του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 73, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009
Πολλοί φίλοι επικρίνουν τις απόψεις μας για το ζήτημα των Σκοπίων, με το επιχείρημα πως δεν κατανοούμε την τεράστια σημασία που έχει για τους Μακεδόνες στη Βόρειο Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη. Σε πλήρη αντίθεση με αυτό το σχήμα, οι απόψεις μας καθορίζονται από μια αντίστροφη θεώρηση: εκείνη που θεωρεί πως το μέλλον της Ελλάδας κρίνεται σε δύο περιοχές, στον Βορρά (με κέντρο τη Θεσσαλονίκη) και στη νοτιότερη εσχατιά του ελληνισμού, την Κύπρο.
Η Θεσσαλονίκη, η Μακεδονία, η Θράκη, η Ήπειρος, γενικότερα ο βόρειος άξονας του ελληνισμού, καθορίζουν τη μοίρα του συνόλου. Διότι, αν αυτός ο βόρειος χώρος πάσχει, ή αλωθεί, τότε ολόκληρος ο ελληνικός χώρος είναι ανοικτός. Αυτό διδάσκει η ιστορία μας σε όλη τη μακρά της διαδρομή. Γι’ αυτό και ο ελληνικός χώρος στην αρχαιότητα ενοποιήθηκε μόνον από τους Μακεδόνες, πράγμα που δεν κατόρθωσαν ούτε οι Αθηναίοι ούτε οι Σπαρτιάτες, ενώ στη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου το κέντρο του ελληνισμού είχε μεταφερθεί εδώ, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, τον 11ο αιώνα, είχε 200.000 πληθυσμό (εποχή για την οποία δεν μιλάει καθόλου ο κύριος Μαζάουερ αλλά αρχίζει την ιστορία της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς, για να αποκρύψει τον ελληνικό της χαρακτήρα), όταν την ίδια στιγμή η Αθήνα είναι ζήτημα αν είχε 20.000 πληθυσμό, ενώ η Σπάρτη ήταν ένας σωρός ερειπίων, μια και ακόμα δεν είχε καν κτιστεί η Νέα Σπάρτη, ο Μυστράς. Ακόμα και μετά, επί Οθωμανών, η Θεσσαλονίκη θα μεταβληθεί και πάλι σταδιακά στη μεγαλύτερη πόλη της ελληνικής χερσονήσου.
Αυτός ο στρατηγικός ρόλος της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας είχε μια προϋπόθεση: πως η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία αναφέρονταν σε μια ευρύτερη βαλκανική ενδοχώρα. Η Θεσσαλονίκη, η Καστοριά, η Σιάτιστα, η Μοσχόπολη, το Μοναστήρι, η Δράμα, οι Σέρρες, τα Γιάννενα, το Μέτσοβο, αποτελούσαν το επίκεντρο μιας εμπορικής και πνευματικής κίνησης που έφθανε μέχρι το Βουκουρέστι, το Ιάσιο, την Οδησσό και τη Βιέννη. Τότε ο βόρειος χώρος αποτελούσε τον πνεύμονα του ελληνισμού και θεμελίωνε τις φιλικές μας σχέσεις με τους βαλκανικούς λαούς. Τα πράγματα άλλαξαν μόνο όταν η εθνική απελευθέρωση της Ελλάδας περιορίστηκε σε ένα τμήμα του ελληνισμού, το νότιο ενώ ο βόρειος χώρος απελευθερώθηκε σχεδόν έναν αιώνα μετά, και μάλιστα όχι στο σύνολό του.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας, η σύγκρουση γύρω από το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα» μείωσε την ακτινοβολία της στο σύνολο του βαλκανικού χώρου. Γιατί οι συγκρούσεις με τον βουλγαρικό φασισμό στη διάρκεια του Πολέμου και η λυκοφιλία με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, που δημιούργησε για πρώτη φορά ένα κράτος με την ονομασία «Μακεδονία» στα βόρεια σύνορά μας, καθώς και το γεγονός ότι η Ελλάδα και οι γείτονές της ανήκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα, περιόρισε τον ρόλο της Μακεδονίας στον ελλαδικό χώρο αποκλειστικά, με αποτέλεσμα να επιτρέψει το γιγάντωμα της Αθήνας, ιδιαίτερα στη μεταπολεμική περίοδο. Γιατί, όταν και όσο η Βαλκανική ήταν ανοικτή στην δραστηριότητα των Ελλήνων και την επικοινωνία μεταξύ των βαλκανικών λαών, η Βόρειος Ελλάδα, η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη άνθιζαν. Όταν, αντίθετα, έκλεινε, έτεινε να συρρικνωθεί.
Τα πράγματα μπήκαν και πάλι σε κίνηση μετά την κατάρρευση του Ανατολικού στρατοπέδου και τη γιουγκοσλαβική κρίση –κίνηση που, όπως συμβαίνει πάντοτε, εμπεριείχε δύο στοιχεία: ευκαιρίες και κινδύνους. Η μεγάλη ευκαιρία ήταν το άνοιγμα και πάλι των επαφών με τα Βαλκάνια και η δυνατότητα επικοινωνίας με τους γείτονές μας. Και από την άλλη, ο κίνδυνος προήλθε από την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, η οποία όχι μόνο προκάλεσε μια γενικευμένη αποσταθεροποίηση στην περιοχή, αλλά και ανέδειξε και το γνωστό ζήτημα του Μακεδονισμού και του μικροϊμπεριαλισμού των Σκοπίων. Το Σκοπιανό ζήτημα, το οποίο φρόντισαν καταλλήλως οι ποικίλοι εχθροί της Ελλάδας να αναδείξουν σε βασικό αγκάθι στα νώτα μας, την ίδια ακριβώς στιγμή που από τα ανατολικά μας και στην Κύπρο αντιμετωπίζουμε τον τουρκικό επεκτατισμό, σκόπευε ακριβώς να εμποδίσει μια στενότερη βαλκανική συνεργασία και επομένως να διαιωνίσει τη διάσπαση των Βαλκανίων – που από πέντε διαφορετικά κράτη έχουν φθάσει αισίως τα δέκα, ενώ η κατάτμηση μοιάζει να συνεχίζεται.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η ελληνική πολιτική και πνευματική ηγεσία φάνηκε εντελώς ανέτοιμη. Και δεν διέθετε ένα βαλκανικό όραμα –το μόνο που μπορεί να αποτελέσει μια νέα «μεγάλη ιδέα» για την Ελλάδα– δηλαδή η πραγματοποίηση του οράματος του Ρήγα για ενωμένα Βαλκάνια, και δεν είχε την απαραίτητη διορατικότητα για να κατανοήσει τις συνέπειες του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, όταν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, ο Αντώνης Σαμαράς, υπέγραφε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, κάτω από τους γερμανικούς εκβιασμούς, δεν φανταζόταν ότι έτσι θα επέτρεπε να τεθεί σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα το ζήτημα των Σκοπίων και του αλυτρωτισμού τους.
Το βαλκανικό «όραμα»
Γιατί επιμένουμε στο βαλκανικό όραμα; Διότι είμαστε πεπεισμένοι πως το «ελληνικό ζήτημα», δηλαδή η διατήρηση της ελληνικής αλλά και της βαλκανικής ανεξαρτησίας συνολικότερα περνάει από τη Μακεδονία, τη Θράκη και τα Βαλκάνια, για έναν πολύ απλό λόγο: Απέναντι στον μεγάλο κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο τουρκικός επεκτατισμός στη νεο-οθωμανική του διάσταση, η Ελλάδα έχει να αντιτάξει δύο πράγματα, αν θέλει να μην πάει χαμένη η ανεξαρτησία που κατακτήσαμε με ποταμούς αίματος: πρώτον, μια σταθερή και αταλάντευτη γραμμή στις τουρκικές προκλήσεις και η συμπαράταξη με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις που δεν επιθυμούν την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και δεύτερον, τη δημιουργία ενός βαλκανικού πόλου στα πλαίσια της Ε.Ε., μόνου ικανού να αντιμετωπίσει τη νεο-οθωμανική απειλή. Ο μεγάλος Στήβεν Ράνσιμαν, αναφερόμενος στη σταδιακή κατάληψη του ύστερου Βυζαντίου από τους Τούρκους, αφού πρώτα είχαμε δεχτεί την επίθεση των Σταυροφόρων, λέει:
«Αν τα ορθόδοξα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης θα ήσαν ποτέ σε θέση να συνενωθούν σε μια πραγματική συμμαχία, θα μπορούσαν ν’ ανθέξουν εναντίον της Δύσεως και εναντίον των Τούρκων. Αλλά οι εμφύλιοι πόλεμοι και η αντιπάθεια των Σλάβων της Βαλκανικής εναντίον των Ελλήνων εμπόδισε κάθε τέτοια συμμαχία1».
Η Τουρκία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων μόνο όταν οι βαλκανικοί λαοί την αντιμετώπισαν από κοινού, στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Κι όμως, το Μακεδονικό ζήτημα αποτέλεσε από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα το αποφασιστικό ζήτημα για τη διάσπαση των Νοτίων Βαλκανίων και εν τέλει για τη διάσωση της Τουρκίας, διότι, αμέσως μετά τον Α΄ Βαλκανικό, ακολούθησε ο Β΄ ενδο-βαλκανικός πόλεμος.
Γι’ αυτό εδώ και είκοσι χρόνια υποστηρίζουμε με όλα τα μέσα που διαθέτουμε πως το κέντρο της Ελλάδας πρέπει να μετατεθεί προς τα βόρεια, γι’ αυτό έχουμε προτείνει και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό ήμασταν ενάντια στην Ολυμπιάδα, που συσσώρευσε νέες επενδύσεις και πάλι στην Αθήνα αντί να τις κατευθύνει στην περιφέρεια, και ιδιαίτερα στον Βορρά.
Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζουμε και το ζήτημα των Σκοπίων: Ως ένα αγκάθι που στοχεύει στον αποπροσανατολισμό μας από τη βαλκανική μας προοπτική.
Μια έντιμη λύση –την οποία έχουμε ήδη ορίσει δηλαδή η αποδοχή από τους Σκοπιανούς μιας ενιαίας ονομασίας γεωγραφικού ή εθνοτικού χαρακτήρα –Άνω Μακεδονία ή Σλαβομακεδονία– η οποία να ορίζει και την εθνότητα («σλαβομακεδονική»), και η εγκατάλειψη κάθε αλυτρωτισμού σε Σύνταγμα και εκπαίδευση θα αποτελούσαν ένα εφαλτήριο ώστε: α) να επανασυνδεθούμε με τη Σερβία, β) να κατασιγάσουμε τους υπαρκτούς αλυτρωτικούς κύκλους της Βουλγαρίας, που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν πιθανή διάλυση των Σκοπίων, γ) να ενταχθεί και η Βουλγαρία μαζί με τη Ρουμανία σε έναν βαλκανικό πόλο στα πλαίσια της Ευρώπης. Η απόρριψη της ένταξης της Τουρκίας μάς προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για τη διαμόρφωση ενός βαλκανικού πόλου, που θα στηρίζεται κατ’ εξοχήν στους ορθόδοξους λαούς της περιοχής και θα ανοιχτεί στη συνέχεια και στους υπόλοιπους Βαλκάνιους.
Μόνο αυτός ο πόλος μπορεί να διασφαλίσει την ανεξαρτησία μας. Θα τη χάσουμε αυτή την ευκαιρία επιτρέποντας σε δίπολα τύπου Ντόρας – Καρατζαφέρη και Συνασπισμού – Άνθιμου να μας οδηγήσουν σε ήττα; Προφανώς, όπως τονίσαμε, τίποτε δεν είναι διασφαλισμένο∙ ωστόσο, εμείς πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποτύχει κάθε απόπειρα περικύκλωσης!
Ο «βορράς» ως επίκεντρο
Η αγωνία αυτού του περιοδικού, που με αταλάντευτη συνέπεια, για δώδεκα χρόνια, υπερασπίζεται την εθνική ταυτότητα και το «κοινόν των Ελλήνων», από την Κύπρο έως τη Μακεδονία και τη Βόρειο Ήπειρο, είναι να αποφύγουμε την περικύκλωση.
Σήμερα, το κύριο μέτωπο βρίσκεται στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Για να αντιμετωπίσουμε τη νεο-οθωμανική Τουρκία και το δυτικό της εξάρτημα, τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, που απειλούν να μας εγκλωβίσουν σε μια θανατηφόρα τανάλια απομόνωσης, πρέπει να «σπάσουμε την περικύκλωση» προς τα Βαλκάνια, και παραπέρα προς τον βορειότερο ορθόδοξο χώρο, τη Ρωσία, την Ουκρανία, κ.λπ.
Το Άρδην έχει υποστηρίξει από πολύ παλιά πως η επικυριαρχία της Αθήνας πάνω στην Ελλάδα θα πρέπει να λάβει τέλος, και ακόμα πως η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους θα πρέπει να μεταφερθεί προς Βορράν. Δηλαδή, για να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της εποχής και του «ανοίγματος» των Βαλκανίων, θα πρέπει η οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας να μετακινηθεί βορειότερα. Κατά συνέπεια, αντί να απομακρυνθεί η Μακεδονία από την υπόλοιπη Ελλάδα, θα πρέπει, αντίθετα, «να πλησιάσει», δηλαδή ο «μακεδονισμός» να ταυτιστεί με τον «ελληνισμό»! Δεν διαθέτουμε την πολυτέλεια της απομάκρυνσης ή της «περιφερειοποίησης», διότι ο ελληνισμός απειλείται συνολικά με συρρίκνωση, κατ’ εξοχήν δε η Βόρεια Ελλάδα!
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο εντάσσεται και η αγωνία μας για «λύση» στο Σκοπιανό. Η αδυναμία λύσης και η μόνιμη εχθρότητα με τα Σκόπια, ή η διάλυση του κράτους τους, είναι το χειρότερο σενάριο, προπαντός για τη Βόρειο Ελλάδα, που θα την αποκλείσει από τη φυσική της βαλκανική ενδοχώρα. Ένα τέτοιο σενάριο θα ενισχύσει στο εσωτερικό της Ελλάδας ακόμα περισσότερο την Αθήνα, και όχι το αντίστροφο.
Το δυστύχημα είναι πως ένα μεγάλο μέρος του πατριωτικού χώρου δεν διαθέτει όραμα για το μέλλον, μένει απλώς στην υπεράσπιση του παρελθόντος μας. Αλλά, όπως δεν μπορείς να έχεις μέλλον χωρίς παρελθόν και μνήμη, έτσι και δεν μπορείς να υπάρξεις δίχως όραμα και στρατηγική. Ας διδαχθούμε από το μάθημα της Κύπρου, όπου η ακινησία και η απλή υπεράσπιση των κεκτημένων οδήγησε σε ήττα τον πρόεδρο Παπαδόπουλο. Ας πάψουμε να είμαστε απλώς ο χώρος που αντιστέκεται στα ξεπουλήματα, γεγονός ήδη σημαντικό αλλά, από ένα σημείο και μετά, ανεπαρκές, και ας γίνουμε η φωνή ενός νέου οράματος για την Ελλάδα. Είναι η προϋπόθεση μιας οποιασδήποτε νίκης.
Και αυτό το όραμα, η νέα «μεγάλη ιδέα» της Ελλάδας στον 21ο αιώνα, έχει ένα και μόνο όνομα, το άνοιγμα στα Βαλκάνια, την ανασυγκρότηση του βαλκανικού χώρου, προϋπόθεση για την ίδια μας την ύπαρξη ως αυτόνομου έθνους, τόσο των Ελλήνων όσο και των άλλων ιστορικών Βαλκανικών λαών. Διαφορετικά, θα υποταχθούμε και πάλι. Όπως έγινε μετά το τέλος του Βυζαντίου. Μόνο μια ενιαία βαλκανική μπορεί να αντιταχθεί αποτελεσματικά στην πίεση από τη νεο-οθωμανική Τουρκία και να την υποχρεώσει μακροπρόθεσμα σε μια ειρηνική συμβίωση μαζί μας. Αυτή η «μεγάλη ιδέα» πρέπει να μεταβληθεί στο επίκεντρο των προβληματισμών και των προσπαθειών μας.
Είναι δυνατή μια πολιτική αναδίπλωσης;
Τέλος, ένα επιχείρημα που προβάλλεται συχνά είναι πως αυτό το βαλκανικό όραμα του υποφαινομένου και του Άρδην είναι έωλο, δεν διαθέτει καμία βάση σε πραγματικά δεδομένα και αποτελεί εν τέλει έναν «ευσεβή πόθο». Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να στηριχτεί πάνω του καμία ρεαλιστική πολιτική, και η μόνη διέξοδος για την Ελλάδα παραμένει ακόμα η «στρατηγική του σκαντζόχοιρου», δηλαδή η αμυντική στρατηγική έναντι όλων των γειτόνων μας. Σύμφωνα με μια τέτοια αντίληψη, και η πολιτική μας έναντι των Σκοπίων δεν πρέπει να προβεί σε καμία «παραχώρηση», διότι το αντίκρυσμα θα είναι μηδαμινό και θα έχουμε πουλήσει τα διαμάντια του στέμματος για ένα τίποτε.
Όντως, εάν η βαλκανική συνεργασία παρέμενε ένα μακρινό όραμα, αυτή η άποψη θα διέθετε –και πάλι– κάποια βάση. Ωστόσο, μια τέτοια στρατηγική όχι μόνο είναι επιβεβλημένη στην Ελλάδα εξ αιτίας της τουρκικής επιβουλής και του αλβανικού αλυτρωτισμού, αλλά και στηρίζεται ήδη σε υπαρκτά γεωπολιτικά και οικονομικά δεδομένα.
Η στρατηγική του «σκαντζόχοιρου» στηρίζεται στην άποψη πως οι αποσυνθετικές διαδικασίες στα Βαλκάνια δεν έχουν ακόμα λάβει τέλος και πως κάθε «ανακάτεμα» της Ελλάδας με τα βαλκανικά ζητήματα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε βαλκανοποίηση και της ελληνικής πολιτικής.
Ωστόσο, πιστεύουμε πως η μεγάλη κρίση, που είχε ως επίκεντρο τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οδηγείται στο τέλος της, και τα Βαλκάνια θα μπορούσαν να εισέλθουν σε μια περίοδο αυξημένης συνεργασίας. Η Γιουγκοσλαβία έχει πλέον διαμελιστεί και οι μόνες υποθήκες παραμένουν το ζήτημα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και του Κοσόβου, τα οποία όμως δεν μπορούν να πυροδοτήσουν νέους πολέμους.
Ίσως η σημαντικότερη γεωπολιτική υποθήκη των Βαλκανίων να παραμένουν τα Σκόπια, τόσο με τον παρανοϊκό επεκτατισμό των Σλαβομακεδόνων, όσο, και κυρίως, με την εσωτερική αντιπαράθεση Αλβανών και Σλαβομακεδόνων και με ό,τι αυτή μπορεί να πυροδοτήσει.
Κατά συνέπεια, ο ιστορικός και οικονομικός χώρος των Βαλκανίων θα αρχίσει και πάλι να ανασυγκροτείται. Και τα οικονομικά δεδομένα είναι ήδη μπροστά μας. Στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών, στις 20 πρώτες χώρες περιλαμβάνονται το 2007 έξι βαλκανικές χώρες: Βουλγαρία, Ρουμανία, Αλβανία, Σερβία, ΠΓΔΜ και Σλοβενία, ενώ η Βουλγαρία βρίσκεται στην 4η θέση με 1.110 εκ. ευρώ και το 6,5% των ελληνικών εξαγωγών. Η Ρουμανία βρίσκεται στην 6η θέση, και το σύνολο των Βαλκανίων ξεπερνάει το 16%, με ισχυρές ανοδικές τάσεις. Ταυτόχρονα, οι ελληνικές επενδύσεις στα Βαλκάνια ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ, ενώ τα τελευταία χρόνια ενισχύεται και πάλι ο τουρισμός από τις βαλκανικές χώρες. Ιδιαίτερα ο τουρισμός της Βόρειας Ελλάδας στηρίζεται όλο και πιο πολύ στους Βαλκάνιους και Ανατολικοευρωπαίους τουρίστες. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τορνιβούκα, αντιπρόεδρο της Ένωσης Ξενοδόχων Χαλκιδικής: «Περίπου το 35% των τουριστών στη Χαλκιδική προέρχεται από τη Ρωσία, το 50% από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γερμανία, Αγγλία, Αυστρία, Γαλλία κ.ά.) και το υπόλοιπο 15% από τις χώρες των Βαλκανίων, κυρίως τη Σερβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οι τουρίστες από την Αγγλία και τη Γερμανία ξεπερνούσαν το 65% της συνολικής τουριστικής κίνησης της Χαλκιδικής»2.
Και βέβαια, δεν χρειάζεται καν να αναφερθούμε στο ζήτημα της μετανάστευσης, που μέσα σε είκοσι χρόνια άλλαξε την εικόνα της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, με το 65% των μεταναστών να προέρχονται από βαλκανικές χώρες και μαζί με τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να φθάνουν το 80% του συνόλου των μεταναστών.
Δηλαδή, μέσα σε είκοσι χρόνια η Ελλάδα ανασυνδέθηκε δραματικά, ανεπαίσθητα ή ανεπίγνωστα, με τον βαλκανικό χώρο, και προφανώς αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί και θα επιταθεί. Κατά συνέπεια, το ζήτημα δεν είναι εάν τα Βαλκάνια θα μεταβληθούν εκ νέου σε κεντρικό ζήτημα της ελληνικής πραγματικότητας, διότι αυτό έχει ήδη συμβεί, το πρόβλημα είναι, αντίθετα, εάν αυτή η νέα πραγματικότητα θα γίνει συνείδηση τόσο από τις ελληνικές ελίτ, που παραμένουν προσκολλημένες αποκλειστικά στη Δύση, όσο και από τον ελληνικό «πατριωτικό χώρο», που παραμένει, στην πλειοψηφία του, προσκολλημένος σε αντιβαλκανικά και φοβικά σύνδρομα.
Διότι βέβαια η πολιτική του σκαντζόχοιρου είχε ίσως ένα νόημα, ή τουλάχιστον μια αντικειμενική βάση, όσο το «σιδηρούν παραπέτασμα» χώριζε την Ελλάδα από την πλειοψηφία των βαλκανικών χωρών και επομένως η ελληνική στρατηγική ήταν υποχρεωμένη να αναπτύσσεται μέσα σε μια λογική περιχαρακωμένου φρουρίου. Είκοσι χρόνια μετά όμως, το τοπίο έχει αλλάξει άρδην και τα Βαλκάνια βρίσκονται εγκατεστημένα ήδη στην καρδιά της Ελλάδας. Το ζήτημα είναι να το συνειδητοποιήσουν και οι… Έλληνες∙ διότι, εάν δεν το συνειδητοποιήσουν, η νέα πραγματικότητα κινδυνεύει να μεταβληθεί σε κατάρα και στρατηγική απειλή: Εάν η Ελλάδα δεν παρέμβει σταθεροποιητικά στα Βαλκάνια έτσι ώστε να αποδυναμωθεί π.χ. ο αλβανικός αλυτρωτισμός, ο τελευταίος κινδυνεύει να πυροδοτήσει εθνικιστικά μειονοτικά κινήματα στους Αλβανούς μετανάστες. Εάν η Ελλάδα δεν αναπτύξει μια στρατηγική συμμαχία με τη Βουλγαρία, το μειονοτικό ζήτημα των μουσουλμάνων της Βουλγαρίας θα συμπαρασύρει ή θα επιτείνει το ανάλογο ζήτημα στην Ελλάδα. Και βλέπουμε ήδη τις προσπάθειες των Σκοπίων να ανακινήσουν μειονοτικό ζήτημα στη Μακεδονία.
Κατά συνέπεια, είναι πολύ αργά για οποιαδήποτε πολιτική παριχαρακωμένου φρουρίου. Τα Βαλκάνια είναι ήδη εδώ, και, ή θα τα δούμε σαν πρόκληση για μια νέα στρατηγική, για ένα βαλκανικό όραμα της Ελλάδας και ως απάντηση στον τουρκικό νεο-οθωμανισμό, ή θα γίνουν βρόχος στον λαιμό της Ελλάδας, με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Στην απευκταία δε περίπτωση που τα πράγματα στραβώσουν στα Βαλκάνια και πυροδοτηθεί ένας νέος γύρος συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, με ψυχρούς ή και θερμούς πολέμους, οι πρώτοι που θα τον πληρώσουν, απ’ όλες τις απόψεις, θα είναι οι Βορειοελλαδίτες, οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες, οι Θρακιώτες.
- Στήβεν Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, εκδ. Μπεργαδή, Αθήνα 1979, τόμ. Α΄, σ. 213.
- Εφημερίδα Η Γνώμη, αρ. φύλλου: 6012, http://www.gnomi-evros.gr.