Oι κυβερνητικές ανακοινώσεις για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων
Του Νικόλα Δημητριάδη
Η ανακοίνωση εξοπλιστικού προγράμματος από το βήμα της ΔΕΘ είναι σίγουρα ένα πρωτοφανές φαινόμενο. Βέβαια, η πραγματικότητα της τουρκικής απειλής είναι τέτοια, που οι εξαγγελίες προγραμμάτων σχετικών με την Εθνική Άμυνα θα έπρεπε μάλλον να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Παρ’ όλα αυτά, τα πρώτα δείγματα γραφής της κυβέρνησης Μητσοτάκη έδειξαν ότι η Εθνική Άμυνα δεν περιλαμβανόταν στις προτεραιότητές της. Στην πορεία, όμως, η κυβέρνηση ήρθε αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα. Η υπογραφή του τουρκολιβυκού συμφώνου, τα γεγονότα του Έβρου και η αντιπαράθεση των δύο στόλων ανοιχτά του Καστελόριζου ήρθαν να αποκαλύψουν και στους πλέον αφελείς το μέγεθος του προβλήματος και να υποχρεώσουν την κυβέρνηση να ασχοληθεί με την αμυντική θωράκιση της χώρας. Έτσι, το σχέδιο που ανακοίνωσε στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός ήρθε κυριολεκτικά στο… και πέντε, υπό την πίεση των πραγμάτων. Παρ’ όλα αυτά, δείχνει, τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων, να είναι στη σωστή κατεύθυνση:
Α) Το προσωπικό
Το πρώτο στοιχείο που δείχνει μία αλλαγή νοοτροπίας είναι το ζήτημα της στρατιωτικής θητείας. Συζητείται η επαναφορά της 12μηνης θητείας, με παράλληλη στράτευση στα 18. Μέτρα που ζητάει διαχρονικά και επίμονα η στρατιωτική ηγεσία, αλλά καμία κυβέρνηση δεν είχε το σθένος να εφαρμόσει. Ειδικά η στράτευση στα 18 (που είναι ακόμη υπό συζήτηση) αποτελεί ένα τολμηρό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Μπορεί οι στρατιωτικές μονάδες να χάσουν κάποιους… επαγγελματίες 28χρονους, που συνέβαλαν με τις γνώσεις τους στην καθημερινή λειτουργία του στρατοπέδου, αλλά θα κερδίσουν… στρατιώτες. Ως προς αυτό, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού για την απόκτηση «χρήσιμων δεξιοτήτων για μετά τον στρατό, ώστε να μην αισθάνονται οι στρατεύσιμοι ότι είναι χαμένος χρόνος» κινείται προς στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο στρατός δεν είναι ΙΕΚ και η θητεία δεν είναι κάποια αγγαρεία, που οι προνομιούχοι πτυχιούχοι πρέπει να στριμώξουν (ή να αποφύγουν) κάπου εκεί γύρω στα 30. Αν κάποιοι βλέπουν τη θητεία σαν «χαμένο χρόνο», αυτό οφείλεται πρωτίστως στις αξίες και τις προτεραιότητες της ελληνικής κοινωνίας.
Απαραίτητη φαίνεται να είναι και η ανακοινωθείσα πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, η οποία θα πρέπει να συμπληρωθεί με την αύξηση των εισακτέων στις στρατιωτικές σχολές. Θα περιμέναμε, όμως, πέραν των διορισμών, να υπάρξει επίμονη μέριμνα στο ζήτημα της εκπαίδευσης, η οποία έχει μειωθεί, λόγω των συρρικνωμένων λειτουργικών προϋπολογισμών των επιτελείων στα χρόνια της κρίσης.
Β) Τα μέσα
Ο πρωθυπουργός συνόψισε σε μία φράση το βασικό πρόβλημα των οπλικών συστημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων: «Κάθε οπλικό σύστημα λειτουργεί όσο ζει, όπως πρέπει και όπου χρειάζεται». Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ως τώρα ακολουθούμενη πολιτική: Τα οπλικά συστήματα αγοράζονταν χωρίς σχέδιο και χωρίς μέριμνα για την αξιοποίησή τους, περισσότερο στο πλαίσιο της «διπλωματίας των εξοπλισμών» και της δημιουργίας εντυπώσεων. Δισεκατομμύρια έχουν δοθεί για οπλικά συστήματα, τα οποία, στη συνέχεια, έμεναν είτε χωρίς πυρομαχικά (π.χ. υποβρύχια U-214, άρματα Λέοπαρντ), είτε χωρίς ανταλλακτικά (π.χ. μαχητικά Μιράζ, μεταφορικά C-27, ιπτάμενα ραντάρ κ.ά.), είτε χωρίς τις απαραίτητες αναβαθμίσεις (π.χ. φρεγάτες ΜΕΚΟ, ελικόπτερα Απάτσι), με αποτέλεσμα τη σταδιακή απαξίωσή τους. Ήδη, υπό το βάρος της τουρκικής απειλής, φαίνεται να ξεκολλούν προγράμματα υποστήριξης που σέρνονταν επί χρόνια (τορπίλες, Μιράζ, ΜΕΚΟ). Εξακολουθεί, όμως, η ανάγκη αλλαγής του διαβόητου νόμου Βενιζέλου περί προμηθειών, που είναι υπεύθυνος για πλείστες όσες δυσλειτουργίες στην υποστήριξη των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό που θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα για κάθε υπουργό Εθνικής Αμύνης, ήδη από την πρώτη μέρα ανάληψης των καθηκόντων του, παραμένει ζητούμενο.
Γ) Οι εξοπλισμοί
Το πρόγραμμα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον ήταν φυσικά η αγορά των 18 προηγμένων μαχητικών Ραφάλ, το οποίο έρχεται να δώσει ένα σαφές ποιοτικό πλεονέκτημα στην Πολεμική Αεροπορία. Οι προσπάθειες ενίσχυσής της (αύξηση διαθεσιμοτήτων, νέα όπλα, εκσυγχρονισμός F-16, αγορά Ραφάλ και μελλοντικά ίσως και F-35), σε συνδυασμό με τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική αεροπορία (κυρίως η απώλεια των F-35 και η μαζική εκκαθάριση του προσωπικού της, μετά το πραξικόπημα του 2016), μπορούν να οδηγήσουν τη χώρα μας στην απόκτηση πλήρους αεροπορικής υπεροχής έναντι της Τουρκίας.
Το μεγάλο ερωτηματικό παραμένει η ενίσχυση του στόλου. Η πρόθεση αγοράς γαλλικών φρεγατών, που πελαγοδρομεί εδώ και χρόνια, δίνει τώρα τη θέση της σε έναν νέο διαγωνισμό, για τον οποίο φαίνεται ότι ερίζουν αρκετές χώρες/κατασκευαστές. Αυτό προκαλεί νέες καθυστερήσεις, αλλά μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να προσφέρει στη χώρα μια καλύτερη συμφωνία, τόσο οικονομικά όσο και επιχειρησιακά. Μένει να δούμε αν θα γίνουν σεβαστές οι απαιτήσεις και προδιαγραφές του Πολεμικού Ναυτικού, ή αν θα προτιμηθούν πλοία μειωμένων δυνατοτήτων, προκειμένου να περιοριστεί το κόστος (και να ικανοποιηθεί, ενδεχομένως, κάποια χώρα/κατασκευαστής).
Η κυβέρνηση ετοιμάζεται και για άλλα εξοπλιστικά προγράμματα, μικρότερου κόστους, αλλά εξίσου μεγάλης σημασίας. Όπως είναι αναμενόμενο, μετά από δύο δεκαετίες απραξίας, η λίστα των αναγκών είναι πολύ μεγάλη. Απαιτείται σχεδιασμός και πιστώσεις. Εκεί, λοιπόν, που θα κριθεί η κυβέρνηση, είναι στη συνέπεια που θα επιδείξει στο μέλλον. Πρέπει να περάσουμε από την πολιτική των αποσπασματικών αγορών στην πολιτική του μακροχρόνιου σχεδιασμού.
Δ) Η αμυντική βιομηχανία
Η κινητικότητα που εμφανίζεται στην αμυντική βιομηχανία είναι και αυτή ελπιδοφόρα, αν και δεν λείπουν και εδώ οι κίνδυνοι: Παλαιότερα, οι κρατικές βιομηχανίες δίνονταν σε ιδιώτες, με «προίκα» κάποια εξοπλιστικά προγράμματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Μόλις τελείωναν τα προγράμματα αυτά, οι εταιρείες έπεφταν σε αδράνεια, με αποτέλεσμα, λίγα χρόνια μετά την «εξυγίανσή» τους να είναι και πάλι προβληματικές. Ελπίζουμε η κυβέρνηση να μη συνεχίσει τον φαύλο αυτό κύκλο και να προτιμήσει λύσεις που θα εγγυώνται την πραγματική αναγέννηση των εταιρειών αυτών. Διάφορα δημοσιεύματα του ειδικού Τύπου, πάντως, προκαλούν σκεπτικισμό, καθώς προσφέρουν ενδείξεις ότι μεθοδεύονται λύσεις «από τα παλιά»: Έτσι, π.χ., φαίνεται να υπάρχουν πιέσεις, εκ μέρους των Η.Π.Α., ώστε να συνδεθεί η εξυγίανση των ναυπηγείων Ελευσίνας με την αγορά των αμερικανικών φρεγατών MMSC (που έχουν απορριφθεί από το Πολεμικό Ναυτικό ως ακατάλληλες), εις βάρος της προμήθειας των γαλλικών Μπελαρά, ενώ ανάλογες υποψίες έχουν υπάρξει και για την εξαγορά της ΕΛΒΟ. Το αν οι υποψίες αυτές έχουν κάποια βάση, θα φανεί στην πορεία.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι όλες οι εξαγγελίες είναι μεν καλές και επιθυμητές, αλλά κρίνονται όταν έρχεται η ώρα της υλοποίησης. Το παρήγορο είναι ότι η ελληνική κοινωνία φαίνεται έτοιμη να επωμιστεί το κόστος υπεράσπισης της ελευθερίας της. Η αναγγελία εξοπλιστικών προγραμμάτων (και δη στην «πρωτεύουσα της παροχολογίας» Θεσσαλονίκη) δεν οδήγησε σε γκρίνιες και αντιδράσεις, όπως θα ήθελαν, ίσως, οι οπαδοί του κατευνασμού. Η κοινωνία αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και είναι έτοιμη να συμβάλει στην αντιμετώπισή του. Οπότε, δεν υπάρχουν δικαιολογίες.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Δεν βλεπουμε ομως το απλο και το βασικο: Πυραυλους ακριβειας μακρου βελινεκους εδαφους – εδαφους που απο την στερεα ελλαδα ή τα νησια να μπορουν να πληξουν μεσα βαθια την τουρκια. Αλλα και με την φθηνη επισης τεχνητη νοημοσυνη στον πυραυλικο και γενικοτερο πολεμο δεν ασχολειται κανενας στην ελλαδα (στην τουρκια ομως ασχολουνται!). Καλες οι ακριβες ναυτικες και αεροπορικες πλατφορμες αλλα τι εξοπλισμος ειναι αυτος που δεν εχει το φθηνοτερο και αποτελεσματικοτερο που ειναι οι πυραυλοι εδαφους-εδαφους??? Τους οποιους εχει σε αφθονια η τουρκια.
Κατι τετοια βλεπεις και καταλαβαινεις κατα που παμε: Απο τα ξυλινα τοιχη στα πηλινα ποδια… Δυστηχως!