Αρχική » Β. Μαρκεζίνης, Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα (απόσπασμα 3)

Β. Μαρκεζίνης, Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα (απόσπασμα 3)

από Άρδην - Ρήξη

Από το Άρδην τ. 81

Ήταν οι Οθωμανοί ανεκτικά και ανοικτόμυαλα αφεντικά;
Σε ό,τι αφορά τη θέση μας απέναντι στην Τουρκία, θα πρέπει να εξετάσουμε ένα ακόμη, ευρύτερο ζήτημα, το οποίο έθεσαν πρόσφατα με επιδεξιότητα οι γείτονές μας αλλά, εμείς, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε θελήσαμε να το σχολιάσουμε1. Και αναφέρομαι στο –κατά τη γνώμη μου, παραπειστικά υπεραπλουστευμένο– επιχείρημά τους ότι η οθωμανική κυριαρχία επέτρεψε, και μάλιστα ενθάρρυνε, τόσο την εθνοτική και θρησκευτική ποικιλότητα όσο και την ειρηνική συνύπαρξη, κατά έναν τρόπο που «ένωσε», όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν (ή και στο μέλλον), τους ετερόκλητους πληθυσμούς των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (και όχι μόνο)2. Το επιχείρημα αυτό μοιάζει πρωτίστως να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ως αποδεικτικό ενός πεφωτισμένου παρελθόντος, αλλά και πιθανών μελλοντικών ωφελειών προς την Ευρώπη από περιοχές (όπως τα Βαλκάνια) όπου οι διχασμοί έχουν αποτελέσει ενδημικά φαινόμενα.

Το επιχείρημα αυτό συνδέεται με ένα περίπλοκο θέμα, το οποίο μπορεί να εξεταστεί μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αργόσυρτης πορείας της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα.

Η δυσκολία αυτή σχετίζεται κατ’ αρχάς με την αμοιβαία επιρροή που είχαν «εξωτερικοί» και «εσωτερικοί» παράγοντες στην εξελικτική πορεία της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα. Οφείλουμε να κατανοήσουμε πλήρως αυτόν τον συσχετισμό προτού μπορέσουμε να αποτιμήσουμε τον ισχυρισμό της Τουρκίας, στο πλαίσιο της σημερινής «λογομαχίας», ότι οι Οθωμανοί προπάτορές της ασκούσαν πολιτική εθνοτικής και θρησκευτικής ανεκτικότητας, και ότι το γεγονός αυτό την καθιστά ικανή να επαναλάβει αυτή την πολιτική – και μάλιστα, σήμερα, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Για να καταλάβουμε τα βασικά στοιχεία της τουρκικής εκσυγχρονιστικής διαδικασίας οφείλουμε ευθύς εξαρχής να τονίσουμε ότι ο προσανατολισμός της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα συνδεόταν στενά με την κίνηση του εκδυτικισμού που άρχισε να εκδηλώνεται από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Η κίνηση αυτή ενισχύθηκε σημαντικά όχι μόνο χάρη στις αυξημένες τουρκικές επαφές με την Ευρώπη, αλλά και επειδή, αφ’ ενός, έγινε αντιληπτή ως μέσο περιορισμού των πρώτων σοβαρών συμπτωμάτων παρακμής που προέκυψαν έπειτα από κάποιες δυσμενείς διεθνείς συνθήκες (οι οποίες τερμάτισαν ανεπιτυχείς πολέμους) και, αφ’ ετέρου, επειδή ήταν αναγκαίο να αναχαιτιστεί η εντεινόμενη «φεουδοποίηση» εντός της αυτοκρατορίας που αφαιρούσε από την κεντρική κυβέρνηση τις παραδοσιακές εξουσίες της.

Οι ιδέες αυτές περιέχονται στις νομοθετικές αποφάσεις που ακολούθησαν το Τανζιμάτ Φερμάν1 της 3ης Νοεμβρίου 1839 του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ (Abdόlmecid) και συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του Τανζιμάτ (ή των «μεταρρυθμίσεων»), η οποία έλαβε τέλος με την αναστολή του Συντάγματος του 1876 από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β το ίδιο έτος.
Το στοιχείο που καθιστά σημαντικές αυτές τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν σήμερα για προπαγανδιστικούς λόγους, είναι η ενίοτε αξιοπρόσεκτη νεωτερικότητά τους. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν άκρως ενδιαφέροντα παραδείγματα (συνήθως ανεπιτυχούς) χρήσης του εφαρμοσμένου συγκριτικού δικαίου. Διότι, από τη σκοπιά των ειδικών του συγκριτικού δικαίου, και όχι των πολιτικών επιστημόνων, αυτά τα νομικά «δάνεια» αποδεικνύουν απλώς ότι η νομική μίμηση που δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη τους εγχώριους παράγοντες συνήθως δεν καταφέρνει να ριζώσει. Στο παρόν πλαίσιο, ωστόσο, ακόμη πιο αξιοσημείωτα είναι κάποια άλλα στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αυτών των μεταρρυθμίσεων και φανερώνουν, παράλληλα, τον έμμεσο αντίκτυπό τους στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας.

Έτσι, πρέπει αρχικώς να επισημάνουμε ότι η ώθηση προς τη μεταρρύθμιση και την αναδιοργάνωση απέρρεε, σε όλες τις περιπτώσεις, από την επιθυμία να διατηρηθεί η στρατιωτική και πολιτική ισχύς της χώρας και όχι να εδραιωθεί το κράτος δικαίου προς όφελος μιας εμπορικής ή πνευματικής μεσαίας τάξης.

Κατά δεύτερο λόγο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όλα αυτά:
(1) διενεργήθηκαν από την κορυφή προς τα κάτω (δεν αναπτύχθηκαν, δηλαδή, κατά τρόπον οργανικό, από κάτω προς τα πάνω, όπως έγινε στην Ευρώπη, υπό την πίεση της αυξανόμενης δύναμης των μεσαίων τάξεων), (2) οδήγησαν συχνά σε απροσδόκητα αποτελέσματα, και (3) κατά μίαν έννοια, που είναι και η σημαντικότερη, συνδέονταν με τα συμφέροντα των κοινωνικών ελίτ – και ειδικότερα των ελίτ που είχαν τον έλεγχο του στρατού, της διανόησης, της θρησκείας, του δικαίου ή της ξένης διπλωματίας.

Έτσι, οι προαναφερθείσες καινοτομίες του προέδρου Οζάλ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διακρίνονται, όπως προανέφερα, από την επιπρόσθετη πρωτοτυπία ότι επιτεύχθηκαν παρά τις αντίθετες επιθυμίες των κυβερνητικών ελίτ, η αντίσταση των οποίων γίνεται ακόμη και σήμερα αισθητή, εάν δούμε από ιστορική σκοπιά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κ. Ερντογάν.

Ένα παράδειγμα για το σημείο (β), ανωτέρω, προσφέρει η κατάληξη της αξιέπαινης προσπάθειας που έγινε μέσα από το φιρμάνι του 1839 να επιβληθεί ισότητα ενώπιον του νόμου για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, καταργώντας τα ξεχωριστά προνόμια που τους αναγνώριζε το σύστημα των «μιλλιέτ», το οποίο διαχώριζε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας επί τη βάσει των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους (χωρίς όμως και να τους αναγνωρίζει ως διαφορετικά έθνη) και τους εκχωρούσε, αναλόγως, δικαιώματα και προνόμια. Η δημιουργία μιας νέας, συνολικής κατηγορίας «οθωμανικής ιθαγένειας», συνοδευόμενης από τα βασικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, και δη την ισότητα, προοριζόταν να αντικαταστήσει τις διακρίσεις που γίνονταν λόγω εθνικότητας ή θρησκείας.

Αφήνοντας κατά μέρος τα θεωρητικά προτερήματα (και τα προβλήματα) αυτής της μεταρρύθμισης, είναι γεγονός ότι, σε πρακτικό επίπεδο, η συγκεκριμένη ιδέα προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να απεμπολήσουν τη θρησκευτική και εθνική τους ταυτότητα, προκειμένου να αποκτήσουν τα πλήρη προνόμια της κοινής ιθαγένειας. Γι’ αυτό, απ’ αρχής μέχρι τέλους, ο 19ος αιώνας παρέμεινε ένας αιώνας αποσχιστικών κινημάτων, από την Αίγυπτο έως τον Λίβανο και την Τυνησία (στα νότια και στα ανατολικά), τη Σερβία, την Ελλάδα, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία (στα βορειοδυτικά) – κινημάτων που, όλα ανεξαιρέτως, αν και με διαφορετικούς τρόπους, εξέφρασαν την άποψη ότι οι προσπάθειες του κέντρου να δημιουργήσει ένα μοντέλο ειρηνικής εσωτερικής συνύπαρξης εθνοτήτων ήταν απολύτως ατελέσφορες.
Ωστόσο, η ιδέα του «εξοθωμανισμού» όλων των κατοίκων επανεμφανίστηκε υπό διάφορα «προσχήματα» κατά την κεμαλική και την ψυχροπολεμική περίοδο, στρεφόμενη εναντίον των συμφερόντων των θρησκευτικών ομάδων, όπως, σημειωτέον, συνέβη και πρόσφατα εναντίον των Κούρδων.
Παρότι, τα τελευταία χρόνια, η προσέγγιση αυτή έχει αναμφίβολα εγκαταλειφθεί, η μοναδική ικανότητα της Τουρκίας να λειτουργεί ως μαγνήτης που θα μπορούσε να ενώσει ξανά τα διάφορα μέρη της παλιάς αυτοκρατορίας (αν και με τη μορφή των εθνών-κρατών) εκδηλώνεται εκ νέου, με περισσή ιδιοφυΐα, από κάποιους Τούρκους διανοουμένους, οι οποίοι και την προβάλλουν σε κάθε ευκαιρία. Επιπλέον, αυτή η ιδέα προωθήθηκε επιδέξια μέσα από την επιλεκτική χρήση του ιστορικού παρελθόντος, προκειμένου να παρουσιαστεί το θεωρητικό ιδεώδες της εθνικής αρμονίας ως κάτι που είχε όντως επιτευχθεί στην πράξη. Συγχρόνως, τονίζεται ακόμη περισσότερο η σύνδεση με την Ευρώπη μέσω της προβολής κάποιων κοινών βασικών ιδεών, η οποία ωθεί σε δεύτερο πλάνο τη βαναυσότητα της στρατιωτικής κατοχής των Βαλκανίων.

Η επιδέξια άσκηση προπαγάνδας με στόχο να γίνει η χώρα ακόμη πιο αποδεκτή στην Ευρώπη εμπλουτίζεται από τη σύγχρονη (αλλά και πρόσφατη) αποκήρυξη του φανατικού αντιαραβισμού του Κεμάλ Ατατούρκ. Έτσι, η νεο-οθωμανική φιλοσοφία των τελευταίων δεκαπέντε-είκοσι χρόνων έχει προετοιμάσει το έδαφος ώστε η Τουρκία να επεκτείνει την επιρροή της τόσο προς δυσμάς όσο και προς ανατολάς.

Αυτή η άκρως συμπυκνωμένη περιγραφή της τουρκικής πορείας προς τη νεωτερικότητα και του τρόπου που η Τουρκία την έχει εκμεταλλευθεί στο πλαίσιο της εξωτερικής προπαγάνδας της δείχνει ότι η τουρκική πολιτική, όπως καθετί ευφυές και αξιόλογο στη ζωή, αξίζει κάτι περισσότερο από απλό θαυμασμό.

Αξίζει, λοιπόν, να συγκεντρώσει την προσοχή των ειδικών και των διαμορφωτών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εάν –ένα μεγάλο εάν, επί του παρόντος– αισθανθούν ποτέ την ανάγκη να βάλουν τέλος στην υποτακτική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τον σημερινό τρόπο σκέψης για την εξωτερική πολιτική μας και το μέλλον που αυτή διαμορφώνει για τη χώρα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι το υλικό που παρουσιάστηκε στις προηγούμενες παραγράφους οδηγεί σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές, πλην όμως αλληλένδετες, αφορμές στοχασμού.

Κατά πρώτο λόγο, η πορεία της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και τη θρησκευτική ανεκτικότητα δεν έχει ακολουθήσει το ομαλό και ευθύγραμμο μονοπάτι που θέλουν να παρουσιάζουν ορισμένα βιβλία ιστορίας.
Κατά δεύτερο λόγο, τα αναμφιβόλως φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και η ελκυστικότητα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα δεν μας παρουσιάζονται όπως ακριβώς λειτουργούσαν στην πράξη. Οι περί του αντιθέτου δηλώσεις ορισμένων Τούρκων αξιωματούχων (και της κουστωδίας των ιστορικών που τους επικουρούν) πρέπει να εξακριβωθούν έως και την παραμικρή τους λεπτομέρεια, προτού εξεταστούν σοβαρά και, ακολούθως, απαντηθούν.

Τρίτον η ελικοειδής «εξελικτική πορεία» της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και το φιλελευθερισμό βρισκόταν ανέκαθεν υπό τον έλεγχο των ελίτ της χώρας. Αν και η σύνθεση αυτών των ελίτ μπορεί ενίοτε να παρουσίαζε διάφορες κοινωνιολογικές παραλλαγές, ο στόχος τους ήταν πάντοτε ένας και μοναδικός: η επαναφορά της δύναμης και της δόξας του παρελθόντος.

Τέλος, η ανεκτικότητα προς το χριστιανισμό περιορίστηκε κυρίως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν επεκτάθηκε (παρά μόνο σπασμωδικά) προς άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και προς τη δική μας γεννήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από την επιθυμία να αποφύγει τη στροφή των Ορθοδόξων χριστιανών προς την Καθολική Εκκλησία της Αναγέννησης και την τάση της να πολεμά τον Οθωμανισμό.

Αλλάζοντας την ιστορία μας για να ευχαριστήσουμε τους Τούρκους.
Άφησα προς το τέλος μία ακόμη υποχώρηση της Ελλάδος – που, ως συνήθως, ήταν μονομερής και δεν απέδωσε κανένα αντάλλαγμα… για εμάς! Και αυτή, επίσης, πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο των «μηδενικών προβλημάτων», όπως εννοούν αυτά οι γείτονες μας.
Η υποχώρηση άρχισε το 2000 όταν ο κ. Γεώργιος Παπανδρέου υπέγραψε με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Τζεμ μια πολιτιστική συμφωνία που αποτέλεσε την αφετηρία αυτού που ένας συγγραφέας –επιτυχώς νομίζω– ονόμασε «ιδεολογική αλλοτρίωση».

Η συμφωνία αυτή προέβλεπε τη σύσταση Μεικτής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων με σκοπό, μεταξύ άλλων, να ανταλλάξει και να μελετήσει τα σχολικά βιβλία (των δύο χωρών), για να προτείνει τη διόρθωση «ανακριβειών». Στην ουσία, η βασική ιδέα διατυπώθηκε λίγο διαφορετικά όταν το 1999, στο 2ο Ετήσιο Συμπόσιο Σύμης του Ιδρύματος Ανδρέα Παπανδρέου (πρόεδρος του οποίου τότε ήταν ο κ. Γιώργος Παπανδρέου), έγινε η πρόταση να διδάσκεται «σε όλα τα παιδιά της περιοχής μια πιο ισόρροπη εκδοχή της ιστορίας, που να αντανακλά τις διάφορες ερμηνείες των γειτονικών χωρών». Η ιδέα είναι επιστημονικά άμεμπτη και απόλυτα αποδεκτή. Έτσι το 2001 ψηφίστηκε ο νόμος 2929 που κύρωσε τη διακρατική συμφωνία Τζεμ /Παπανδρέου.

Κατά την εκτέλεσή της όμως η ιδέα εκτροχιάστηκε προς την κατεύθυνση της μονομέρειας, με συνέπεια την υπαγωγή της ελληνικής ιστοριογραφίας στην τουρκική. Μπορεί αυτή η εξέλιξη να ευχαρίστησε ξένα όργανα (όπως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ), ξένους επιχειρηματίες (όπως ο κ. Σόρος) ή και Έλληνες εφοπλιστές (όπως ο κ. Κώστας Λαιμός) που χρηματοδότησαν την έκδοση αυτών των συγγραμμάτων τα οποία ευνοούν κάθε είδους προσέγγιση. Ασφαλώς, και η παρούσα κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει μετανιώσει με το έργο που άρχισε ο αρχηγός της (όταν ακόμη ήταν απλός υπουργός) μια και συμφώνησε, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Αθήνα, να επεκτείνει αυτήν την προσπάθεια. Αλλά, επαναλαμβάνω, άλλο η ιδέα μιας αντικειμενικής παρουσίασης της ιστορίας «που να αντανακλά τις διάφορες ερμηνείες των γειτονικών χωρών» και άλλο η διαστρέβλωση της δικής μας κατά τρόπο που να βοηθά το γείτονα/αντίπαλο στις πολιτικές του επιδιώξεις. Και το κακό δεν σταματά εκεί αφού η νέα συγγραφική δραστηριότητα υπονομεύει επίσης τη διατήρηση της εθνικής μας συνείδησης, τη στιγμή ακριβώς που η γείτων χώρα ξαναδημιουργεί τη δική της βάσει του αναγεννημένου παρελθόντος της!
Όποιος θέλει απτά παραδείγματα αυτής της διαστρέβλωσης δεν έχει παρά να διαβάσει το εξαίρετο δοκίμιο του εκπαιδευτικού κ. Χρήστου Κορκοβέλου «Η υποταγή της ελληνικής στην τουρκική ιστοριογραφία» που περιλαμβάνεται σε μια σειρά ιδιαιτέρως ενδιαφερόντων δημοσιευμάτων (από αριστερούς κυρίως συγγραφείς) που δημοσίευσε ο συγγραφέας κ. Γιώργος Καραμπελιάς υπό τον τίτλο Νεο-Οθωμανισμός3. Για τους αναγνώστες του παρόντος έργου, ιδού μερικά παραδείγματα με δέοντα σχόλια όπου χρειάζονται.

Πρώτον, τα νέα ιστορικά κείμενα ουδεμία διάκριση κάνουν μεταξύ απελευθερωτικών αγώνων και επιθετικών ή γενοκτονιών. Οι αγώνες ανεξαρτησίας της Νοτίου Αμερικής ή της Ελλάδος στις αρχές του 19ου αιώνα κατατάσσονται έτσι στην ίδια μοίρα με την εισβολή της Ιταλίας στη Βόρεια Ήπειρο ή τη σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους ή, κάτι το πιο πρόσφατο, με το αιματοκύλισμα της Γάζας.

Δεύτερον, η «επανένταξις» της Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου, Κρήτης και των νήσων του Αιγαίου στην πατρίδα μας δεν χαρακτηρίζεται ως «απελευθέρωση» κατεχομένων περιοχών αλλά ως «προσάρτησις», λέξη που στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό του Τεγόπουλου-Φυτράκη ορίζεται «ως η υπαγωγή εδαφών στην κυριαρχία ξένου γειτονικού κράτους».
Τρίτο παράδειγμα που σχετίζεται με το κυρίως θέμα μας, το τουρκικό βιβλίο Ege Denizinde Turk Haklari (Τα δίκαια της Τουρκίας στο Αιγαίο), που πρωτοκυκλοφόρησε το 1955 και παραμένει (σε νέες εκδόσεις) υποχρεωτική ανάγνωση στην οκταετή φοίτηση των τουρκικών σχολείων, διακηρύσσει ότι «τα νησιά του Αιγαίου βρίσκονται σήμερα υπό ελληνική κατοχή» πράγμα που το δικό μας σχολικό σύγγραμμα φαίνεται να αποδέχεται μια και πληροφορεί τα Ελληνόπουλα ότι «ο ελληνικός στόλος καταλαμβάνει πολλά νησιά του ανατολικού Αιγαίου».

Τέταρτο και τελευταίο παράδειγμα, υιοθετείται η τουρκική εκδοχή, που απαντά στα σχολικά βιβλία τους, ότι «οι Οθωμανοί, μετά την κατάκτηση, βελτίωσαν τη ζωή των λαών των Βαλκανίων και ικανοποίησαν το Ισλάμ και τη Χριστιανοσύνη» μια και η αυτοκρατορία «επέτρεπε σε κάθε υπήκοό της να ζει ελεύθερα σύμφωνα με τα ήθη και έθιμά του, να παραμένει πιστός στη θρησκεία του και να μιλάει τη γλώσσα του».

Λίγοι ξένοι –όχι Έλληνες– συγγραφείς δέχονται ότι αυτό το σύστημα απέδωσε στην πράξη. Αλλά αυτή η σχολική πλύση εγκεφάλου έχει, προφανώς, το λόγο της μια και πρόσφατα τη βλέπουμε να εμφανίζεται στους πολιτικούς λόγους του κ. Νταβούτογλου.

Καθ’ ον χρόνο λοιπόν εμείς παριστάνουμε τους πνευματικά ουδέτερους και αντικειμενικούς –με τα λόγια της συγγραφέως του νέου βιβλίου ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, «εμάς δεν μας ενδιαφέρει η ιστορική δικανική»–, την τέχνη αυτή χειρίζεται άριστα ο γείτων υπουργός των Εξωτερικών με τη βοήθεια του δικού μας υπουργείου Παιδείας που μάλιστα θα συνεχίσει και στο μέλλον να προσφέρει αυτή την υπηρεσία, αν υλοποιηθούν οι νέες συμφωνίες της κυρίας Διαμαντοπούλου.

Πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν4 προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι τα συγγράμματα που γράφονται και χρηματοδοτούνται από ελληνικούς ή ελληνοκυπριακούς πόρους όχι μόνο διέστρεψαν την ορθή ιδέα συγγραφής αντικειμενικών βιβλίων, αλλά επιπλέον, μεταβάλλονται και σε έμμεσο βοήθημα της τουρκικής εξωτερικής προπαγάνδας. Έτσι όμως πράττοντες, οι ελληνικοί παράγοντες καταστρέφουν συστηματικά κάθε έννοια εθνικής συνείδησης και υπερηφάνειας, ακριβώς τη στιγμή που η Τουρκία διορθώνει τα λάθη του κεμαλισμού, αναζωοποιεί το παρελθόν της και αναθερμαίνει τις εγκαταλειφθείσες σχέσεις με τον αραβικό κόσμο.

Οι δικοί μας νεωτεριστές είτε δεν έχουν καταλάβει τη σημασία να έχει ένας λαός εθνική συνείδηση είτε, για κάποιο δυσεξήγητο λόγο, τη θυσιάζουν στο βωμό της (δήθεν) ιστορικής αντικειμενικότητας. Και σ’ αυτή την προσπάθεια βρίσκουν πρόθυμους βοηθούς μερικούς από τους δικούς μας πολιτικούς. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το έγκλημα, μια και περί εγκλήματος πρόκειται.

Γιατί οι δικοί μας πολιτικοί κρύβουν πίσω από τη θεωρία του «εκσυγχρονισμού» την έμφυτη πνευματική και πολιτική τους υποταγή στην αμερικανική πολιτική, ευελπιστώντας να εξασφαλίσουν το αναγκαίο, για την πολιτική τους καριέρα, πιστοποιητικό καλής διαγωγής.
Το ίδιο, όμως δεν συμβαίνει με το κ. Νταβούτογλου. Γιατί έστω και αν οι ειδικοί μάς λένε5 –όπως έκανα και εγώ εδώ και δεκαπέντε μήνες– ότι ο κ. Νταβούτογλου απλουστεύει, ωραιοποιεί ή και διαστρεβλώνει ιστορικά γεγονότα για την πραγμάτωση των πολιτικών του /εθνικών επιδιώξεων, το γεγονός παραμένει ότι εμείς μείναμε άφωνοι εδώ και χρόνια.

Ερωτώ, λοιπόν, γιατί επί τόσα χρόνια κανένας υπουργός των Εξωτερικών μας δεν απήντησε σ’ αυτήν την τουρκική στάση που άρχισε να διαμορφώνεται προ είκοσι αν όχι σαράντα ετών; Αν η έλλειψις γνώσεων –λίαν πιθανή– εμπόδιζε τον ή την εκάστοτε υπουργό να δώσει επιστημονική απάντηση, γιατί δεν «έβαζε» κάποιος από αυτούς το ΕΛΙΑΜΕΠ, που Κύριος οίδε τι το πληρώνει, για να απαντήσει; Ή γιατί, ο Τύπος μας δεν έπαιζε και αυτός το ρόλο που του δίδει η ιστορία, αντί να ασχολείται με το πώς να φτιάξει κυβερνήσεις της αρεσκείας του; Και γιατί τώρα, που επιτέλους έχουμε και ελληνική μετάφραση του έργου του Τούρκου υπουργού, δεν μας απαντά η υπουργός Παιδείας αν έχει δίκιο ή όχι ο κ. Νταβούτογλου όταν μας λέει ότι «Κοινωνίες με ριζικά αποδυναμωμένη και φθαρμένη εθνική συνείδηση δεν έχουν πεδίο στρατηγικής λογικής, θέτουν σε κίνδυνο την ιστορική τους ύπαρξη, περιθωριοποιούνται στη διεθνή σκακιέρα;»
Αν, η απάντησίς της είναι καταφατική, την ερωτώ αν θα συνεχίσει την έκδοση των βιβλίων που καταστρέφουν τη δική μας εθνική συνείδηση, αποδεχόμενα τις τουρκικές εκδοχές και ερμηνείες ιστορικών συμβάντων. Ή, αν πάλι, διαφωνεί με τη γνώμη του κ. Νταβούτογλου, ας μας πει πού έχει άδικο ο Τούρκος διανοητής, που με όλα τα λάθη που περιέχει –ή μπορεί να περιέχει– το βιβλίο του, αυτό αντιπροσωπεύει δύο κατορθώματα πραγματικά μοναδικά.

Πρώτον, το έργο του τον αναδεικνύει Τούρκο υπερήφανο για την ιδιαιτερότητα της χώρας του και του πολιτισμού της και όχι, εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή μας, μειονεκτικό μιμητή της Δύσης ή της Ανατολής.
Δεύτερον, η σκέψις του και η δύναμη του χαρακτήρα του τού έδωσαν ένα δώρο που πολύ λίγοι διανοητές φαντάστηκαν καν στη ζωή τους, δηλαδή να δουν τις ακαδημαϊκές τους θεωρίες να μεταμορφώνονται σε εξωτερική πολιτική. Άλλο το θέμα πόσο μπορεί αυτή η τύχη/επιτυχία να κρατήσει. Ως Έλληνας το μόνο που θα του θύμιζα, αν ποτέ μου ζητούσε τη γνώμη μου, θα ήταν τον δακτύλιο του Περικράτους γιατί το Θείον είναι φθονερό, ή όπως μας λέγει κάπου η Παλαιά Διαθήκη, «Ο Θεός τα μεγάλα δένδρα κεραυνεί».
Ο κίνδυνος, λοιπόν, εξ ανατολών αυξάνεται όχι μόνον πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά. Αυξάνεται και γιατί οι γείτονες έχουν ιστορικά μορφωμένους και αποφασιστικούς ηγέτες τη στιγμή που ο δικός μας καλοζωισμός και όψιμος μοντερνισμός έχει κατεβάσει το επίπεδο πολιτικού διαλόγου στο χαμηλό επίπεδο προσωπικών συμφερόντων που τόσο αρμόζει στην πλειοψηφία του πολιτικού και πνευματικού μας κόσμου.
Ο κ. Γιανναράς που, εν αντιθέσει με μένα ζει και δημοσιογραφεί στην Ελλάδα μόνιμα και, ως εκ τούτου, είναι σε καλύτερη θέση να εξηγήσει τέτοια σημεία και τέρατα, περιγράφει ακόμη πιο ζωντανά τα αίτια αυτής της ηθικής παρακμής γράφοντας τα εξής: «…παρά την πείρα εβδομήντα… χρόνων… ένας ωφελιμιστικός φιλειρηνισμός εργαλειακής ορθολογικότητας επιβιώνει μαχητικά στην Ελλάδα προκειμένου περί των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μιλάμε για εργαλειακό ορθολογισμό για να δηλώσουμε μια “λογική” που παρακάμπτει όχι μόνο την κοινωνική ψυχολογία, την ιστορική μνήμη, τη συλλογική αξιοπρέπεια, αλλά ακόμα και τη σύνθεση στοιχειωδών απαιτήσεων πολιτικού ρεαλισμού, για χάρη της αδιατάρακτης “ειρηνικής” ευζωίας, της καταναλωτικής μονοτροπίας»6.

Τέτοια όμως λάθη κάποτε θα πληρωθούν ακριβά. Όχι απλώς από τα υπεύθυνα άτομα, που προσωπικά ουδόλως με ενδιαφέρουν, αλλά από την πατρίδα μας. Ας μη μεγαλώνουμε λοιπόν περαιτέρω αυτά τα προβλήματα βαπτίζοντας τους γείτονες «Ευρωπαίους» – κάτι που δεν ήταν ποτέ και όποιος επισκέπτεται τις πόλεις τους αμέσως αναγνωρίζει!

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις, συμπυκνωμένες, αναπόφευκτα, ώστε να ενταχθούν στον ευρύτερο σκοπό του παρόντος κειμένου (που δεν είναι άλλος από μια έκκληση για αναθεώρηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής) έχουν ένα κοινό στοιχείο: να δείξουν ότι η ιδεώδης μορφή που θέλει να παρουσιάζει η σύγχρονη Τουρκία για τον εαυτό της διόλου δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα του παρελθόντος της. Και αν αυτό αληθεύει για τον τρόπο που ερμηνεύει το παρελθόν, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τον τρόπο που θα φερθεί στο μέλλον;
Αυτή η ερμηνεία του τουρκικού παρελθόντος θα έπρεπε, συνεπώς, να χρησιμοποιηθεί για να παροτρύνει τους Έλληνες ειδικούς να επανεξετάσουν και να απαντήσουν στις πρόσφατες διακηρύξεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία μοιάζει να αναπολεί «αλκυονίδες ημέρες» που ουδέποτε υπήρξαν.

Οι παρατηρήσεις μου, όμως, περιελήφθησαν σε αυτό το κείμενο και προς όφελος του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, το οποίο, αφού διαβάσει τα εκτιθέμενα στοιχεία, μπορεί να αισθανθεί την ανάγκη να μάθει περισσότερα για το τουρκικό παρελθόν και να καταλάβει πόσο επιδέξια το έχουν χειριστεί οι Τούρκοι για να προωθήσουν τα σημερινά τους συμφέροντα.7
Εάν είναι ορθός ο ισχυρισμός μου ή, τουλάχιστον, στο βαθμό που έχω βάσιμους λόγους να προβάλω αυτή την εναλλακτική άποψη, δεν δικαιούμαι άραγε να περιμένω από τους Έλληνες αξιωματούχους και συγγραφείς του (αμειβόμενου από το υπουργείο Εξωτερικών) ΕΛΙΑΜΕΠ να έχουν ήδη από πολλού αναλάβει «διορθωτική δράση» και ως προς αυτό το ζήτημα; Ειδάλλως, για ποιο λόγο τους επιχορηγούμε, και δη σε περίοδο εξωτερικά επιβεβλημένης λιτότητας; Μπορεί, λοιπόν, να σφάλλω, αλλά, επί του παρόντος, το περισσότερο έργο, σε επίπεδο κυρίως συγγραφής ερευνητικών μονογραφιών, μου φαίνεται ότι προέρχεται από τα τμήματα Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκών Σπουδών που λειτουργούν στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς αντιστοίχως. Επίσης, το ΙΔΙΣ, μετά από κάποιες παλαιότερες αμαρτωλές περιπέτειές του, μοιάζει να βρίσκει το δρόμο του, αυξάνοντας τις διεθνείς του επαφές και συνεργασίες και βελτιώνοντας την ποιότητα των προτάσεών του για την εξωτερική πολιτική.

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις, βεβαίως, γενόμενες από Έλληνα επιστήμονα που παρακολουθεί (από το εξωτερικό) την καλλιέργεια της γεωπολιτικής επιστήμης στην πατρίδα του, ασφαλώς και δεν υπονοούν ότι δεν υπάρχουν αξιόλογοι καθηγητές της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (που επί μακρά σειρά ετών υπήρξαν και είναι, διαδεχόμενοι ο ένας τον άλλον, οι πρόεδροι/διευθυντές του ΕΛΙΑΜΕΠ), με βιβλιογραφική παρουσία στις ειδικότητες τους.
Όμως, αξίζει εν προκειμένω να παρατηρηθούν τα εξής: πρώτον, ο διπλός τους αυτός ρόλος, ως ακαδημαϊκών δασκάλων και συντακτών των χρηματοδοτουμένων από τις κυβερνήσεις μας προτάσεων εξωτερικής πολιτικής, συχνά οδηγεί σε «σύγχυση» ως προς την «ταυτότητα» των κειμένων τους. Δεύτερον, οι ανωτέρω, καθόσον γνωρίζω, δεν φρόντισαν να έχουν αρκετούς άξιους διαδόχους τους στο Πανεπιστήμιο και στο ΕΛΙΑΜΕΠ (σε αντίθεση με τον πρόσφατο και μάλιστα συνεχιζόμενο εμπλουτισμό των δύο προαναφερθέντων Τμημάτων στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) με ταλαντούχο επιστημονικό προσωπικό νέας γενιάς, που, ως επί το πλείστον, έχει καλές σπουδές στο εξωτερικό.
Νομικά και θεσμικά προβλήματα πλήρους ενώσεως με την Ε.Ε.

Το όγδοο και τελευταίο επιχείρημά μου υπέρ της επαναξιολόγησης της τουρκικής ένταξης στην Ε.Ε. είναι και το σημαντικότερο: η Ευρώπη ως σύνολο θα πρέπει να μελετήσει –και όντως, εξετάζει σήμερα– με άκρα σοβαρότητα τα θεσμικά επακόλουθα της ενδεχόμενης πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.

Η άποψη αυτή συνδέεται άμεσα και αναπόφευκτα με τη γενικότερη πεποίθησή μου ότι αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη σήμερα είναι βαθύτερη ολοκλήρωση και όχι περαιτέρω διεύρυνση. Δεδομένου μάλιστα ότι την ιδέα αυτήν τη συμμερίζονται κατ’ αρχήν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, εξαιρουμένης ίσως της Αγγλίας (και, εμμέσως, της Αμερικής), η Ελλάδα μπορεί να την επιδιώξει με σχετική ευκολία, σταματώντας να στηρίζει μια πολιτική η οποία, όσο πρωτοποριακή και αν ήταν το 1999, έντεκα χρόνια αργότερα δεν είναι διόλου ελκυστική.

Η βασική μου ανησυχία για τη σημερινή πολιτική μας ως προς το μέλλον της Τουρκίας στην Ευρώπη αφορά το γεγονός ότι η επιθυμία της Τουρκίας να γίνει πλήρες μέλος της Ε.Ε. δεν συνάδει με το συμφέρον της Ευρώπης να προβεί κατ’ αρχάς σε μια εις βάθος ανάπτυξη της Ένωσης, προκειμένου να αναχαιτίσει, προσωρινά τουλάχιστον, και να εξορθολογίσει τη βεβιασμένη και ανεξέταστη διεύρυνσή της.
Πράγματι, η ταχύρρυθμη ευρωπαϊκή διεύρυνση κατά το πρόσφατο γύρισμα του αιώνα έχει ήδη αρχίσει να φανερώνει τις αδυναμίες αυτής της βεβιασμένης κίνησης, το οικονομικό βάρος που αποτελούν οι νέες χώρες για την παλιά Ευρώπη (η οποία τις «έσωσε» εντάσσοντάς τες στις δομές της), καθώς και τον αδέξιο τρόπο λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ασχέτως εάν πρόκειται για τα οικονομικά, τις στρατιωτικές επεμβάσεις ή την κοινή εξωτερική πολιτική.

Έχω όμως και ένα δεύτερο λόγο ανησυχίας για την Τουρκία, ο οποίος, θεωρώ, δεν έχει σημασία μόνο για την Ελλάδα, αλλά, και πάλι, για ολόκληρη την Ευρώπη. Θα τον θέσω απλά. Έχει άραγε τη δυνατότητα η σημερινή Ευρώπη, με τους εσωτερικούς διχασμούς και τα οικονομικά της προβλήματα, να δεχθεί μια χώρα η οποία είναι βέβαιο ότι θα την εμπλέξει σε θρησκευτικά, εθνοτικά και μεταναστευτικά ζητήματα τα οποία κάθε άλλο παρά της χρειάζονται;

Με άλλα λόγια, μπορούμε να ξεχάσουμε το πρόβλημα της σφαγής των Αρμενίων; Μπορούμε να αγνοήσουμε τη συνεχιζόμενη διένεξη με το στρατιωτικό κατεστημένο; Μπορούμε να υποτιμήσουμε το θέμα των Κούρδων, το οποίο, ας μην απατώμεθα, σιγοβράζει εδώ και καιρό; Επιτρέπεται να μη σταθμίσουμε τις μελλοντικές επιπτώσεις της σθεναρής στήριξης που προσφέρει η Τουρκία στην πΓΔΜ; Ή, τέλος, επαναλαμβάνω, μπορεί να μην αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα αλλά και σύνεση ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών το υποβόσκον πρόβλημα που, μια μέρα, οι Τούρκοι θα προσπαθήσουν να μας ανοίξουν στη Θράκη, προσποιούμενοι σήμερα ότι τέτοιο θέμα δεν πρόκειται ποτέ να ανακινηθεί;

Ασφαλώς, η ελληνική γεωπολιτική διανόηση θα αντιμετωπίσει σαρκαστικά αυτές τις ανησυχίες, θεωρώντας ότι είναι απλώς επινοήματα ενός νου εχθρικού προς την Τουρκία. Πέραν όμως του γεγονότος ότι ο γράφων κατάγεται από Έλληνες που πρέσβευαν την ελληνο-τουρκική φιλία όταν οι συγκεκριμένοι διανοούμενοι βρίσκονταν ακόμη στην κούνια (ή στην αρχή της ακαδημαϊκής τους σταδιοδρομίας), γεγονός παραμένει ότι η πρόσφατη απόφαση της Τουρκίας να απειλήσει ότι θα απελάσει 100.000 Αρμένιους μετανάστες που ζουν στην επικράτειά της είναι, πραγματικά, «επονείδιστη».8 Η μομφή των Times καταλήγει ως εξής: «οι ενστάσεις [που προβάλλουν οι Τούρκοι] για μια ορθή ιστορική εξήγηση μιας σειράς φοβερών εγκλημάτων συνιστούν στάση υποτιμητική και καταστροφική. Η εκδικητικότητα, όμως, εναντίον του πλέον ευάλωτου λαού εντός των τουρκικών συνόρων είναι απλώς εξωφρενική».9

Αναμφίβολα. Και για αυτόν ακριβώς το λόγο, όσο καταδικαστική και αν είναι αυτή η κατακλείδα, δεν είναι αρκετή για να μας δείξει ξεκάθαρα ποια θα μπορούσε να είναι η μελλοντική συμπεριφορά της Τουρκίας. Μπορούν άραγε οι Έλληνες γεωπολιτικοί παρατηρητές, οι οποίοι –εάν κρίνει κανείς από τις δημοσιογραφικές τους δραστηριότητες– πλέουν συνεχώς σε πελάγη αυτοδημιούργητης αισιοδοξίας για την κατάσταση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, να βάλουν το χέρι στην καρδιά και να μας πουν ότι έχουμε όντως να κάνουμε με έναν πολιτισμένο και μετριοπαθή γείτονα, με ευρωπαϊκή συμπεριφορά και ανθρωπιστικές διαθέσεις, πλήρως εναρμονισμένες με τα σημαντικότερα διδάγματα του Ισλάμ;

Εάν η σημερινή αντίδραση της Τουρκίας είναι σκοπίμως υψιπετής, ακριβώς επειδή έχει σκοπό να δείξει στον κόσμο πόσο «ισχυρή» είναι η χώρα, τότε αυτό αποδεικνύει ότι η σύγχρονη Τουρκία πιστεύει στο δίκαιο του ισχυροτέρου. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για κακό οιωνό προς όλους τους γείτονες και φίλους της.

Εάν, από την άλλη πλευρά, πρόκειται για «αντανακλαστική αντίδραση» σε ένα «τέχνασμα» ευάριθμων Αμερικανών και Σουηδών κοινοβουλευτικών, η ενέργεια των οποίων, πολύ χαρακτηριστικά, απορρίφθηκε ως ασύνετη από τις «ήπιων τόνων» κυβερνήσεις τους, τότε αποδεικνύει την αδυναμία της Τουρκίας να αντιμετωπίσει τις διεθνείς διαφωνίες με μετρημένο και ήρεμο τρόπο.

Σε κάθε περίπτωση, τα σημάδια κινδύνου είναι για όλους εμφανή – και αν διαθέτουμε κοινή λογική, πρέπει να προετοιμαστούμε αναλόγως. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στους υπουργούς μας Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, οι οποίοι φέρουν –και θα φέρουν– ιδιαίτερα βαριά ευθύνη αν γίνει έστω και ένα μόνο μέρος αυτών που φοβούμαι και που ανέφερα ανωτέρω. Και επαναλαμβάνω τα περισσότερα από τα αναφερθέντα προβλήματα εύκολα μπορούν να πάρουν τη μορφή νομικών ή θεσμικών προβλημάτων με απρόβλεπτες συνέπειες για το φόρτο εργασίας των ευρωπαϊκών θεσμών.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ