Αρχική » Νόστιμον ήμαρ

Νόστιμον ήμαρ

από Άρδην - Ρήξη

του Χ. Σκαπάρη, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003

Α­πό την η­μέ­ρα που οι κα­το­χι­κές δυ­νά­μεις ε­πέ­τρε­ψαν τις ε­πι­σκέ­ψεις Ελ­λη­νο­κυ­πρί­ων στα κα­τε­χό­με­να και την εί­σο­δο Τουρ­κο­κυ­πρί­ων στις ε­λεύ­θε­ρες πε­ριο­χές, ο πό­θος για ε­πι­στρο­φή έ­χει γί­νει α­βά­στα­γος. Κά­θε πρω­ί σέρ­νω τα βή­μα­τα μου ως το ο­δό­φραγ­μα του Λή­δρα Πά­λας κι­νού­με­νος α­πό την καρ­διά. Κά­θε πρω­ί, ξυ­πνώ και ντύ­νο­μαι τα κα­λά μου. Ό,τι κι αν γί­νει, σή­με­ρα δεν θ’ α­ντι­στα­θώ στο νου, λέ­ω και ξα­να­λέ­ω, κα­θώς συ­να­ντώ τις α­τέ­λειω­τες ου­ρές α­πό αυ­το­κί­νη­τα και τους αν­θρώ­πους που στέ­κουν με α­γω­νί­α και συ­γκί­νη­ση πε­ρι­μέ­νο­ντας τη σει­ρά τους για την πο­λυ­πό­θη­τη στιγ­μή που θα α­ντι­κρί­σουν το σπί­τι που γεν­νή­θη­καν, τη γει­το­νιά που έ­παι­ζαν μι­κροί, τις εκ­κλη­σιές που βα­φτί­στη­καν και πα­ντρεύ­τη­καν…
Και νά­μαι πά­λι, δί­πλα στο συρ­μα­τό­πλεγ­μα, α­νή­με­ρα του Πά­σχα, έ­τοι­μος για την εκ­πλή­ρω­ση του νό­στου. Στέ­κω στη γραμ­μή μα­ζί με τους άλ­λους και προ­σποιού­μαι τον σκλη­ρό, ε­νώ εί­μαι έ­τοι­μος να κλά­ψω σαν μι­κρό παι­δί, να θρη­νή­σω με λυγ­μούς και μοι­ρο­λό­για. Ευ­τυ­χώς, οι δια­δι­κα­σί­ες των ει­σβο­λέ­ων εί­ναι χρο­νο­βό­ρες, σου δί­νουν ώ­ρα να δα­μά­σεις την τα­χυ­παλ­μί­α, να σφί­ξεις το βλέ­φα­ρο, ν’ α­φου­γκρα­στείς τη λο­γι­κή. Τι ει­ρω­νεί­α! Τριά­ντα χρό­νια, να μά­χε­σαι για την ε­πι­στρο­φή με ό­πλο την καρ­διά και τώ­ρα να την α­ντι­μά­χε­σαι με το νου! Τι φρι­κτό να έ­χεις τη δυ­να­τό­τη­τα να προ­σκυ­νή­σεις την Κε­ρύ­νεια που κυ­μά­τι­ζε ά­φθαρ­το σύμ­βο­λο στο λά­βα­ρο της κουρ­σε­μέ­νης σου νιό­της, κι ε­σύ να κραυ­γά­ζεις ‘α­πελ­θέ­τω απ’ ε­μού το πο­τή­ριον τού­το…’
Προ­χω­ρού­με αρ­γά, κολ­λη­μέ­νοι ο έ­νας πά­νω στον άλ­λο. Σαν να στη­ρι­ζό­μα­στε ο έ­νας στον άλ­λο, για να συ­γκρα­τού­με τα γό­να­τα μας που λυ­γί­ζουν α­πό την τα­ρα­χή. Φτά­νου­με δί­πλα στον Τά­σο Ι­σα­άκ. Θα γιόρ­τα­ζε σή­με­ρα, ό­πως γιόρ­τα­ζε την η­μέ­ρα που ντύ­θη­κε γα­μπρός – έ­τσι τον δεί­χνει η φω­το­γρα­φί­α. Οι γκρί­ζοι λύ­κοι του Ντεν­κτάς, του έ­κλε­ψαν τις γιορ­τές που δεν θα ζή­σει πο­τέ πια. Τώ­ρα μας κοι­τά­ζει κα­τά­μα­τα, α­πο­ρη­μέ­νος αν ά­ξι­ζε η θυ­σί­α του, υ­γραί­νο­ντας πά­λι τα μά­τια. Γυ­ρί­ζω α­πό ντρο­πή το βλέμ­μα δε­ξιά. Ε­κεί που για χρό­νια η κυ­ρά Πα­να­γιώ­τα κι η Χα­ρί­τα σή­κω­ναν το ά­χθος των ε­νο­χών ό­λων ε­μάς που πι­στέ­ψα­με τό­σο α­νάλ­γη­τα πως με τον και­ρό οι πλη­γές ε­που­λώ­νο­νται, πως ο χρό­νος φέρ­νει την πα­ρη­γο­ριά. Τα συν­θή­μα­τα στον τοί­χο του ‘σπι­τιού της Καρ­πα­σί­ας’ έ­χουν χα­θεί. ‘Σβή­στη­καν α­πό τα Δη­μό­σια Έρ­γα ά­ρον ά­ρον, για να μη στε­νο­χω­ρούν τους Τουρ­κο­κύ­πριους’, με πλη­ρο­φο­ρεί ο δι­πλα­νός μου που δια­βά­ζει τη σκέ­ψη μου.
Πιο α­ρι­στε­ρά, ο Θε­ό­φι­λος πα­ρα­κο­λου­θεί γα­λή­νιος τη βου­βή κου­στω­δί­α που α­δη­μο­νεί. ‘Κα­λά, ε­σύ σκο­τώ­θη­κες νω­ρίς…’ Α­πό τα μαρ­μα­ρέ­νια α­λώ­νια σου, χαί­ρε­σαι τώ­ρα ή μας φτύ­νεις; Η γραμ­μή α­ραιώ­νει, τα βλέμ­μα­τα γύ­ρω μου στρέ­φο­νται ο­λο­έ­να προς τα μπρος. Τα γό­να­τα πια λυ­γί­ζουν. Νιώ­θω να γο­να­τί­ζω, ό­πως τα πα­λι­κά­ρια στη φω­το­γρα­φί­α δί­πλα στο Θε­ό­φι­λο. Μια φω­νή μέ­σα μου αρ­χί­ζει να ψι­θυ­ρί­ζει; ‘Δεν εί­ναι αυ­τό που ο­νει­ρεύ­τη­κες δέ­κα χι­λιά­δες ο­κτα­κό­σιες σα­ρά­ντα νύ­χτες. Αν εί­ναι να γυ­ρί­σεις, πρέ­πει να γυ­ρί­σεις σαν α­φέ­ντης στο σπί­τι σου, στα χω­ρά­φια και στις εκ­κλη­σιές σου. Χω­ρίς δια­βα­τή­ρια και φρού­δες ελ­πί­δες. Να α­νοί­ξεις την πόρ­τα με το κλει­δί που σου πα­ρέ­δω­σε ο κύ­ρης σου πριν ξε­ψυ­χή­σει…’
Κι η μά­να μου; Τι θα πω στη μά­να μου που καρ­τε­ρά να της φέ­ρω νέ­α για το σπί­τι μας; Πρέ­πει να πά­ω! Κι ας μην υ­πάρ­χει πια σπί­τι. Το πρω­ί που πή­γα να τη δω και να της πω ό­τι θα πά­ω στο χω­ριό, την εί­δα πό­σο τα­ρά­χτη­κε. Πώς να της έ­λε­γα πά­λι πως το γκρέ­μι­σαν; Τό­σες φο­ρές της το’ πα. Της έ­δει­ξα και τη φω­το­γρα­φί­α που έ­φε­ρε έ­νας δι­κός μας το ’87, μα δεν το πί­στε­ψε. ‘Χα! Αυ­τή δεν εί­ναι καν η γει­το­νιά μας!’ σάρ­κα­σε και ξα­νά­πια­σε το σμι­λί της.
‘Κοί­τα…, αν φύ­λα­ξαν τα στέ­φα­να μου, μην τους δώ­σεις χρή­μα­τα, το μνή­μα της α­δελ­φής σου εί­ναι δί­πλα στην εί­σο­δο του νε­κρο­τα­φεί­ου, πά­ρε μα­ζί σου δυο κε­ριά, νά­χεις και για την Πα­να­γί­α.’ μου πα­ράγ­γει­λε χω­ρίς να πά­ρει α­νά­σα, δί­χως να πει αν ε­γκρί­νει την α­πό­φα­ση μου ή ό­χι. Νό­μι­ζα πως θα μου ΄λέ­γε να την πά­ρω μα­ζί μου, αλ­λά γε­λά­στη­κα. ‘ Πή­γαι­νε, μην αρ­γείς για­τί θα πε­ρι­μέ­νεις στη σει­ρά κι έρ­χε­ται μπό­ρα’, ψέλ­λι­σε και μου γύ­ρι­σε την πλά­τη.
Φτά­νου­με στο κα­το­χι­κό ση­μεί­ο ε­λέγ­χου. Προ­σπα­θώ να α­πο­φύ­γω τους φα­κούς των τη­λε­ο­πτι­κών συ­νερ­γεί­ων που κα­τα­γρά­φουν τον πό­θο και τον πό­νο ό­σων περ­νούν για πρώ­τη ί­σως φο­ρά στη ζω­ή τους την ‘Πρά­σι­νη Γραμ­μή’, Δι­στά­ζω λί­γο, μα τέ­λος προ­χω­ρώ στο πα­ρα­θυ­ρά­κι του φυ­λα­κί­ου των Τούρ­κων. ‘Δια­βα­τή­ριον σου..’ α­κού­ω τη φω­νή του τσα­ού­ση να μου λέ­ει ε­πι­τα­κτι­κά. Χα­μο­γε­λά­ω θριαμ­βευ­τι­κά και με ό­ση ευ­γέ­νεια μπο­ρώ να δια­θέ­σω για την πε­ρί­στα­ση του α­πα­ντώ: ‘Δεν το έ­φε­ρα. Στη χώ­ρα μου δεν θα με υ­πο­χρε­ώ­σει κα­νέ­νας να δεί­ξω το δια­βα­τή­ριο μου… Ύ­στε­ρα κά­νω με­τα­βο­λή και γυ­ρί­ζω πί­σω. Ο Θε­ό­φι­λος και ο Τά­σος μου χα­μο­γε­λούν. Αύ­ριο πά­λι!

  • Μέ­λος της Ε­πι­τρο­πής Α­γνο­ου­μέ­νων, πρό­σφυ­γας α­πό την Άσ­σια

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ