του S. Gervasi, από το Άρδην τ. 21, Ιούλιος-Αύγουστος 1999
Προσφάτως, η Βορειοατλαντική Συμμαχία έστειλε στη Γιουγκοσλαβία μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, υποτίθεται για να επιβάλει τους διακανονισμούς για τον πόλεμο στη Βοσνία που συμφωνήθηκαν στο Ντέυτον του Οχάιο στα τέλη του 1995. Λέγεται ότι αυτή η δύναμη απαρτίζεται από 60.000 άνδρες, εξοπλισμένους με τανκς, τεθωρακισμένα οχήματα και πυροβόλα. Έχει την υποστήριξη μιας εξαιρετικά μεγάλης αεροπορικής και ναυτικής δύναμης. Στην πραγματικότητα, εάν συνυπολογίσουμε όλες τις υποστηρικτικές δυνάμεις που εμπλέκονται, συμπεριλαμβανομένων των δυνάμεων που παρατάχθηκαν στις γειτονικές χώρες, γίνεται φανερό ότι οι εμπλεκόμενοι στρατιώτες φτάνουν τουλάχιστον τις 200.000. Αυτός ο αριθμός έχει επικυρωθεί και από στρατιωτικές πηγές των ΗΠΑ1.
Από όποια πλευρά και να το δει κανείς, η αποστολή μιας μεγάλης δυτικής στρατιωτικής δύναμης στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη είναι μια πρωτοφανής επιχείρηση, ακόμα και για τη ρευστή κατάσταση που δημιουργήθηκε από το υποτιθέμενο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η στρατιωτική δύναμη στα Βαλκάνια αντιπροσωπεύει όχι μόνο την πρώτη σημαντική στρατιωτική επιχείρηση του NATO αλλά μια μεγάλη επιχείρηση που διεξάγεται «έξω από την περιοχή», δηλαδή, έξω από τα όρια που αρχικά είχαν καθοριστεί για τη στρατιωτική δράση του NATO.
Η αποστολή στρατιωτών του NATO στα Βαλκάνια, όμως, είναι το αποτέλεσμα αφόρητων πιέσεων για τη γενική επέκταση του NATO προς τα ανατολικά. Εάν οι επιχειρήσεις στη Γιουγκοσλαβία αποτελούν το πρώτο σοβαρό βήμα για την επέκταση του NATO, για το εγγύς μέλλον σχεδιάζονται και άλλα. Κάποιες δυτικές δυνάμεις θέλουν να φέρουν τις Visegrad χώρες στο NATO ως πλήρη μέλη μέχρι τα τέλη του αιώνα. Για κάποια περίοδο, και μεταξύ συγκεκριμένων δυτικών χωρών, υπήρξαν αντιστάσεις για μια τέτοιου είδους επέκταση. Το ερώτημα είναι: γιατί οι δυτικές χώρες πιέζουν για την επέκταση του NATO; Γιατί το NATO ανανεώνεται και επεκτείνεται ενώ η «σοβιετική απειλή» έχει εξαφανιστεί; Η επιβολή μιας επισφαλούς ειρήνης στη Βοσνία είναι απλώς μια επείγουσας φύσεως αιτία για την αποστολή νατοϊκών δυνάμεων στα Βαλκάνια.
Υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι γι’ αυτές τις αποστολές νατοϊκών δυνάμεων στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα για την επέκταση του NATO στο σχετικά εγγύς μέλλον στην Πολωνία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας και τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Αυτοί έχουν να κάνουν με μια αναδυόμενη στρατηγική για την εξασφάλιση των πόρων της περιοχής της Κασπίας θάλασσας και της «σταθεροποίησης» των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης-τέλος, «σταθεροποίηση» της Ρωσίας και των άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας των Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ).
Διότι, η ιδέα της «σταθεροποίησης» των χωρών που προηγουμένως απάρτιζαν το σοσιαλιστικό μπλοκ στην Ευρώπη δεν σημαίνει απλά την εξασφάλιση εκεί της πολιτικής σταθερότητας, τη διασφάλιση ότι τα καθεστώτα που αντικατέστησαν το σοσιαλισμό παραμένουν στη θέση τους. Σημαίνει επίσης την κοινωνικές συνθήκες παραμένουν αμετάβλητες. Και, εφόσον η αποκαλούμενη «μετάβαση στη δημοκρατία» στις χώρες που επηρεάσθηκαν, στην πραγματικότητα, έχει οδηγήσει στην αποβιομηχάνιση και την κατάρρευση των συνθηκών διαβίωσης για την πλειοψηφία του πληθυσμού, γεννάται το ερώτημα εάν αυτό είναι πράγματι επιθυμητό.
Το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο επίμονο αφού «η σταθεροποίηση», με την έννοια που χρησιμοποιείται στη Δύση, σημαίνει την αναπαραγωγή στις χώρες του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που σήμερα κυριαρχούν στη Δύση. Οι οικονομίες των δυτικών βιομηχανικά ανεπτυγμένων κρατών είναι, στην πραγματικότητα, σε μια κατάσταση ημι-κατάρρευσης, αν και οι κυβερνήσεις αυτών των κρατών δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσουν αυτό το γεγονός. Εντούτοις, οποιαδήποτε αντικειμενική εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης της Δύσης οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα.
Είναι επίσης καθαρό, ότι η προσπάθεια «σταθεροποίησης» των χωρών του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ αυξάνει την ένταση με την Ρωσία και πιθανόν και με άλλες χώρες. Αρκετοί σχολιαστές έχουν τονίσει οτι οι δυτικές ενέργειες για την επέκταση του NATO αυξάνουν επίσης τους κινδύνους της πυρηνικής σύγκρουσης.2
Ακόμα και μια επιφανειακή εξέταση αυτών των ερωτημάτων αρκεί για να δείξει ότι η επέκταση του NATO, που έχει de facto ξεκινήσει από την Γιουγκοσλαβία, και προτείνεται και για άλλες χώρες, βασιζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα μπερδεμένο ακόμα και παράλογο σκεπτικό. Μπαίνουμε στον πειρασμό να πούμε ότι είναι το αποτέλεσμα του φοβου και της θέλησης συγκεκριμένων αρχουσών ομάδων. Για να το θεσουμε πιο ωμά: γιατί ο κόσμος θα μπορούσε να περιμένει κάποια οφέλη από την εξαναγκαστική επέκταση σε άλλες χώρες του οικονομικού και κοινωνικού χάους που κυριαρχεί στη Δύση και γιατί θα μπορούσε να δε. κάποιο όφελος σε αυτό όταν αυτή η διαδικασία αυξάνει τον κίνδυνο του πυρηνικου πολέμου;
To NATO στη Γιουγκοσλαβία
Η Οργάνωση του Βορειοατλαντικού Συμφώνου ιδρύθηκε το 1949 με τον εκπεφρασμένο σκοπό εξασφάλιση της προστασίας της Δυτκής Ευρώπης από την πιθανή στρατιωτική επιθετικότητα της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της.
Μετά τη διάλυση των κομμουνιστικών καθεστώτων του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ, το 1990 και το 1991, δεν υπήρχε κάποια τέτοια πιθανότητα επίθεσης, εάν πράγματι είχε ποτέ υπάρξει. Οι αλλαγές στις πρώην κομμουνιστικές χώρες κατέστησαν το NATO περιττό. Ο λόγος ύπαρξη; του εξέλειπε. Όμως, συγκεκριμένες ομάδες μέσα στις χώρες του NATO άρχισαν σχεδόν αμέσως να πιέζουν για την «ανακαίνιση» του NATO · α. ακόμα την επέκτασή του στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη.
Η πιο σημαντική ιδέα που άρχισε να καλλιεργείται ήταν ότι παρ όλες τις αλλαγές που επέφερε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι δυτικές χώρες αντιμετώπιζαν καινούργιες «προκλήσεις στην ασφάλεια τους» έξω από την παραδοσιακή περιοχή του NATO. Αυτές νομιμοποιησαν τη διατήρηση του οργανισμού.
Εδώ, η πρόταση που υπονοείται είναι ότι το NATO θα έπρεπε να διατηρηθεί με στόχο την εξασφάλιση της ηγεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη και στα παγκόσμια ζητήματα. Αυτός ήταν σίγουρα ο λόγος πίσω από την μεγάλης κλίμακας δυτική επέμβαση -στην οποία η συμμετοχή των συμμάχων των ΗΠΑ στο NATO ήταν μάλλον πενιχρή – στο Κουβέιτ και στο Ιράκ το 1990 και το 1991. Ο συνασπισμός των δυνάμεων που πολέμησαν εναντίον του Ιράκ επετεύχθη με μεγάλη δυσκολία. Αλλά η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών τον είδε ως αναγκαίο για την αξιοπιστία των ΗΠΑ μέσα στη δυτική συμμαχία αλλά και στα ζητηματα της παγκόσμιας σκηνής.
Το σύνθημα που προώθησαν οι πρώιμοι υποστηρικτές της μεγέθυνσης του NATO ήταν: «NATO έξω από την περιοχή ή χωρίς δουλεία». ~ο οποίο ήταν ξεκάθαρο ως μήνυμα αλλά όχι και ως επιχείρημα3.
Μια ακόμα περίπτωση δοκιμασίας της αξιοπιστίας των ΗΠΑ έγινε και η Γιουγκοσλαβία – και προφανώς μια πολύ πιο σημαντική περίπτωση. Η γιουγκοσλαβική κρίση ξέσπασε στην άκρη της Ευρώπης και τα δυτικοευρωπαϊκά έθνη έπρεπε να κάνουν κάτι. Από την άλλη, η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ φαινομενικά υποστήριζαν την ιδεα του τερματισμού των εμφυλίων πολέμων στη Γιουγκοσλαβία, στην πραγματικότητα έκαναν ότι μπορούσαν για να τους παρατείνουν, ιδιαίτερα τον
πόλεμο στη Βοσνία4. Η δράση τους παρέτεινε και σταθερά βάθυνε τη Γιουγκοσλαβική κρίση.
Εδώ, είναι σημαντικό να κάνουμε καθαρό ότι, σχεδόν από την έναρξη της γιουγκοσλαβικής κρίσης, το NATO προσπάθησε να έχει ενεργό ανάμειξη σε αυτή. Αυτή η ανάμειξη έγινε φανερή το 1993 όταν το NATO άρχισε να υποστηρίζει τις επιχειρήσεις της UNPROFOR στη Γιουγκοσλαβία, ιδιαίτερα στο ζήτημα του εμπάργκο εναντίον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και την επιβολή μιας ζώνης μη-πτήσεων στον εναέριο χώρο της Βοσνίας.
Όμως, αυτή η ανάμειξη είχε αρχίσει από πολύ μικρότερα πράγματα και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, ως οργανισμός, το NATO είχε εμπλακεί στον πόλεμο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από τα πρώτα στάδιά του. Το 1992 έστειλε προσωπικό -μια ομάδα από 100 άτομα- στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Αυτοί εγκατέστησαν στρατιωτικά γραφεία στο Κισελιάκ, σε μικρή απόσταση από το Σεράγιεβο. Υποτίθεται ότι στάλθηκαν εκεί για να βοηθήσουν τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών στη Βοσνία.
Ήταν όμως προφανές ότι ο σκοπός τους ήταν άλλος. Εκείνη την εποχή, ένας διπλωμάτης του NATO περιέγραψε την επιχείρηση στο Intelligence Digest με τους ακόλουθους όρους:
«Αυτό είναι ένα πολύ προσεκτικό πρώτο βήμα, και δεν πρόκειται να προκαλέσουμε πολύ θόρυβο γύρω από αυτό. Αλλά μπορεί να είναι η αρχή για κάτι μεγαλύτερο… Μπορείς να ισχυριστείς ότι το NATO έχει το ένα του πόδι στην είσοδο. Το εάν κατορθώσουμε να ανοίξουμε την πόρτα δεν είναι σίγουρο, αλλά έχουμε κάνει την αρχή»5.
Είναι φανερό ότι, ήδη από τότε, οι διοικητές του NATO προέβλεπαν την πιθανότητα ότι η αντίσταση στις αμερικάνικες και τις γερμανικές πιέσεις θα ξεπεραστεί και ο ρόλος του NATO στη Γιουγκοσλαβία σταδιακά θα επεκταθεί.
Έτσι, το NATO δούλευε για την δημιουργία μιας μεγάλης αποστολής «έξω από την περιοχή» από την εποχή σχεδόν που άρχισε ο πόλεμος στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Δεν ήταν ζήτημα προτάσεων και συνεδρίων. Ήταν ένα ζήτημα εφεύρεσης επιχειρήσεων που, με την υποστήριξη χωρών-κλειδιά, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σταδιακά στη δραστήρια εμπλοκή του NATO «έξω από την περιοχή» και έτσι, στην ανανέωσή του.
Η ανατολική επέκταση του NATO
To NATO δεν έχει διεξάγει ποτέ μια επίσημη μελέτη για τη διεύρυνση της συμμαχίας μέχρι προσφάτως, όταν η Ομάδα Εργασίας για την Διεύρυνση του NATO δημοσίευσε την αναφορά της. Αναμφίβολα, υπήρχαν εσωτερικές απόρρητες μελέτες, αλλά τίποτα δεν ήταν γνωστό στους απέξω για το περιεχόμενο τους.
Εντούτοις, παρά την έλλειψη μιας καθαρής ανάλυσης, από τα τέλη του 1991, οι μηχανές που προχωρούσαν τα πράγματα μπροστά δούλευαν σκληρά. Στα τέλη εκείνης της χρονιάς, το NATO δημιούργησε το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας (NACC). Τα κράτη-μέλη του NATO, τότε, προσκάλεσαν εννέα χώρες από την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη να συνεργαστούν με το NACC με σκοπό την έναρξη της ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των δυνάμεων του NATO και των πρώην μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια για να προσφέρουν κάτι στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που επιθυμούσαν να γίνουν μέλη του ίδιου του NATO. Παρ’ όλα αυτά το NACC δεν ικανοποίησε στην πραγματικότητα τα αιτήματα αυτών των χωρών και, στις αρχές του 1994, οι ΗΠΑ παρουσίασαν την ιδέα του Σύμπραξης για την Ειρήνη. Η Σύμπραξη για την Ειρήνη προσέφερε στα έθνη που επιθυμούσαν να γίνουν μέλη του NATO την πιθανότητα της συνεργασίας σε διάφορες δραστηριότητες του συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών ασκήσεων και των ειρηνευτικών αποστολών. Περισσότερες από είκοσι χώρες, μέσα σε αυτές και η Ρωσία, συμμετέχουν τώρα σε αυτό το σχήμα.
Πολλές από αυτές τις χώρες επιθυμούν να γίνουν τελικά μέλη του NATO. Προφανώς η Ρωσία δεν θα γίνει. Πιστεύει ότι το NATO δεν θα πρέπει να κινείται προς τα ανατολικά. Σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης για την Αμυνα της Ουάσινγκτον, ένα αξιοσέβαστο ανεξάρτητο ερευνητικό κέντρο για στρατιωτικά ζητήματα, η Ρωσία συμμετέχει στη Σύμπραξη για την Ειρήνη «για να αποφύγει τον πλήρη αποκλεισμό της από την ευρωπαϊκή δομή ασφάλειας»6.
Εντούτοις, παρά την εξέλιξη της κατάστασης προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, η δημόσια εξήγηση για αυτή τη διεύρυνση βασίζεται, επί το πλείστον, σε μάλλον ασαφείς προτάσεις. Και αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα του τι είναι αυτό που σπρώχνει το NATO προς επέκταση τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Το ερώτημα θα πρέπει να τεθεί για δύο περιοχές: τα Βαλκάνια και τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Διότι στα Βαλκάνια λαμβάνει χώρα μια σημαντική διαπάλη, μια διαπάλη για την κυριαρχία των νοτίων, κυρίως, Βαλκανίων. Και το NATO έχει τώρα ενεργητική ανάμειξη σε αυτή τη διαπάλη. Φυσικά, υπάρχει επίσης και η τάση επιστροφής στις πολιτικές του Ψυχρού Πολέμου εκ μέρους συγκεκριμένων δυτικών χωρών. Και αυτή η τάση οδηγεί το NATO μέσα στην κεντρική Ευρώπη.
Ο αγώνας για την κυριαρχία στα Βαλκάνια
Ηδη από το 1990 έχουμε γίνει μάρτυρες μιας μακράς και αγωνιώδους κρίσης στη Γιουγκοσλαβία. Αυτή έχει επιφέρει τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, έχει οδηγήσει περίπου δυο εκατομμύρια ανθρώπους μακριά από τα σπίτια τους και έχει προκαλέσει αναταραχή στην περιοχή των Βαλκανίων. Στη Δύση, γενικά, πιστεύεται ότι αυτή η κρίση, συμπεριλαμβανομένων των εμφυλίων πολέμων σε Κροατία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη, ήταν το αποτέλεσμα των εσωτερικών γιουγκοσλαβικών συγκρούσεων και ιδιαίτερα των συγκρούσεων μεταξύ Κροατών, Σέρβων και Βοσνίων μουσουλμάνων. Αυτή η εξήγηση βρίσκεται μακριά από την ουσία του θέματος.
Εξ αρχής, το κύριο πρόβλημα της Γιουγκοσλαβίας ήταν η εξωτερική επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας. Δύο δυτικές δυνάμεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία, σκόπιμα προσπάθησαν να αποσταθεροποιήσουν και να αποδιαρθρώσουν τη χώρα. Αυτή η διαδικασία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη στη δεκαετία του ’80 και επιταχύνθηκε με την έναρξη της παρούσας δεκαετίας. Αυτές οι δυνάμεις, σχεδίασαν προσεκτικά, προετοίμασαν και υποβοήθησαν τις αποσχίσεις οι οποίες οδήγησαν στην διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να επεκτείνουν και να παρατείνουν τους εμφυλίους πολέμους που ξεκίνησαν στην Κροατία και μετά συνεχίστηκαν στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Πίσω στα παρασκήνια αναμείχτηκαν σε κάθε φάση αυτής της κρίσης.
Οι εξωτερικές επεμβάσεις ήταν έτσι σχεδιασμένες ώστε να δημιουργήσουν αυτές ακριβώς τις συγκρούσεις που οι δυτικές δυνάμεις επικρίνουν. Γιατί τέτοιες συγκρούσεις είναι βολικές στο να χρησιμεύουν ως δικαιολογίες για ανοικτές επεμβάσεις απο τη στιγμή που θα ξεκινήσουν οι εμφύλιοι πόλεμοι.
Τέτοιες καταστάσεις, φυσικά, είναι ανάθεμα στις δυτικές χώρες. Και αυτό διότι το κοινό στη Δύση έχει συστηματικά παραπληροφορηθεί από την πολεμική προπαγάνδα. Σχεδόν εξ αρχής αποδέχτηκε την εκδοχή των γεγονότων όπως αυτή διακηρύσσονταν από τις κυβερνήσεις και μεταδίδονταν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι, παρ’ όλα αυτά, αλήθεια ότι η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν οι κύριοι φορείς της αποδιάρθρωσης της Γιουγκοσλαβίας και αυτοί που έσπειραν εκεί το χάος.
Στη νέα εποχή της ρεαλιστικής πολιτικής και των γεωπολιτικών αγώνων που έχουν διαδεχτεί την τάξη του Ψυχρου Πολέμου αυτό είναι ένα δυσοίωνο γεγονός. Πηγές των μυστικών υπηρεσιών έχουν αρχίσει πρόσφατα να αναφέρονται σε αυτη την πραγματικότητα με έναν εκπληκτικά ανοικτό τρόπο. Το καλοκαίρι του 1995, για παράδειγμα, το Intelligence Digest, ένα αξιοσέβαστο δελτίο που εκδίδεται στην Μεγάλη Βρετανία ανέφερε ότι:
«Ο αρχικός σχεδιασμός των ΗΠΑ-Γερμανίας για την πρώην Γιουγκοσλαβία [συμπεριλάμβανε] μια Μουσουλμανικο-Κροατική κυριαρχούμενη Βοσνία-Ερζεγοβίνη σε συμμαχία με την ανεξάρτητη Κροατία και
παράλληλα μια εξαιρετικά αποδυναμωμένη Σερβία»7.
Στις περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις κάθε ανώτερος αξιωματούχος γνωρίζει πόσο απόλυτα ακριβής είναι αυτή η περιγραφή. Και αυτό φυσικά σημαίνει ότι οι σταθερά επαναλαμβανόμενες περιγραφές της «σερβικής επιθετικότητας» ως κύριας αιτίας του προβλήματος, η περιγραφή της Κροατίας ως μιας «νέας δημοκρατίας» κ.λπ. δεν είναι απλά αναληθείς αλλά στην πραγματικότητα σχεδιασμένες για να εξαπατήσουν.
Αλλά γιατί; Γιατί τα μέσα να θέλουν να εξαπατήσουν το δυτικό κοινό; Δεν ήταν απλά ότι αυτή η ωμή και μεγάλης έκτασης επέμβαση στα εσωτερικά της Γιουγκοσλαβίας έπρεπε να μείνει μακριά από την δημόσια θέα. Ήταν επίσης και το ότι ο κόσμος θα έθετε ερωτήματα γιατί η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες καταστρέφουν σκόπιμα τα Βαλκάνια. Μοιραία θα ήθελαν να ξέρουν τις αιτίες αυτών των πράξεων. Και αυτές έπρεπε να συγκαλυφθούν ακόμα πιο προσεκτικά απ’ ό,τι οι καταστροφικές πράξεις των μεγάλων δυνάμεων.
Το πρόβλημα, στη ρίζα του, ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο για ολόκληρη την Ευρώπη. Τώρα πια διατυπώνεται πολύ ανοικτά ότι οι ΗΠΑ θεωρούν τον εαυτό τους «μια ευρωπαϊκή δύναμη». Στη δεκαετία του ’80, αυτή η διαβεβαίωση δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί με τέτοια ευκολία. Κάτι τέτοιο θα είχε προκαλέσει πολλές αναταράξεις μεταξύ των δυτικών συμμάχων. Αλλά η ορμητική διάθεση των ΗΠΑ να εγκαθιδρύσουν την κυριαρχία τους στην Ευρώπη ήταν εντούτοις γεγονός. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδίαζαν ήδη αυτό που συζητιέται ανοιχτά σήμερα.
Πολύ πρόσφατα ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο βοηθός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών για τα ευρωπαϊκά ζητήματα, διατύπωσε πολύ καθαρά την επίσημη θέση. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στην επιθεώρηση Foreign Affairs που έχει ιδιαίτερη απήχηση όχι απλώς περιέγραψε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως «ευρωπαϊκή δύναμη» αλλά σκιαγράφησε επίσης όλα τα φιλόδοξα σχέδια της κυβέρνησής του για ολόκληρη την Ευρώπη. Αναφερόμενος στο σύστημα συλλογικής ασφάλειας, του NATO συμπεριλαμβανομένου, το οποίο οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους δημιούργησαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κ. Χόλμπρουκ είπε:
«Αυτή τη φορά οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να μπουν μπροστά στη δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής ασφάλειας που θα περιλαμβάνει, και έτσι θα σταθεροποιεί, όλη την Ευρώπη -τη Δύση, τους πρώην σοβιετικούς δορυφορους και, ακόμα πιο σημαντικό, τη Ρωσία και τις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης»8.
Εν συντομία, είναι πια επίσημη πολιτική η κίνηση προς την ενοποίηση ολόκληρης της Ευρώπης υπό το δυτικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα και η επίτευξη αυτού μέσω της εξάσκησης της «αμερικανικής ηγεσίας». Αυτός είναι απλώς ένας ευγενικός, και παραπλανητικός, τρόπος για να μιλάς για την ενσωμάτωση των πρώην σοσιαλιστικών κρατών μεσα σε μια καινούργια αχανή αυτοκρατορία9.
Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν, ότι το υπόλοιπο άρθρο του κ. Χόλμπρουκ αφιερώνεται στην αναγκαιότητα της επέκτασης του NATO, ιδιαίτερα στην κεντρική Ευρώπη, με στόχο την εξασφάλιση της «σταθερότητας» ολόκληρης της Ευρώπης. Ο κ. Χόλμπρουκ δηλώνει ότι «η επέκταση του NATO είναι απαραίτητη συνέπεια του παραμερισμού του Σιδηρού Παραπετάσματος»10.
Αρα πίσω από τις επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις στην Γιουγκοσλαβική κρίση, ενυπάρχουν μακροπρόθεσμα στρατηγικά σχέδια για ολόκληρη της Ευρώπη.
Ως μέρος αυτού του εξελισσόμενου σχήματος, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία ήταν αρχικά αποφασισμένες να σφυρηλατήσουν μια νέα βαλκανική τάξη, που θα βασιζόταν στην οργάνωση της οικονομίας σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς και την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ήθελαν να επιφέρουν ένα τελειωτικό χτύπημα στο σοσιαλισμό στα Βαλκάνια”. Φαινομενικά ήθελαν να «ενισχύσουν τη δημοκρατία» με το να ενθαρρύνουν διεκδικήσεις ανεξαρτησίας όπως της Κροατίας. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν απλώς ένα τέχνασμα για να διασπάσουν τα Βαλκάνια σε μικρά και ευάλωτα κράτη. Κάτω από το πρόσχημα της «ενίσχυσης της δημοκρατίας» άνοιγε ο δρόμος για την επαναποι-κιοποίηση των Βαλκανίων.
Το 1990, οι περισσότερες από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης είχαν υποκύψει στις δυτικές πιέσεις για την εγκαθίδρυση αυτού που παραπλανητικά αποκαλούνταν «μεταρρυθμίσεις». Κάποιες από αυτές αποδέχτηκαν όλους τους δυτικούς όρους για βοήθεια και εμπόριο. Μερικές, κυρίως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, τους αποδέχτηκαν εν μέρει.
Στην Γιουγκοσλαβία, εντούτοις, υπήρχε αντίσταση. Οι εκλογές του 1990 στη Σερβία και το Μαυροβούνιο διατήρησαν ένα σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην εξουσία. Έτσι, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρέμεινε στα χέρια πολιτικών που παρ’ όλο που, από καιρού εις καιρόν, ενέδιδαν στις πιέσεις για «μεταρρυθμίσεις», ήταν εντούτοις αντίθετοι στην επαναποικιοποίηση των Βαλκανίων. Και πολλοί από αυτούς ήταν αντίθετοι στον κατακερματισμό της Γιουγκοσλαβίας. Αφού η Τρίτη Γιουγκοσλαβία, που σχηματίστηκε την άνοιξη του 1992, είχε μια βιομηχανική βάση και ένα μεγάλο στρατό, η χώρα έπρεπε να καταστραφεί.
Από την πλευρά των Γερμανών, αυτό δεν ήταν τίποτε παραπάνω από τη συνέχεια μιας πολιτικής που επιδιώχτηκε από τον Κάιζερ και μετέπειτα από τους Ναζί.
Από την στιγμή που η Γιουγκοσλαβία θα ήταν διαλυμένη και πεταγμένη στο χάος, θα υπήρχε η δυνατότητα της αναδιοργάνωσης αυτού του κεντρικού σημείου των Βαλκανίων. Η Σλοβενία, η Κροατία και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη θα περιέρχονταν στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Η Γερμανία αποκτούσε έτσι πρόσβαση στη θάλασσα της Αδριατικής και ενδεχομένως, στην περίπτωση που οι Σέρβοι θα κατατροπώνονταν, στο νέο κανάλι από το Ρήνο στο Δούναβη, μια δίοδος που σήμερα επιτρέπει τον πλου πλοίων τριών χιλιάδων τόνων από τη Βόρειο θάλασσα στην Μαύρη θάλασσα. Οι νοτιότερες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας θα έπεφταν στην αμερικάνικη σφαίρα συμφερόντων. Η FYROM, η οποία κυριαρχεί στα μοναδικά ανατολικά-δυτικά και βόρεια-νότια περάσματα μέσα από τα βαλκανικά βουνά, θα γίνονταν το επίκεντρο της αμερικανικής περιοχής. Αλλά η αμερικανική σφαίρα επιρροής θα συμπεριλάμβανε επίσης την Αλβανία και. εάν αυτές οι περιοχές μπορούσαν να αποσπαστούν από τη Σερβία, το Σαντζάκ και το Κόσοβο. Κάποιοι αμερικάνοι σχεδιαστές είχαν ακόμα μιλήσει για την τελική ανάδυση της Μεγάλης Αλβανίας, υπό την κηδεμονία της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία θα αποτελούσε μια αλυσίδα με τα μικρά μουσουλμανικά κράτη, συμπεριλαμβανομένης πιθανώς της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, με πρόσβαση στην Αδριατική.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, αν και δούλευαν μαζί για να επιφέρουν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τώρα παλεύουν για τον έλεγχο των διαφόρων περιοχών αυτής της χώρας, κυρίως της Κροατίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια αξιοσημείωτη σειρά μηχανορραφιών για την εξασφάλιση επιρροής και εμπορικών πλεονεκτημάτων σε όλα τα Βαλκάνια’2. Αυτός ο ανταγωνισμός αφορά σε μεγάλο βαθμό τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους συνέταιρους που διαμέλισαν τη Γιουγκοσλαβία. Αλλά συμμετέχουν επίσης σημαντικές εταιρείες και τράπεζες από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κατάσταση είναι παρόμοια με αυτή που δημιουργήθηκε στην Τσεχοσλοβακία από τη Συμφωνία του Μονάχου το 1938. Η συμφωνία επετεύχθη μέσα από το μοίρασμα των λαφύρων έτσι ώστε να αποφευχθούν οι συγκρούσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν άμεσα σε πόλεμο.
Το καινούργιο «μεγάλο παιχνίδι» στην Κασπία θάλασσα
Η Γιουγκοσλαβία είναι σημαντική όχι μόνο για τη δική της θέση στο χάρτη, αλλά επίσης για τις περιοχές στις οποίες επιτρέπει την πρόσβαση. Και αμερικάνοι αναλυτές με επιρροή πιστεύουν ότι αυτή βρίσκεται πολύ κοντά σε μια ζώνη ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ, την περιοχή της Μαύρης και της Κασπίας θάλασσας.
Αυτή ίσως να είναι η πραγματική σημασία της ύπαρξης της δύναμης του NATO στην Γιουγκοσλαβία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να σταθεροποιήσουν ένα καινούργιο ευρωπαϊκό και μεσανατολικό μπλοκ εθνών. Παρουσιάζονται ως οι ηγέτες μιας άτυπης ομαδοποίησης μουσουλμανικών κρατών που εκτείνονται από τον Περσικό Κόλπο μέχρι τα Βαλκάνια. Αυτή η ομαδοποίηση συμπεριλαμβάνει την Τουρκία, η οποία είναι κεντρικής σημασίας στο αναδυόμενο καινούργιο μπλοκ. Η Τουρκία δεν είναι απλώς μέρος των νοτίων Βαλκανίων και μια δύναμη στο Αιγαίο. Έχει επίσης σύνορα με το Ιράκ. το Ιράν και τη Συρία. Έτσι, συνδέει τη νότια Ευρώπη με την Μέση Ανατολή, όπου οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι έχουν ζωτικά συμφέροντα.
Οι ΗΠΑ ελπίζουν ότι θα επεκτείνουν αυτή την άτυπη συμμαχία με μουσουλμανικά κράτη της Μέσης Ανατολής και της νότιας Ευρώπης για να συμπεριλάβουν μερικά από τα καινούργια έθνη στη νότια περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Οι λόγοι γι’ αυτό δεν είναι και τόσο δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν ότι έχουν εμπλακεί σε μια καινούργια κούρσα για τους παγκόσμιους πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Το πετρέλαιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε αυτή την κούρσα. Με τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ, οι ΗΠΑ σταθεροποίησαν, περισσότερο από ποτέ, τη θέση τους στη Μέση Ανατολή. Η σχεδόν ταυτόχρονη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης αύξησε τις πιθανότητες της εκμετάλλευσης των πετρελαϊκών πόρων της περιοχής της Κασπίας θάλασσας από τη Δύση.
Αυτή η περιοχή είναι ιδιαίτερα πλούσια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Μερικοί δυτικοί αναλυτές πιστεύουν ότι μπορεί να γίνει τόσο σημαντική για τη Δύση όσο και ο Περσικός Κόλπος.
Χώρες όπως το Καζακστάν έχουν τεράστια πετρελαϊκά αποθέματα, που πιθανόν ξεπερνούν τα 9 δισεκατομμύρια βαρέλια. Στο Καζακστάν υπάρχει η δυνατότητα άντλησης ίσως και 700.000 βαρελιών την ημέρα. Όπως και στις άλλες χώρες της περιοχής, το πρόβλημα, τουλάχιστον από την άποψη των δυτικών χωρών, είναι η μεταφορά του πετρελαίου και του φυσικού αερίου έξω από την περιοχή, στη Δύση, μέσω ασφαλών οδων. Αυτό δεν είναι απλώς ένα τεχνικό πρόβλημα. Είναι επίσης και πολιτικό.
Σήμερα, είναι εξαιρετικής σημασίας για τις ΗΠΑ και τις άλλες δυτικές χώρες να διατηρήσουν φιλικές σχέσεις με χώρες όπως το Καζακστάν. Ακόμα πιο σημαντικό είναι να γνωρίζουν ότι οποιαδήποτε δικαιώματα αποκτούνται για την άντληση πετρελαίου ή για την κατασκευή αγωγών για τη μεταφορά του θα γίνουν απολύτως σεβαστά. Διότι τα ποσά που προβλέπεται να επενδυθούν σε εκείνη την περιοχή είναι τεράστια.
Αυτό σημαίνει ότι οι δυτικοί παραγωγοί, τράπεζες, εταιρείες αγωγών κ.λπ. θέλουν να είναι σίγουροι για την «πολιτική σταθερότητα» στην περιοχή, θέλουν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπάρχουν πολιτικές αλλαγές που θα μπορούσαν να απειλήσουν τα καινούργια ή μελλοντικά συμφέρο-ντά τους.
Πρόσφατα, ένα σημαντικό άρθρο στους New York Times περιέγραφε αυτό που έφτασε να ονομάζεται το καινούργιο «μεγάλο παιχνίδι» στην περιοχή. Χρησιμοποιώντας μια αναλογία με τον ανταγωνισμό μεταξύ της Ρωσίας και της Μεγάλης Βρετανίας στο βορειοδυτικό μέτωπο της ινδικής υποηπείρου τον 19° αιώνα, οι συγγραφείς του άρθρου τονίζουν ότι:
«Τώρα, στα χρόνια μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαθιστούν και πάλι την επικυριαρχία τους πάνω στην αυτοκρατορία του πρώην εχθρού. Η αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης έχει παρακινήσει τις ΗΠΑ να επεκτείνουν τη ζώνη της στρατιωτικής τους ηγεμονίας στην ανατολική Ευρώπη μέσω του NATO και μέσα στην πρώην ουδέτερη Γιουγκοσλαβία. Και, το πιο σημαντικό απ’ όλα, το τέλος του ψυχρού πολέμου έχει επιτρέψει στην Αμερική να εντείνει την ανάμειξη της στην Μέση Ανατολή»13.
Προφανώς, υπήρξαν διάφοροι λόγοι που παρακίνησαν τους δυτικούς ηγέτες στην επέκταση του NATO. Ένας από αυτούς, πολύ σημαντικός μάλιστα, είναι εμπορικός. Πράγμα που γίνεται πιο προφανές αν κοιτάξουμε από πιο κοντά στις παράλληλες εξελίξεις της εμπορικής εκμετάλλευσης στη θάλασσα της Κασπίας και την κίνηση του NATO μέσα στα Βαλκάνια.
Στις 22 Μαίου 1992, το Βορειοτλαντικό Σύμφωνο εξέδωσε μια καταπληκτική ανακοίνωση σχετικά με τις συγκρούσεις που τότε ελάμβαναν χώρα στην Υπερκαυκασία. Ένα μέρος αυτής της ανακοίνωσης έχει ως ακολούθως:
«[Οι] Σύμμαχοι είναι βαθιά ενοχλημένοι από τις συνεχείς συγκρούσεις και τις απώλειες σε ζωές. Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά βίαιη λύση στο πρόβλημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ ή στις διαφορές που έχει προκαλέσει μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν. Κάθε δράση με τη χρήση ισχύος εναντίον του Αζερμπαϊτζάν, εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας κάθε άλλου κράτους ή για την επίτευξη πολιτικών στόχων αντιπροσωπεύει μια κατάφωρη και απαράδεκτη παραβίαση των αρχών του διεθνούς νόμου. Ιδιαιτέρως εμείς [το NATO] δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ότι το αναγνωρισμένο status του Ναγκόρνο-Κάραμπαχ ή του Ναχιτσεβάν μπορεί να αλλάξει μονομερώς μέσω της βίας»14.
Η ανακοίνωση αυτή, απ’ όποια πλευρά και αν την κοιτάξει κανείς, ήταν εξαιρετική. Διότι το NATO εξέδιδε στην πραγματικότητα μια συγκεκαλυμμένη προειδοποίηση ότι πιθανόν να προχωρούσε σε «βήματα» για να αποτρέψει ενέργειες από κυβερνήσεις στην περιοχή της Κασπίας θάλασσας τις οποίες αυτό μεθερμήνευε ως απειλητικές για τα ζωτικά δυτικά συμφέροντα.
Δυο μέρες πριν το NATO κάνει αυτή την ασυνήθιστη δήλωση ενδιαφέροντος για τα ζητήματα της Υπερκαυκασίας, μια αμερικανική εταιρεία πετρελαίου, η Chevron, είχε υπογράψει συμφωνία με την κυβέρνηση του Καζακστάν για την ανάπτυξη των πετρελαιοπηγών του Τενγκίζ και του Κορολέφ, στο δυτικό μέρος της χώρας. Οι διαπραγματεύσεις για αυτή τη συμφωνία διεξάγονταν δύο χρόνια πριν υπογραφεί. Και βάσιμες πηγές αναφέρουν ότι κινδύνευαν να διακοπούν εκείνη την εποχή λόγω των φόβων της Chevron για την πολιτική αστάθεια στην περιοχή15.
Φυσικά, την εποχή που το NATO έκανε αυτή τη δήλωση, δεν υπήρχαν και πολλές πιθανότητες για να υποστηρίξει την προειδοποίηση του. Πρώτα απ’ όλα δεν υπήρχε κανένα προηγούμενο για κάποια μεγάλη επιχείρηση του NATO έξω από την περιοχή του. Επιπλέον, οι νατοϊκές δυνάμεις ήταν πολύ απομακρυσμένες από την Υπερκαυκασία. Μια πολύ απλή ματιά στο χάρτη των Βαλκανίων, της Μαύρης θάλασσας και της Κασπίας θάλασσας αρκεί για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι η κατάσταση αλλάζει.
Η επόμενη φάση: «σταθεροποιώντας» την Ανατολή
Οι σημερινές πιέσεις για επέκταση του NATO στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη αποτελούν μέρος της προσπάθειας δημιουργίας αυτού που λανθασμένα αποκαλείται «Νέα Παγκόσμια Τάξη». Είναι το πο-λιτικο-στρατιωτικό συμπλήρωμα των οικονομικών πολιτικών που εγκαινιάστηκαν από τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις και σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να αλλάξουν τις κοινωνίες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και κάποιοι από τους συμμάχους προσπαθούν να οικοδομήσουν μια πραγματικά παγκόσμια τάξη γύρω από την οικονομία της Βορειοατλαντικής λεκάνης. Στην πραγματικότητα τίποτε δεν είναι ιδιαίτερα καινούργιο για το είδος της τάξης που προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν. Μπορεί να βρεθεί σε καπιταλιστικούς θεσμούς. Καινούργιο είναι το γεγονός ότι προσπαθούν να επεκτείνουν «την παλιά τάξη» σε αχανείς περιοχές που είχαν ριχτεί στο χάος από τη διάλυση του κομμουνισμού. Προσπαθούν επίσης να ενσωματώσουν μέσα σε αυτή την «τάξη» χώρες που πριν δεν αποτελούσαν πλήρη τμήματα της.
Καθώς προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν τη «νέα παγκόσμια τάξη», οι κύριες δυτικές δυνάμεις πρέπει επίσης να σκέφτονται και πώς θα τη διατηρήσουν. Έτσι, σε τελική ανάλυση είναι αναγκασμένες να σκέφτονται για την επέκταση της στρατιωτικής τους ισχύος προς νέες περιοχές της Ευρώπης που προσπαθούν να προσαρτήσουν στην Βορειοατλαντική λεκάνη. Από εδώ προκύπτει και ο προτεινόμενος ρόλος του NATO στη νέα ευρωπαϊκή τάξη.
Οι δύο κύριοι αρχιτέκτονες αυτού που ίσως γίνει μια νέα ενοποιημένη καπιταλιστική Ευρώπη είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία.
Δουλεύουν μαζί, αρκετά στενά, κυρίως σε ζητήματα ανατολικής Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, έχουν διαμορφώσει μια στενή συμμαχία και οι ΗΠΑ περιμένουν τη βοήθεια της Γερμανίας στη διαχείριση όχι μόνο των δυτικοευρωπαϊκών ζητημάτων αλλά και αυτών της ανατολικής Ευρώπης. Η Γερμανία, όπως το έθεσε και ο Τζορτζ Μπους στο Μέηνζ το 1989, έχει καταστεί «ένας συνέταιρος στην ηγεσία».
Αυτή η στενή σχέση δένει τις ΗΠΑ στο όραμα της Γερμανίας, σε αυτό που αμερικάνοι και γερμανοί αναλυτές αποκαλούν τώρα Κεντρική Ευρώπη. Είναι ένα όραμα που καλεί για: 1) την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ανατολικά’ 2) την γερμανική ηγεσία στην Ευρώπη- και 3) ένα νέο καταμερισμό εργασίας στην Ευρώπη.
Η ιδέα ενός καινούργιου καταμερισμού εργασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική. Σύμφωνα με τη γερμανική άποψη, στο μέλλον η Ευρώπη θα οργανωθεί σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από ένα κέντρο, που θα είναι η Γερμανία. Το κέντρο θα είναι από κάθε άποψη η πιο ανεπτυγμένη περιοχή. 0α είναι η πιο ανεπτυγμένη τεχνολογικά και η πιο πλούσια. 0α έχει τα υψηλότερα επίπεδα μισθών και κατά κεφαλή εισοδήματος. Και θα αναλαμβάνει μόνο τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες, αυτές που θα τη θέτουν στη διεύθυνση του συστήματος. Έτσι, η Γερμανία θα αναλάβει τον βιομηχανικό σχεδιασμό, το ντιζάιν, την ανάπτυξη της τεχνολογίας, κ.λπ., όλων των δραστηριοτήτων που θα διαμορφώνουν και θα συντονίζουν τις δραστηριότητες των άλλων περιοχών.
Όσο κινούμαστε μακρύτερα από το κέντρο, κάθε ομόκεντρος κύκλος θα έχει χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης, πλούτου και εισοδήματος. Ο αμέσως μετά τη Γερμανία κύκλος θα συμπεριλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό κερδοφόρων κατασκευαστικών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών. Προορίζεται να περιλαμβάνει μέρη της Μεγάλης Βρεττανίας, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη βόρειο Ιταλία. Το γενικό επίπεδο εισοδήματος θα είναι υψηλό, αλλά χαμηλότερο από τη Γερμανία. Ο επόμενος κύκλος θα περιλαμβάνει τις φτωχότερες περιοχές της δυτικής Ευρώπης και μέρη της ανατολικής Ευρώπης, με κάποια βιομηχανία, μονάδες επεξεργασίας και παραγωγής τροφίμων. Τα επίπεδα των μισθών θα είναι σημαντικά χαμηλότερα απ’ ό,τι στο κέντρο. Εννοείται ότι σε αυτό το σχήμα πραγμάτων οι περισσότερες περιοχές της ανατολικής Ευρώπης θα βρίσκονται στον εξωτερικό κύκλο. Η ανατολική Ευρώπη θα είναι ένας υποτελής του κέντρου. 0α παράγει κάποια βιομηχανικά προϊόντα, αλλά κατά κύριο λόγο για δική της κατανάλωση. Το μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανικών προϊόντων της. μαζί με τις ακατέργαστες πρώτες ύλες και ακόμα και τα τρόφιμα θα στέλνονται στο εξωτερικό. Επιπλέον, ακόμα και η βιομηχανία θα πληρώνει χαμηλούς μισθούς. Και το γενικό επίπεδο των μισθών, και άρα και του εισοδήματος, θα είναι χαμηλότερο απ’ ο,τι έχει υπάρξει στο παρελθόν.
Εν συντομία, το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Ευρώπης στο καινούργιο ενοποιημένο σύστημα θα είναι φτωχότερο απ’ ό,τι θα ήταν αν οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες μπορούσαν να έχουν τον έλεγχο των οικονομικών αποφάσεων για τι είδους ανάπτυξη θέλουν να επιδιώξουν. Η μόνη δυνατή ανάπτυξη σε κοινωνίες που εκτίθενται στη διείσδυση του ισχυρότατου ξένου κεφαλαίου και υπόκεινται στους κανόνες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι η εξαρτημένη ανάπτυξη.
Αυτό θα ισχύει επίσης για τη Ρωσία και τις άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων Κρατών. 0α γίνουν επίσης υποτελείς του κέντρου και δεν τίθεται ζήτημα η Ρωσία να επιδιώξει μια ανεξάρτητη πορεία ανάπτυξης. Προφανώς, στη Ρωσία θα υπάρχει κάποια βιομηχανία αλλά δεν θα υπάρχει η δυνατότητα μιας ισορροπημένης βιομηχανικής ανάπτυξης. Γιατί οι προτεραιότητες της ανάπτυξης όλο και πιο πολύ θα υπαγορεύονται από το εξωτερικό. Οι δυτικές επιχειρήσεις δεν ενδιαφέρονται να προωθήσουν τη βιομηχανική ανάπτυξης της Ρωσίας, όπως δείχνουν και οι δείκτες των ξένων επενδύσεων.
Τα κυριότερα δυτικά συμφέροντα όσον αφορά στην Κοινοπολιτεία είναι η εκμετάλλευση των πόρων της. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν λοιπόν ένα κρίσιμο βήμα στο άνοιγμα των ευκαιριών για μια τέτοια εκμετάλλευση. Διότι οι πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ έγιναν πολύ πιο ευάλωτες από τη στιγμή που έγιναν ανεξάρτητες. Επιπλέον, οι δυτικές
επιχειρήσεις δεν ενδιαφέρονται να αναπτύξουν τους πόρους της ΚΑΚ για τοπική χρήση. Ενδιαφέρονται για την εξαγωγή τους στη Δύση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για πόρους όπως το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, που το μεγαλύτερο μέρος των ωφελημάτων από τις εξαγωγές των πόρων θα πηγαίνουν σε ξένες χώρες. Μεγάλα κομμάτια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είναι πιθανόν να βρεθούν σε μια παρόμοια κατάσταση με αυτή των χωρών του Τρίτου Κόσμου.
Αυτό που επιζητά η Γερμανία λοιπόν, με την υποστήριξη των I—είναι η καπιταλιστική ορθολογικοποίηση ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικονομίας γύρω από έναν ισχυρό γερμανικό πυρήνα. Η αναπτυξη και τα υψηλά επίπεδα πλούτου για τον πυρήνα θα διατηρηθούν με την υποταγή των δραστηριοτήτων στην περιφέρεια. 0 ρόλος της περιφερείς 6c περιοριστεί στην παραγωγή τροφίμων, ακατέργαστων πρωτων υλών στην κατασκευή αγαθών για εξαγωγές για τον πυρήνα και τις αν : του εξωτερικού. Σε σύγκριση με την Ευρώπη (δυτική και ανατολική) δεκαετίας του ’80, λοιπόν, η Ευρώπη του μέλλοντος θα αναδομηθεί, με όλο και πιο χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης καθώς θα προχωρούμε όλο και πιο έξω από το γερμανικό κέντρο.
Έτσι, πολλά μέρη της ανατολικής Ευρώπης, καθώς επίσης <α; _ε-γάλου μέρους της πρώην Σοβιετικής Ένωσης πρόκειται να παραμείνουν μόνιμα υπανάπτυκτες περιοχές, ή σχετικά υπανάπτυκτες περιοχες -εφαρμογή του νέου καταμερισμού εργασίας στην Ευρώπη σημαίνει ότι πρέπει να φυλακιστούν στην οικονομική οπισθοδρομηση.
Έτσι, για την ανατολική Ευρώπη και για τις χώρες της ΚΑΚ. γ δημιουργία μιας «ενοποιημένης» Ευρώπης μέσα σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο θα απαιτήσει μια τεράστια αναδόμηση. Αυτή η αναδόμηση είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα για τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. θα σήμανει οπισθοδρόμηση για τα μέρη της Ευρώπης που θα προσκολλωνται στη Δύση.
Η φύση των αλλαγών που παρακολουθούμε έχει ηδη προδιαγραφεί στα αποτελέσματα των «μεταρρυθμίσεων» που έλαβαν χώρα γ~ Ρωσία από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ειπώθηκε φυσικά ότι και οι «μεταρρυθμίσεις» τελικά θα φέρουν ευημερία. Αυτό όμως ηταν ένας ρηχός ισχυρισμός εξ αρχής. Διότι οι «μεταρρυθμίσεις» που έλαβαν έπειτα από δυτική επιμονή δεν ήταν τίποτε περισσότερο απο τη αναδιάρθρωση που επιβάλλεται από τη Διεθνή Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Και τα αποτελεσματα είναι ακριβώς τα ίδια.
Το πιο προφανές είναι η συνεχής ταχεία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης. Το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ρωσίας σήμερα πάλευε . α επιβιώσει με ένα εισόδημα κάτω από το επίσημο όριο φτώχειας. Η παραγωγή από το 1991 και μετά έχει πέσει σε περισσότερο απο το μισο Γ πληθωρισμός τρέχει με ετήσιο ρυθμό 200%. Το προσδόκιμο επιβίωσης των Ρώσων ανδρών έπεσε από 64.9 χρόνια το 1987 στα 57.3 χρόνια τ: 1994.16. Αυτοί οι αριθμοί είναι παρόμοιοι με αυτούς για χώρες όπως η Αίγυπτος και το Μπαγκλαντές. Και, στις σημερινές συνθήκες, δεν χει πραγματικά καμιά προοπτική βελτίωσης των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στην Ρωσία. Οι πιθανότητες είναι το επίπεδο της ζωης να συνεχίσει να πέφτει.
Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένας ευρέως εξαπλωμένος και δίκαιο: θυμός στη Ρωσία και σε άλλες χώρες, για την κατάρρευση των συνθηκών διαβίωσης που έχει συνοδεύσει τα πρώιμα στάδια της αναδιάρθρωσα Έτσι, η επέκταση της παλιάς τάξης στην ανατολική Ευρώπη και την ΚΑ·^ είναι ένα επισφαλές πείραμα, που κατατρύχονται από αβεβαιότητες και κινδύνους. Οι κύριες δυτικές δυνάμεις είναι ιδιαίτερα αγχωμένες για ~. επιτυχία του -σε ένα βαθμό επειδή βλέπουν επιτυχία, η οποία θα καθοριστεί από το επίπεδο των όρων αποτελεσματικής εκμετάλλευσης αυτών των καινούργιων περιοχών – ως μερική λύση στα δικά τους σοβαρσ οικονομικά προβλήματα. Υπάρχει μια έντονη και αυξάνουσα τάση στις δυτικές χώρες να εκτοπίσουν τα δικά τους προβλήματα και γι’ αυτό βλέπουν το σημερινό διεθνή ανταγωνισμό για την εκμετάλλευση καινούργιων περιοχών ως ένα είδος λύσης στην παγκόσμια οικονομική στασιμότητα.
Δυτικοί αναλυτές σωστά υποθέτουν ότι το μέλλον θα φέρει πολιτική αστάθεια. Έτσι, όπως το έθεσε πρόσφατα και ο γερουσιαστής Μπράντλεϋ, «το ερώτημα γύρω από τη Ρωσία είναι το εάν η μεταρρύθμιση μπορεί να μεταστραφεί»17. Στρατιωτικοί αναλυτές καταλήγουν στην προφανή συνέπειαι ότι όσο μεγαλύτερη θα είναι η στρατιωτική ισχύς η οποία θα έχει τη δυνατότητα να αντιταχθεί στη Ρωσία, τόσο μικρότερη θα είναι η πιθανότητα της αντιστροφής των «μεταρρυθμίσεων». Αυτό είναι και το νόημα της παρακάτω εξαιρετικής δήλωσης από την Ομάδα Εργασίας για την Διεύρυνση του NATO:
«Οι στόχοι ασφάλειας του NATO δεν περιορίζονται πια στη διατήρηση μίας αμυντικής στρατιωτικής θέσης εναντίον μιας αντιπάλου δυνάμεως. Δεν υπάρχει κάποια άμεση στρατιωτική απειλή ασφαλείας εναντίον της δυτικής Ευρώπης. Η πολιτική αστάθεια και ανασφάλεια στη κεντρική και ανατολική Ευρώπη, εντούτοις, επηρεάζει έντονα την ασφάλεια της περιοχής του NATO. To NATO θα πρέπει να βοηθήσει στην εκπλήρωση των επιθυμιών των χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης για ασφάλεια και ενοποίηση στις δυτικές δομές, υπηρετώντας έτσι τα συμφέροντα σταθερότητας των μελών του»18.
Οι κίνδυνοι της επέκτασης του NATO
Η πρόσφατη πρόταση για την επέκταση του NATO προς τα ανατολικά δημιουργεί πολλούς κινδύνους. Τέσσερεις από αυτούς τους κινδύνους απαιτούν μια ιδιαίτερη συζήτηση εδώ.
Ο πρώτος είναι ότι η επέκταση του NATO θα φέρει καινούργια μέλη υπό την ομπρέλα του NATO. Αυτό θα σημάνει, για παράδειγμα, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα άλλα δυτικά μέλη θα είναι υποχρεωμένα να υπερασπισθούν την Σλοβακία σε μια πιθανή επίθεση. Από πού θα έρθει μια επίθεση; Είναι το NATO στα αλήθεια έτοιμο να υπερασπιστεί την Σλοβακία σε περίπτωση σύγκρουσης με μια άλλη ανατολικοευρωπαϊκή Χώρα;
Σε μια χώρα όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ΰυτό θα ήταν πολύ αντιδημοφιλές. Όπως το έθεσε και ο γερουσιαστής Κασεμπάουμ τον Οκτώβριο του περασμένου έτους:
«Είναι ο αμερικανικός λαός έτοιμος να εγγυηθεί, με τα λόγια του Βορειοτλαντικού Συμφώνου, ότι μια ένοπλη επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων από τα δυνητικά καινούργια μέλη μπορεί να θεωρηθεί ως μια επίθεση εναντίον όλων»19; Το ζήτημα της επέκτασης της ομπρέλας είναι πολύ σοβαρό. Διότι οι δυνάμεις του NATO είναι πυρηνικές δυνάμεις. Η αναφορά της Ομάδας Εργασίας δήλωνε ότι, σε κατάλληλες συνθήκες, οι δυνάμεις των νατοϊκών συμμάχων θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν στις περιοχές των καινούργιων μελών. Και η Ομάδα Εργασίας δεν απέκλεισε, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει, την εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στα εδάφη των καινούργιων μελών. Η αποτυχία του αποκλεισμού μιας τέτοιας πιθανότητας σημαίνει ότι το NATO ξεκινάει έναν επικίνδυνο δρόμο, έναν δρόμο που θα αυξήσει τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου.
Η σιωπή της Ομάδας Εργασίας σε αυτό το ζήτημα είναι μια ξεκάθαρη απειλή εναντίον αυτών που δεν γίνονται μέλη του NATO. Και είναι καθαρό για την πιο σημαντική από αυτές, τη Ρωσία, διότι αυτή επίσης κατέχει πυρηνικά όπλα -όπως η Ουκρανία και το Καζακστάν.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι ότι η επέκταση θα θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας ή ακόμα μπορεί να οδηγήσει σε έναν δεύτερο ψυχρό πόλεμο. Ενώ οι χώρες του NATO παρουσιάζουν τον οργανισμό ως μια αμυντική συμμαχία, η Ρωσία τον βλέπει πολύ διαφορετικά. Για πάνω από σαράντα χρόνια η Σοβιετική Ένωση θεωρούσε το NATO ως μια επιθετική συμμαχία που στόχευε όλα τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας. 0 πρώην υπουργός Εξωτερικών κ. Κοζίρεφ, το έκανε καθαρό στα μέλη του NATO. Πως είναι δυνατόν η Ρωσία να δει τα πράγματα διαφορετικά στο μέλλον;
Η επέκταση του NATO είναι μοιραίο να προσληφθεί από τη Ρωσία ως περικύκλωση, θεωρείται δεδομένο το γεγονός ότι η Ρωσία μοιραία θα γίνει ένα επιθετικό κράτος. Εντούτοις, αυτό, είναι πολύ πιο πιθανό να σπρώξει τη Ρωσία προς τις εχθροπραξίες από το να κάνει οτιδήποτε άλλο. Αναφερόμενος στην πρόσφατη απόφαση του NATO για επέκταση, ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Μελετών των ΗΠΑ και του Καναδά της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών δήλωσε πρόσφατα ότι:
«Η Ρωσία είναι ακόμη μια στρατιωτική υπερδύναμη με μια τεράστια περιοχή και μεγάλο πληθυσμό. Είναι μια χώρα με τεράστιες οικονομικές δυνατότητες, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα για το καλύτερο ή το χειρότερο. Αλλά τώρα είναι μια ταπεινωμένη χώρα σε αναζήτηση ταυτότητας και κατεύθυνσης. Μέχρις ενός ορισμένου βαθμού η Δυση και η θέση της για την επέκταση του NATO θα καθορίσουν τι κατεύθυνση θα επιλέξει η Ρωσία. Το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας εξαρτάται από αυτή την απόφαση»20.
Ο τρίτος κίνδυνος στην επέκταση του NATO είναι ότι θα υποσκάψει την εφαρμογή της συνθήκης START I και την επικύρωση της Συνθήκης START II, καθώς επίσης και άλλους ελέγχους των εξοπλισμών και περιορισμούς των εξοπλισμών που αποσκοπούν στο να αυξήσουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Έτσι, οι χώρες του NATO θέτουν σε κίνδυνο πολλές από τις επιτεύξεις των τελευταίων 25 χρόνων στο πεδίο του αφοπλισμού. Μερικοί επιχειρηματολογούν πειστικά ότι η επέκταση του NATO θα υποσκάψει την Συνθήκη για την Μη Εξάπλωση των πυρηνικών.
Ο τέταρτος σημαντικός κίνδυνος από την επέκταση του NATO είναι ότι θα διαταράξει την κατάσταση στην ανατολική Ευρώπη. To NATO ισχυρίζεται ότι η επέκτασή του θα βοηθήσει στο να εγγυηθεί την σταθερότητα. Αλλά η ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα μετά τις αλλαγές των τελευταίων πέντε ετών, είναι ήδη μια ασταθής περιοχή. Η σταδιακή εξάπλωση του NATO μέσα στην ανατολική Ευρώπη θα αυξήσει τις εντάσεις μεταξύ των καινούργιων μελών και αυτών που αφέθηκαν απέξω. Είναι αδύνατον να μην το κάνει. Αυτοί που αφέθηκαν εκτός NATO είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα αισθάνονται περισσότερο ανασφαλείς όταν το NATO θα έχει εγκατασταθεί σε μια γειτονική χώρα. Αυτό θα τους θέτει σε μια ουδέτερη (προφυλακτική) ζώνη μεταξύ ενός επεκτεινόμενου NATO και της Ρωσίας. Είναι σίγουρο ότι θα αντιδράσουν με φοβισμένο ακόμα και εχθρικό τρόπο. Η σταδιακή εξάπλωση του NATO θα μπορούσε ακόμα να πυροδοτήσει την εξάπλωση των εμπορίου των όπλων στην ανατολική Ευρώπη.
Η αδυναμία της δυτικής θέσης
Μια πιο προσεκτική ανάλυση μας δείχνει ότι η πρόταση για την επέκταση του NATO προς τα ανατολικά δεν είναι απλώς επικίνδυνη. Είναι επίσης μια κίνηση απελπισίας. Είναι προφανώς παράλογη, αφού μπορεί να μετατραπεί σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μπορεί να οδηγήσει σε ένα δεύτερο ψυχρό πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων του NATO και της Ρωσίας και πιθανόν σε πυρηνικό πόλεμο. 0α πρέπει αναγκαστικά να θεωρήσουμε ότι κανένας δεν θέλει πραγματικά κάτι τέτοιο.
Γιατί λοιπόν τότε οι χώρες του NATO προτείνουν μια τέτοια πορεία δράσης; Γιατί είναι ανίκανοι να ζυγίσουν τους κινδύνους της απόφασής τους αντικειμενικά;
Μέρος της απάντησης βρίσκεται στο ότι αυτοί που πήραν την απόφαση, κατέληξαν σε αυτή μέσα από μια πολύ στενή οπτική, παραβλέποντας το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο η επέκταση του NATO θα ελάμβανε χώρα. Πράγματι, όταν λαμβάνεται υπόψη το ευρύτερο πλαίσιο, η απόφαση για την επέκταση του NATO φαίνεται παράλογη.
Ας θεωρήσουμε το ευρύτερο πλαίσιο. To NATO προτείνει την εισδοχή συγκεκριμένων χωρών της κεντρικής Ευρώπης ως πλήρων μελών της συμμαχίας στο εγγύς μέλλον. Αλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται υπό σκέψη για την εισδοχή τους αργότερα. Αυτή η παράταση έχει δύο πιθανούς στόχους. Ο πρώτος είναι να αποτρέψει την «αποτυχία της ρωσικής δημοκρατίας», δηλαδή, να εξασφαλίσει τη συνέχιση του παρόντος καθεστώτος ή κάτι παρόμοιου στην Ρωσία. Το δεύτερο είναι να θέσει το NATO σε μια πλεονεκτική θέση εάν ποτέ ξεσπάσει ένας πόλεμος μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας.
Στην εποχή των πυρηνικών όπλων, η επιδίωξη του δεύτερου στόχου είναι ίσως περισσότερο επικίνδυνο απ’ ότι ήταν στη διάρκεια των χρόνων του Ψυχρού Πολέμου, αφού σήμερα υπάρχουν αρκετές χώρες με πυρηνικά όπλα τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να παραταχθούν εναντίον του NATO. Το επιχείρημα ότι το NATO θα πρέπει να επεκταθεί προς τα ανατολικά για να εξασφαλίσει στη Δύση ένα πλεονέκτημα σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου δεν είναι καθόλου πειστικό. Και σίγουρα δεν ακούγεται πειστικό στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Η καταστασή τους θα είναι παρόμοια με αυτή της Γερμανίας στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπως άρχισε να καταλαβαίνει το γερμανικό αντιπολεμικό κίνημα στη δεκαετία του ’80.
Ο μόνος σκοπός για την επέκταση του NATO, όπως έχουν αναγνωρίσει όλοι, είναι να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει αντιστροφή στις αλλαγές που έχουν λάβει χώρα στην Ρωσία τα τελευταία πέντε χρόνια. Αυτό θα έθετε τέλος στο όνειρο της τριμερούς Ευρώπης ενωμένης υπό την καπιταλιστική ασπίδα και πολύ κοντά σε ένα μεγάλο καινούργιο χώρο για την λειτουργία του δυτικού κεφαλαίου. Η παρουσία του NATO στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη είναι απλώς το μέσο για τη διατήρηση καινούργιας πίεσης πάνω σε αυτούς που θα θελήσουν να προσπαθήσουν να αλλάξουν την παρούσα κατάσταση στη Ρωσία.
Παρ’ όλα αυτά, όπως έχουμε δει, αυτό σημαίνει επίσης τη φυλάκιση της Ρωσίας και άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων Κρατών σε μια κατάσταση υπανάπτυξης και συνεχούς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στην οποία εκατομμύρια άνθρωποι θα υποφέρουν φοβερά και στην οποία δεν υπάρχει πιθανότητα κοινωνίας να αναζητά το δρόμο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης όπου οι ανθρώπινες ανάγκες καθορίζουν τις οικονομικές προτεραιότητες.
Αυτό που αποτελεί τρομακτική ειρωνία σε αυτή τη κατάσταση είναι οι δυτικές χώρες που προσφέρουν το δικό τους μοντέλο οικονομικής οργάνωσης ως λύση στα προβλήματα της Ρωσίας. Φυσικά, οι ρεαλιστές αναλυτές γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Ενδιαφέρονται μόνο για την περαιτέρω επέκταση της δυτικής κυριαρχίας την ανατολή. Αλλά η ιδέα της «μετάβασης στη δημοκρατία», όπως συχνά αποκαλείται η επιβολή των κανόνων της αγοράς, είναι σημαντική στην παγκοσμία διαπάλη για την κοινή γνώμη. Έχει βοηθήσει στη νομιμοποίηση και τη συντήρηση των πολιτικών τις οποίες η Δύση έχει επιδιώξει εναντίον των κρατών της ΚΑΚ.
Οι ίδιες οι δυτικές χώρες, εντούτοις, είναι καταδικασμένες σε μια οικονομική κρίση που δεν μπορεί να ελεγχθεί. Αρχίζοντας από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, τα κέρδη μειώθηκαν, η παραγωγή σκόνταψε, η μακροχρόνια ανεργία άρχισε να αυξάνεται και το επίπεδο της ζωής άρχισε να πέφτει. Υπήρχαν φυσικά και τα διάφορα σκαμπανεβάσματα των επιχειρηματικών κύκλων. Αλλά το σημαντικό ήταν η τάση. Η τάση ανάπτυξης του ΑΕΠ στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες είναι αρνητική από την εποχή της μεγάλης ύφεσης του 1973-75. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε από το 4% ετησίως, στη δεκαετία του ’50 και του ’60, στο 2,9% τη δεκαετία του ’70 και μετά στο 2,4% στη δεκαετία του ’80. Οι σημερινές προβλέψεις ανάπτυξης είναι ακόμα πιο απαισιόδοξες.
Η κατάσταση δεν ήταν πολύ διαφορετική στις άλλες δυτικές χώρες. Η ανάπτυξη ήταν κάπως πιο γρήγορη, αλλά η ανεργία ήταν σημαντικά υψηλότερη. Οι σημερινές τάσεις ανεργίας στην Δυτική Ευρώπη είναι κατά μέσο όρο 11 % και υπάρχει αρκετή κρυφή ανεργία στις στατιστικές ως αποτέλεσμα των διαφόρων κυβερνητικών σχεδίων ψευτοαπασχόλησης.
Τόσο η Δυτική Ευρώπη όσο και η Βόρειος Αμερική βρίσκονται σε μια κατάσταση παρατεταμένης οικονομικής στασιμότητας. Οι καπιταλιστικές οικονομίες δεν μπορούν να συντηρήσουν τις θέσεις εργασίας και τα επίπεδα διαβίωσης χωρίς σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στα 25 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότερες δυτικές χώρες είχαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξης του 4 με 5% ετησίως. Ήταν αυτοί οι ρυθμοί που κατέστησαν δυνατή τη διατήρηση υψηλών επιπέδων απασχόλησης, την αύξηση των μισθών και την πρόοδο στο επίπεδο διαβίωσης. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη μεταπολεμική περίοδο, οι δυτικές χώρες έκαναν μεγάλες προόδους. Μεγάλοι αριθμοί εργαζομένων στάθηκε δυνατό να επιτύχουν αξιοπρεπή επίπεδα διαβίωσης. Οι μεσαίες και οι ανώτερες τάξεις ευημερούσαν, πράγματι, και πολλοί από αυτούς κατόρθωσαν να έχουν ένα επίπεδο ζωής που μπορεί να χαρακτηρισθεί «πολυτελές».
Όμως, είναι πια καθαρό ότι ο μεταπολεμικός μήνας του μέλιτος έχει τελειώσει. Η μεγάλη «καπιταλιστική επανάσταση» που εξαγγέλθηκε από τους Ροκφέλερ δεν υπάρχει πια. «Εξανθρωπισμένος καπιταλισμός» δεν υφίσταται πλέον. Οι επιβραδυνόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης μας έχουν ξαναγυρίσει στην εποχή του «άγριου καπιταλισμού». Αυτό έχει πυροδοτήσει την οικονομική και κοινωνική κρίση σε όλες τις δυτικές χώρες. Υπονομεύονται έτσι οι μεγαλύτερες επιτυχίες της μεταπολεμικής περιόδου. Στην Ευρώπη, το κράτος πρόνοιας, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, δέχεται συνεχείς επιθέσεις απο αυτούς που θέλουν να μεταφέρουν το βάρος της κρίσης στις πλάτες των λιγότερο τυχερών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα σχετικά πενιχρό «κοινωνικό δίκτυο» για την προστασία των φτωχών κουρελιάστηκε από τους επιθετικούς και αλαζόνες υπερασπιστές των επιχειρηματικών συμφερόντων, που επίσης θέλουν να είναι σίγουροι ότι αυτοί που έχουν τα λιγότερα μέσα για να αντεπεξέλθουν θα φέρουν το βάρος της κρίσης στασιμότητας του συστήματος.
Η Δύση, λοιπόν, έχει αυτοφυλακιστεί στην κρίση. Αυτή δεν είναι μια περιοδική κρίση ή ένας «μεγάλος κύκλος», όπως θέλουν να το παρουσιάζουν οι ακαδημαϊκοί απολογητές. Είναι μια συστηματική κρίση. Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν μπορεί πια να παραγάγει ευημερία. Οι αγορές που αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη στη μεταπολεμική περίοδο, αυτοκίνητα, διαρκή καταναλωτικά αγαθά, κατασκευές κ.λπ.. είναι όλες κορεσμένες, όπως καταδεικνύουν και τα φύλλα των στατιστικών των κυβερνήσεων της κάθε χώρας. Το σύστημα δεν έχει βρει άλλες αγορές οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κάποιο ισοδύναμο κύματος ευημερίας. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, η επιτάχυνση τεχνολογικής προόδου έχει αρχίσει να εξαφανίζει παντού τις θεσεις εργασίας με ρυθμούς που κόβουν την ανάσα. Δεν υπάρχει κάποιος τρόπος για να αντισταθμιστεί αυτή η δυναμική με τη δημιουργία καινούργιων καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας σε επαρκείς αριθμούς
Το δυτικό σύστημα βρίσκεται στη δίνη μιας βαθιάς οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης. Και, προφανώς, οι δυτικοί ηγέτες βλεπουν στην εκμετάλλευση της ανατολής το μόνο μεγάλης κλίμακας σχέδιο διαθέσιμο που μπορεί να κινητοποιήσει την ανάπτυξη, ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη.
ΓΓ αυτό το λόγο είναι προετοιμασμένοι να ρισκάρουν αρκετα. Το ερώτημα είναι: ο κόσμος θα αποδεχτεί τους κινδύνους μιας σύγκρουσης Ανατολής- Δύσης και έναν πυρηνικό πόλεμο με στόχο να εξασφαλίσει σε μια περιοχή οικονομικές διευθετήσεις που ήδη καταρρέουν άλλου:
Μετάφραση Κώστας Γεωριιας
1 Defense News, 25 Νοεμβρίου 1995′ βλέπε επίσης Gary Wilson «Anti-War Ac:. ss Demand: No More US Troops to the Balkans», Workers World News Sen cs Δεκεμβρίου 1995.
* Ο Sean Gervasi ήταν Αμερικανός οικονομολόγος, πολιτικός αναλυτής και αν -. .rr: Δίδαξε στο Καίμπριτζ, την Οξφόρδη, την London School of Economics, το Πανε-—_: των Παρισίων κλπ. Συμμετείχε στην δημιουργία του βρετανικού κινήματος εναντία στον πόλεμο του Βιετνάμ. Εργάστηκε σε διάφορες επιτροπές του ΟΗΕ και αποκα·..: τις σχέσεις των Αμερικανών εμπόρων όπλων με το Νοτιοαφρικανικό καθειτ.: του Απαρτχάιντ. Δούλεψε στην Ζιμπάμπουε, την Μοζαμβίκη, την Ζάμπια και με τα απελευθερωτικά κινήματα της Αγκόλα και την Νότιας Αφρικής.
Υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον ΟΗΕ κατά την διάρκεια της προεδρίας Ρέιγκαν και άρχισε να μελετά την διαδικασία αποσταθεροποίησης της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ. Μετά το 1992 ήταν ερευνητής καθηγητής στο Ινστιτούτο Διεθνούς Πολιτικής και Οικονομίας του Βελιγραδίου, όπου και πέθανε το 1996. ενώ δούλευε για να αποκαλύψει τα Αμερικανογερμανικά σχέδια για την επαναποικιοποιηση της περιοχής.
Το κείμενο που δημοσιεύουμε ήταν ίσως το τελευταίο του κείμενο και το παρουσίασε τις 13-14 Ιανουαρίου του 1996 στην Πράγα, στην Διάσκεψη για Διεύρυνση του NATO.
2 Βλέπε για παράδειγμα «NATO Expansion: Flirting with Disaster», The Defense Monitor
Νοέμβριος/Δεκέμβριος 1995, Center for Defense Information. Ουάσινγκτον, D.C. 3 Γερουσιαστής Richard Lugar, «NATO: Out of Area or Out of Business», Remarks Delivered to the Open Forum of the US State Department, 2 Αυγούστου 1993, Washington, D.C.
“«Changing Natyre of NATO», Intelligence Digest, 16 Οκτωβρίου 1992.
5 Ό.π.
6 The Defense Monitor, ό.π., σελ. 2.
7 «Bonn’s Balkans-to-Teheran Policy», Intelligence Digest, 11-25 Αυγούστου 1992.
8 Richard Holbrooke, «America, A European Power», Foreign Affairs, Μάρτιος/Απρίλιος 1995, σελ. 39.
9 To κρίσιμο σημείο είναι άτι n ανατολική Ευρώπη και οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης θα πρέπει να υιοθετήσουν τους θεσμούς που κυριαρχούν στην δυτική Ευρώπη, δηλαδή, τον καπιταλισμό και την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
10 Holbrooke, ό.π., σελ. 43.
11 Βλέπε National Security Decision Directive, «United States Policy toward Yugoslavia», Secret Sensitive (declassified), The White House, Washington, D.C.. 14 Μαρτίου 1984.
12 Joan Hoey, The US ‘Great Game’ in Bosnia», The Nation, 30 Ιανουαρίου 1995.
13 Jacob Heilbrunn & Michael Lind, «The Third American Empire», The New York Times, 2 Ιανουαρίου 1996.
14 The Commercial Factor Behind NATO’s Extended Remit». Intelligence Digest, 29 Μαίου 1992.
15 Ό.π.
16 Γερουσιαστής Bill Bradley, «Eurasia Letter. A Misguided Russia Policy». Foreign Policy, Χειμώνας 1995-1996, σελ. 89.
17 Ό.π„ σελ. 93.
18 Draft Special Report of the Working Group on NATO Enlargement, Μάιος 1995.
19 Παρατίθεται στο The Defense Monitor, ό.π., σελ. 5.
20 Dr. Sergei Rogov, Διευθυντής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, Ινστιτούτο Μελετών των ΗΠΑ και του Καναδά, παρατίθεται στο Defense Monitor, ό.π., σελ. 4.