Αρχική » Αναστοχασμός για το Βελβεντό

Αναστοχασμός για το Βελβεντό

από Άρδην - Ρήξη

του Α. Ρήγα, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000

Η μεταπολίτευση ως ιστορική περίοδος έχει οριστικά ενταφιαστεί με την καταρρευση του Τείχους του Βερολίνου και στους διαδρόμους του Χέρφηλ.ντ και του Ωνά-σειου, για τα καθ’ ημάς. Ο Αντώνης Ρήγας περιγράφει τις κοινωνιολογικές και πολιτισμικές-πολατικές μεταλλάξεις που έλαβαν χώρα σε μια κωμόπολη της Βόρειας Ελλάδας, στο Βελβεντό. Η μαρτυρία του αποκτά σήμερα τη σημασία μιας οξυδερκούς κοινωνιολογικής α νάλυσης και φωτίζει πολλά σημεία του παρόντος καιρού.

Το κείμενο συζητά την εξής δια πίστωση: η γενικότερη κρίση ε μπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική και τους πολιτικούς, διαπιστώνεται εναργέστερα σε κοινωνίες της καλημέρας, σαν του Βελβεντού, όπου η κάθε μακροπαρατήρηση οφείλει να επαληθευτεί στο πεδίο των υπαρκτών ανθρωπίνων σχέσεων. Σ’ αυτό το πεδίο έχει νόημα και η διερεύνηση της εγκυρότητας της διαπίστωσης ότι η “κρίση της πολιτικής” δεν είναι μόνον εισαγόμενη, αλλά έχει και την μικρή της ιστορία στην τοπική κοινωνία. Η παρατήρηση της εξέλιξης του θεσμού της Αυτοδιοίκησης, στην Βελβεντινή κοινωνία, κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, συζητείται εδώ στο πεδίο της σχέσης Παιδείας και Πολιτικής, όπως αυτή εκφράστηκε τοπικά, την συγκεκριμένη περίοδο. Υποστηρίζει δε την ανάδειξη της κρισιμότητας του αναστοχασμού της πολιτικής θεωρίας και πράξης στο χώρο της Αυτοδιοίκησης, στο Βελβεντό, ως στοιχείο ιστορικοποίησης της εμπειρίας κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, και ως μέσον συνειδητοποίησης και υπέρβασης της έντονης δυσλειτουργίας του θεσμού, σήμερα.

Το κείμενο διατρέχουν οι έννοιες της Παιδείας και της Πολιτικής, όπως συναντώνται στο φιλοσοφικό έργο του Κ. Καστοριάδη.

Παιδεία: “Κάθε τι που, ως έργο, συμπεριφορά και πράξη μέσα στον δημόσιο χώρο μιας δεδομένης κοινωνίας, υπερβαίνει αυτό που είναι απλά λειτουργικό ή εργαλειακό και παρουσιάζει μιαν αόρατη διάσταση η οποία είναι θετικά επενδεδυμένη από τα μέλη αυτής της κοινωνίας”.

Πολιτική, “η συνειδητή, κριτική και αυτοκριτική έλλογη δραστηριότητα, που αφορά στην θέσμιση της κοινωνίας ως σύνολο”.

Ο ποιητικός στοχασμός που ορίζει την πολιτική ως μέρος μόνον του περιτυλίγματος της καθημερινότητας2 φαινομενικά μόνον αντιφάσκει με την ως άνω παραδοχή. Η συνάντησή τους δεν μπορεί παρά να είναι ειλικρινής όταν, φιλόσοφοι και ποιητές, επιχειρούν να θέσουν την διαρκή διερώτη-ση που ζητά μια διαρκώς νέα απάντηση. Παρατηρούμε, εντός ορίων-που θέτουν ποιοι; Τι πρέπει να σκεφτόμαστε; Τι πρέπει να κάνουμε; Τι συνέχει μια κοινωνία; Πως πρέπει να οργανώσουμε την κοινότητα μας;

Που κείται το καίριον; Η Πολιτική σε μια τέτοια παραδοχή, είναι στοιχείο του πολιτισμού μας, παράγει πολιτισμό. Η σημερινή κυριαρχία της οικονομίας σ’ όλες τις άλλες σφαίρες του Δυτικού πολιτισμού, είναι αποτέλεσμα της επικράτησης μιας τελεολογικής αντίληψης για την πρόοδο: αυτό που έρχεται μετά είναι καλύτερο από αυτό που ήταν πριν. Η επικράτηση αυτής της αντίληψης, επιχείρησε να επιβάλλει ένα φαντασιακό της πολιτικής πράξης, αντίστοιχο του επιστήμονα, του τεχνικού, του διοικητικού. ΓΓ αυτό πήρε την πολιτική από την καθημερινότητα και την έκλεισε στα κλειστά κυκλώματα των εργαστηρίων προβλέψιμων γεγονότων.

Ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης έχει νόημα για μια κοινωνία, όσο υπάρχει η έγνοια αυτής της κοινωνίας να αυτοδιοικηθεί. Αυτό γινόταν πάντα στην ιστορία, τουλάχιστον από τη στιγμή που ο άνθρωπος έπαψε να ορίζει την υλική καθημερινότητα του ως μοίρα που αποφασίζεται από πέραν του κόσμου τούτου δυνάμεις, θέτοντας στο κέντρο των αναζητήσεών του, την ουτοπία της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας.

Το γεγονός ότι στην σημερινή πραγματικότητα, βαφτίζεται το Δημαρχείο, ο Δήμος και η (ετερο)Διοίκηση, Αυτοδιοίκηση δεν σημαίνει και την εξάλειψη του θεμελιακού πολιτικού προτάγματος της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Αντιστοιχεί μάλλον σε σύμπτωμα ενός

γενικευμένου κομφορμισμού, ως αποτέλεσμα των «μεγάλων αφηγήσεων», εντός του οποίου ανθεί η αντίληψη: μετρά μόνον ό,τι μετριέται. Και βέβαια δεν έχει νόημα να ομιλεί κανείς για Αυτοδιοίκηση στην Αθήνα και την θεσσαλονίκη, με την σημερινή διοικητική μορφή. Εγγενής προϋπόθεση της δυνατότητας να λειτουργήσει ως θεσμός η Αυτοδιοίκηση, είναι η κοινωνία της καλημέρας. Όχι της τηλεκαλημέρας, διότι τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για αυτοδιοικούμενο (από τι;) πλανήτη.

Μια από τις συνέπειες της διαρκούς συγκεντροποίησης της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας σε υπερεθνικά και διηπειρωτικά κέντρα, και της κυριαρχίας των Μ. Μ. Ε. είναι και η ανάγκη επα-νορισμού της τοπικότητας των περιφερειακών κοινωνιών, στην αναζήτηση του ρόλου τους μέσα στην καινούρια πραγματικότητα. Όχι για ακαδημαϊκούς λόγους, αλλά για καθαρά πρακτικούς, αυτών που δεν βολεύονται στις μαζικές κοινωνίες και προτιμούν τους αργούς χρόνους των κοινωνιών της καλημέρας.

Στα πλαίσια αυτών των παραδοχών, ο Δήμος Βελβεντού δεν είναι μήτε το Δημαρχείο, μήτε ο Δήμαρχος και το Δ.Σ., αλλά η κοινωνία των δημοτών αδιάλειπτα συνδιαλεγόμενη με το σύνολο των σημασιών που κουβαλά από την ιστορική της μνήμη στον εκάστοτε παρόντα χρόνο.

Το Κοινωνικό πλαίσιο

Μέχρι λίγες δεκαετίες πριν, η κοινωνία του Βελβεντού διατηρούσε τα αγροτικά της χαρακτηριστικά που, εδώ και κάποιους αιώνες, διαμόρφωσαν τον τοπικό πολιτισμό των ανθρώπων που έζησαν και συνεχίζουν να ζουν, εκεί. Σήμερα αποτελεί μέρος μιας γενικότερης ιστορικής αλλαγής, σ’ όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, από την οποία μήτε μπορεί, αλλά μήτε και θα έπρεπε να αποκοπεί. Οι κλειστές κοινωνίες δεν υπάρχουν πια. Η τοπικότητα αλλάζει περιεχόμενο, ο πολίτης ταυτότητα.

Οι παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες προσαρμόζονται τελευταίες σ’ αυτές τις αλλαγές, ιδιαίτερα στο πεδίο της πολιτικής σκέψης και πράξης, και της λειτουργίας των τοπικών πολιτικών θεσμών, όπου αυτές αντανακλώνται. Στην περίπτωση του Βελβεντού, με ελάχιστες εξαιρέσεις, παρατηρούμε ότι, οι τοπικοί πολιτικοί θεσμοί δεν αντανακλούν πια μια δυναμική αντίληψη της τοπικής κοινωνίας για τα προβλήματά της, αλλά μήτε εκφράζουν μια διαφορετική αντίληψη, όπως π.χ. αυτήν του εκσυγχρονισμού των θεσμών, που επικρατεί σήμερα στην ελληνική πολιτική ζωή. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά υφίστανται προσωπικές πολιτικές και φιλοδοξίες, και τις μεταξύ των αντιπαλότητες. Όσοι υποτάσσουν την λειτουργία των θεσμών στις προσωπικές τους φιλοδοξίες, έχουν το δικό τους κίνητρο, που δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Αυτό που εδώ μερικώς, ερευνάται είναι το γιατί μια τέτοια προσαρμογή των θεσμών στις προσωπικές πολιτικές, νομιμοποιείται, άλλοτε ρητά κι άλλοτε σιωπηρά από την τοπική κοινωνία. Μ’ άλλα λόγια το γιατί η τοπική κοινωνία φαίνεται να έχει «παραιτηθεί» από την πολιτική της λειτουργία, με την έννοια που της δίνεται παραπάνω, παρά την έντονη πολιτική της ταυτότητα η οποία εκφράστηκε κυρίως στην εντυπωσιακή άνθηση τοπικών θεσμών, στο χώρο της πολιτικής, της οικονομίας και του πολιτισμού.3

Είναι προφανές ότι αυτό συμβαίνει στα πλαίσια της γενικότερης ένταξης του τοπικού στο ευρύτερο πλαίσιο των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό εντοπίζεται πιο εύκολα σε μαζικές κοινωνίες, όπου τα οικονομικά συμφέροντα και ορατά είναι, επιβάλλοντας εύκολα τα καταναλωτικά πρότυπα, η πολιτική εξουσία είναι κλεισμένη στα κάστρα της, αλλά και οι άνθρωποι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και τα Μ.Μ.Ε., είναι το μόνο μέσο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Στην περίπτωση της Βελβεντινής κοινωνίας όμως, τα οικονομικά συμφέροντα ενώνουν, δεν χωρίζουν. Αφ’ ενός υπάρχουν και δημιουργούν οι συνεταιρισμοί, όχι μόνον ως πυλώνες της τοπικής οικονομίας, αλλά και ως πεδίο πολιτικής παιδείας των μελών τους, όπου η πολιτική θεωρία και πράξη συναντώνται καθημερινά. Αφ’ ετέρου, η πολιτική εξουσία, όπως αυτή εκφράζεται μέσω αυτών και του θεσμού της Αυτοδιοίκησης, δεν μπορεί να κλειστεί σε κάστρα – είμαστε μια κοινωνία της κα-λημέρας, όπου δεν χρειάζονται Μ. Μ. Ε. για την επικοινωνία των δημοτών μεταξύ τους.

Δεν θα έπρεπε αυτή η ιδιομορφία να ενισχύει την πολιτική επικοινωνία και δραστηριότητα των δημοτών, στην προσπάθειά τους να παρατηρούν ό,τι συμβαίνει εντός κι εκτός της κοινωνίας τους και να αναζητούν απάντηση στα ερωτήματα και διέξοδο στα προ-βλήματά τους;

Πέραν των μακρο-αναλύσεων που δεν είναι του παρόντος, τρεις ιδιαίτεροι παράγοντες συνετέλεσαν και συντελούν στην εδραίωση αυτής της κρίσης της πολιτικής στην Βελβεντι-νή κοινωνία:

α) Η αυξανόμενη αμηχανία των αγροτών για το μέλλον τους: αβεβαιότητα για το μέλλον της αγροτικής παραγωγής, ένας στους τρεις νέους άνεργος -ινστιτούτο ΓΣΕΕ) και η αδυναμία τους να αντιδράσουν στην εισβολή των νέων δεδομένων: οι κρίσιμες για το μέλλον τους αποφάσεις λαμβάνονται πλέον όλο και πιο μακριά.

β) η απώλεια παραδοσιακών αγροτικών χαρακτηριστικών της τοπικής κοινωνίας και η είσοδος ψευδοαστικών αντιλήψεων και συμπεριφορών, ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία και

γ) ο τρόπος με τον οποίον οι τοπικοί διανοούμενοι, οι “σπουδαγμένοι”, αναμείχτηκαν στα κοινά από την μεταπολίτευση έως σήμερα, διαχειρίστηκαν την πολιτική εξουσία που ευμενώς και απλόχερα τους εμπιστεύτηκε η τοπική κοινωνία και τελικά ε-ντάχτηκαν στην τοπική κοινωνία.

Α. Όσον αφορά τον πρώτο παράγοντα, δεν θα μας απασχολήσει εκτενώς εδώ. Πρόκειται για ένα γενικότερο πολιτικό ζήτημα, που εξ άλλου θα συζητηθεί πολύ κατά την περίοδο των επερχόμενων εκλογών. Σημειώνεται μόνον το εξής: οι αλλαγές που μας αφορούν στην οικονομία δεν αποφασίζονται, κι ούτε μπορούν να σχεδιαστούν πλέον μόνον στο Βελβεντό, η συνειδητοποίηση όμως αυτών των αλλαγών είναι υπόθεση της τοπικής κοινωνίας, που επηρεάζεται αποφασιστικά, θετικά ή αρνητικά, από τον τρόπο λειτουργίας των τοπικών πολιτικών θεσμών και την σχέση που υπάρχει μεταξύ εκπροσώπων και εκπροσωπουμένων. Η σχέση των Βελβεντινών με την πολιτική διαμορφώνεται πρωτίστως μέσα στην κοινωνία τους, ό- που και εφαρμόζεται το πολιτικό παράδειγμα κατά έναν τρόπο ανάλογο αυτού της κοινωνικοποίησης του μικρού παιδιού εντός της οικογενείας του. Οι αναπόφευκτες και καθοριστικές επιδράσεις της ευρύτερης κοινωνίας δεν ακυρώνουν την εμπειρία μας στην τοπική κοινωνία, αλλά συνδιαλέγονται μαζί της. Έτσι, όσο πιο έντονη είναι η εμπειρία μου στην πολιτική της τοπικής κοινωνίας, τόσο πιο δυναμική είναι και η συνδιαλλαγή μου με τις επιρροές που δέχομαι απ’ έξω.

Β. Γνωρίζουμε σήμερα, ότι κατά την περίοδο μεγάλων ανακατατάξεων στις παραδοσιακές κοινωνίες, σαν αυτήν του Βελβεντού, έχουμε πάντα φαινόμενα βίαιου μετασχηματισμού της συνολικής δομής μιας κοινωνίας. Σ’ όλην αυτήν την διαδικασία, οι αλλαγές στη σφαίρα των αντικειμενικών συνθηκών, όπως η οικονομία και η πολιτική, συνήθως προηγούνται αλλαγών στο επίπεδο της υποκειμενικής ερμηνείας και αντίληψης όσων συμβαίνουν. 0 μετασχηματισμός αυτός δεν γίνεται ταυτόχρονα σ’ όλους τους τομείς της αντικειμενικής πραγματικότητας των ανθρώπων. Συνήθως προηγούνται οι αλλαγές στο επίπεδο της οικονομίας και της πολιτικής. Κι επειδή οι αντιλήψεις των ανθρώπων δεν είναι ομογενοποιημένες, κάποιοι βρίσκονται πιο κοντά στην σύγχρονη κατάσταση, κατανοώντας το τι αλλάζει, κάποιοι άλλοι, μη μπορώντας να αντιληφθούν τις συντελούμενες αλλαγές, μιμούνται απλώς άλλες συμπεριφορές, κι άλλοι, οι πιο πολλοί, σιωπούν μη μπορώντας άκομα να αντιδράσουν.

Έτσι, δίνεται η δυνατότητα σε νέες νοοτροπίες και συμπεριφορές να εισβάλλουν επιθετικά στον παραδοσιακό ιστό της Βελβεντινής κοινωνίας. Ποτέ ίσως άλλοτε τόσοι λίγοι δεν έκαναν τόσο θόρυβο, και ποτέ ίσως άλλοτε τόσοι πολλοί δεν ακολούθησαν ως έτοιμοι από καιρό.

Ήθη και συμπεριφορές αιώνων, σπρώχνονται βίαια στο περιθώριο, ο άγνωστος στην τοπική μας κοινωνία τσαμπουκάς σπρώχνει στο περιθώριο την σεμνότητα, η παροιμιώδης εργατικότητα των κατοίκων απειλείται από τον τζόγο του χρηματιστηρίου. Οι οικονομικοί μετανάστες στοιβάζονται σε αχυρώνες, η εκμετάλλευσή τους με μεροκάματα που κανείς μας δεν διανοείται για τον εαυτό του, δεν παράγει ενοχές – η δουλειά μας να γίνεται. Νεαροί έφηβοι φεύγουν κάθε καλοκαίρι πέρα από τον Ατλαντικό, για να φέρουν δολάρια. Στα καφενεία και στις παρέες όλο και πιο συχνά κατή-φεια και δυσπιστία. Στις ονομαστικές

γιορτές πάμε με δώρα κι όχι με την ψυχή μας. Μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν με ρυθμούς αστικών κέντρων. Οι νέοι αλλού, οι μεσήλικες αλλού, οι ηλικιωμένοι αλλού. Παρέες διαλύονται ή μαζεύονται μια φορά το χρόνο, έτσι για τα μάτια. Στα καφενεία παρακολουθούμε τηλεόραση. Τα προϊόντα στα μαγαζιά μας είναι ίσα ή και ακριβότερα από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην λαϊκή δεν βρίσκεις κηπευτικά. Τα σπίτια μας, από μέσα κι απ’ έξω. είναι ίδια με αυτά των μεγαλουπόλεων. Όλα τα αγοράζουμε. Βλέπουμε τόση τηλεόραση όση και οι άνθρωποι των πόλεων. Κατεβαίνουμε με τα αυτοκίνητα και το κινητό στην πλατεία. Οι δημόσιες σχέσεις καλύπτουν σιγά-σιγά τον επαρχιώτικο αυθορμητισμό. Στους δρόμους βάλαμε ονόματα που ποτέ δεν θα χρησιμοποιηθούν -ποιος από τους αναγνώστες γνωρίζει, και γιατί να το γνωρίζει, ότι μένω στην γωνία Ν. Φυλακτού και Πουκεβίλ. Οι παρασημοφορήσεις του Δημαρχείου μετέτρεψαν το Δημόσημο. που πρέπει να δίνεται αποκλειστικά και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σε μαζικό μέσον δημοσίων σχέσεων. Οι πράξεις των αιρετών είτε διαφημίζονται στο έπακρον, είτε λοιδωρούνται στο έπακρον, κατά τα πρότυπα των τηλεοπτικών αρλουμπολογιών. Φτιάχνουμε ξωκλήσια και με χρηματοδότηση της Νομαρχίας. Στο Καταφύγι ξαναχτίζεται το σπίτι του Ζορμπά, ως ατραξιόν για τους τουρίστες που περιμένουμε… Έχει εισαχθεί στην κοινωνία μας η αγωνία της τουριστικής ανάπτυξης, με τέτοια ένταση που νομίζει κανείς ότι όπου να’ ναι θα κατασκευάσουμε και αεροδρόμιο για να προσγειώνονται τα τσάρτερ. Και μάλιστα, τουρισμός που θα βασίζεται στον παραδοσιακό χαρακτήρα του οικισμού, ενώ, την ίδια στιγμη δεν ενεργοποιούνται οι αρχιτεκτονικές κατευθύνσεις του Πολεοδομικο. Σχεδιασμού ώστε ό,τι κτίζεται να υπακούει σε κάποιους ενιαίους όρους αισθητικής, που πράγματι θα δίνουν μια οικιστική ταυτότητα στον οικισμο που να ελκύει επισκέπτες. Στις δημοτικές εκλογές ακούγονται πράματα και θάματα, λες και δεν γνωριζόμαστε, σαν αυτό των προηγούμενοι εκλογών: η δωδεκαετία ’83 – ’96 ηταν μια χαμένη 12ετία, χωρίς κανείς να ζητήσει συγνώμη – η «δουλειά» μας να γίνεται.

Η επίκληση της «παράδοσης» χρησιμοποιείται συχνά πυκνά από πολλούς για να αντιπαρατεθεί στα παραπάνω, με ένα τρόπο έντονα φορμαλιστικό, ο οποίος αφ’ ενός ακυρώνει τα δυναμικά της στοιχεία, αφ’ ετέρου καλλιεργεί έναν αδιέξοδο πλέον τοπικισμό. Συνεχείς επαναλήψεις ενός παρελθόντος που κάνει τους νεώτερους να χασμουριούνται. Η αδυναμία να παραχθεί το σημερινό, ως σύνθεση της σχέσης μας με τον υπόλοιπο κόσμο, περιορίζει την πολιτική και πολιτισμική καθημερινότητα, σε έναν παρελθόντα χρόνο.

Αυτά συμβαίνουν σε μια κοινωνία που, παρά τις εντυπωσιακές αλλαγές που συντελούνται εντός της, διατηρεί μια οικονομία που συνεχίζει να της παρέχει την επιβίωση της, έτσι ώστε να καθίσταται και υπεύθυνη για τις πολιτισμικές της μεταλλάξεις.

Γ. Είστε πάντα κατάλληλος γι αυτόν τον κόσμο, δεν του λείπετε ποτέ4. – Οι “σπουδαγμένοι”

Οι “σπουδαγμένοι” αντιστοιχούν στους γνωστούς διανοούμενους. Όχι με την άθλια και αμυντική υπεροψία που αυτός ο αντιπαθητικός όρος προϋποθέτει. Ποιος δεν είναι διανοούμενος; Στο πνεύμα της παρούσας συζήτησης, διανοούμενοι είναι όλοι εκείνοι, που, ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους, επιχειρούν να υπερβούν την σφαίρα της ειδίκευσης τους και ενδιαφέρονται ενεργά για ότι συμβαίνει στην κοινωνία. Αλλά αυτό δεν είναι κι ο ορισμός του δημοκρατικού πολίτη;

Τα πρόσωπα που εδώ και δυο δεκαετίες κυριαρχούν στην τοπική πολιτική σκηνή μπορούμε, σχηματικά, να τα κατατάξουμε στην γενιά της μεταπολίτευσης. Πόθος όλων των αγροτικών κοινωνιών εκείνης της περιόδου ήταν και το να επιστρέψουν οι “σπουδαγμένοι” στον τόπο τους για να βοηθήσουν στην επίλυση τοπικών προβλημάτων. Αυτοί που καλούν, ανήκουν στη γενιά του εμφυλίου, ο οποίος συνεχίζει να διατρέχει την ραχοκοκαλιά των πολιτικών συμπεριφορών.

Στην περίπτωση του Βελβεντού αυτό συνέβη με ιδιαίτερη ένταση και συνετέλεσε να ανοιχτούν καινούρια πεδία σκέψης και πράξης στην τοπική κοινωνία, στον πολιτισμό, στην κοινωνική οργάνωση, στην οικονομία.

Συμβαίνει μια “εισβολή” των “σπουδαγμένων” στην τοπική κοινωνία, η οποία όχι μόνο δεν αμφισβητείται από τους μέσα, αλλά είναι και ιδιαίτερα επιθυμητή: τους ανατίθεται η διαχείριση όλων των τοπικών πολιτικών θεσμών.

Έχουν περάσει από το ’74 εικοσιπέντε χρόνια. Το σκηνικό έχει αλλάξει ριζικά. Οι νεολαίοι εκείνης της περιόδου είναι μεσήλικες και οι μεσήλικες έχουν γεράσει. Μια καινούρια γενιά έχει προστεθεί, η οποία δεν γνωρίζει μήτε εμφύλιο, μήτε δικτατορία, μήτε μεταπολίτευση, και η οποία μεγαλώνει ήδη τα πιτσιρίκια της. Ένας ιστορικός κύκλος έχει κλείσει. Μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε πίσω.

Η διαδρομή των “σπουδαγμένων” στην τοπική κοινωνία ακολουθεί την εξής πορεία:

α) Το 1974, κατά την άποψη πολλών ιστορικών συμβολίζει το τέλος του εμφυλίου, αλλά και την αρχή της μεταπολίτευσης. Η έντονη πολιτική αντιπαλότητα εκφράστηκε και τοπικά σ όλα τα μέτωπα, ως ανάγκη των προηγούμενων γενεών, της κατοχής και του εμφυλίου, να ξαναμοιραστεί η πολιτική εξουσία και σ’ αυτούς που θεωρούσαν τους εαυτούς τους αποκλεισμένους από το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος. Οι “σπουδαγμένοι” εντάσσονται σ’ αυτήν την πολιτική αντιπαλότητα, εκφράζοντας το πιο δυναμικό κομμάτι της κάθε πλευράς.

β) Ασχολούνται μεν με έμφαση με τα τοπικά προβλήματα, αλλά δεν εντάσσονται ποτέ οργανικά στην πλειοψηφία των αγροτών και τεχνιτών… Σχεδόν όλοι τους επιλέγουν επαγγέλματα, άλλα από αυτά του αγρότη και του τεχνίτη, η δε καθημερινότητά τους σιγά σιγά αυτονομείται σε νέα πεδία σχέσεων και συμπεριφορών, που, αν και δεν στηρίζονται αποκλειστικά σε νέα πολιτισμικά στοιχεία, αυτονομούνται εντός της τοπικής κοινωνίας, με μόνο συνεκτικό ιστό τον ηγετικό ρόλο που η κοινωνία τους έχει αναθέσει. Δημιουργείται έτσι, για πρώτη φορά, στις παρυφές της τοπικής κοινωνίας, μια κοινωνική ομάδα, που, αν και μειοψηφία, αναλαμβάνει σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα την διοίκηση των τοπικών θεσμών, με την συναίνεση όλων των υπολοίπων, χωρίς όμως καμιά οργανική σύνδεση με την παραγωγική βάση που εκπροσωπεί.

Η εκπροσώπηση συντελείται αποκλειστικά και μόνο στο συμβολικό επίπεδο: από τη μια ικανοποιούν ιστορικά απωθημένα των προηγούμενων γενεών, κι από την άλλη, βρίσκουν, μέσω αυτού του ρόλου, την πολιτική τους νομιμοποίηση και, δι’ αυτής την κοινωνική καταξίωση τους.

γ) Το τέλος της μεταπολίτευσης βρίσκει τους “σπουδαγμένους” είκοσι χρόνια μεγαλύτερους, με οικογένεια, κοιλίτσα, και αρκετή προϋπηρεσία σε διάφορες κρατικές θέσεις. Έχουν ήδη γραφεί αρκετά βιβλία και τραγούδια για την διαδρομή αυτής της γενιάς “από το μέγιστο στο ελάχιστο” από την ορμή για αλλαγή όλης της κοινωνίας στην αγκαλιά αυτού που συνέχει το υλικό μέρος όλης της κοινωνίας: μια σίγουρη δουλειά – ένα σπίτι – μια οικογένεια.

Λίγα σχόλια πάνω α αυτήν την διαδρομή.

1. Η θητεία τους για είκοσι χρόνια στην εξουσία των τοπικών πολιτικών θεσμών, σε μια περίοδο που συντελούνται ραγδαίες αλλαγές, εθνικά, ευρωπαϊκά και παγκόσμια, είναι υπεραρκετή για να τους καταγράψει στην τοπική κοινωνία ως «ειδικούς», «γνώστες», και γι’ αυτό μόνιμους εκπροσώπους της. Η αγροτική κοινωνία του Βελβεντού, όπως και κάθε αγροτική κοινωνία, εύκολα δημιουργεί σύμβολα, τα χρειάζεται εξάλλου σε έναν ταχύτατα εξελισσόμενο κόσμο τον οποίο αδυνατεί να παρακολουθήσει. Οι ίδιοι δεν αμφισβητούν αυτόν τον ρόλο που ζητούν και τους δίδεται. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, τον φορούν, ως κέλυφος πάνω στο σώμα τους, όπως το κέλυφος πάνω στο σώμα της χελώνας. Συνειδητά ή όχι, αναπαράγουν οι ίδιοι την αναγκαιότητά τους, για να νομιμοποιούν τον ρόλο που σε κάποια στιγμή, χρόνια πριν, τους δόθηκε. Είναι πια οι μόνιμοι εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας στα κόμματα, στους Νομάρχες, στους Υπουργούς, στις εφημερίδες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση. Η τοπική πολιτική εξουσία που διαμεσολαβεί στις σχέσεις της τοπικής κοινωνίας με τις άλλες εξουσίες εκτός Βελβεντού. Ο κοινωνικός ρόλος διαμεσολαβημένος από σχέσεις διοίκησης. Η πραγματική όμως πολιτική εξουσία δεν στεγάζεται στο Δημαρχείο, αλλά στους Συνεταιρισμούς. Τόσο από οικονομικής απόψεως (τα χρήματα που διαχειρίζεται το Δημοτικό Συμβούλιο δεν είναι παρά το 1/10 αυτών που διαχειρίζονται οι Συνεταιρισμοί), όσο, και κυρίως αυτό, από την πραγματική σχέση που έχουν οι αγρότες με τον δικό τους Συνεταιρισμό, ο’ αντίθεση με την εντελώς συμβολική σχέση που ως δημότες έχουμε με τον Δήμο. Ο αυτοεγκλωβισμός σ’ αυτήν την ψευδαίσθηση, δεν είναι μόνον θεωρητικός. Παράγει πολύ συγκεκριμένες πρακτικές.

2. Πώς όμως θα ενισχυθεί η αποφασιστικότητα της κοινωνίας προς τέτοιες δυναμικές κατευθύνσεις; Και πως μπορεί να συμβεί αυτό, όταν οι λίγοι κυβερνούν τους πολλούς, γιατί υποτίθεται ότι μόνον οι λίγοι καταλαβαίνουν και οι πολλοί δεν μπορούν να συμμετάσχουν στα πράγματα, διότι δεν καταλαβαίνουν, καταλαβαίνουν όμως αρκετά ώστε να καταλάβουν ποιοι καταλαβαίνουν και να τους ε-

κλέξουν;

Όλοι μας γνωρίζουμε πολλούς δημότες, ικανότερους να μας διοικήσουν από αυτούς που κάθε φορά-εκλέγου-με, όπως και πολλούς αξιότερους για βουλευτές από αυτούς που έχουμε και μας επισκέπτονται στις γιορτές και πανηγύρια. Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε ότι κανένα σημαντικό έργο δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στον ορίζοντα μιας τετραετίας. Συμβαίνει μάλιστα συχνά, να είναι πιο δύσκολο να εντοπίσεις και να επεξεργαστείς το πρόβλημα από το να δημοπρατήσεις ένα έργο. Εάν η ερώτηση τεθεί σωστά η απάντηση βρίσκεται εύκολα.

Παράδειγμα: Για το περιβάλλον έχουν γραφεί κείμενα και κείμενα, ρητορεία πολλή. Υπάρχει και ειδική αρμοδιότητα στο Δημοτικό Συμβούλιο. Όμως, το νερό που πίνουμε, από πηγή έκθετη και απροστάτευτη; τα σκουπίδια που καταλήγουν στη λίμνη; ο αμίαντος που μολύνει την περιοχή της λίμνης και τα σπίτια μας με τα παράγωγά του; τα ραντίσματα που γίνονται χωρίς τα ελάχιστα προστατευτικά μέτρα, με ολέθρια αποτελέσματα;

Για να συμβεί όμως αυτό, δηλαδή να διερωτηθούμε σωστά, χρειαζόμαστε μια πολιτική δραστηριότητα εκτός της κοινωνίας η οποία θα αντανακλάται στην λειτουργία των θεσμών. Αυτήν την δραστηριότητα πρέπει να την δημιουργήσουμε εμείς, και μόνον εμείς, επειδή δεν αφορά κανέναν άλλο παρά εμάς και μόνον εμάς.

3. Οι θεσμοί έχουν και μια παιδαγωγική λειτουργία προς τους δημότες, ενηλίκους και ανηλίκους. Αλλιώς παιδαγωγεί ένα Δημαρχείο, που λέει ναι σε όλα, ισχυριζόμενο ότι έχει άποψη και λύση σε όλα, κι αλλιώς ένα Δημαρχείο στο οποίο εκπροσωπείται η αντίληψη ότι τίποτε δεν μπορεί να εγγυηθεί εκ των προτέρων την ορθότητα μιας πράξης, παραδοχή που καθιστά εντελώς απαραίτητη την ανάγκη για τον διαρκή αναστοχασμό όλων των πολιτών εντός των θεσμών και της κοινωνίας. Όπως αλλιώς παιδαγωγεί μια προεκλογική περίοδος στην οποία κυριαρχούν τα καλλιστεία καλών προθέσεων και η ρητορική ικανοποίησης πάντων και πασών, κι αλλιώς όταν κυριαρχεί ο λόγος, ότι είναι αδύνατον στις σημερινές συνθήκες να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα τετραετίας που να μπορεί έστω και κατ’ ελάχιστο να υλοποιηθεί – είναι υποθέτω σ’ όλους γνωστό ότι στο Δημαρχείο δεν μπορεί να σχεδιαστεί πολιτική για την οικονομία, την υγεία, την παιδεία, το περιβάλλον, την κοινωνική πρόνοια κ.λ.π. Το πρώτο οδηγεί σε μια προεκλογική περίοδο παρασκηνίων και ατελείωτων μονολόγων, σε ρωμαϊκούς πανηγυρισμούς μετά την νίκη στις εκλογές και σε μια τετραετία δημοσίων σχέσεων και υποβάθμισης της πολιτικής λειτουργίας των θεσμών. Το δεύτερο, σε μια προεκλογική περίοδο διαφανών διαδικασιών, όπου τίποτε δεν είναι προαποφασισμένο σε κλειστές συσκέψεις ολίγων, γίνονται μόνον διάλογοι, και η πιθανή επικράτηση στις εκλογές δεν είναι παρά η αφετηρία για την διεύρυνση της πολιτικής επικοινωνίας εντός της κοινωνίας. Οι “σπουδαγμένοι” της ιστορίας μας, στην πλειοψηφία τους, μετά την γραφειοκρατικοποίησή τους, μοιραία κατέληξαν στην πρώτη από τις παραπάνω υποθέσεις.

Είναι γνωστό ότι η εξουσία διαστρέφει και τις άριστες των προθέσεων, μεταβάλλοντας ακόμη και τους ταπεινότερους σε αλαζόνες και υπερφίαλους. Η σκέψη όμως δεν είναι ατομικό αλλά κυρίως κοινωνικό φαινόμενο. “Κι ο μεγαλύτερος στοχαστής οφείλει τα 99,5% απ’ όσα λέει στην κοινωνία που τον περιβάλλει και στην ιστορία που προηγήθηκε. Ακόμα κι αν θεωρούμαστε η μεγαλύτερη μεγαλοφυία, τρία μόλις δευτερόλεπτα μετά τον θάνατο μας, η επιφάνεια των νερών ξανασχηματίζεται, η τρύπα έχει χαθεί, η κοινωνία συνεχίζει, δεν της λείπουμε”5.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, ακολουθεί μοιραία η γραφειοκρατικοποίηση των “σπουδαγμένων” μέσα στους ρόλους τους και, αναπόφευκτα η γραφειοκρατικοποίηση των θεσμών στους οποίους η αντίληψη αυτή μεταφέρεται πλέον ως κυρίαρχη, και, χειρότερο όλων, η όλο και μεγαλύτερη ενίσχυση της ξένωσης των πολιτών από την τοπική πολιτική πράξη. Από το σημείο αυτό και πέρα, οι “σπουδαγμένοι” αυτοπεριορίζονται σε επαναλήψεις των ίδιων και των ίδιων πραγμάτων. Είναι πια καθεστώς.

Ποιος μιλάει;!

0 υπογράφων το κείμενο είναι ένας από τους “σπουδαγμένους” της παραπάνω ιστορίας. Ήταν πολύ δύσκολο να μιλήσω για την περίοδο αυτή, με πρόθεση κοινωνιολογικής ανάλυσης, χωρίς να παρεισφρύει το συναίσθημα. Ας μου επιτραπεί, στο τέλος να πω ότι ο όλο αυτό το μεταπολιτευτικό στάδιο υπήρξε απ’ όλους μια κατάθεση ψυχής κι όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να ξαναγραφούν αλλιώς, αν ξεκινήσει κανείς από κει. Αλλά μια τέτοια ανάγνωση νομίζω ότι γίνεται απ’ όλους μας κάθε που αναστοχαζόμαστε μόνοι στο σπίτι, ή με παρέα σε ταβέρνες και μπαράκια, με κάτι να μας σφίγγει το λαιμό για ό,τι κάναμε, ό,τι δεν κάναμε, φιλίες που στήθηκαν, σχέσεις που χάλασαν. Αυτό παραμένει ως η γλυκειά ανάμνηση μιας διαδρομής που δεν έπιασε λιμάνι. Αλλά μήπως υπήρξαν ποτέ λιμάνια στις αγωνίες μας;

Δεν παραιτηθήκαμε εγκαίρως και συνειδητά από την επιδίωξη της απήχησης, του εντυπωσιασμού, του προπαγανδιστικού εφέ. Ούτε γνωρίζαμε(;) ότι η δήθεν φιλολαϊκή προσέγγιση, η υπολογιστική κολακεία περιφρονεί τους ανθρώπους που δήθεν εξυπηρετεί. Πήραμε την ημιμόρφωσή μας για μόρφωση και κάποιους βαθύτατα μορφωμένους συγχωριανούς μας για αμόρφωτους. Ουδείς αμόρφωτος όμως κι όλοι συνυπεύθυνοι για την κοινωνία που φτιάχνουμε. Τα άλλοθι πνίγουν πρώτα αυτόν που τα επικαλείται. Οπαδοί των “μεγάλων αφηγήσεων” παντός -ισμού, δεν είδαμε ότι οι αγροτικές κοινωνίες δεν είναι πια το ειδυλλιακό τοπίο των ανθρώπινων σχέσεων. Επιλέγουν κι αυτές την μορφή της κοινωνίας που θέλουν. Η απομαγικοποίηση του κόσμου δεν έγινε ερήμην τους. Συμβαίνει εντός της κοινωνίας τους, αντικειμενικές συνθήκες να χρεώνονται σε βάρος μεμονωμένων προσώπων ή από μεμονωμένα πρόσωπα να αναμένεται η σωτηρία. Οι αγροτικές κοινωνίες είναι σήμερα εκκολαπτήρια ημιμόρφωσης. Η αμορφωσιά, ως απλή αφέλεια, απλή αγνωσία, επέτρεπε μια άμεση σχέση με τα αντικείμενα και μπορούσε να μετεξελιχθεί σε κριτική συνείδηση χάρις στο δυναμικό της σε σκεπτικισμό, χιούμορ και ειρωνεία. Η ημιμόρφωση είναι ανεπιτυχής σ’ αυτό… Η κυριαρχία της ευνοεί, όσο τίποτε άλλο, την σημερινή κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι κατέχονται απ’ αυτά που υποτίθεται ότι κατέχουν. Όλοι χαλάνε την ζωή τους για να βγάλουν χρήματα μια μέρα και να γίνουν ανεξάρτητοι – αλλά η μέρα αυτή αενάως απομακρύνεται μόλις την φτάνουν, σαν τον ορίζοντα που ήθελε να φτάσει ο παππούς στο “Μόνο της ζωής μου ταξείδιον” του Βιζυηνού. Είμαστε κομμάτι αυτής της ιστορίας.

Τη ζωή μπορούμε να την κατανοούμε προς τα πίσω – στο μεταξύ, πρεπει να την ζούμε προς τα εμπρός. Κι αν το μπέρδεμα παραμένει, ίσως είναι μια λάμψη η συνειδητοποίηση του. Εξ άλλου, για κοινωνία μιλούμε, εντός της οποίας αναζητούμε τρόπους και σχέσεις. Κι αν δεν ξέρουμε από πριν το δρόμο, τι να κάνουμε – “στα μέρη που δεν ξέρουμε, πάμε από δρόμους που αγνοούμε”6

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

‘ Πραγματική εισήγηοη για μια φανταστική συζήτηση στο Βελβε-ντό, μεταξύ αυτών που ακόμα αρνούνται να συζητήσουν μια διαδρομή συνεύρεσης κι αρκούνται σε μια μυθολογία του αυτονόητου.

ρ

Οδυσσέας Ελύτης

3              Σπάνια συναντά κανείς στην Ελληνική πραγματικότητα κοινωνία 3.500 ανθρώπων να διαθέτει τόσες υποδομές στον οικονομικο κοινωνικό και πολιτισμικό τομέα

4              0. ντε Μπαλζάκ

5              Κ. Καοτοριάδης

6              Στ. Τσαγκαρουσιάνος.

*0 Αντώνης Ρήγας εργάζεται στους “Γιατρούς γωρίς Σύνορα “

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ