του Γιώργου Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
για το βιβλίο του Στέλιου Ράμφου Έλληνες και Ταλιμπάν
Η ιδεολογική στροφή που ολοκληρώνει με αυτό το βιβλίο του ο Στέλιος Ράμφος αποτελεί ένα εγχείρημα εξωραϊσμού και ιδεολογικο-φιλοσοφικής θεμελίωσης της “εκσυγχρονιστικής” απόπειρας. Όπως τόσο εύστοχα τονίζει ο Σπύρος Κουτρούλης, ο Στέλιος Ράμφος “εγκατέλειψε την κοινότητα ως πρότυπο της πολιτικής ζωής, τις εγκαταβιώσεις στο Άγιο Όρος, τους ‘ερημικούς πελεκάνους’, για να υμνήσει με τρόπο εξίσου μεταφυσικό και μανιχαϊστικό τον ατομικισμό, τον αμερικανισμό, τη Wall Street, την οικονομία της αγοράς”.1
0 Ράμφος, σε μια ποιητική έξαρση (που υποκρύπτει ίσως και τη βαθύτερη άγνοιά του για το φαινόμενο που περιγράφει), εκθειάζει την αισθητική και την ηθική του κεφαλαίου, και μάλιστα του χρηματιστικού, που υποβαθμίζει μέχρις εξαφανίσεως τον χώρο -κάθε τι το συγκεκριμένο, το ριζωμένο- έναντι του αφηρημένου, του χρόνου, και μάλιστα του χρόνου των χρηματιστηρίων:
Προκειμένου να μην τήν στενεύουν τά οποία δρια, χάρι στούς ούρανο-ξύστες, ή Νέα Υόρκη υψώνει και διατάσσει τό σώμα της έν σχέσει μέ το χρόνο. “Έτσι αντί ή θέληση νά πατά στην γη πατά -άνω στην θέλησι και ή υλη γίνεται αΰλη… Η γεωμετρία εισάγει στόν τρισδιάστατο κορμό τών κτηρίων τήν τέταρτη διάστασι δίνοντας τό προβά-οισμα στην έλευθερία και μεταβάλλοντας τον χώρο σέ δορυφόρο τοϋ χρόνου. Τό άνοιγμα τοϋ χώρου από τον χρόνο είναι κλήσι αδιάκοπη προς τήν δημιουργία3.
Μια τέτοια λυρική έξαρση ατενίζοντας έναν ουρανοξύστη μπορεί να καταλάβει μόνο έναν ετεροχρονισμένο τριτοκοσμικό που ανακαλύπτει τον αμερικανισμό όταν αυτός αρχίζει να παρακμάζει, ή ίσως κάποιον αρχον-τοχωριάτη Έλληνα “εκσυγχρονιστή”. Η λατρεία του ουρανοξύστη και του ασθματικού επιταχυνόμενου χρόνου που βιάζει και παραβιάζει τον χώρο (το “άνοιγμα του χώρου από τον χρόνο”), είχε ίσως κάποιο νόημα στις αρχές του 20ού αιώνα και στον μεσοπόλεμο, όταν ο φουτουρισμός και ο μοντερνισμός επέλαυναν στην τέχνη, την πολιτική και τη λογοτεχνία. Σε μας εδώ, στην Ελλάδα, είχε κάποιο νόημα για τις μικροαστικές τάξεις μέχρι ίσως τη δεκαετία του 1960, πριν ο “μοντερνισμός” αλά ελληνικά ανασκάψει το φυσικό και το αστικό τοπίο της χώρας και το ηθικό και ψυχολογικό τοπίο των ανθρώπων της.3 Στη Δύση μεσολάβησαν πάρα πολλά, ο Χάιντεγκερ και η Σχολή της Φραγκφούρτης, ο Λιούις Μάμφορντ και “0 μύθος της μηχανής”, το κίνημα του 1968 και το οικολογικό κίνημα, ο Φουκώ και “Η αρχαιολογία της γνώσης”, η επανάσταση της εθνολογίας και το Τσερνομπίλ’ υπερασπιστές των ουρανοξυστών θα ανεβρεθούν πλέον μόνο στους εργολάβους και τους οικοπεδοφάγους. Και στην Ελλάδα όμως θα υπάρξουν ισχυρά ρεύματα αμφισβήτησης του ισοπεδωτικού εκσυγχρονισμού, ρεύματα που θα υποστηρίζουν τη λαϊκή παράδοση και αρχιτεκτονική ως πρότυπο, και θα απορρίπτουν το κυρίαρχο μοντέλο του παρασιτικού εκσυγχρονισμού. Και ανάμεσά τους, ίσως το σημαντικότερο από αυτά τα ρεύματα, εκείνο στο οποίο συμμετείχε ενεργά ο ίδιος ο Στέλιος Ράμφος, το κίνημα του νεο-ορθόδοξου ρομαντισμού, που υπέβαλε σε μια εκθεμελιωτική κριτική τον τεχνολογικό κόσμο της Δύσης και την απόπειρα της παρασιτικής ενοφθάλμισής του στην Ελλάδα. Έγραφε παλαιότερα ο Ράμφος:
Δέν αρνούμαι ουτε τήν κοινωνική πράξη ουτε τήν τεχνική, αρνούμαι τήν ευρωπαϊκή εκδοχή τους, πού έδωσε τέτοια υπεροχή στή λογική, ώστε νά πνίξη τό αίσθημα και νά αφαίρεση τήν ένταση από τή ζωή, πράγμα αδιανόητο για τόν Έλληνα .
Όσο δε για την υποταγή του ελληνικού κράτους στο δυτικό αρχέτυπο:
…μπορεί κανείς νά ύποστηρίξη μέ ασφάλεια, πώς ή διαρκής κακοδαιμονία τοϋ νεοελληνικού κράτους οφείλεται κυρίως εις τό γεγονός ότι δημιουργήθηκε κατά δουλική άπομίμηση ξένων προτύπων ερήμην της παραδόσεως και τής ψυχολογίας μας.”
Και αιφνιδίως περνά στο απέναντι άκρο, εκθειάζοντας ένα μοντέλο που “μεταβάλλει τον χώρο σε δορυφόρο του χρόνου” και υποχρεώνει στο “άνοιγμα του χώρου από τον χρόνο”. Η απόρριψη του “χώρου”, και η προσκόλληση του τελευταίου Ράμφου στον χρόνο, εξικνείται στα έσχατα μέσα από την απόρριψη οποιασδήποτε “προσκόλλησης” ακόμα και στον χρόνο της μνήμης, ο οποίος στην πραγματικότητα συνδημιουργεί ένα δεύτερο χώρο, τον ιστορικό χώρο. Κάθε μορφή χώρου -ακόμα και ο ιστορικός-πρέπει να εξαλειφθεί προς όφελος του παρόντος χρόνου’ δεν πρόκειται απλώς για την “υπέρβαση της ιστορίας”, όπως αναφέρει παρακάτω ο Σ. Ρ. αλλά για τη λήθη της ιστορίας. 0 χρόνος της μνήμης, μας πληροφορεί, είναι “αγκυλωμένος χρόνος”:
Η παθολογία τοϋ αγκυλωμένου χρόνου εντός οφείλεται στο γεγονός ότι τό παρελθόν προβάλλει στή ζωή μας ώς πρότυπο διαπλάσεως ηθικών αξιών. Ωστόσο τό πρόβλημα δέν έγκειται στήν ακτινοβολία τοϋ παρελθόντος (γιατί, άς ποϋμε, νά θαυμάζωμε άπεριόριστα τόν “Ομηρο, τόν Σοφοκλή, τον Σωκράτη, τους Μαραθωνομάχους ή τόν Αλέξανδρο;) αλλά στόν έκ τοϋ παρελθόντος εαυτό, στήν έκεΐθεν ταυτότητα. Τό ήθος μας πλάθεται κατοπτρικά στά πλαίσια δεδομένης εικόνος, δηλαδή μιας ταυτότητος, ή όποία προέρχεται από τή στατική μνήμη, και όχι από τή δημιουργική προσπάθεια πού ώθεΐ τόν χρόνο ορμητικά νά έκβάλη στό μέλλον.6
Έτσι λοιπόν, στη σημερινή Ελλάδα, κινδυνεύουμε από “αγκύλωση”, λες και τα πρότυπα της νεολαίας μας είναι ο… Όμηρος ή οι Μαραθωνομάχοι και όχι οι πρωταγωνιστές του Big Brother και οι ποδοσφαιριστές!
Προφανώς ζούμε σε διαφορετικές χώρες! Γιατί, στην πραγματικότητα, εκείνο που μας κατατρύχει δει/ είναι η αγκύλωση στο παρελθόν αλλά η προσχώρηση στην τυραννία του παρόντος, του εφήμερου, της προσδοκίας του μέλλοντος ως στιγμιαίας απόλαυσης. Και η προσπάθεια διατήρησης της μνήμης, ή ακόμα και της “επιστροφής”, είναι ό,τι πιο δημιουργικό συμβαίνει στη σημερινή Ελλάδα, διότι σηματοδοτεί τη μόνη ουσιαστική αντίσταση στην επέλαση του νεοϋρκέζικου χρόνου – και παρεμπιπτόντως των μεραρχιών που τον υποστηρίζουν. Για τον Σ. Ρ. όμως δεν βιώνουμε, καθημερινά και επιταχυνόμενα, μια τραγική κατάρρευση αξιών και τόπων της ιστορικής μνήμης, αλλά αντίθετα ζούμε σε έναν “αγκυλωμένο χρόνο”. Η μόνη δικαιολογία που θα πιθανολογούσα για μια τέτοια απόκλιση από την πραγματικότητα είναι πως, ίσως στο παρελθόν, ο συγγραφέας ένιωθε ο ίδιος να μετέχει σε έναν τέτοιο αγκυλωμένο χώρο και χρόνο εντός του και πως η “απελευθέρωσή” του από αυτόν χαιρετίζεται με εκσυγχρονιστικές ομοβροντίες.
Ο Ράμφος “ορθά” επικεντρώνει το κείμενο του για την 11 η Σεπτεμβρίου στο ζήτημα του χρόνου:
Τήν έλευθερία τοϋ χρόνου και τοϋ χώρου ζήτησαν οί τρομοκράτες να υποτάξουν στις δυνάμεις της βαρύ-τητος και των άδρανειών, γκρεμίζοντας τους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης και κάνοντας τό Πεντάγωνο τετράγωνο’.
Ολόκληρη η μυθολογία του δυτικού πολιτισμού στη σύγκρουσή του με τους “βαρβάρους” περικλείεται σε αυτή την παράγραφο. Από τη μία το “πνεύμα-χρόνος” που εκπροσωπείται από τον αμερικάνικο ουρανοξύστη και από την άλλη οι “δυνάμεις της αδράνειας-φύσης” που αντιπροσωπεύουν οι “βάρβαροι-τρομοκρά-τες”. Και όμως, αυτή η σύγκρουση είναι η ένδειξη ρευμάτων που ανασκάπτουν τον πλανήτη και των οποίων ο Μπιν Λάντεν και οι μουσουλμάνοι τρομοκράτες αποτελούν μια πα-ροξυστική εκδοχή. Ζούμε σε μια ιστορική στιγμή διχοτόμησης -ίσως οριστικής- του διαφωτιστικού προτύπου. 0 χώρος, η φύση, η ιστορία αποσπώνται αμετάκλητα από το διαφωτιστικό παράδειγμα στην εργαλεια-κή έκπτωσή του. Ταυτόχρονα, το ίδιο συμβαίνει από την άλλη πλευρά του διπόλου: ο χρόνος αποσπάται από τον χώρο, το “πνεύμα” από την ύλη (όχι πλέον μέσα από τον παλιό καλό πλατωνισμό του Στέλιου, αλλά “εκσυγχρονιστικά”, μέσω της βιοτεχνολογίας και της πορείας προς τον μετάνθρωπο). 0 διαφωτισμός, ως ενότητα χρόνου και χώρου, όπου ο χρόνος λειτουργούσε ως η ατμομηχανή και ο χώρος ως τα βαριά βαγόνια που ακολουθούσαν, διαρρηγνύεται, ανατινάσσεται, εκρήγνυται. 0 χρόνος των χρηματιστηρίων και του Διαδικτύου επιθυμεί πλέον να αυτονομηθεί από τον χώρο των δακρύων που συγκροτεί το υλικό του υπόβαθρο, τον χώρο των μακιλαδόρας και των εργοστασίων συναρμολόγησης των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αντίστροφα και συμμετρικά, ο χώρος του Ισλάμ, και ο όντως “αγκυλωμένος” ιστορικός χωροχρόνος του, απορρίπτει οποιαδήποτε σχέση με τη νεωτερικότητα. Και μόνο μερικοί καθυστερημένοι ταλμουδιστές του μαρξισμού πασχίζουν να ανασυγκολλήσουν αυτά τα δύο σχισμένα ημισφαίρια κάτω από το πρόσημο του παλιού διαφωτισμού. Ανασυγκόλληση ανέφικτη, δεδομένου ότι ο διαφωτισμός εμπεριείχε την προτεραιότητα του χρόνου και η σημερινή εργαλειακή μετεξέλιξή του δεν είναι αναστρέψιμη. Μια ανασυγκόλλη-ση χώρου και χρόνου θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από την επανεπιβεβαίωαη του χώρου έναντι του χρόνου, της κοινότητας (ανθρώ-που-φύσης, εργασιακής, πολιτικής και χωροταξικής) έναντι του ατόμου, μέσα από τη σταδιακή ανάδειξη ενός νέου πολιτισμικού υποδείγματος, απέναντι σε εκείνο της νεωτερικότη-τας, που πλέον γίνεται καθολικά αναποτελεσματικό. Γι’ αυτό και η “μεταμοντέρνα” εξέγερση εναντίον του. Διότι είναι εξ ίσου “μεταμοντέρνα” η απόπειρα των Καλιφορνέζων του New Age να περάσουν στην αθανασία μέσω της βιοτεχνολογίας, σπάζοντας τη σχέση υλικού-πνευματικού, χώρου-χρόνου, όσο και των ισλαμιστών φονταμενταλιστών να επιστρέψουν στη “χρυσή εποχή” του Μωάμεθ.
Η ανασύσταση του πεδίου του χώρου και η εγκαθίδρυση μιας νέας σχέσης με τον χρόνο σημαίνει ταυτόχρονα και την αποκατάσταση του νοήματος του υποκειμενικού χρόνου, του οποίου η πυκνότητα συστέλλεται ή διαστέλλεται ανάλογα με την ατομική η συλλογική ζωή, απέναντι στον μηχανικό χρόνο-χρήμα. Και σε αυτό το ζήτημα ο Σ. P., αντιστρέφοντας για μια ακόμα φορά τις παλιότερες απόψεις του, αναγορεύει το χρονόμετρο σε όργανο της προσωπικής ελευθερίας:
Ή χρονική ροή –θ’ αναγνωριστεί μόνον οταν τό μηχανικό ρολόι θά αποσπάσει τό άτομο από τό ολον τής κοινότητος, όταν τό κάνει ανεξάρτητο και τοϋ προσφέρει έλεύθερο χρόνο… Ό χρόνος τοϋ ρολογιού, μαζί μέ τήν ατομικότητα, έξαίρει τήν αυτοσυνείδηση και αυτοπειθαρχία, αυξάνει επίσης και τον πλοϋτο. Οί σημερινές πλούσιες και ανεπτυγμένες χώρες χαρακτηριζον -ται από στενή σχέση μέ τό ρολόι, πού αναθέτει τόν χρόνο στο παρόν.8
Η ανάθεση του χρόνου στο παρόν εκμηδενίζει τόσο το παρελθόν, δηλαδή τον “ιστορικό χώρο”, τον χώρο της μνήμης, όσο και το μέλλον ως προοπτική και δημιουργικό πρόπλασμα, εγκλωβίζοντάς τα στον “χρόνο του ρολογιού”, γενικεύοντας τη μηχανοποίηση του ατομικού και ιστορικού χρόνου. Δεν θα αναφερθώ σε όλους τους μελετητές του χρόνου και της μηχανής -και ανάμεσά τους τον Κάρολο Μαρξ, τον Λιούις Μάμφορντ ή τον Πιερ Ναβίλ- αλλά θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το υπό έκδο-σιν βιβλίο του Γιάννη Καλιόρη που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο τεύχος του Άρδην και αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την άποψη του Στέλιου Ράμφου:
Το ζήτημα είναι ποια τροπή επήρε καθ’ όδόν ή λειτουργία τοϋ ρολογιού. [ ] Εκείνο δηλαδή πού συνέβη στή σχέση ωρολογιακού χρόνου και καπιταλιστικής οικονομίας είναι ότι, καθ” όδόν ακριβώς, ή χρονομε-τρική αντίληψη τής οικονομίας εξελίχθηκε σέ οίκονο-μετρική αντίληψη τοϋ χρόνου, ή όποια έ γ – κλώ-βισε τό άτομο σέ μιάν αύστηρή λογιστική χρόνου και πράξεων, στερώντας του τόν προσωπικό του χρόνο και έπιβάλλοντάς του έναν χρόνο ασφυκτικά έτεροκαθορισμέ -νο.[ ] Διότι, άν τό ρολόι παρέσχε, κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς, στό άτομο τήν αίσθηση του προσωπικού και ελεύθερου χρόνου και τό αποδέσμευσε τρόπον τινά από τήν χρονικότητα τής ομάδος, ή εκμηδένιση _ έν συνεχεία τοϋ χρόνου διά τής μετρούμενης ταχύτητος τό αποξένωσε από τόν δικό του χρόνο και ρυθμό, χωροθετώντας το στις υποδιαιρέσεις ενός χρόνου συμπιεσμένου και έπιβάλλοντάς του, οπως και σέ ολόκληρη τήν κοινωνία, τήν οίκονο-μετρι-κήν ακριβώς χρονικότητα: στήν παραγωγική διαδικασία^ ] Συμπιέζω όμως τόν χρόνο σημαίνει πώς [ ] συμπιέζω και το υποκείμενο των πράξεων, πού αποβαίνει πλέον πραγματικό αντικείμενο, έπιταχυνόμενο γρανάζι, ενός αυστηρά έξορθολογισμένου χρόνο μη -χανισμού, δ όποιος τό χειραγωγεί χρονομετρικώς.[ ]
Όμως το ρολόι, που για τον Σ.Ρ γίνεται ο μεγάλος μηχανισμός της “απελευθέρωσης της ατομικότητας’ “αναθέτοντας τον χρόνο στο παρόν -μια λυρική έξαρση που συναγωνίζεται μόνο εκείνη που αισθάνεται ο Σ. Ρ απέναντι στον ουρανοξύστη (sic)— δεν περιορίζεται απλώς στη μηχανοποίηση του φυσικού και προσωπικοί χρόνου αλλά καταλήγει στην υποδούλωση κάθε ατομικότητας. Και συνεχίζει ο Γιάννης Καλιόρης:
‘Αν λοιπόν, τό ρολόι, σέ μιά πρώτη φάση, μπορούσε νά εξασφαλίζει στον καθένα τόν προσωπικό του χρόνο, αυτόν τον χρόνο θά τοϋ τόν αφαιρέσει αργότερα, άντικειμενοποιώντας τον στις αυστηρές βιομηχανικές και γραφειοκρατικές πειθαρχίες, στό χτύπημα τής καρτέλα;, στήν εξάλειψη τής διαφοράς μεταξύ ανατολής και δύσεως τοϋ ήλιο.·, στήν κατάργηση των εποχών στήν γεωργία κλπ., και φυσικά στήν μονότονη κι εξουθενωτική έπαναληπτικότητα τής βιομηχανικής αλυσίδας [ ]: εδώ 6 χρόνος στέκεται πλέον απέναντι στό άτομο, άμεσα πραγμοποιημένος και έξωθεν επιβεβλημένος. [ ] Μπορεί οί ανήμερες ταχύτητες νά κάνουν τόν χρόνο .α άποκολλάται από τόν χώρο, εξαφανίζοντας ταυτόχρονα τόν τελευταίο, ωστόσο τά άτομα υποδουλώνονται όλοένα και πιο πολύ στο χρόνο, διότι άκριβώς δ χρόνος ε’ναι χρήμα, [ ] γιά νά τόν μετάτρεψε σέ εμπράγματη ποσότητα, σέ εμ- πόρευμα, or.au τό υποκείμενο, λειτουργώντας ως παραγωγός εμπορευμάτων, ενεργεί και εμπορία τοϋ έαυτοϋ του, καταθέτοντας πριν απ” ολα τόν προσωπικό του χρόνο: τον βιορυθμό του οσο και τόν ρυθμό των κοινωνικών του ανταλλαγών. Διότι δ τεχνολογικός χρόνος [ ] ενοποιεί ολοένα και πιό πολύ τους επιμέρους χρόνους, [ ] διαχέοντας τους δικούς του βίαιους ρυθμούς σέ ολόκληρο τόν κύκλο των κοινωνικών ανταλλαγών, [ ] ο χρόνος της τεχνολογίας αποβαίνει και χρόνος της κοινωνίας, 6 όποιος έν προκειμένω έκχρηματίζεται πιεστικά, υποκείμενος ακριβώς στήν αγοραία σκοπιμότητα. [
Και όχι μόνον ο χρόνος θα γίνει χρήμα και εμπόρευμα, αλλά θα μετατραπεί και στο αντίθετο της εξατομίκευσης. 0 μεγάλος μηχανικός Λεβιάθαν, το “πανόπτικον” του Μπένθαμ, είναι το μεγάλο μηχανικό ρολόι που δεν επαναφέρει τον ήπιο και ελαστικό συλλογικό χρόνο που “απελευθέρωσε” το αναγεννησιακό ρολόι αλλά μια τεχνοκρατική-φασιστικού τύπου “συλλογικότητα”, καταργώντας ουσιαστικώς το υποκείμενο, μεταβάλλοντας το σε αντικείμενο και εμπόρευμα, ενόργανο τμήμα ενός αδήριτου και άκαμπτου μηχανισμού:
Τελικά σκέφτεται κανείς πώς τό βαθύτερο δράμα τοϋ σύγχρονου άνθρωπου έγκειται ακριβώς στη λεηλασία τοϋ χρόνου του. [ ] Και τό ρολόι, πού όντως μπορεί νά εξατομικεύει ποσοτικά τόν χρόνο και νά άποσπά από την δμάδα, λειτουργεί πλέον καταδιωκτικά, έγκλωβίζον -τας τό υποκείμενο σ’ εναν χρόνο εξαντλητικά ύπολογιστό και αυστηρώς έτερόνομο, πού τό προσδένει ασφυκτικά σέ ύπερατομικούς ρυθμούς και ταχύτητες παρανοϊκές, οί όποιες τό ξαναβυθίζουν σέ πιό τυραννική συλλογικότητα, διότι ολα πλέον λειτουργούν σ’ ένα αμείλικτο ανταγωνιστικό περιβάλλον, οπού ο χρόνος-εμπόρευμα-χρήμα αποβαίνει, αν όχι έξ αιτίας τοϋ ρολογιού, πάντως χάριν και σ’ αυτό, γνώμων κεντρικός άποτιμήσεως, οριζόμενος από δυνάμεις πού κάνεις όέν είναι σέ θέση νά χαλιναγωγή-σε, [ ]9
Δεν είναι καθόλου παράδοξο πως ο αστικός φιλελευθερισμός και ο “δυτικός μαρξισμός” -που απετέλεσαν τις κυρίαρχες ιδεολογίες της μεταπολεμικής και κατ’ εξοχήν της μεταπολιτευτικής Ελλάδας- συναντώνται στην οπτική τους της υποτίμησης του χώρου έναντι του χρόνου και αξιών όπως η κοινότητα απέναντι στο άτομο.
Η παγκόσμια κρίοη αυτών των ιδεολογιών εκφράστηκε αρχικά με μια “ρομαντική” εξέγερση ενάντια στην κυριαρχία του χρόνου, την ανακάλυψη εκ νέου του χώρου και της φύσης, που θα σηματοδοτήσει η οικολογία στη Δύση και η εθνική και εθνικο-θρησκευτική αναγέννηση στην Ανατολή. Οικολογικό κίνημα και επανεπιβεβαίωση της εδαφικοποιημένης ταυτότητας -και άρα του έθνους ή της πολιτισμικής-θρησκευτικής ταυτότητας-είναι φαινόμενα της ίδιας τάξης, μορφές της ίδιας εξέγερσης ενάντια στην κυριαρχία τον χρόνου και του εμπορεύματος.
Ενδεικτική υπήρξε η κρίση του δυτικού μαρξισμού, που τον οδήγησε στην απορρόφησή του από τον αστικό φιλελευθερισμό, η οποία κορυφώνεται σήμερα, διότι στηριζόταν στην αντίληψη της υπέρβασης της εδαφικοποίησης των ανθρώπων: η ανατροπή του καπιταλισμού θα πραγματοποιηθεί στο έδαφος της εξάλειψης οποιασδήποτε προ-καπιταλιστικής ταυτότητας, έθνους, φύλου, καθώς και κάθε “φυσικότητας”. Ο δυτικός μαρξισμός έπαιζε στο “γήπεδο” του αντιπάλου. Εξ ού και η τελική ήττα του:
Πράγματι, όσο η αντιπαράθεση διεξάγεται στα πλαίσια ενός και του αυτού πολιτισμικού υποδείγματος, επικεντρωμένου γύρω από την κυριαρχία του χρόνου, η έκβαση της σύγκρουσης είναι προκαθορισμένη. 0 καπιταλισμός είναι πιο αποδοτικός στο επίπεδο της άμεσης παραγωγικότητας και της μείωσης του χρόνου παραγωγής από οποιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Το εμπόρευμα ήταν ήδη από τη αρχαιότητα το πιο πρόσφορο όχημα των ανταλλαγών.
Η αναποτελεσματικότητα του εμπορεύματος και του καπιταλισμού καταδεικνύεται σε τομείς που δεν έχουν σχέση με τον χρόνο παραγωγής: στην αναπαραγωγή των ταξικών αντιθέσεων, στην καταστροφή της φύσης, στην αδιάκοπη αναπαραγωγή των εθνικών και χωροταξικών ανισοτήτων, στην προβληματική σχέση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό.
Επομένως, το ζήτημα δεν τίθεται μόνον ή κυρίως στην υποκατάσταση του εμπορεύματος ως μορφής των ανταλλαγών, αλλά μάλλον στον περιορισμό της δράσης τον εμπορεύματος και των εμπορευματικών ανταλλαγών στη ζωή των ανθρώπων, στην επέκταση του εκτός εμπορεύματος χώρου . Μια τέτοια κίνηση είναι η μόνη που μπορεί να απαντήσει στην πολλαπλή κρίση που προκάλεσε ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η εμπορευματική επέκταση.
Μόνο η μετάθεση του χώρου της αντιπαράθεσης μπορεί να εισαγάγει μια νέα προοπτική όπου το πεδίο δράσης του εμπορεύματος θα συρρικνώνεται. Η μεταρρύθμιση της εργασίας, η αλλαγή των εργασιακών οχέσεων, η αλλαγή του πολιτικού συστήματος, η μεταρρύθμιση της σχέσης ανθρώπου φύσης και η μείωση του εργάσιμου χρόνου θα σηματοδοτούν την ανάπτυξη ενός πολιτισμού όπου ο χώρος θα αναβαθμιστεί εκ νέου έναντι του χρόνου. Και ο χώρος εννοείται υπό την ευρύτερη δυνατή έννοια, τόσο ως ο χώρος της καθημερινότητας και των βιωματικών ανθρώπινων σχέσεων, όσο και εκείνος της περιφέρειας, τον έθνους, της ηπείρου, του πλανήτη-Γη εν τέλει.
Η κριτική της οικολογίας, της “εδαφικοποίησης” -για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Φελίξ Γκουατ-ταρί-της κοινωνικής συνοχής και συνεργασίας, εμφανίζεται συχνά με ρομαντικό χαρακτήρα, δηλαδή ως “επιστροφή στη φύση”, ως εθνικισμός ή ως νοσταλγική αναφορά στην παλιά αγροτική ή συντεχνιακή κοινότητα. 0α μπορούσε όμως να αποτελέσει την προετοιμασία, το προανάκρουσμα για τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού υποδείγματος, μιας νέας παγκόσμιας τάξης που υπερακοντίζει την καπιταλιστική νεωτερικότητα. Μια νεωτερικότητα που έχει ως πρότυπο της τον “νέο άνθρωπο”, τον οποίο παρήγαγε το μεγάλο αδυσώπητο ρολόι του καπιταλιστικού χρόνου, τον ανέστιο γιάπη, ο οποίος αναγνωρίζει ως κέντρο του κόσμου μόνο τον εαυτό του.
Τόν καινούργιο κόσμο, [ ] κτίζει ένας άνθρωπος πού κινείται στήν υφήλιο σάν στο σπίτι του, επικοινωνεί μέ τό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, μετέχει σέ τηλεσυσκέψεις και είναι συνήθως ελεύθερος επαγγελματίας μέ δικό του ορμητήριο και σταθερή συνοδεία τόν φορητό υπολογιστή και τό κινητό τηλέφωνο. Δεν τόν επιλέγουν οί ρίζες του αλλά τις επιλέγει. Τί κάνει δηλαδή; Υπερβαίνει έν τέλει επί καθημερινής βάσεως και έκ πεποιθήσεως τά στατικά σχήματα, απορρίπτει τόν διαχωρισμό ελευθέρου και έργασιακού χρόνου, δέν υποκύπτει στις συνήθειες και θέτει διαρκώς γιά λογαριασμό του υψηλότερους και πλατύτερους στόχους[ ]10.
Αυτό το εκτεταμένο απόσπασμα αποτελεί-κυριολεκτικά-τον “ύμνο” του γιάπη και ανακαλεί στη μνήμη αντίστοιχες περιγραφές του Άλβιν Τόφλερ στο Τρίτο Κύμα. Το νέο ανθρωπολογικό πρότυπο είναι ο “ελεύθερος επαγγελματίας” με το λάπτοπ και το κινητό τηλέφωνο, που ταξιδεύει από πόλη σε πόλη και ο οποίος “δεν επιλέγεται” από τις ρίζες του αλλά “τις επιλέγει ο ίδιος” -τουτέστιν δεν διαθέτει ρίζες. Παύει π.χ. να είναι Έλληνας εκσυγχρονιστής και ενδύεται το κοστούμι του Αμερικανού. Προφανώς, μόνον ένας “ελεύθερος
επαγγελματίας” μπορεί να το κάνει. Και όχι τα δισεκατομμύρια των κολασμένων του Τρίτου Κόσμου που θέτουν καθημερινά “ως στόχους” την επιβίωση τους. Και μάλιστα εκείνος ο “ελεύθερος επαγγελματίας” που δεν τρέχει ακατάπαυστα από το πρωί ως το βράδυ σε αναρίθμητες μικρο-δουλειές, προσπαθώντας αγχωτικά να καλύψει τα ατέλειωτα δάνεια και τα ανοίγματα των πιστωτικών καρτών, αλλά αυτός που συμμετέχει σε “τηλεδιασκέψεις”, δηλαδή πρόκειται για τη διευθυντική ελίτ των επιχειρήσεων, της πολιτικής και του πνευματικού κόσμου. Και η συνέχεια είναι εξ ίσου καταιγιστική:
Θά ελεγα 8τι, στο σύμπαν του, το κέντρο βρίσκεται παντοϋ και πουθενά ή περιφέρεια, ένώ ο ίδιος _άφή -νει την λογική της γενέσεως και της φθοράς και μπαίνει στους ρυθμούς της διαρκούς μεταμορφώσεως. Δεν είναι αντικείμενο τού χρόνου και τοΰ γίγνεσθαι αλλά υποκείμενο και συνδημιουργός τους. Ή ψηφιακή τεχνολογία βαραίνει αποφασιστικά στήν ζωή του, καθώς ειδήσεις και πληροφορίες κυκλοφορούν μέ Ιλιγγιώδη ταχύτητα, ή διαφορά της ώρας καταργείται, οί μεταβιβάσεις κεφαλαίων γίνονται αυτοστιγμεί, μεγάλες έταιρείες έχουν γραφεία, λογιστήρια και εργοστάσια σέ διαφορετικά σημεία της γης, ένώ ή κακοκαιρία σέ ένα μέρος επηρεάζει τήν άγορά των προϊόντων σέ τρίτους τόπους. Μετέχει βεβαίως και στό Διαδίκτυο [ ].11
Πρόκειται για ένα νέο υποκείμενο που, εδώ και τώρα, στην κοιλάδα των δακρύων, παύει πλέον να υπόκειται “στη λογική της γενέσεως και της φθοράς”, μπαίνει σε μια διαρκή μεταμόρφωση, και γίνεται “συνδημιουργός του χρόνου”. Αν ο διαφωτισμός απετέλεσε, εν μέρει, την εκκοσμίκευση του καθολικισμού και του προτεσταντισμού, και ο κομμουνισμός την εκκοσμίκευση του παραδείσου, η θητεία του Στέλιου Ράμφου στον μαρξισμό, τον πλατωνισμό και τον ορθόδοξο χριστιανισμό φαίνεται ότι απετέλεσαν τον προθάλαμο για τον νέο μεσσιανισμό, στον οποίο προσχωρεί, τον τεχνολογικό. 0 άνθρωπος υπερβαίνει την φθαρτότητά του, γίνεται ένας Deus in Terris, όχι πλέον μέσα από τη μετοχή στο θείο, αλλά υλικά, εδώ και τώρα.
Πρόκειται για κάτι που θα πρέπει να του αναγνωρίσομε, οδηγείται πάντα στην ακραία συνέπεια των α-πόψεών του12: Αρχικώς θα υπερβεί τον νεανικό μαρξισμό του με τον Κα-στοριάδη και την “αυτονομία” του υποκειμένου. Λογική συνέπεια υπήρξε η αυτονομία του πνεύματος, ο Πλάτων και η κυβέρνηση των αρίστων. Η ορθοδοξία του, ως συνέχεια του πλατωνισμού του, θα παραμένει πάντοτε μοναχική, “αριστοκρατική” και ουδέποτε πληβειακή. Θα κινείται διαρκώς στις τάξεις των ελίτ ως ένας “κοσμοκαλόγερος” που κηρύττει στους τελευταίους γόνους της παραδοσιακής αστικής τάξης -την οποία ο ίδιος θα καταγγέλλει, μέσα σε μια τραγική αντίφαση, ως απαίδευτη και φιλοχρήματη- την ελληνική αποκλειστικότητα, ενώ ο γύρω μας κόσμος θα κατακλύζεται από μια εκσυγχρονιστική λαίλαπα:
Ρίζα είναι ή Ελλάδα. Ή Ελλάδα ώς εμπειρία τοΰ απολύτως. [ ] Ή Ελλάδα βρίσκεται έτσι πέραν τοΰ έθνικοϋ, τοΰ διεθνούς αλλά κα’ι τοΰ πλανητικού είναι καθολικότης, κοσμικό πεδίο χαρισμένο στον ανθρωπο.[ ]13
Σήμερα, για τον Στέλιο Ράμφο, σε μια εξίσου άκριτη αναστροφή μετά τον ακραίο ελληνοκεντρισμό του, το “κοσμικό πεδίο το χαρισμένο στον άνθρωπο” γίνεται η Αμερική, ο Αμερικανισμός. Ένας Αμερικανισμός που φτάνει στην πιο ακραία μορφή του, την ιδεολογία της Καλιφόρνιας, τους “εξτροπιανούς”14, το New Age και τον μετάνθρωπο:
αφήνει τήν λογική της γενέσεως και της φθοράς και μπαίνει στους ρυθμούς της διαρκούς μεταμορφώσεως.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
/. Σπύρου Κουτρούλη, “Οι μεταμορφώσεις του Στέλιου Ράμφου, Από τον καημό της ρωμιοσύνης στον καημό του ενός”, περ. Νέα Κοινωνιολογία, τ. 34, Άνοιξη 2002, σο. 182-188.
2. Στέλιος Ράμφος, Έλληνες και Ταλφπάν, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002, οσ. 10-11.
3 . Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ήμουν ακόμα μαθητής, η έκθεση που μας έβαλε ο καθηγητής μας των Αγγλικών -που εργαζόταν σε κάποια αμερικανική υπηρεσία-, σε ένα διαγωνισμό με έπαθλο ένα ταξίδι στην Αμερική, αφορούσε το “Πώς βλέπουμε τη Νέα Υόρκη”. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μου να περιγράψω με αναρίθμητα υπερθετικά το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ, που ήταν ακόμα το υψηλότερο κτίριο στον κόσμο, και να αποφύγω τον εκθειασμό του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, που εθεωρείτο απαραίτητο καρύκευμα για τα εν λόγω πονήματα, δεν ταξίδεψα εν τέλει στην Αμερική. Και ίσως, όμως, να είχα “κερδίσει” στο διαγωνισμό, όπως συνάγω από αυτά που τόνισε εκ των υστέρων ο καθηγητής μου: “δεν υπήρχε περίπτωση να πας εσύ στην Αμερική”, πράγμα που σημαίνει πως η περίπτωση μου είχε διερευνηθεί ήδη από τις “αρμόδιες υπηρεσίες”, ο οικογενειακός φάκελος -και ενδεχομένως ο ισχνός, τότε, ατομικός μου φάκελος- είχε ήδη σφραγίσει το πεπρωμένο του ταξιδιού μου στην Αμερική. Δεδομένου δε ότι στη συνέχεια έμεινα πιστός σε έναν “αγκυλωμένο χρόνο” της μνήμης και της ιστορίας μου, ενίσχυσα περαιτέρω και τον προσωπικό φάκελο και έτσι αμφιβάλλω αν θα δω ποτέ την Αμερική και τη Νέα Υόρκη, για να απολαύσω αυτή την αίσθηση της ελευθερίας και της πνευματικότητας που απολαμβάνουν όσοι “ξεφεύγουν” από τον αγκυλωμένο χρόνο.
4 Ράμφος, Μελέτη Θανάτου, Κέδρος, Αθήνα 1980, σ. 128. 3 m Σ. Ράμφος, Μελέτη Θανάτου, Κέδρος, Αθήνα 1980, σ. 81. 6 m Στέλιος Ράμφος, Έλληνες και Ταλψπάν, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002, 00. 90-91.
7 m Στ. Ράμφος , Έλληνες… ό.π., σ. 11.
8 » Στέλιος Ράμφος, Ιστορία στην κόψη του χρόνου, Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σελ. 13.
9 · Τα αποσπάσματα προέρχονται από το 8ο κεφάλαιο του βιβλίου του Γιάννη Καλιόρη: Κοινωνία της ορθοπεταλιάς και οι κωπηλάτες της γαλέρας (προσωρινός τίτλος), που θα κυκλοφορήσει το 2003 από τις Εκδόσεις Αρμός, προδημοσίευση στο περιοδικό Άρδην, τεύχος 37, Σεπτέμβριος 2002.
10, Στ. Ράμφος, Έλληνες και… ό.π., σσ. 96-99.
11.Στ. Ράμφος, Έλληνες και., ό.π., σσ. 96-99.
12m Έστω και με τον κίνδυνο να εκτεθεί, όπως συνέβη με το πρόσφατο κείμενο του για τη “17 Νοέμβρη” και τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, που φαντάζομαι πως μας απογοήτευσε όλους, επικριτές και οπαδούς του
13ml Ράμφος, Νόστος, Ροές, Αθήνα 1987, σ. 85.
14m Βλέπε Άρδην, τεύχος 24, Μάρτιος-Απρίλιος 2000, αφιέρωμα “Η εποχή του μετανθρώπου” και τεύχος 35, Απρίλιος-Μάιος 2002.