Αρχική » Γεώργιος Θεοτοκάς: Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού και η θέση του στον σύγχρονο κόσμο (Β΄ μέρος)

Γεώργιος Θεοτοκάς: Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού και η θέση του στον σύγχρονο κόσμο (Β΄ μέρος)

από Σπύρος Κουτρούλης

του Σπύρου Κουτρούλη από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 19

Παρόμοιες σκέψεις για την πορεία του ελληνισμού, τα αξιακά στοιχεία που τον απαρτίζουν και το νέο περιεχόμενο που θα πρέπει να λάβει η Μεγάλη Ιδέα, θα διατυπώσει ο Θεοτοκάς στο δοκίμιό του «Το νεοελληνικό πνεύμα», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ τον Ιανουάριο του 1953. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η καίρια σημασία που αποδίδει στη λαϊκή παράδοση και στη λαϊκή αρχιτεκτονική, που, ως συνέχεια της αρχαίας και βυζαντινής, καταφέρνει να «παρουσιάζει ποικιλία μεγάλη, πρακτικές λύσεις των προβλημάτων που γεννούν οι κλιματολογικοί και υλικοί όροι της ζωής και, πολλές φορές, λαμπρά αισθητικά επιτεύγματα, απόλυτα εναρμονισμένα με το ύφος της ελληνικής φύσης. Το ελληνικό λαϊκό σπίτι έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον όχι μόνο των Ελλήνων, μα και των ξένων ειδικών, που ζητούν σ’ αυτό υποδείξεις και διδάγματα σχετικά με την εξέλιξη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Το ίδιο συνεχίζουν αρχαίες παραδόσεις εξελιγμένες, η λαϊκή ζωγραφική, η λαϊκή μουσική, η μεγάλη ποικιλία των λαϊκών χωρών, οι λαϊκές βιοτεχνίες, που υπηρετούν ανάγκες της καθημερινής ζωής με μιαν αυθόρμητη καλλιτεχνική έκφραση»[1]. Βεβαίως, η πιο σημαντική εκδήλωση του λαϊκού μας πολιτισμού είναι τα δημοτικά μας τραγούδια, που «κατατάσσονται γενικά ανάμεσα στα ωραιότερα έργα λαϊκής φαντασίας του κόσμου ολόκληρου – από τότε που πρωτάρχισαν να μεταφράζονται, στην αρχή του 19ου αιώνα – και προκάλεσαν το θαυμασμό του ίδιου του Γκαίτε»[2]. Ο Θεοτοκάς παρατηρεί πως «η ποιητική αξία των δημοτικών τραγουδιών είναι μεγάλη. Ο στίχος τους είναι τέλειος. Η γλωσσική τους διατύπωση πυκνή, δυνατή και ολοκάθαρη. Τα χαρακτηρίζει πρωτοτυπία και ζωηρότητα της φαντασίας, μυθοπλαστική ικανότητα, σπάνιος πλούτος εικόνων, πάθος και απλότητα που γοητεύει. Ο ψυχικός τους κόσμος είναι ευγενικός και υγιής, ισορροπημένος, με μια τάση προς τον ιδεαλισμό. Τα κυριότερα συναισθήματα που εκφράζουν είναι η αγάπη της ομορφιάς και των επίγειων αγαθών, η φυσιολατρεία, η αγάπη της οικογενειακής ζωής, η φιλοξενία, η περηφάνεια, η πίστη στην αξία της ελευθερίας. Η γλώσσα τους είναι απλή, μα έχει ζωντάνια και δροσιά μοναδική και συνάμα μια στερεότητα κλασική. Είναι η γλωσσική βάση, στην οποία στηρίχτηκαν, από την εποχή του Σολωμού, κι εξακολουθούνε να στηρίζονται, οι Έλληνες συγγραφείς, για να δημιουργήσουν μια νέα και ζωντανή ελληνική λογοτεχνία»[3].

Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Το Βυζάντιο και ο ελληνισμός», που δημοσιεύθηκε στην Νέα Εστία τον Ιούνιο του 1953, ο Θεοτοκάς επισημαίνει ότι η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας στο Βυζάντιο μαρτυρά τον κυρίαρχο ρόλο του ελληνικού στοιχείου μέσα σε αυτό ενώ, ήδη από το 15ο αιώνα, οι πολλαπλές μαρτυρίες του Ιωάννη Αργυρόπουλου, του Πλήθωνα, του Χαλκοκονδύλη τεκμηριώνουν ότι είχε δημιουργηθεί η νεοελληνική εθνική συνείδηση.

Τον Ιούλιο του 1955, στο εκτενές δοκίμιο «Οι σύγχρονοι Έλληνες», που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Ελευθερία, θα επαναλάβει τις ίδιες θέσεις για την πολιτιστική κληρονομιά του ελληνισμού και τη θέση του στο σύγχρονο κόσμο. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του για τη σχέση χριστιανισμού και ελληνισμού: «ο Χριστιανισμός προσέλαβε, έτσι, μορφή ελληνίζουσα, πήρε μιάν έκφραση σαφή και ισορροπημένη, σύμφωνη με την πατροπαράδοτη ιδιοφυία του ελληνικού πνεύματος. Με μια τέτοια διάπλαση, προσαρμοσμένη συνεχώς περισσότερο στην ατμόσφαιρα του τόπου, η Ορθοδοξία επηρέασε την ελληνική ζωή ως τις βαθύτερες ρίζες της, έγινε ένα μαζί της. Είναι θρησκεία στο μέτρο του ανθρώπου, φωτεινή, θερμή, φιλελεύθερη. Η Εκκλησία είναι δημοκρατική. Τα διδάγματά της είναι καθαρά και νοητά, έχουν έκφραση ελληνική. Η ηθική της είναι ανθρωπιστική και επιεικής. Τα σύμβολά της είναι οικεία. Η λατρεία της είναι μια σειρά από χαρούμενες συμβολικές πανηγύρεις που παρακολουθούν ρυθμικά τα γυρίσματα των εποχών της χρονιάς. Η πιο μεγάλη, η πιο λαμπρή θρησκευτική εορτή στην Ελλάδα είναι το Πάσχα, η εορτή της Άνοιξης, που εκφράζει, στη συνείδηση του έθνους, μαζί με το δόγμα της Ανάστασης, και το πνεύμα του αιώνιου ξαναγεννημού της φύσης και της ζωής»[4].

Σε πολλά δοκίμια, ο Θεοτοκάς αξιολογεί θετικά την ένταξη της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, παρότι δεν υποτιμά τους κινδύνους που περιέχει μια τέτοια επιλογή. Στο δοκίμιο «Οι νέες ιστορικές εξελίξεις και το μέλλον του Ελληνισμού», που δημοσιεύθηκε στο Βήμα το Νοέμβριο του 1958, θα γίνει πιο συγκεκριμένος: «το πολιτικό ιδανικό μου είναι μια ελεύθερη Ομοσπονδία της Ευρώπης, οργανωμένη με πνεύμα δημοκρατικό και προοδευτικό και με πλήρη σεβασμό της εθνικής προσωπικότητας και των πολιτιστικών παραδόσεων των λαών που θα την αποτελούν. Μέσα σε μια τέτοια μεγάλη, ανεκτική και ισχυρή Ένωση, έχω τη γνώμη ότι ο Ελληνισμός, με τη γλώσσα του, με το χριστιανισμό του, με το φιλελεύθερο και ανθρωπιστικό πνεύμα του και με την ακτινοβολία που προσφέρει στη χώρα του η αγέραστη κλασσική της παράδοση, μπορεί να καταλάβει μια θέση πολύ αξιοπρεπή και να απολαύσει τα αγαθά της υλικής προόδου, χωρίς να θυσιάσει τις αληθινές αξίες της ζωής του»[5]. Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Η κοινή αγορά και το μέλλον του έθνους», που δημοσιεύθηκε στο Βήμα στις 11 Ιουνίου 1961, καταλήγει ότι ένα μικρό κράτος, όπως η Ελλάδα, αλλά και μεγαλύτερα, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, δε μπορούν να σταθούν μόνα τους[6]. Στην ίδια εφημερίδα, στις 31 Δεκεμβρίου 1961, στο άρθρο του «Ο ελληνισμός και η θέση του στο σημερινό κόσμο» ξεκινά από τη ρεαλιστική παραδοχή πως ο ελληνισμός «είναι μόνος στον κόσμο, σαν ένα παιδί ορφανό ανάμεσα στα άλλα παιδιά, που τα περιβάλλουν με το ενδιαφέρον τους πολυπρόσωπες οικογένειες»[7], για να καταλήξει όχι στην εθνική αποκλειστικότητα, όπως κατ’ αρχήν θα περιμέναμε, αλλά στο συμπέρασμα ότι η θεσμική ένταξη στην Ευρώπη αποτελεί αναπότρεπτο γεγονός και αναγκαιότητα.

Όμως, ο Θεοτοκάς θέτει ως προϋπόθεση, για να συμμετέχουμε σε διεθνείς οργανισμούς, τη διασφάλιση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μας: «δε ζητώ το κλείσιμο στον εαυτό μας, την πνευματική ομφαλοσκοπία, τα τείχη του καλλιτεχνικού προστατευτισμού. Είμαι ένας από τους ανθρώπους που πολέμησαν αυτά τα πράματα, που αξίωσαν να ανοίξουμε τα μάτια στον έξω κόσμο και να μπούμε οργανικά στην Ευρώπη. Δεν αναιρώ, σήμερα, τις απόψεις μου εκείνες. Πιστεύω, όμως – και τούτο το έλεγα πάντα – πως η οποιαδήποτε πνευματική συμμετοχή μας στη διεθνική ζωή έχει αληθινή αξία μόνον όταν είναι ιδιόρρυθμη και πρωτότυπη και αποτελεί συμβολή, προσθήκη, και όχι απορρόφηση. Θέλω να πω ότι, ή θα είμαστε ένας συγκροτημένος Ελληνισμός, με δική του προσωπικότητα, και τότε θα βαρύνουμε, θα είμαστε κάτι, ή θα πέσουμε μέσα στην ανωνυμία του κοσμοπολίτικου πλήθους, σαν άτομα ανερμάτιστα και ξεριζωμένα. Αυτό είναι το ένα ζήτημα που μας αφορά όλους μαζί. Το άλλο είναι η ατομική υπόσταση του καθενός, που πιστεύω ότι έχει ανάγκη να στερεωθεί κάπου, να βρει ερείσματα που να την ξεπερνούν».[8]

Στο δοκίμιο «Ο ελληνισμός και η εποχή», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ευθύνη, τον Απρίλιο του 1962, θα προσδιορίσει τα κρίσιμα χαρακτηριστικά μας: «ποια είναι τα βασικά εκείνα στοιχεία που συνθέτουν την ιδιαίτερη εθνική προσωπικότητα μας, που, αν τα στερηθούμε, θα παύσουμε να είμαστε αυτό που είμαστε; Προσπαθούμε από καιρό να τα προσδιορίσουμε, αφήνοντας κατά μέρος τα δευτερώτερα και τα φθαρτά, που δεν είναι εκ των ων ουκ άνευ. Είναι η Ορθοδοξία και ο ανθρωπισμός των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων, καθώς ισορροπούν και εναρμονίζονται μέσα στην παράδοσή μας. Είναι η μνήμη του Εικοσιένα, το αγωνιστικό πνεύμα της ελευθερίας, που διαπερνά ολόκληρη τη νεώτερη ιστορία μας. Είναι τα νέα μας γράμματα στις καλές τους ώρες. Είναι η γλώσσα μας, σαν κόσμος ζωντανός, σπαρταριστός και γοητευτικός, που μας πλάθει ολοένα και που τον πλάθουμε. Αυτά όλα είμαστε εμείς. Η ύπαρξή μας αποτελεί τη συνθετική τους, ενιαία έκφραση. Αυτά, λοιπόν, θα πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, μέσα στα νέα σχήματα όπου μας οδηγεί η ιστορία, να τα εμβαθύνουμε και να τα καλλιεργήσουμε, όσο είμαστε ικανοί. Αν αυτά είναι μέσα μας ισχυρά, δε θα έχουμε λόγους να φοβόμαστε ούτε την τεχνική, ούτε το συγχρωτισμό μας με τα άλλα έθνη. Τουναντίο, τότε η ύπαρξή μας ανάμεσα στα έθνη θα έχει βαρύτητα και ο λόγος μας θα λογαριάζεται, θα αποτελούμε κι εμείς μια παρουσία»[9].

Στο χειρόγραφο της συζήτησης με θέμα «Η Ε.Ο.Κ. και η Ελλάδα», που διεξήχθη στις 22 Μαρτίου 1963, ανάμεσα στο Θεοτοκά, τον Κάρολο Αρλιώτη, τον Ιωάννη Πεσματζόγλου, το Χριστόφορο Στράτο και τον Αλέξανδρο Τσιριντάνη, ο Θεοτοκάς θα τονίσει τη σημασία του ριζώματος για τον άνθρωπο: «οι λαοί και τα άτομα έχουν ανάγκη από ρίζες και από τη θερμότητα μιας εθνικής ζωής για να στερεωθούν, να ισορροπήσουν και να μπορέσουν να αναπτύξουν τον ηθικό τους χαρακτήρα. Ο ξεριζωμένος άνθρωπος, από ό,τι μας διδάσκει η πείρα, δεν είναι ούτε ευτυχής, ούτε αληθινά ισορροπημένος, ούτε πολύ χρήσιμος στον κόσμο. Θέλουμε, λοιπόν, και πρέπει, μες στην Ευρώπη, να διατηρήσουμε τον Ελληνισμό μας. Δεν εννοώ τις εξωτερικές του γραφικότητες, αλλά τα ουσιαστικά συστατικά και εκφραστικά του στοιχεία, που τα κυριότερα είναι: η γλώσσα, η πνευματική ελληνική παράδοση, η λογοτεχνία ως άμεση, ζωντανή ελληνική έκφραση της εθνικής ψυχοσύνθεσης, το πνεύμα της ελευθερίας που εκπορεύεται από το Εικοσιένα και, γενικά, τους απελευθερωτικούς μας πολέμους και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Τα στοιχεία αυτά προσδιορίζουν και στερεώνουν την εθνική προσωπικότητα των σύγχρονων Ελλήνων, πρέπει, λοιπόν, να συνειδητοποιηθεί η σημασία τους, μες στις νέες ιστορικές προοπτικές που ανοίγονται μπροστά μας»[10].

Στο δοκίμιο με τον τίτλο «Η καταγωγή του ελληνικού λαού», που δημοσιεύθηκε στο Βήμα στις 26 Μαΐου 1963, ο Θεοτοκάς απαντά για άλλη μια φορά στα επιχειρήματα του Φαλμεράγερ. Το γεγονός ότι η αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα ήταν η επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Βυζαντινού κράτους μαρτυρά ότι υπήρχε ένας συμπαγής κυρίαρχος ελληνικός πληθυσμός. Ως πρόσθετο επιχείρημα, θα χρησιμοποιήσει τα πορίσματα των ερευνών του ανθρωπολόγου Άρη Πουλιανού – που είχαν εκδοθεί από το Ινστιτούτο Εθνογραφίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ – όπου, μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν την ανθρωπολογική συνέχεια του ελληνικού έθνους: «τα παλαιοανθρωπολογικά στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει γενετική αλληλουχία στον πληθυσμό της Ελλάδας από τη νεολιθική εποχή ως τη σύγχρονη, δηλαδή, από την προϊστορία και εδώ, οι τύποι παραμένουν οι ίδιοι. Οι μετακινήσεις λαών στο Μεσαίωνα (Σλάβοι κ.λπ.) δεν έφεραν σοβαρή αλλαγή στα μορφολογικά γνωρίσματα του ελληνικού λαού. Η συνδυασμένη μελέτη των στοιχείων της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της εθνογραφίας και της γλωσσολογίας επικυρώνει την άποψη ότι υπάρχει συνέχεια στον πολιτισμό της Ελλάδας όλων των εποχών. Οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες, καθώς και οι Κουτσόβλαχοι, πρέπει να θεωρηθούν, κατά ένα ποσοστό περίπου εβδομήντα τα εκατό, ως απόγονοι του αυτόχθονα αρχαίου πληθυσμού της Ελλάδας. Έτσι, επιβεβαιώνεται, με επιστημονικά επιχειρήματα, η άποψη ότι οι Σλαβομακεδόνες και οι Κουτσόβλαχοι είναι, βασικά, Έλληνες που έχασαν τη γλώσσα τους τους σκοτεινούς αιώνες»[11].

Στην ευρωπαϊκή αισιοδοξία του Θεοτοκά, θα απαντήσει ο Ευάγγελος Παπανούτσος με δύο άρθρα του, στο Βήμα, στις 6 και 13 Νοεμβρίου 1958. Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας τους δε θα διατηρήσει τις ίδιες απόψεις μετά το 1974, οι σκέψεις που διατύπωσε τότε διατηρούν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον τους: «ακόμη και αν η αυριανή πολιτική μορφή «μεγάλης κλίμακας» πρόκειται να είναι μια «Ελεύθερη Ομοσπονδία της Ευρώπης, οργανωμένη με πνεύμα δημοκρατικό», βλέπω τη μικρή Ελλάδα στη θέση του φτωχού συγγενή που μόλις γίνεται ανεκτός. Ας θυμηθούμε ότι ο Χίτλερ προώριζε την Ελλάδα για τουριστικά ταξίδια και για καλλιέργεια της αγριόμεντας. Επίσης, ότι η δεύτερη και η τρίτη γενεά των μεταναστών μας στις Ηνωμένες Πολιτείες ντρέπεται να λέγη την καταγωγή της. Τώρα θα εννοή, φαντάζομαι, ο κ. Θεοτοκάς ποια είναι τα τιμαλφή που θα επιθυμούσα να περισωθούν (δεν είπα πως εκείνος μας ζητεί να τα εκποιήσωμε, αλλά ότι εγώ δε θέλω να γίνη τούτο). Είναι η εθνική μας προσωπικότητα, η πολιτιστική μας παράδοση, το πνεύμα και το ήθος του λαού μας. Οι θησαυροί αυτοί ένας μόνο σίγουρος τρόπος υπάρχει να διαφυλαχτούν: η αυθυπαρξία, το δικαίωμα να διαθέτη κανείς τον εαυτό του όπως θέλει, να κυβερνάη αυτός το σπίτι του και όχι οι άλλοι – ας είναι και οι καλύτεροι φίλοι… Σε κανένα ισχυρό προστάτη δεν έχω εμπιστοσύνη ότι θα σεβαστή ένα μικρό λαό και θα τον αφήση να ζήση τη δική του ζωή. Ακόμη και την «Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία» τη φοβούμαι⸱ γιατί πίσω από την κοινοπολιτεία των δήθεν ισοτίμων μελών, ο Ντε Γκωλ θα ετοιμάζη το «διευθυντήριο του», η Γερμανία την οικονομική ηγεμονία της και ο Βρετανικός λέων θα καραδοκή ν’ αρπάξη το μεγαλύτερο μέρος της λείας. Ότι είναι ενδεχόμενο να ιδρυθούν «Επικράτειες μεγάλης κλίμακας» δεν το αποκλείω. Δε νομίζω, όμως, ότι συμφέρει να τις προεξοφλούμε από τώρα, ούτε να βιαστούμε να δώσωμε στη νέα γενεά «ιδανικά» κομμένα στα δικά τους μέτρα»[12].

Επάνω όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. Καθιστοί: Άγγελος Τερζάκης, K.Θ. Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος.

Ο Θεοτοκάς, ένα από τα πιο δραστήρια και χαρισματικά μέλη της γενιάς του ’30, κατέληξε ότι υπάρχει συνέχεια του ελληνικού έθνους με χαρακτηριστικά κατά κύριο λόγο πολιτιστικά, αφού κατά την ιστορική του εξέλιξη κατάφερε συχνά να αφομοιώσει λαούς με διαφορετική προέλευση. Διέκρινε στον ελληνισμό ορισμένα θεμελιώδη στοιχεία, που καταστάλαξαν κατά την μακραίωνη και περιπετειώδη πορεία του, τα οποία θεωρεί ότι πρέπει να τα κρατήσει. Η παραδοχή αυτή δεν είναι το εφαλτήριο για εθνική αναδίπλωση, αλλά η προϋπόθεση για να συναντηθούμε με το σύγχρονο κόσμο. Δίχως γνώση του πολιτισμού μας, δε μπορούμε να δημιουργήσουμε έργα που να αφορούν και να ενδιαφέρουν τους άλλους λαούς. Όμως, η επιδίωξη ευρωπαϊκών συμμαχιών και ερεισμάτων δε μπορεί να οδηγεί σε ξεριζωμένους ανθρώπους που έχουν απωλέσει τη «θερμότητα μιας εθνικής ζωής»[13]. Υπήρξε πρωτοπόρος κι ενθουσιώδης πρεσβευτής της σύγκλισης των ευρωπαϊκών εθνών, υποτιμώντας ή και αγνοώντας συχνά τους κινδύνους που περιέχει ένα τέτοιο εγχείρημα, σε αντίθεση, μάλιστα, με άλλους σύγχρονούς του σημαντικούς στοχαστές που συνδύαζαν, άρτια, κατά το δικό του παράδειγμα, την ελληνική με την ευρωπαϊκή παιδεία, όπως ήταν ο Παπανούτσος, που έγκαιρα και έγκυρα μας τους παρουσίασαν. Όμως, ο Θεοτοκάς, όπως και ο Τσάτσος, ποτέ δε θεώρησαν ότι η ευρωπαϊκή επιλογή του ελληνισμού θα έπρεπε να οδηγήσει στην έξοδό του από την ιστορία. Όπως έγραφαν, ο ελληνισμός είναι ένα ορφανό παιδί, που συμμετέχει πνευματικά, αλλά και γεωπολιτικά, όχι μόνο στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και στην «καθ’ ημάς Ανατολή». Υπό αυτήν την έννοια, η ευρωπαϊκή πορεία δε θα έπρεπε να οδηγήσει στη διάλυση της ελληνικής ταυτότητας, όπως κάποιοι όψιμοι ευρωπαϊστές αργότερα υπονόησαν, αλλά να της παρέχει ένα ευνοϊκό πεδίο, όπου θα αναπτυσσόταν με μεγαλύτερη ασφάλεια και ορμή.

Στηρίξτε το Άρδην και την ιστοσελίδα του, κάνοντας μια προσφορά ΕΔΩ.


[1] Γ. Θεοτοκάς. Στοχασμοί και Θέσεις, πολιτικά κείμενα 1925-1966, τόμος Β’ 1950-1966, πρόλογος Ν. Αλιβιζάτος, επιμέλεια Ν. Αλιβιζάτος, Μ. Τσαπόγας, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1996, σελ. 651.

[2] Όπ.π., σελ. 651.

[3] Όπ.π., σελ. 651,652.

[4] Όπ.π., σελ. 689.

[5] Όπ.π., σελ. 862.

[6] Όπ.π., σελ. 926.

[7] Όπ.π., σελ. 944.

[8] Όπ.π., σελ. 952.

[9] Όπ.π., σελ. 972.

[10] Όπ.π., σελ. 998.

[11] Όπ.π., σελ. 1004.

[12] Όπ.π., σελ. 1296.

[13] O Φ. Μπρωντέλ, ένας σημαντικός σύγχρονος ιστορικός, ταυτίζει την εξέλιξη των πολιτισμών με την εθνική ζωή. Όπως γράφει: «Ποιος μπορεί να παραγνωρίσει την τεράστια σημασία της Ιστορίας; Βέβαια δεν πρέπει να οδηγεί στη δημιουργία εθνικισμών, που είναι πάντα καταδικαστέοι, ούτε πάλι να αναλώνεται αποκλειστικά σε έναν ανθρωπισμό ο οποίος, προσωπικά, με συγκινεί περισσότερο. Το θέμα είναι ότι, χωρίς Ιστορία, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει εθνική συνείδηση. Και χωρίς εθνική συνείδηση δεν υπάρχει ούτε πρωτότυπη κουλτούρα, ούτε πραγματικός πολιτισμός. Κι αυτό ισχύει για την Ιταλία, όσο και για τη Γαλλία» ( Fernand Braudel, H γραμματική των πολιτισμών, ΜΙΕΤ, μετ. Άρης Αλεξάκης, σελ. 42).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ