του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 67, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007
Το 1930, η γερμανική πολιτική επιθεώρηση Zeitschrift für Politik, το σημαντικότερο ίσως όργανο πολιτικών ερευνών της προπολεμικής Γερμανίας, δημοσίευσε ένα πολυσέλιδο κείμενο του Συμεών Ευθύμοφ1, με τίτλο: Το Μακεδονικό Ζήτημα (Die mazedonische Frage). Όπως ήταν φυσικό, η σύνταξη της επιθεώρησης διευκρίνιζε για προφανείς λόγους ότι οι απόψεις του συγγραφέα απηχούσαν αποκλειστικά τις αντιλήψεις του «μακεδονικού κινήματος» εκείνης της εποχής. Απόψεις που στρέφονταν κυρίως κατά της Σερβίας και της Ελλάδας (αλλά και της Κοινωνίας των Εθνών) και εστιάζονταν στη βασική αρχή «της παραβίασης της ελευθερίας των λαών» εκ μέρους των δύο αυτών χωρών, οι οποίες, κατά τον συγγραφέα, «κατέλαβαν» τη Μακεδονία, αφήνοντας ένα μικρό μόνο τμήμα στη Βουλγαρία. Ωστόσο, πουθενά στο κείμενο δεν αναφερόταν ότι αυτή η «κατοχή» αφορούσε, κάποια «υπόδουλη μακεδονική εθνότητα», παρά μόνο στους Βούλγαρους της Μακεδονίας2, οι οποίοι, κατά τον συγγραφέα, μετά τις Συνθήκες του Βουκουρεστίου και του Νεϊγί ζούσαν σε «ένα σύστημα εκατό φορές χειρότερο από τον τουρκικό ζυγό», γι’ αυτό και δεν τους απέμεινε τίποτε άλλο πέρα από την «επαναστατική πράξη ενάντια στους καταπιεστές της εθνικής τους ελευθερίας».
Ο Ευθύμωφ, αφού οριοθετούσε με σαφήνεια τον γεωγραφικό όρο Μακεδονία, όπως αυτός προέκυψε κατά τους νεώτερους χρόνους, υπογράμμιζε το γνωστό από τότε ιδεολόγημα της «διαμελισμένης Μακεδονίας», ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι μια σειρά από «ειδικούς επιστήμονες»3 ομοφωνούν στο ότι «η γλώσσα του σλαβικού πληθυσμού στη Μακεδονία είναι βουλγαρική» και ότι «οι Μακεδόνες σλαβικής καταγωγής είναι Βούλγαροι», παραθέτοντας μάλιστα και μια στατιστική του 1900 σύμφωνα με την οποία οι Βούλγαροι αποτελούσαν το κυρίαρχο τμήμα του πληθυσμού της Μακεδονίας, χωρίς να υπάρχει και πάλι ουδεμία αναφορά σε εθνικά «Μακεδόνες». Πρέπει να τονισθεί επίσης ότι στο κείμενο αυτό δεν αναφερόταν τίποτα σχετικό με τους μεταπολεμικούς ανιστόρητους ισχυρισμούς των Σκοπίων περί Μεγάλου Αλεξάνδρου και άλλων ιστορικών δεδομένων που κατάφωρα αντιβαίνουν στα όσα αποδέχεται η διεθνής επιστημονική κοινότητα.
Στη συνέχεια ο Ευθύμοφ, αφού εκθείαζε το «κίνημα του Ίλιντεν» του 1903, υποστήριζε πως μόνο με την ύπαρξη μιας αυτόνομης Μακεδονίας θα εξαλειφθούν οι έριδες μεταξύ των βαλκανικών κρατών και θα ανοίξει ο δρόμος για μια βαλκανική ομοσπονδία ελεύθερων εθνικών κρατών. Έτσι, και σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε ότι το διαχρονικό όχημα του αλυτρωτικού αναθεωρητισμού, δηλαδή το όνομα Μακεδονία, εμφανίζεται πολύ πριν από τον Τίτο και τους λοιπούς θιασώτες του μεταπολεμικού Μακεδονισμού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το σημείο του πονήματος που αναφέρεται στις «επαναστατικές πράξεις» της βουλγαρομακεδονικής Εσωτερικής Επαναστατικής Μακεδονικής Οργάνωσης (Ι.M.R.O.), της μόνης οργάνωσης που, σύμφωνα και με το «μετασοσιαλιστικό» Βουλγαρικό Εθνικό Δόγμα4, «πετυχαίνει στη διάρκεια του μεσοπολέμου να διατηρήσει σε εγρήγορση τη βουλγαρική εθνική συνείδηση και την ιδέα της απελευθέρωσης της Μακεδονίας και της Θράκης του Αιγαίου, υπερασπιζόμενη με αξιοπρεπέστατο τρόπο τη βουλγαρική εθνική υπόθεση»5.
Το τι ακριβώς συνέβαινε όμως με τον «επαναστατικό αγώνα» των Σλάβων της Μακεδονίας κατά τον μεσοπόλεμο μπορεί να δει κάποιος στο βιβλίο για τη μεσοπολεμική Γιουγκοσλαβία του Gilbert i. d. Maur6, που εκδόθηκε το 1936. Στο βιβλίο αυτό δίνεται μια εκτενής αναφορά στις «επαναστατικές πράξεις» των διάφορων σλαβικών ομάδων της Μακεδονίας, η πολιτική κατεύθυνση των οποίων οριστικοποιήθηκε μετά το Σύμφωνο Σταμπολίνσκι, το 1923. Η πρώτη ομάδα ήταν αυτή των ονομαζόμενων εθνικών Βουλγάρων, με αρχηγούς τους Προτογκέροφ και Χρίστοφ, που προωθούσε την άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, σύμφωνα με τα σχέδια της Σόφιας και των βερχοβιστών. Στόχος αυτής της ομάδας ήταν η παρεμπόδιση, κυρίως με τρομοκρατικές μεθόδους, οποιασδήποτε διπλωματικής προσέγγισης στο Μακεδονικό με τη Γιουγκοσλαβία και η προώθηση μιας βουλγαροϊταλικής συμμαχίας που θα στρεφόταν εναντίον της Σερβίας. Στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονταν οι «αυτονομιστές», με αρχηγούς τον Τόντορ Αλεξαντρόφ και τον Ιβάν Μιχαήλοφ. Χρησιμοποιώντας τα ίδια βίαια μέσα με την προηγούμενη ομάδα, οι αυτονομιστές στόχευαν σε μια «αυτοδιοικούμενη Μακεδονία», με σαφείς προσανατολισμούς όμως προς τη Βουλγαρία με την οποία και ενδεχομένως θα ενσωματώνονταν, όπως έγινε το 1885 με την Ανατολική Ρωμυλία. Κοινός στόχος και των δύο ομάδων παρέμεινε ο αγώνας κατά των Σέρβων και των Ελλήνων, διαφοροποιούνταν όμως απέναντι στον βουλγαρικό παράγοντα, καθώς οι αυτονομιστές ήταν διατεθειμένοι να συγκρουστούν ακόμη και με τη Βουλγαρία, αν η Σόφια δεν ταυτιζόταν πλήρως με τους δικούς τους στόχους και τακτικές για το Μακεδονικό. Γι’ αυτό και οι αυτονομιστές, που τελικά κυριάρχησαν, δεν απέκλειαν εντελώς τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής Μεγάλης Γιουγκοσλαβίας, η οποία, ως γνωστόν, πραγματοποιήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από τον Τίτο. Η τρίτη ομάδα, οι οπαδοί της Ομοσπονδίας, με αρχηγούς τον Πέτερ Καούλεφ και Φιλίπ Αθανάσοφ, είχαν αποδεχθεί την ύπαρξη της Γιουγκοσλαβίας και επιδίωκαν στο πλαίσιο αυτού του ομόσπονδου κράτους την πλήρη αυτονομία του νοτιότερου κρατιδίου της, που τότε είχε το όνομα Βαρντάρ-Μπανάτ. Η τέταρτη ομάδα, υπό τον Βλαχόφ, επιδίωκε να τεθεί όλη η Μακεδονία υπό την κηδεμονία της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατή η «απελευθέρωση των Βαλκανίων» και η δημιουργία μιας «Ομοσπονδιακής Νοτιοσλαβικής Σοβιετικής Δημοκρατίας»7. Υπήρχε και μια πέμπτη ομάδα αποτελούμενη από «Σερβομακεδόνες», που παρακολουθούσαν από κοντά τα όσα διαδραματίζονταν στις υπόλοιπες τέσσερις, έτοιμοι ν’ αντιδράσουν δυναμικά αν η Βουλγαρία κέρδιζε την αντιπαράθεση με τη Σερβία, ενσωματωνόταν το σερβικό τμήμα του Βαρντάρ-Μπανάτ.
Οι διαφοροποιήσεις και μεταμορφώσεις ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες ήταν ρευστές και συχνά τα μέλη τους αλληλοεξουδετερώνονταν8 με μεγάλη ευκολία, καθώς, όπως επισημαίνει ο Maur: «Εκείνα που σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη διευθετούνται με τη δημιουργία κομμάτων, τους κοινοβουλευτικούς αγώνες, τις εκλογές ή τα δημοψηφίσματα, οι Μακεδόνες τα ρυθμίζουν με βόμβες και πιστόλια»9. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή την ποικιλία των «κομμάτων», όπως γράφει ο Maur, «υπάρχει μόνον ένας κοινός στόχος, κι αυτός είναι ο καθορισμός του γεωγραφικού όρου Μακεδονία, που περιλαμβάνει τις περιοχές: Σκόπια, Στρούμνιτσα, Μοναστήρι, Σέρρες, Καβάλα και Θεσσαλονίκη, η οποία θεωρείται και η πρωτεύουσα της Μακεδονίας για όλους τους σλαβόφωνους Μακεδόνες».
Από τη μεσοπολεμική εποχή του αλληλοσπαραγμού, στις οργανώσεις των Σλαβομακεδόνων μεσολάβησαν ένας Παγκόσμιος κι ένας Ψυχρός Πόλεμος, το τέλος του οποίου έφερε τον κατακερματισμό της Γιουγκοσλαβίας και την ίδρυση της πολύφωνης και ασταθούς πολιτικά Π.Γ.Δ.Μ. Είναι σαφές ότι, αν στις συνθήκες που επικράτησαν αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Σλάβοι κάτοικοι του Βαρντάρ-Μπανάτ είχαν αναγνωρισθεί ως Βούλγαροι, σήμερα θα κατείχαν το πολύ τη θέση μιας αυτόνομης περιοχής εντός της Σερβίας και όχι μιας ανεξάρτητης Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση η Ελλάδα δεν θα είχε προβλήματα αλυτρωτισμού από τους βόρειους γείτονές της. Όπως όλα δείχνουν πλέον, οι απόγονοι του «αυτονομιστή» Αλεξαντρόφ μπορεί να μη χρησιμοποιούν τις γνωστές μεθόδους του, ουδέποτε ξέχασαν όμως τον στόχο «η Μακεδονία στους Μακεδόνες», επιλέγοντας ως εθνική τους ονομασία έναν άκρως φορτισμένο γεωγραφικό όρο, που ακόμη και οι πιο καλόπιστοι και αδαείς (πλην μερίδας του ΣΥΡΙΖΑ) βλέπουν ότι –εκτός της ιστορικής καπηλείας– μακροπρόθεσμα μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές στην ασφάλεια της Ελλάδας.
Γι’ αυτό και τα Σκόπια επιμένουν –τελευταία, με περίσσιο θράσος και εθνικιστικό οίστρο– όχι μόνον σε ανιστόρητα φληναφήματα, που προκαλούν θυμηδία στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, αλλά και σε αλυτρωτικούς «αγώνες που περιμένουν δικαίωση», όπως διατεινόταν ήδη το 1930 ο προαναφερθείς Ευθύμοφ. Κι αυτό, παρότι ο κραταιός αλβανικός αλυτρωτισμός– αναθεωρητισμός κρέμεται από πάνω τους ως δαμόκλειος σπάθη και η ιστορία έχει ήδη λύσει αρκετά προβλήματα περασμένων εποχών, τουλάχιστον όσον αφορά τους «σλαβόφωνους» της Ελλάδας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι σαφές ότι η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις των Σκοπίων με νηφαλιότητα, επιμονή και σταθερότητα, αρνούμενη μια για πάντα την αναγνώριση μιας «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» στα βόρεια σύνορά της, ακόμη κι αν όλα τα κράτη του κόσμου την αποκαλούν με αυτό το όνομα. Το βασικό ζητούμενο για τα Σκόπια ήταν και παραμένει η αναγνώρισή τους από την Ελλάδα με το συνταγματικό τους όνομα και όχι να πείσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη ότι είναι δήθεν απόγονοι των Μακεδόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Άλλωστε, αυτά τα ξεκαθαρίζει ακόμη και το προαναφερθέν Βουλγαρικό Εθνικό Δόγμα, στο οποίο επισημαίνεται ότι : «Η Ελλάδα, φυσικά, έχει ισχυρούς λόγους ν’ αμφισβητεί το όνομα της Μακεδονίας. Ανάμεσα στην αρχαία Μακεδονία και τη σύγχρονη Δημοκρατία δεν υπάρχει απολύτως καμία εθνοτική, πολιτιστική, γλωσσική, ακόμη και εδαφική διαδοχή». Εκείνο όμως που προκαλεί εντύπωση στο Δόγμα αυτό είναι η θέση ότι δεν είναι απίθανη μια μορφή ομοσπονδίας ανάμεσα στη σημερινή Βουλγαρία και την Π.Γ.Δ.Μ. αφού προηγουμένως ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή ακόμη εάν εμφανισθεί κίνδυνος αλλοιώσεως της εθνοτικής ισορροπίας στη «Μακεδονία».
Μ’ όλα αυτά γίνεται σαφές ότι η Ελλάδα, πέρα από τη χάραξη μιας αταλάντευτης πολιτικής στο θέμα του ονόματος των Σκοπίων, πρέπει πάντα να έχει κατά νου και τον λανθάνοντα βουλγαρικό εθνικισμό, τον επιθετικό αλβανικό αλυτρωτισμό-αναθεωρητισμό, που μπορεί να πυροδοτήσει ακόμη και αναδιάταξη συνόρων στην ευρύτερη περιοχή με στόχο τον ονομαζόμενο «ενιαίο αλβανικό χώρο», και κυρίως τις πάγιες επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, η οποία, ως γνωστόν, ήταν και η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας».