του Φράνσις Φουκουγιάμα από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 24
Ο φιλελευθερισμός κινδυνεύει. Τα θεμέλια των φιλελεύθερων κοινωνιών είναι η ανοχή στη διαφορετικότητα, ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου και όλα αυτά απειλούνται καθώς ο κόσμος υφίσταται αυτό που μπορεί να ονομαστεί δημοκρατική υποχώρηση ή ακόμη και παρακμή. Σύμφωνα με το Freedom House, τα τελευταία 16 χρόνια, τα πολιτικά δικαιώματα και οι πολιτικές ελευθερίες σε όλον τον κόσμο αποδυναμώνονται κάθε χρόνο.
Η παρακμή του φιλελευθερισμού γίνεται φανερή από την αυξανόμενη ισχύ των απολυταρχικών καθεστώτων, όπως η Κίνα και η Ρωσία, τη διάβρωση των φιλελεύθερων –ή κατ’ επίφαση φιλελεύθερων– θεσμών σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Τουρκία και την οπισθοδρόμηση των φιλελεύθερων δημοκρατιών, όπως η Ινδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, ο εθνικισμός έχει τροφοδοτήσει την άνοδο του αντι-φιλελευθερισμού. Οι αντιφιλελεύθεροι ηγέτες, τα κόμματά τους και οι σύμμαχοί τους έχουν αξιοποιήσει την εθνικιστική ρητορική επιδιώκοντας μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στις κοινωνίες τους. Καταγγέλλουν τους αντιπάλους τους ως αποκομμένες ελίτ, τρυφηλούς κοσμοπολίτες και οπαδούς της παγκοσμιοποίησης. Ισχυρίζονται ότι είναι οι αυθεντικοί εκπρόσωποι της χώρας τους και οι πραγματικοί προστάτες της. Μερικές φορές, οι αντιφιλεύθεροι πολιτικοί απλώς παρωδούν τους φιλελεύθερους ομολόγους τους ως αναποτελεσματικούς και αποκομμένους από τη ζωή των ανθρώπων που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Συχνά, ωστόσο, περιγράφουν τους φιλελεύθερους ανταγωνιστές τους όχι απλώς ως πολιτικούς αντιπάλους αλλά ως κάτι πιο σκοτεινό: ως εχθρούς του λαού.
Η ίδια η φύση του φιλελευθερισμού τον κάνει ευάλωτο σε αυτό το είδος των επιθέσεων. Η θεμελιωδέστερη αρχή που συναρτάται με τον φιλελευθερισμό είναι αυτή της ανεκτικότητας: το κράτος δεν επιβάλλει πεποιθήσεις, ταυτότητες ή οποιοδήποτε άλλο είδος δόγματος. Από τότε που αναδύθηκε δειλά, τον δέκατο έβδομο αιώνα, ως οργανωτική αρχή στην πολιτική, ο φιλελευθερισμός σκόπιμα ψαλίδισε τις φιλοδοξίες της πολιτικής ώστε αυτή να στοχεύσει όχι στην «αξιοβίωτη ζωή», όπως ορίζεται από μια συγκεκριμένη θρησκεία, ηθικό δόγμα ή πολιτιστική παράδοση, αλλά στη διασφάλιση της ίδιας της ζωής σε συνθήκες όπου οι πληθυσμοί μπορεί να μη συμφωνούν για το ποια είναι η αξιοβίωτη ζωή. Αυτή η αγνωστικιστική φύση δημιουργεί ένα πνευματικό κενό, καθώς τα άτομα ακολουθούν τους δικούς τους δρόμους και βιώνουν μόνο μια επιφανειακή αίσθηση κοινότητας. Τα προτάγματα του φιλελευθερισμού απαιτούν όντως κοινές αξίες, όπως η ανεκτικότητα, ο συμβιβασμός και η διαβούλευση, και αυτά δεν ενισχύουν τους ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς που συναντώνται σε στενά συνδεδεμένες θρησκευτικές, εθνικές και εθνοτικές κοινότητες. Πράγματι, οι φιλελεύθερες κοινωνίες ενθάρρυναν συχνά την χωρίς στόχους επιδίωξη της υλικής ατομικής ικανοποίησης.
Το πιο σημαντικό προσόν του φιλελευθερισμού παραμένει το ρεαλιστικό του στοιχείο, που υπάρχει εδώ και αιώνες: η ικανότητά του να διαχειρίζεται τη διαφορετικότητα στις πλουραλιστικές κοινωνίες. Ωστόσο, υπάρχει ένα όριο στα είδη διαφορετικότητας που μπορούν να διαχειριστούν οι φιλελεύθερες κοινωνίες. Αν αρκετοί άνθρωποι απορρίπτουν τις ίδιες τις φιλελεύθερες αρχές και επιδιώκουν να περιορίσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των άλλων, ή αν οι πολίτες καταφεύγουν στη βία για να περάσει το δικό τους, τότε ο φιλελευθερισμός από μόνος του δεν μπορεί να διατηρήσει την πολιτική τάξη. Και αν διάφορες κοινωνίες απομακρύνονται από τις φιλελεύθερες αρχές και προσπαθούν να βασίσουν τις εθνικές τους ταυτότητες στη φυλή, την εθνότητα, τη θρησκεία ή κάποιο άλλο, διαφορετικό υποστασιακό όραμα της αξιοβίωτης ζωής, τότε μπορεί να επιστρέψουν σε μια δυνητικά αιματηρή σύγκρουση. Ένας κόσμος γεμάτος από τέτοιες χώρες θα είναι κατά κανόνα περισσότερο εριστικός, ταραχώδης και βίαιος.
Γι’ αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό για τους φιλελεύθερους να μην εγκαταλείπουν την ιδέα του έθνους. Θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι, στην πραγματικότητα, τίποτα δεν κάνει την οικουμενικότητα του φιλελευθερισμού ασύμβατη με έναν κόσμο εθνικών κρατών. Η εθνική ταυτότητα είναι εύπλαστη και μπορεί να διαμορφωθεί ώστε να αντανακλά φιλελεύθερες επιδιώξεις και να ενσταλάζει μια αίσθηση κοινότητας και κοινών στόχων σε ευρύτερους πληθυσμούς.
Προς απόδειξη της αμετάβλητης αξίας της εθνικής ταυτότητας, δεν χρειάζεται να πάμε πιο πέρα από τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Ρωσία όταν επιτέθηκε στην Ουκρανία. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ισχυρίστηκε πως η Ουκρανία δεν είχε μια ξεχωριστή ταυτότητα από εκείνη της Ρωσίας και πως η χώρα θα κατέρρεε αμέσως μόλις θα ξεκινούσε η εισβολή του. Τουναντίον, η Ουκρανία αντιστάθηκε πεισματικά στη Ρωσία, ακριβώς επειδή οι πολίτες της είναι πιστοί στην ιδέα μιας ανεξάρτητης, φιλελεύθερης δημοκρατικής Ουκρανίας και δεν θέλουν να ζήσουν σε μια διεφθαρμένη δικτατορία που επιβάλλεται από τα έξω. Με τη γενναιότητά τους, κατέστησαν σαφές ότι οι πολίτες είναι πρόθυμοι να πεθάνουν για τα φιλελεύθερα ιδανικά, αλλά μόνο όταν αυτά τα ιδανικά είναι ενσωματωμένα σε μια χώρα που μπορούν να αποκαλούν δική τους.
Το πνευματικό κενό του φιλελευθερισμού
Οι φιλελεύθερες κοινωνίες αγωνίζονται να παρουσιάσουν στους πολίτες τους ένα θετικό όραμα για την εθνική ταυτότητα. Η θεωρία που υποβαστάζει τον φιλελευθερισμό δυσκολεύεται ιδιαίτερα να χαράξει σαφή όρια γύρω από τις κοινότητες και να εξηγήσει τι δικαιούνται οι άνθρωποι εντός και εκτός αυτών των ορίων. Αυτό συμβαίνει επειδή η θεωρία είναι χτισμένη πάνω σε μια απαίτηση οικουμενικότητας. Όπως βεβαιώνεται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι σε αξιοπρέπεια και δικαιώματα»· επιπλέον, «Κάθε ένας νομιμοποιείται να έχει όλα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που αναφέρονται στην παρούσα Διακήρυξη, χωρίς καμία διάκριση φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων απόψεων, εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, ιδιοκτησίας, γέννησης ή διαφορετικού καθεστώτος». Οι φιλελεύθεροι θεωρητικά ενδιαφέρονται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανεξάρτητα από το πού συμβαίνουν. Πολλοί φιλελεύθεροι αντιπαθούν τις παρτικουλαριστικές προσκολλήσεις των εθνικιστών και φαντάζονται ότι είναι «πολίτες του κόσμου».
Είναι δύσκολο να συμβιβαστεί η απαίτηση οικουμενικότητας με τη διαίρεση του κόσμου σε έθνη-κράτη. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει σαφής φιλελεύθερη θεωρία για το πώς πρέπει να χαράσσονται τα εθνικά σύνορα, ένα έλλειμμα που οδήγησε σε ενδοφιλελεύθερες συγκρούσεις σχετικά με την επιθυμία αυτονόμησης περιοχών όπως η Καταλονία, το Κεμπέκ και η Σκωτία, και διαφωνίες σχετικά με την αρμόζουσα μεταχείριση των μεταναστών και των προσφύγων. Λαϊκιστές, όπως ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχουν χειριστεί αυτήν την ένταση μεταξύ των οικουμενιστικών επιδιώξεων του φιλελευθερισμού και των στενότερων αξιώσεων του εθνικισμού με εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο.
Οι εθνικιστές διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι ο φιλελευθερισμός έχει διαλύσει τους δεσμούς της εθνικής κοινότητας και τους έχει αντικαταστήσει με έναν παγκόσμιο κοσμοπολιτισμό που νοιάζεται το ίδιο για τους ανθρώπους σε μακρινές χώρες όσο και για τους συμπολίτες. Οι εθνικιστές του 19ου αιώνα βάσιζαν την εθνική ταυτότητα στη βιολογία και πίστευαν ότι οι εθνικές κοινότητες είχαν τις ρίζες τους σε κοινές καταβολές. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει για ορισμένους σύγχρονους εθνικιστές, όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος έχει ορίσει την ουγγρική εθνική ταυτότητα ως βασισμένη στην εθνότητα των Μαγυάρων. Άλλοι εθνικιστές, όπως ο ισραηλινός ακαδημαϊκός Γιόραμ Χαζόνυ (Yoram Hazony), προσπάθησαν να αναθεωρήσουν τον εθνοτικό εθνικισμό του εικοστού αιώνα υποστηρίζοντας ότι τα έθνη αποτελούν συνεκτικές πολιτιστικές μονάδες που επιτρέπουν στα μέλη τους να μοιράζονται ισχυρές παραδόσεις φαγητού, εορτών, γλώσσας κ.λπ. Ο Αμερικανός συντηρητικός στοχαστής Πάτρικ Ντενίν (Patrick Deneen) έχει υποστηρίξει ότι ο φιλελευθερισμός συνιστά μια μορφή αντικουλτούρας που έχει διαλύσει όλες τις μορφές προφιλελεύθερης κουλτούρας, χρησιμοποιώντας την κρατική ισχύ για να εισχωρήσει και να ελέγξει κάθε πτυχή της ιδιωτικής ζωής.
Χαρακτηριστικά ο Ντενίν και άλλοι συντηρητικοί έχουν έλθει σε ρήξη με τους οικονομικούς νεοφιλελεύθερους και έχουν στηλιτεύσει έντονα τον καπιταλισμό της αγοράς για τη διάβρωση των αξιών της οικογένειας, της κοινότητας και της παράδοσης. Ως αποτέλεσμα, οι κατηγορίες του εικοστού αιώνα που προσδιόριζαν την πολιτική Αριστερά και Δεξιά με όρους οικονομικής ιδεολογίας δεν ταιριάζουν απόλυτα με την σημερινή πραγματικότητα, καθώς δεξιές ομάδες εμφανίζονται πρόθυμες να υποστηρίξουν τη χρήση της κρατικής εξουσίας για τη ρύθμιση τόσο της κοινωνικής ζωής όσο και της οικονομίας.
Υπάρχει σημαντική επικάλυψη μεταξύ εθνικιστών και θρησκευόμενων συντηρητικών. Μεταξύ των παραδόσεων που θέλουν να διατηρήσουν οι σύγχρονοι εθνικιστές είναι και οι θρησκευτικές παραδόσεις. Έτσι, το κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» στην Πολωνία έχει ευθυγραμμιστεί απόλυτα με την πολωνική καθολική Εκκλησία και έχει υιοθετήσει πολλές από τις πολιτισμικές αντιρρήσεις της τελευταίας σχετικά με τη στήριξη που προσφέρει η φιλελεύθερη Ευρώπη στις αμβλώσεις και στους γάμους ομοφυλόφιλων. Ομοίως, οι θρησκευόμενοι συντηρητικοί συχνά θεωρούν τους εαυτούς τους πατριώτες· αυτό ισχύει σίγουρα για τους Αμερικανούς Ευαγγελιστές που αποτέλεσαν τον πυρήνα του κινήματος του Τραμπ «Να Κάνουμε την Αμερική Μεγάλη Ξανά».
Η εγκυρότερη συντηρητική κριτική στον φιλελευθερισμό –ότι οι φιλελεύθερες κοινωνίες δεν παρέχουν έναν ισχυρό κοινό ηθικό πυρήνα γύρω από τον οποίο να μπορεί να οικοδομηθεί η κοινότητα– είναι αρκετά ακριβής. Αυτό είναι πράγματι ένα χαρακτηριστικό του φιλελευθερισμού και όχι μία στρέβλωση του. Το ερώτημα για τους συντηρητικούς είναι αν υπάρχει ρεαλιστικός τρόπος να γυρίσουν το ρολόι πίσω και να επιβάλουν ξανά μια πιο αυστηρή ηθική τάξη. Κάποιοι συντηρητικοί των ΗΠΑ ελπίζουν να επιστρέψουν σε μια φαντασιακή εποχή όπου σχεδόν όλοι στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν χριστιανοί.
Αλλά, σήμερα, οι σύγχρονες κοινωνίες είναι πολύ πιο διαφοροποιημένες θρησκευτικά από ό,τι την εποχή των θρησκευτικών πολέμων της Ευρώπης, τον δέκατο έκτο αιώνα. Η ιδέα της αποκατάστασης μιας κοινής ηθικής παράδοσης η οποία να ορίζεται από θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ουτοπική. Ηγέτες που ελπίζουν να πραγματοποιήσουν αυτό το είδος αποκατάστασης, όπως ο Ναρέντρα Μόντι, ο ινδουιστής εθνικιστής πρωθυπουργός της Ινδίας, ανοίγουν τον δρόμο στην καταπίεση και την ενδοκοινοτική βία. Ο Μόντι το γνωρίζει πολύ καλά αυτό: ήταν πρωθυπουργός της δυτικής πολιτείας Γκουτζαράτ όταν αυτή συγκλονίστηκε από ενδοκοινοτικές ταραχές, το 2002, που άφησαν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς, κυρίως μουσουλμάνους. Από το 2014, όταν ο Μόντι έγινε πρωθυπουργός, αυτός και οι σύμμαχοί του προσπάθησαν να συνδέσουν την ινδική εθνική ταυτότητα με τα λάβαρα του ινδουισμού και της γλώσσας Χίντι, μια αλλαγή πλεύσης από τον κοσμικό πλουραλισμό των φιλελεύθερων ιδρυτών της Ινδίας.
Το αναπόφευκτο κράτος
Οι αντιφιλελεύθερες δυνάμεις σε όλο τον κόσμο θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τις εκκλήσεις στον εθνικισμό ως ένα ισχυρό εκλογικό όπλο. Οι φιλελεύθεροι μπορεί να μπουν στον πειρασμό να απορρίψουν αυτή τη ρητορική ως σωβινιστική και βάναυση. Δεν πρέπει όμως να παραχωρήσουν το έθνος στους αντιπάλους τους.
Ο φιλελευθερισμός, με τις οικουμενικές του αξιώσεις, μπορεί να στέκεται άβολα δίπλα στον φαινομενικά στενόμυαλο εθνικισμό, αλλά οι δύο αυτές έννοιες μπορούν να συμφιλιωθούν. Οι στόχοι του φιλελευθερισμού είναι απολύτως συμβατοί με έναν κόσμο χωρισμένο σε έθνη-κράτη. Όλες οι κοινωνίες χρειάζεται να κάνουν χρήση βίας, τόσο για τη διατήρηση της εσωτερικής τάξης όσο και για την προστασία τους από εξωτερικούς εχθρούς. Μια φιλελεύθερη κοινωνία το κάνει αυτό δημιουργώντας ένα ισχυρό κράτος αλλά στη συνέχεια περιορίζει την εξουσία του με το κράτος δικαίου. Η ισχύς του κράτους βασίζεται σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ αυτόνομων ατόμων που συμφωνούν να εγκαταλείψουν ορισμένα από τα δικαιώματά που θα τους επέτρεπαν να κάνουν ό,τι θέλουν με αντάλλαγμα την κρατική προστασία. Αυτό νομιμοποιείται τόσο με την κοινή αποδοχή του νόμου όσο και –αν πρόκειται για φιλελεύθερη δημοκρατία– με την καθολική ψηφοφορία.
Τα φιλελεύθερα δικαιώματα δεν έχουν νόημα αν δεν μπορούν να επιβληθούν από ένα κράτος, το οποίο, σύμφωνα με τον διάσημο ορισμό του Γερμανού κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ, συνιστά ένα νόμιμο μονοπώλιο βίας σε μια συγκεκριμένη επικράτεια. Η εδαφική δικαιοδοσία ενός κράτους αντιστοιχεί αναγκαστικά στην περιοχή την οποία καταλαμβάνει η ομάδα ατόμων που έχουν υπογράψει το κοινωνικό συμβόλαιο. Τα δικαιώματα των ανθρώπων που ζουν εκτός αυτής της δικαιοδοσίας πρέπει να γίνονται σεβαστά, αλλά όχι απαραίτητα να επιβάλλονται, από αυτό το κράτος.
Ως εκ τούτου, τα κράτη με οριοθετημένη εδαφική δικαιοδοσία παραμένουν κρίσιμοι πολιτικοί παράγοντες επειδή είναι τα μόνα που μπορούν να ασκήσουν νόμιμη βία. Στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο, η ισχύς χρησιμοποιείται από μια μεγάλη ποικιλία φορέων, από πολυεθνικές εταιρείες και μη κερδοσκοπικές ομάδες έως τρομοκρατικές οργανώσεις και υπερεθνικούς φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Ηνωμένα Έθνη. Η ανάγκη διεθνούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη και οι πανδημίες δεν υπήρξε ποτέ περισσότερο προφανής. Ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει ότι μια συγκεκριμένη μορφή εξουσίας, η ικανότητα επιβολής κανόνων μέσω της απειλής ή της πραγματικής χρήσης βίας, παραμένει υπό τον έλεγχο των εθνικών κρατών.
Ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών (ΙΑΤΑ) αναπτύσσουν τη δική τους αστυνομία ή τον δικό τους στρατό για να επιβάλουν τους κανόνες που θεσπίζουν. Τέτοιοι οργανισμοί εξακολουθούν να εξαρτώνται από την ικανότητα πειθαναγκασμού των χωρών που τους έχουν εξουσιοδοτήσει. Βεβαίως, υπάρχει σήμερα ένα μεγάλο corpus διεθνούς δικαίου που σε πολλούς τομείς αντικαθιστά το δίκαιο στο εθνικό επίπεδο. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το κοινοτικό κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο χρησιμεύει ως ένα είδος κοινού δικαίου για τη ρύθμιση του εμπορίου και την επίλυση διαφορών. Αλλά τελικά, το διεθνές δίκαιο συνεχίζει να επιβάλλεται σε εθνικό επίπεδο. Όταν τα κράτη-μέλη της ΕΕ διαφωνούν σε σημαντικά ζητήματα πολιτικής, όπως συνέβη κατά την κρίση του ευρώ του 2010 και τη μεταναστευτική κρίση του 2015, το αποτέλεσμα δεν αποφασίζεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο αλλά από τη σχετική εξουσία των κρατών-μελών. Η τελική εξουσία, με άλλα λόγια, εξακολουθεί να βρίσκεται στη δικαιοδοσία των εθνικών κρατών, πράγμα που σημαίνει ότι ο έλεγχος της εξουσίας σε αυτό το επίπεδο παραμένει κρίσιμος.
Δεν υπάρχει, επομένως, καμία αναγκαία αντίφαση ανάμεσα στον φιλελεύθερο οικουμενισμό και την ανάγκη για έθνη-κράτη. Ακόμα και αν η κανονιστική αξία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να είναι παγκόσμια, η εξουσία επιβολής δεν είναι· είναι ένας σπάνιος πόρος που εφαρμόζεται αναγκαστικά με ένα εδαφικά οριοθετημένο τρόπο. Ένα φιλελεύθερο κράτος είναι απολύτως δικαιολογημένο να παραχωρεί διαφορετικά επίπεδα δικαιωμάτων σε πολίτες και μη πολίτες, επειδή δεν έχει τους πόρους ή την εντολή για να προστατεύει τα δικαιώματα παγκοσμίως. Η προστασία του νόμου οφείλεται εξ ίσου σε όλους τους ανθρώπους εντός της επικράτειας του κράτους, αλλά μόνο οι πολίτες συμμετέχουν πλήρως στο κοινωνικό συμβόλαιο, με ειδικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, ιδίως το δικαίωμα της ψήφου.
Το γεγονός ότι τα κράτη παραμένουν ο τόπος της πειθαναγκαστικής ισχύος θα πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς όσον αφορά προτάσεις για τη δημιουργία νέων υπερεθνικών σωμάτων και την ανάθεση τέτοιας εξουσίας σε αυτά. Οι φιλελεύθερες κοινωνίες έχουν αποκτήσει εμπειρία αρκετών εκατοντάδων χρόνων ώστε να ξέρουν πώς να περιορίζουν την εξουσία σε εθνικό επίπεδο μέσω του κράτους δικαίου και των νομοθετικών θεσμών και πώς να εξισορροπούν την εξουσία έτσι ώστε η χρήση της να αντανακλά το γενικό συμφέρον. Δεν έχουν ιδέα πώς να δημιουργήσουν τέτοιους θεσμούς σε παγκόσμιο επίπεδο, πώς, για παράδειγμα, ένα παγκόσμιο δικαστήριο ή νομοθετικό σώμα θα μπορούσε να περιορίσει τις αυθαίρετες αποφάσεις μιας παγκόσμιας εκτελεστικής εξουσίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το προϊόν της πιο σοβαρής προσπάθειας για να γίνει αυτό σε περιφερειακό επίπεδο· το αποτέλεσμα είναι ένα αμήχανο σύστημα που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αδυναμία σε ορισμένους τομείς (φορολογική πολιτική, εξωτερικές υποθέσεις) και υπερβολική ισχύ σε άλλους (οικονομική ρύθμιση). Τουλάχιστον όμως η Ευρώπη έχει μια ορισμένη κοινή ιστορία και πολιτιστική ταυτότητα που δεν υπάρχουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Διεθνείς θεσμοί όπως το Διεθνές Δικαστήριο και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο συνεχίζουν να βασίζονται στα κράτη για να επιβάλλονται οι αποφάσεις τους.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ οραματίστηκε μια συνθήκη «αιώνιας ειρήνης» στην οποία ένας κόσμος αποτελούμενος από φιλελεύθερα κράτη θα ρύθμιζε τις διεθνείς σχέσεις μέσω του νόμου και όχι με την προσφυγή στη βία. Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία απέδειξε, δυστυχώς, ότι ο κόσμος δεν έχει φτάσει ακόμη σε αυτή τη μετα-ιστορική στιγμή και ότι η ωμή στρατιωτική δύναμη παραμένει ο απόλυτος εγγυητής της ειρήνης για τις φιλελεύθερες χώρες. Ως εκ τούτου, το έθνος-κράτος, ως κρίσιμος παράγοντας στην παγκόσμια πολιτική, είναι απίθανο να εξαφανιστεί.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Foreign Affairs, Μάιος-Ιούνιος 2022. Ο φιλελευθερισμός δεν θα πρέπει να εννοηθεί εδώ, όπως συχνά γίνεται στην Ελλάδα, ως οικονομικό δόγμα κυρίως αλλά με την έννοια ενός δόγματος και ενός καθεστώτος πολιτικών ελευθεριών κατ’ εξοχήν.
μετάφραση: Μαριάννα Δεσύπρη
