια να συνέλθει. Όταν πέθανε ο Λένιν (21-1-1924), ο Στάλιν είχε σταθεροποιήσει τη θέση του τοποθετώντας τους δικούς του ανθρώπους στα κύρια πόστα του κόμματος και του κράτους και συμμαχώντας με τον Ζηνόβιεφ και με τον Καμένεφ, που ζητούσαν κι αυτοί να βγάλουν από τη μέση τον πιθανότερο διάδοχο του Λένιν: τον Τρότσκι. Η δύναμη της Τριανδρίας ήταν συντριπτική: ο Ζηνόβιεφ ήταν πρόεδρος του σοβιέτ της Πετρούπολης, της ακρόπολης του μπολσεβικισμού, και πρόεδρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Καμένεφ είχε διατελέσει πρόεδρος του σοβιέτ της Μόσχας και ήταν ο κύριος βοηθός του Λένιν. Ο Στάλιν ήταν ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος και είχε υπό τον έλεγχό του όλες σχεδόν τις επαρχιακές οργανώσεις του κόμματος και του κράτους. Ο κυριότερός τους αντίπαλος, ο Τρότσκι, δεν είχε ακόμα συνδέσει την τύχη του με την αντιπολίτευση, που ήταν ανοργάνωτη, ακαθοδήγητη και απροσανατόλιστη. Έτσι, η επιτυχία τους στο 12ο συνέδριο (Απρίλιος του 1923) ήταν πλήρης – πράγμα που δεν έκανε παρά να εντείνει την κρίση από την οποία περνούσε το κόμμα.


[1] Αναφέρεται από τον Τρότσκι, Staline, σ. 95.

[2] Αναφέρεται από τον Τρότσκι, αυτ.

[3] Βλ. Karl Kautsky, Georgien, ό.π.· Boris Souvarine, ένθ. αν., σσ. 280-284· Isaac Deutscher, ένθ. αν., σσ. 192-204.

[4] Αναφέρεται από τον Λ.Τρότσκι, The Real Situation in Russia, σσ. 322-323.

[5] Αναφέρεται από τον Λ. Τρότσκι, The Stalin School of Falsification, σσ. 68-69.

[6] Λένιν, «Λιγότερο, αλλά καλύτερα», 2-3-1923, ένθ. αν., II, σ. 1034.

[7] Ντοστογιέφσκι, Οι δαιμονισμένοι (γαλλ. έκδ.), σ. 440.

[8] Βλ. σχετικά L. Shapiro, ένθ. αν., σ. 269.

[9] Την αναφορά του μυστικού πράκτορα της αστυνομίας την αποκάλυψε αργότερα ο Ρύκωφ. Βλ. το κείμενο στον L. Shapiro, σσ. 344-345.

[10] I. Deutscher, Staline, σ. 189.

[11] I. Deutscher, ένθ. αν., σ. 187.

[12] Η τώρα επίσημα αναγνωρισμένη διαθήκη του Λένιν δημοσιεύτηκε αρχικά από τον Max Eastman, Since Lenin died.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ