Αρχική » Κωλοέλληνες;

Κωλοέλληνες;

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006

Έχουμε τονίσει σε πάμπολλες περιπτώσεις πως οι νεώτεροι Έλληνες είναι ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Και υπάρχουν περίοδοι που το «καλύτερο» κυριαρχεί. Είναι εκείνες που οι Έλληνες εμπνέονται από συλλογικά οράματα, όταν θέτουν στόχους πέρα από την ατομική τους καλοπέραση και βολή. Ήταν οι εποχές της Επανάστασης του ’21, των αγώνων για εθνική ολοκλήρωση μέχρι το 1922 –που οι σύγχρονοι γραικύλοι συκοφαντούν ως μεγαλοϊδεατισμό– ήταν η εποχή της εθνικής Αντίστασης. Για την Αριστερά ήταν η εποχή που πίστευε σε ένα όραμα αλλαγής του κόσμου και για τη Δεξιά σε ένα όραμα εθνικής ολοκλήρωσης.
Όταν αντίθετα ελλείπουν οι συλλογικοί στόχοι και οι Έλληνες αφήνονται απλώς αντιμέτωποι με το κράτος τους, χωρίς κανένα ιδανικό, τότε γίνονται οι χειρότεροι άνθρωποι, γίνονται «κωλοέλληνες», όπως λέει και ο Σαββόπουλος. Διότι βέβαια δεν τους συνέχει το κράτος, όπως συμβαίνει με τους Δυτικοευρωπαίους, γιατί σε μας δεν υπάρχει η έννοια του κρατικού καθήκοντος: ή λειτουργεί κάποιο συλλογικό όραμα, το οποίο επενδύεται εν μέρει και στο κράτος, ή τίποτε.

Μία από τις χειρότερη στιγμές για τους νεώτερους Έλληνες υπήρξε η όψιμη μεταπολίτευση, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Για πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία, οι Έλληνες βρέθηκαν στο ναδίρ των συλλογικών οραμάτων. Η Αριστερά έπαψε να πιστεύει στην πραγμάτωση του σοσιαλισμού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την καπιταλιστική μετάλλαξη της Κίνας. Η πασοκική «Κεντροαριστερά» έθαψε τα οράματα της Αλλαγής κάτω από μίζες, κότερα και Κοσκωτάδες. Τέλος, η κάποτε συντηρητική, «εθνοκεντρική» και θρησκευόμενη Δεξιά προσχώρησε αύτανδρη στο ήθος της Μυκόνου και των γιάπηδων του Κολωνακίου. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαμορφώθηκε το χειρότερο είδος Έλληνα που γνώρισε η σύγχρονη Ελλάδα. Χωρίς πλέον καμία αναστολή στην αρπαγή της συλλογικής περιουσίας, τη γενικευμένη ψευδολογία και υποκρισία, την απεμπόληση της εθνικής, ταξικής και προσωπικής αξιοπρέπειας, τον πιο χυδαίο καταναλωτισμό και τη γενικευμένη αποβλάκωση από το ήθος του σκυλάδικου, ή ακόμα χειρότερα της ελληνικής τηλεόρασης. Και όλα αυτά παρ’ ότι την ίδια στιγμή η Ελλάδα γνώρισε την πιο “δημοκρατική”, στο τυπικό πεδίο, περίοδο της ιστορίας της.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος αποσυντέθηκε. Στην πολιτική επιπλέουν και κυριαρχούν διαπλεκόμενοι, γιέσμεν και ανδρείκελα. Στους «πνευματικούς» θεσμούς και τα Πανεπιστήμια, εσμοί επιδοτούμενων συνασπισμένων μηδενικών και μετριοτήτων, που περιθωριοποιούν και αποκλείουν εκείνους που δεν τους μοιάζουν. Και τι να πει κανείς για την πολιτιστική ζωή, όπου στις καλύτερες περιπτώσεις πρόκειται για έντιμες μετριότητες. Οι ζωγράφοι δεν ζουν πλέον σε σοφίτες και υπόγεια, αλλά κορδακίζονται «στα Κολωνάκια» και τις κοσμικές συναθροίσεις. Ακόμα και εκεί που κάποτε η Ελλάδα διέπρεπε, στην ποίηση, αναγορεύονται πλέον σε «μεγάλους(ες)», ποιητές που κάποτε θα εθεωρούντο απλώς τίμιες φωνές. Ένα κύμα νεοπλουτισμού, προσαρμογής στον κανόνα, ανυπόφορου κομφορμισμού, έχει σαρώσει τις ελίτ του τόπου, που διαγκωνίζονται σε επιδείξεις εξοχικών και γαριδοσαλάτας στις δεξιώσεις τους. Το χρήμα έχει γίνει το μέτρο των πάντων, έστω και δανεικό.
Κάθε χρόνο πολλαπλασιάζονται οι απονομές των τηλεοπτικών βραβείων όπου μπορεί κανείς, μεταξύ άλλων, να θαυμάσει τον Μητσοτάκη και τον Μπούτρος Γκάλι να τις πραγματοποιούν ! Παράλληλα συνωστίζονται στην εκπομπή του Μητσικώστα οι λοιδωρούμενοι από αυτόν, Μειϊμαράκηδες και Κουλούρηδες, μαζί με τον Λιακόπουλο, για να χορέψουν μπροστά στην κάμερα μια άθλια απομίμηση ζεϊμπέκικου.

Ο δομημένος χώρος, οι πόλεις μας, το περιβάλλον, αποτελούν καθημερινά πηγές άγχους και ανήμπορης λύσσας. «Όπου και αν ταξιδέψεις, η Ελλάδα σε πληγώνει». Το κιτς, το κραυγαλέο, το αναίσχυντα νεοπλουτίστικο, το θορυβώδες, κυριαρχούν. Το αυθεντικό υποχρεώνεται να “κρυβεται” και οι φορείς του να “τρώνε βρώμικο ψωμί”.

Πριν από τριάντα χρόνια, ο τότε φέρελπις Θάνος Μικρούτσικος μελοποιούσε ένα ποίημα του –τότε– Βολφ Μπήρμαν: «σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, τους έχω σιχαθεί», ενώ σήμερα «αγωνίζεται» και διαγκωνίζεται για μια προεδρία σε ένα φεστιβάλ, για μια θέση στη γραμματεία του Πασοκ. Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ωχρό ομοίωμα του εαυτού του, σέρνεται από συναυλία σε συνέντευξη και από δεξίωση σε αρπαχτή, σα νάθελε να διακωμωδήσει και να ευτελίσει ό,τι κάποτε «αγάπησε», υμνώντας τους Αμερικάνους, την ελληνοτουρκική «φιλία», το σχέδιο Ανάν –αυτός που είχε μιλήσει για «την Κύπρο που οι εμπόροι τη μισούνε»– και γράφοντας «στιχάκια» για τη Γιάννα Αγγελοπούλου.

Η φθορά των ανθρώπινων σχέσεων, η έλλειψη αλληλεγγύης, εισχώρησε παντού, ακόμα και στις πιο μικρές ανθρώπινες συσσωματώσεις και ομάδες, ακόμα και μέσα στις οικογένειες. Δίπλα μας, η αναζήτηση της καριέρας και της κοινωνικής ανόδου, η πιο χυδαία κλοπή συντρόφων και συλλογικών αγαθών, διέρρηξε σχέσεις και φιλίες. Συχνά, άνθρωποι που διατηρούν ακόμα κάποιες αξίες, αδυνατούν να κατανοήσουν τον γενικευμένο αμοραλισμό που είναι πλέον κυρίαρχος στις ανθρώπινες σχέσεις καθώς και την εκτεταμένη απο-ηθικοποίηση των νεώτερων γενιών που κάποιες φορές δεν διαθέτουν καν την έννοια της ενοχής και των τύψεων. Όλα είναι καλώς καμωμένα, αρκεί να κερδίσουμε και να την «φέρουμε» στους άλλους. Προφανώς όμως, αυτό το πρότυπο, που εξοργίζει κάποιες φορές τους μεγαλυτέρους, διοχετεύτηκε στους νεώτερους από τους… ίδιους τους γονείς τους. Μόνο που, όπως συνήθως συμβαίνει, οι νεώτεροι ξεπερνούν τα ίδια τα πρότυπά τους, «άμες δε γεσόμεθα πολλώ κάρρονες»! Οι ίδιες οι ερωτικές σχέσεις, άλλοτε καταφύγιο του ρομαντισμού, έγιναν πιο πεζές, αντικείμενο συναλλαγής – σεξουαλικής ή οικονομικής ή συνηθέστερα και των δύο.
Πόσες και πόσες φορές δεν νιώσαμε όλοι την προδοσία, τον κυνισμό, να στρέφονται ενάντιά μας, κατά τον ίδιο τρόπο που συμπεριφερθήκαμε κάποιες φορές εμείς οι ίδιοι. Προδοσία αξιών και προδοσία ανθρώπων και φίλων.


Χαρακτηριστικός αυτής της περιόδου είναι και ο κυρίαρχος τύπος των δήθεν “κινημάτων αμφισβήτησης” που αναδεικνύονται στο προσκήνιο: παρασιτικά “κινήματα” μιας κατ’ εξοχήν παρασιτικής κοινωνίας. “Κινήματα” στα οποία ο πολιτικαντισμός, οι κρυφές συμφωνίες “για τρεις πουτάνες” και η ίντριγκα, έχουν αντικαταστήσει την έννοια της πολιτικής τακτικής και στρατηγικής. Η αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης και η “απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών” έχει μεταβληθεί σε “κίνημα με το αζημίωτο”, όπου, από τις ληστείες μέχρι τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και την εξασφάλιση θέσεων στο δημόσιο, κυριαρχεί η λογική “το τερπνόν μετά του ωφελίμου”. Πρόκειται για την περιβόητη “συναντίληψη” Εξαρχείων-Κολωνακίου, που παράγει αυτή την καταπληκτική σύμπτωση απόψεων μεταξύ Da Capo και εξαρχειώτικων καφενέδων, εναντίον του “εθνικισμού”, υπέρ του σχεδίου Ανάν και της πολυπολιτισμικότητας, και πάει λέγοντας. Η ανεκδιήγητη εικόνα των δικών της “17 Νοέμβρη” και του ΕΛΑ, όπου η πλειοψηφία προσπαθεί να σώσει το τομάρι της, και ελάχιστοι προσπαθούν να διαφυλάξουν τις έστω και αμφιλεγόμενες αξίες και πρακτικές των οργανώσεών τους. Όπως τόνισε κάποιος, “στην Ελλάδα της μεταπολιτευσης δεν εκφυλίστηκε μόνο το ΠΑΣΟΚ αλλά και οι ίδιοι οι τρομοκράτες”.
Το ίδιο το εργατικό κίνημα καταστράφηκε από την αθρόα είσοδο μεταναστών και την ουσιαστική εξαφάνιση των Ελλήνων εργατών από ολόκληρους τομείς της παραγωγής. Στην οικοδομή, την αγροτική ποραγωγή, τους περισσότερους βιομηχανικούς τομείς, δεν υπάρχουν πλέον Έλληνες εργάτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ελληνική οικονομία μείωσε τον πληθωρισμό, επεξέτεινε τη μαύρη εργασία και η κοινωνία μας μεταβλήθηκε εν πολλοίς σε δουλοκτητική. Οι μετανάστες εργάτες κτίζουν τα σπίτια μας και τα εξοχικά της “ελιτ-αλήτ”, κατά την εύστοχη έκφραση του Κ.Ζουράρι, φυλάνε τους γονείς και τα παιδιά μας.

Σήμερα, που τα ελληνικά λαϊκά στρώματα αρχίζουν πλέον να θίγονται από την αθρόα είσοδο των μεταναστών, η οποία ανεβάζει την τιμή της γης, των ενοικίων και ρίχνει τα μεροκάματα, ποια μορφή παίρνουν οι κυρίαρχες αντιδράσεις μιας παρασιτικής κοινωνίας; Από τη μια τα αφεντικά και όλοι όσοι χρειάζονται φθηνές καθαρίστριες και κηπουρούς στα βόρεια προάστεια της Αθήνας, ή τα λαμόγια του τουρισμού, διεκδικούν την ελεύθερη και απρόσκοπτη είσοδο μεταναστών χωρίς κανένα περιορισμό – τα Εξάρχεια και ο Αδριανόπουλος διεκδικούν από κοινού “κάτω τα σύνορα”. Από την άλλη οι φασίστες, ορισμένοι κουφιοκέφαλοι, καθώς και πολλοί απελπισμένοι, που παρασύρονται από τη λογική τους, δεν ζητούν λογαριασμό από εκείνους που σχεδιασμένα έφεραν τους μετανάστες στην Ελλάδα, για λόγους οικονομικούς και πολιτικούς, αλλά από τους ίδους τους ξένους. αντί να διεκδικήσουν την πλήρη ένταξη όλων των εργαζόμενων μεταναστών στην ελληνική κοινωνία και τον ελληνικό πολιτισμό ό,τι απέμεινε από αύτον και τον ταυτόχρονο ριζικό περιορισμό της μετανάστευσης.


Γι’ αυτό, τα τελευταία χρόνια, επειδή κατέρρευσαν όλες οι αξίες και οι πίστεις, το μόνο καταφύγιο που έμεινε στους πιο ευαίσθητους ανθρώπους ήταν η ορθοδοξία, και δευτερευόντως το έθνος, σαν μια αναφορά σε μια συλλογική κοινότητα, έστω και «φαντασιακή», σαν μια πίστη που δεν αποφέρει κάποια άμεση ανταπόδοση. Και βέβαια δεν μιλάμε για εκείνους που έχουν την Ορθοδοξία ή το έθνος ως επάγγελμα και κερδίζουν χρήμα και αναγνώριση, αλλά για τους απλούς ανθρώπους, που ακόμα και αν δεν είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι ή «εθνικιστές» –καμιά φορά και καθόλου– τα θεωρούν ως τα μοναδικά υποδείγματα συλλογικού βίου, που διατηρούν το ανθρώπινο πρόσωπο σε μια εποχή φθοράς και παρακμής. Γι’ αυτό και τόσα εκατομμύρια υπέγραψαν για τις ταυτότητες, γι’ αυτό σε όλες τις δημοσκοπήσεις δίνουν τέτοια αξία στην έννοια του έθνους, που λιδωρεί η ελίτ.

Έτσι, βαθιά πληγωμένοι από την Ελλάδα και τους ίδιους τους συντρόφους μας, πασχίζοντας ξανά και ξανά, ελπίζουμε σε κάποιο θαύμα. Κάποιο «θαύμα», κάποιο «ρεύμα που θα δώσει η ψυχή μας» και θα μας επιτρέψει και πάλι να μην μιλάμε για έναν εξιδανικευμένο φανταστικό ελληνισμό, αλλά για τους συγκεκριμένους ανθρώπους που από «κωλοέλληνες» θα έχουν ξαναγίνει σύντροφοι, συμμέτοχοι σε κοινές αξίες. Γι’αυτό και αντιμετωπίζουμε θετικά, κάθε κίνημα, καθε σκίρτημα της κοινωνίας, ακόμα και αν υπάρχουν και αμφιλεγόμενα σημεία, όπως συνέβη με το πρόσφατο φοιτητικό κίνημα.

Ζούμε λοιπόν σε μια παράδοξη και σχιζοφρενική κατάσταση. Από τη μια θέλουμε να μένουμε πιστοί στις αξίες του πατριωτισμού, της ισότητας, της οικολογικής ισορροπίας, της άμεσης δημοκρατίας, από την άλλη βιώνουμε συνθήκες μόνωσης, «μισανθρωπισμού» -όπως του Μολιέρου ο «μισάνθρωπος»- απογοήτευσης από τη συγκεκριμένη Ελλάδα.
Γι’ αυτό προσφεύγουμε στην ιστορία και την «τέχνη της ποιήσεως», προσπαθώντας να αντλήσουμε από εκεί το απαραίτητο κουράγιο. Παράλληλα αναζητούμε, καθημερινά, ασταμάτητα, έστω αυτά τα λιγοστά ψήγματα της αντίστασης και της συλλογικότητας, σε ένα όχι στο σχέδιο Ανάν, στα παλιά κουρέλια μας, στην παρέα, όπου καμιά φορά “το θάυμα λειτουργεί”, ή σε κάποια στιγμή κατάνυξης, πόνου και ανάτασης, όταν αχνοφαίνεται κάτι από το παλιό χαμένο μας πρόσωπο. Ελπίζοντας πάλι πως θα μπορέσουμε να ξαναγίνουμε ο εαυτός μας.

Μέσα σε αυτό τον διχασμό ζει και αυτό το περιοδικό, που εκδόθηκε σε στιγμές έσχατης παρακμής –το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε λίγες μέρες μετά τα Ίμια. Ήθελε να αποτελέσει έναν πυρήνα προβληματισμού και παρέμβασης για να αλλάξει η μοίρα του τόπου, να συμβάλει ίσως στη δημιουργία ενός νέου ιδεολογικού και πολιτικού υποκειμένου.
Στην πορεία, υποχρεωθήκαμε, σε μεγάλο βαθμό, να στραφούμε στην ανάδειξη της ταυτότητας, της ιδιοπροσωπίας και στην ιστορία μας, γιατί στις σημερινές συνθήκες εκεί βρίσκονται οι κυριότερες βάσεις αντίστασης των Ελλήνων και όχι, δυστυχώς, στην καθημερινότητά μας. Οι καλύτερες πλευρές μας είναι η αρχετυπική και ιστορική διάσταση του προσώπου μας και οι χειρότερες, η καθημερινή πρακτική μας. Παράλληλα, επειδή δεν θέλουμε να εγκλωβιστούμε σ’ αυτή την ιστορική και ιδεολογική διάσταση, προσπαθούμε κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, να συνδέσουμε το ένα με το άλλο, γνωρίζοντας την βαθιά αντινομία που διέπει αυτή την προσπάθεια.
Δεν αποδεχόμαστε την εύκολη λογική που υποστηρίζει πως τάχατες είμαστε «ωραίοι, σαν Έλληνες», και πως κατά βάθος όλα πάνε καλά. Αυτή είναι μια αντίληψη μπαρόβιων του Κολωνακίου, ακριβοπληρωμένων δημοσιογράφων και ατζέντηδων που χαϊδεύουν τα αυτιά και το υπογάστριο των Ελλήνων. Όχι, εμείς που μας αποκαλούν «εθνικιστές» και «Ελληναράδες» οι γραικύλοι, έχουμε βαθιά συνείδηση για τον εκπεσμό μας, και γι’ αυτό πασχίζουμε να αποκτήσουμε και πάλι συλλογικά οράματα, μήπως και ξαναβρούμε «τα φτερά τα πρωτινά μας τα μεγάλα», μήπως και ξαναγίνουμε “Έλληνες”.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ