της Π. Ρηγοπούλου, από το Άρδην τ. 19-20, Απρίλιος-Ιούνιος 1999
Τα παιδιά, που το καλοκαίρι, σ’ όλο το μάκρος εκείνης της πέτρινης όχθης, ψαρεύουν όλην την ημέρα και πιάνουν μικρά ψάρια, ξέρουν πώς αυτές είναι πατημασιές από πολεμιστάδες που ζήσανε στα αρχαία χρόνια. (…) Μα για τα Σερβόπουλα τα χνάρια είναι απ’ τις οπλές του Σάρατς (…) Τα Τουρκόπουλα όμως ξέρουν πως αυτός ο ήρωας δεν ήταν ο Κράλιεβιτς Μάρκο και δεν μπορούσε νάναι αυτός(…) αλλά ο Τζερτζελέρ Αλιά (…)
Τα παιδιά όμως ποτέ δεν μάλωναν γι’ αυτό, γιατί το καθένα ήταν σίγουρο πως η δική του πίστη ήταν αληθινή. Και ποτέ δεν ακούσθηκε πως κάποιο κατάφερε να μεταπείσει το άλλο ή πως κάποιο άλλαξε γνώμη γι’ αυτό το ζήτημα.
Ίβο Άντριτς, Είναι ένα γεφύρι στον Δρίνο, (βρ. Νόμπελ 1961) ελ. μετ. Κ.Λ. Μεραναίου
Το Βελιγράδι ήταν μόνον η αρχή. Αυτό δεν το λέω για να απολογηθώ σ’ ένα αόρατο δικαστήριο που στήνεται συνεχώς έξω, αλλά και μέσα μας, και που απονέμει εύσημα ή καταδίκες με
κριτήριο τον προοδευτισμό, τον διεθνισμό ή κάτι άλλο. Αυτό που ίσως με κινεί περισσότερο είναι η βαθιά μου ανάγκη να ενώνω τους ανθρώπους έστω και στον μικρό βαθμό που μπορώ, έστω και αν ξέρω ότι αυτό μπορεί να είναι ουτοπία.
Το να πάμε λοιπόν στο Βελιγράδι με το πούλμαν της γραμμής που είναι πια ματαιωμένη από τους βομβαρδισμούς και περιμένει κάποιες ομάδες “υψηλού κινδύνου” για να κάνει δρομολόγια, σήμαινε για μένα, την αποκατάσταση μιας γέφυρας επικοινωνίας. Δεν ήταν ζήτημα υλικής μόνο βοήθειας. Ήταν ίσως περισσότερο τα μικρά, προσωπικά πολυτελή δώρα για τους ανθρώπους αυτούς που αντιμετωπίζουν κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Μπροστά στο θάνατο έχει κανείς την ανάγκη να είναι καθαρός, περιποιημένος, ωραίος. Περισσότερο ακόμη όμως, ήταν η ανάγκη να γνωρίσουμε τους δασκάλους και τους φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, να προσφέρουμε στους εαυτούς μας την πολυτέλεια της σκέψης και την χαρά της επαφής.
Αυτό που καταφέραμε, για μια στιγμή, ήταν να σπάσουμε το αίσθημα της μοναξιάς ενός λαού. Είναι αλήθεια ότι μπορώ να καταλάβω πολλά από όσα είπε ο Βουκ Ντράσκοβιτς, λίγο πριν αποχωρήσει από την Κυβέρνηση. Ένα όμως δεν μπορώ να καταλάβω: τη δή-λωσή του για την απόλυτη μοναξιά του σερβικού λαού. Δεν είναι μόνο όσοι φτάνουν με τα πούλμαν στο Βελιγράδι. Είναι και όσοι κράτησαν ανοικτές τις πρεσβείες τους, είναι οι δημοσιογράφοι που κινδυνεύουν στην πρώτη γραμμή, είναι οι λιγοστοί δυτικοευρωπαίοι που συναντήσαμε, αλλά είναι επίσης η συντριπτική πλειοψηφία των λαών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης και των λαών του άλλου κόσμου που αγνοεί η Δυτική υπεροψία. Σαν κάθε χειρονομία, έτσι και η δική μας, ανήκει μαζί στο παρόν αλλά και το παρελθόν και το μέλλον. Μέσα στην αγριότητα, ξυπνά η μνήμη ενός κόσμου που ήξερε να ζει ενωμένος μέσα στη διαφορά του, επικοινωνώντας μέσα από τις γλώσσες και πέρα από τις γλώσσες, με το χιούμορ, με τη σιωπή ακόμη.
Μέσα στην αγωνία, την ανυπόφορη ένταση, σχεδιάζεται ίσως ένα μέλλον αντάξιο των καλύτερων στοιχείων μιας τέτοιας πορείας. Μα για να σχεδιαστεί κάτι τέτοιο, πριν από τα μεγάλα πλάνα, τα μεγάλα λόγια, έχουμε ανάγκη από αυτό: το μικρό, το προσωπικό, το συγκεκριμένο, που μας επιτρέπει να μένουμε άνθρωποι.