Αρχική » Για τον χαρακτήρα του Άρδην

Για τον χαρακτήρα του Άρδην

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 29, Μάρτιος-Απρίλιος 2001

Η παγκσόμια συγκυρία

Η παγκόσμια συγκυρία χαρακτηρίζεται από το τέλος και την εξάντληση μιας ιστορικής περιόδου σχεδόν διακοσίων χρόνων. Από την εποχή του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, η ανθρωπότητα έζησε έναν τιτάνιο ανταγωνισμό στα πλαίσια του αναπτυσσόμενου βιομηχανικού συστήματος. Τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Αυτός ο ανταγωνισμός και όλες οι αντίστοιχες ιδεολογικές μορφές της αντιπαράθεσης, μαρξισμός εναντίον φιλελευθερισμού, κράτος εναντίον αγοράς κλπ., εξαντλήθηκαν και οδήγησαν στη σημερινή μορφή του κοινωνικού κράτους, όπου κράτος και αγορά, κρατική ρύθμιση και εμπορευματική, διαμορφώνουν το πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών σε Ανατολή και Δύση, αρχίζοντας από την Κίνα και φτάνοντας στις Η-ΠΑ , με διαφορετική “ποσολογία” κράτους-αγοράς. Το σημαντικό είναι πως ο παλιός , εσωτερικός στην βιομηχανιστική λογική ανταγωνισμός, εξαντλήθηκε, εξατμίστηκε και οδήγησε σε ένα καθολικό αδιέξοδο. Απέναντι σε αυτήν την εξάντληση του, εσωτερικού στον βιομηχανισμό, ανταγωνισμού, για την κατανομή της πίπας, ανάμεσα σε αστούς και προλετάριους, και την έλευση του τέλους της (δυτικής εκδοχής της) ιστορίας, αναδεικνύεται η ιστορική ανάγκη για μια νέα απόπειρα σύνθεσης και προτάσεων που θα υπερβαίνουν τον ίδιο το βιομηχανισμό και την δυτική εμποροκρατική και εργαλειακή παραμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνικότητας, θα υπερβαίνουν τον homo economicus του καπιταλισμού και του σοσιαλκαπιταλισμού.

Όμως το τέλος μιας μεγάλης ιστορικής πορείας, μιας μορφής του κοινωνικού ανταγωνισμού, μεγάλης διάρκειας και πυκνότητας, αφήνει τον κόσμο αποπροσανατολισμένο, θρυμματισμένο ιδεολογικά, χωρίς σταθερές αναφορές και προτάσεις. Βρισκόμαστε σε ένα μεσοβασίλειο, ανάμεσα στο τέλος του παλιού και ένα καινούργιο, που ακόμα δεν έχει αναδειχθεί.

Βέβαια ψήγματα του καινούργιου υπάρχουν. Τα κινήματα του ’68, το οικολογικό κίνημα, τα γυναικεία κινήματα, η αντιχρησιμοθηρική κριτική του βιομηχανισμού, η ανάγκη αναφοράς στην πολλαπλότητα της ανθρώπινης παράδοσης (που αποτυπώνεται στην άνθιση περιφερειακών, μέχρι χθες, πολιτιστικών στοιχείων, όπως συμβαίνει στη μουσική), τέλος η ανάδειξη της ανάγκης για εθνική ταυτότητα, τη στιγμή της ισοπεδωτικής επέλασης των πολυεθνικών, αποτελούν μερικές από τις πιθανές ψηφίδες μιας διαφορετικής πρότασης.

Όμως, αυτές οι ψηφίδες δεν είναι ενοποιημένες σε μια συνεκτική αντίληψη, ούτε συγκροτούν ακόμα το καινούργιο σώμα μιας απελευθερωτικής πρότασης. Είναι πολύ διάσπαρτες, αποσπασματικές, μερικές. Από τις πολλαπλές μορφές οικολογικής ευαισθησίας, μέχρι τις φονταμενταλιστικές εκδοχές εδαφικοποίησης (ισλαμικός φουνταμενταλισμός, διαστροφή του εθνισμού σε απομονωτισμό ή σωβινισμό, μεταβολή της παράδοσης σε φολκλόρ και της οικολογίας σε ανώδυνο περιβαλλοντισμό ή ζωοφιλία), οι νέες ευαισθησίες, διασκορπισμένες, δεν συνδέονται καθόλου ή ελάχιστα με τα παλιότερα κοινωνικά κινήματα και κυρίως το εργατικό.

Επομένως, το αίτημα είναι η προσπάθεια για την διαμόρφωση μιας νέας συνεκτικής απελευθερωτικής πρότασης, η οποία υπερβαίνοντας τον κατακερματισμό θα επιτρέψει να διαμορφωθεί ένα καινούργιο απελευθερωτικό όραμα, που θα απαντήσει στις προκλήσεις της εποχής.

Η ιδιαιτερότητα της νέας εποχής είναι πως αυτή η πρόταση δεν μπορεί να διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο που στο παρελθόν συγκροτήθηκαν απελευθερωτικές απόπειρες και οράματα.

Σήμερα αυτή η νέα σύνθεση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε μια κλίμακα ευρύτερη από το παλαιό επίκεντρο της κοινωνικής σκέψης, επίκεντρο που ήταν αποκλειστικά, ή σχεδόν, εκείνο του δυτικού κόσμου. Έτσι τη δική μας απόπειρα την εντάσσουμε ακριβώς σε μια προσπάθεια διατύπωσης ενός νέου οράματος, που δεν μπορεί παρά να διατυπωθεί παράλληλα ή ταυτόχρονα με αντίστοιχες απόπειρες σε άλλα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας.

Αυτή η νέα απόπειρα οραματικής διαμόρφωσης δεν θα έχει πλέον ως επίκεντρο τη Δύση, ούτε τη δυτική παράδοση, παρ’ όλο που θα στηριχτεί αποφασιστικά σε αυτές, τουλάχιστον σε κάποιες πλευρές τους. Αυτή η απόπειρα θα στηριχτεί και θα χρησιμοποιήσει εν πολλοίς τις παραδόσεις και τις κουλτούρες των υπολοίπων λαών, και πιθανότατα θα διαμορφωθεί με πλουραλιστικό τρόπο, από πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα.

Σε αυτήν την κατεύθυνση ο χώρος μας, η Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα τα Βαλκάνια, η Ανατολική Ευρώπη, η Ανατολική Μεσόγειος, μπορεί και πρέπει να συμβάλει αναδεικνύοντας την δική μας εκδοχή μιας νέας οραματικής σύνθεσης. Μιας σύνθεσης που θα επανενεργοποιήσει την παράδοσή μας, μια παράδοση που σε σύνθεση με τις θετικές όψεις του διαφωτισμού και των απελευθερωτικών διαστάσεων των παλιών μαρξιστικών, ελευθεριακών και εθνικοαπελευθερωτικών ιδεών θα μπορούσε να συνδιαμορφώσει αυτή τη νέα πρωτότυπη πρόταση.

Μια πρόταση που υποχρεωτικά θα υπερβαίνει τον βιομηχανισμό, την λογική της συσσώρευσης και την επικυριαρχία της οικονομίας πάνω στην κοινωνική ζωή.

Ενας χώρος σύνθεσης

Χαρακτηριστικό της σημερινής εποχής της πολυδιάσπασης είναι πως οι διαφορετικές διαστάσεις ενός απελευθερωτικού προτάγματος εμφανίζονται διάσπαρτες και συχνά ακόμα και σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Η κοινωνική απελευθέρωση, η εθνική εδαφικοποίηση και η οικολογική ευαισθησία, για να μην αναφερθούμε σε άλλα κινήματα, όπως εκείνο της γυναικείας απελευθέρωσης, ή της απελευθέρωσης του Τρίτου Κόσμου, εμφανίζονται ως διαφορετικά ρεύματα ή πεδία δραστηριότητας, χωρίς συχνά καμία σύνδεση μεταξύ τους ή ακόμα και σε ανταγωνισμό. Κάτι τέτοιο είναι καταστροφικό, όσο και αν υπήρξε αναγκαίο για κάποια περίοδο, ως μορφή απόσπασης από τις παλιές και πλέον ξεπερασμένες ενοποιητικές ιδεολογίες.

Αυτό το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο στην Ελλάδα. Σε μας, εξαιτίας της φύσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε και εξαιτίας της φύσης της κοινωνίας μας, καμιά πλευρά των κινημάτων δεν είναι ικανή είτε να αναδειχθεί σε μακρόχρονη βάση σε κεντρική, είτε να ενοποιήσει αυτοδύναμα όλες τις υπόλοιπες. Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο ή αν θέλετε στο σταυροδρόμι, Βορρά και Νότου, Ανατολής και Δύσης. Ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Στο χώρο μας διασταυρώνονται πολλαπλές παραδόσεις και κινήματα, χωρίς κανένα από αυτά να μπορεί να ηγεμονεύσει σταθερά και αμετάκλητα. Είμαστε μια χώρα των συνόρων ακόμα και στο εσωτερικό μας. Γι’ αυτό και η αδιάκοπη ρευστότητα του κοινωνικού και πολιτικού επίκεντρου. Στη διάρκεια της δικτατορίας το ζήτημα των πολιτικών ελευθεριών ήταν κυρίαρχο. Στη μεταπολίτευση άλλοτε αναδείχθηκαν τα κοινωνικά, άλλοτε τα περιβαλλοντικά ή τα εθνικά. Πάντως κανένα από αυτά τα ζητήματα και κινήματα δεν έχει τη δυνατότητα είτε να αναδειχθεί αυτόνομα σε κεντρικό σε σχετικά μακρόχρονη βάση, ούτε διαθέτει την απαραίτητη ισχύ για να ενοποιήσει τα υπόλοιπα. Απλώς, σε κάθε στιγμή, κάποιο αποκτά προτεραιότητα ως προς τα υπόλοιπα, χωρίς όμως αυτή να αρκεί για να συγκροτήσει μια ενιαία άποψη, όπως συμβαίνει σήμερα με το εθνικό ζήτημα. Ή, εκφράζοντας το από μια διαφορετική σκοπιά, είναι τέτοια η διαπλοκή των διαφορετικών επιπέδων, ώστε κανείς δεν μπορεί να οικοδομήσει ένα κίνημα αναφερόμενος σε ένα επίπεδο και μόνο. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, το βάρος της εργατικής τάξης και του κοινωνικού ανταγωνισμού στο παρελθόν, ή της οικολογικής συνιστώσας στα τελευταία χρόνια ήταν αρκετά μεγάλο, ώστε μέσα από αυτά να εκφραστούν και οι υπόλοιπες αμφισβητήσεις και θεματικές. Οι Πράσινοι εξέφρασαν, τουλάχιστον για κάποια στιγμή, το σύνολο των κινημάτων της αμφισβήτησης. Στην Ελλάδα κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Σε μας το δίλημμα είναι είτε πολυδιάσπαση, είτε “πολυσυλλεκτικότητα” και σύνθεση. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να υπάρξει μια σύγκλιση ανάμεσα στις διαφορετικές διαστάσεις και όψεις των κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων.

Το Άρδην θέλει να εκφράσει το σύνολο αυτών των διαφορετικών συνιστωσών, δίνοντας πάντα προτεραιότητα στην συγκυρία, χωρίς ποτέ όμως να υποτιμά ή να υποβαθμίζει τις υπόλοιπες συνιστώσες, θέλει επομένως να είναι ένα περιοδικό της “εθνικής, οικολογικής και κοινωνικής αμφισβήτησης”, ένα περιοδικό στο οποίο θα εκφράζονται, προς την κατεύθυνση της σύνθεσής τους, διαφορετικές φιλοσοφικές και ιδεολογικές αντιλήψεις και θα αναδεικνύονται και τα νέα κοινωνικά κινήματα, νεολαιίστικο, γυναικείο, αντιρατσιστικό κλπ. Στο ιδεολογικό πεδίο θα είναι ανοικτό σε ένα πλουραλισμό ρευμάτων, από τον μαρξισμό μέχρι την ριζοσπαστική ορθόδοξη, συμπεριλαμβάνοντας ελευθεριακές, οικολογικές και φεμινιστικές απόψεις.

Σήμερα τα εθνικά ζητήματα έχουν ! προτεραιότητα. Όμως το ζητούμενο είναι να αναδειχθεί η αλληλοδιαπλοκή των επιπέδων, παράλληλα με τη σχετική αυτονομία τους. Και αυτό σκοπεύουμε να κάνουμε.

Η πολιτική συγκυρία

Η Ελλάδα περνάει σήμερα μια από τις δυσκολότερες στιγμές της νεότερης ιστορίας της. Τόσο που πολλοί και αξιόλογοι, πιστεύουν πως: “finis Greciae”. Οικονομικά αποδιαρθρωμένη, με κατεστραμμένη την παραδοσιακή κοινωνική της συνοχή, έχοντας χάσει το οξυγόνο του ελληνισμού της “ελληνικής οικουμένης”, των παροικιών, με αλλοιωμένη την ιδεολογία του ίδιου της του λαού, με κατεστραμμένη την αυτοπεποίθησή της, η Ελλάδα υπνοβατεί. Η πολιτική βρίσκεται στην μεγαλύτερη έκπτωση που γνώρισε ποτέ η νεότερη ελληνική ιστορία. 0 ελληνικός λαός μοιάζει με νυκτοβάτη στην ίδια του τη χώρα!

Στην εξωτερική πολιτική η Ελλάδα σέρνεται, έρμαιο των συμμάχων και εταίρων της, στην ετεροβαρή συμμαχία του Μάαστριχτ, η Κύπρος συνεχίζει να απειλείται, η Τουρκία επιτείνει συνολικά τον τυχοδιωκτικό επεκτατισμό της, τον οποίο σιγοντάρει συλλήβδην όλη η Δύση, τα Βαλκάνια ξαναμπαίνουν στην ιστορία, μετά το τέλος του διπολισμού, αλλά μέσα από έναν επώδυνο τοκετό που μας απειλεί ακόμα και με πολεμική εμπλοκή.

Στο εσωτερικό, η οικονομία έχει μεταβληθεί σε άθυρμα της λεοντείας συμμαχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έφθασε σε τέτοια αποσύνθεση ώστε οι εξαγωγές μας να καλύπτουν πλέον μόνον το 25% των εισαγωγών, το χαμηλότερο ποσοστό στον κόσμο. Η αποβιομηχάνιση μαίνεται και η ανεργία βαραίνει πάνω στη νεολαία και σε όλες τις βιομηχανικές περιοχές.

Οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται. Η Ελλάδα ανεπαισθήτως βαδίζει προς δύο κοινωνίες. Μια της αρπαχτής, της σπατάλης, των παχυλών μισθών και της κομπίνας στην οποία επιδίδονται ψευδοεπιχειρηματίες, πολιτικοί και ένα κομμάτι των διανοουμένων -δημοσιογράφοι, Πανεπιστημιακοί- κλπ. Και η άλλη των εργατών, των αγροτών, των υπαλλήλων, των πραγματικά καταστρεφόμενων μικρομεσαίων, των νέων διανοουμένων, των νέων, των γυναικών.

Όσο για τις περιβαλλλοντικές καταστροφές, αυτές είναι χωρίς όρια. Από τα δάση, μέχρι τις πλημμύρες και τη μόλυνση, από το μποτιλιάρισμα μέχρι την τουριστική “μόλυνση”, κλπ. Τα “μεγάλα έργα” που προωθεί το αθηναιοκεντρικό κατεστημένο εργολάβων, πολιτικών και δημοσιογράφων θα επιτείνουν τον αθηναϊκό παρασιτισμό και την μεταβολή της χώρας σε τουριστικό εξάρτημα της Δυτικής Ευρώπης.

Όμως αυτό το πολιτικό σκηνικό παραπαίει. Η ανικανότητά του να απαντήσει σε όλα τα μεγάλα προβλήματα της χώρας είναι πρόδηλη, ενώ έχει εξαντληθεί η δυναμική των όποιων κατακτήσεων της μεταπολίτευσης.

Η εθνική αφύπνιση απέναντι στη στάση της Δύσης αρχίζει να αποκτά διαστάσεις ρεύματος ιδεολογικού και πολιτικού, έστω και αν σε μεγάλο βαθμό έχει προκληθεί από την συ-μπερι-φ ο ρ ά των ίδιων των δυτικοευρωπαίων. Πράγματι η κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου είχε σαν συνέπεια η Ελλάδα να πάψει να αποτελεί μέρος του δυτικού αναχώματος και “Δύση” και να μεταβληθεί σε “Βαλκάνια”. Και μάλιστα σε ενοχλητικά Βαλκάνια απέναντι στην Τουρκία -βασικό χωροφύλακα της περιοχής- και σε φίλο των Σέρβων. Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης αντιμετωπίζουν όλο και πιο εχθρικά την ελληνική “ορθόδοξη” ιδιαιτερότητα. Επιπλέον, η αυξανόμενη ανισορροπία των ανταλλαγών με την Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύει τα Βαλκάνια, και παραπέρα την Ανατολική Ευρώπη και την Μέση Ανατολή, ως τον μόνο χώρο όπου υπάρχουν δυνατότητες ισότιμων οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων. Το ρεύμα ενός βαλκανικού προσανατολισμού ως προνομιακού χώρου της ελληνικής πολιτικής ενδυναμώνεται και ανοίγει το δρόμο για μια νέα αντίληψη της σχέσης Ελλάδας-Δύσης.

Προς την ίδια κατεύθυνση συμβάλλουν και οι σημαντικές πολιτιστικές και ιδεολογικές αναζητήσεις για μια επανεκτίμηση της πορείας της εκδυ-τικοποίησης της χώρας, αναζητήσεις που αρχίζουν από την ανάδειξη της ορθόδοξης παράδοσης και των ριζοσπαστικών ρευμάτων που την διαπερνούν και φτάνουν μέχρι τη νέα άνθιση του ελληνικού τραγουδιού ή του ελληνικού μυθιστορήματος. Η ανάγκη για μια γηγενή πολιτιστική παράδοση αναδεικνύεται προνομιακά ακόμα και όταν παίρνει εμπορευματικό ή και κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

Η προϊούσα αγανάκτηση για τα κοινωνικά προβλήματα και την πολιτική της λιτότητας αρχίζει σιγά-σιγά να σπάει τη λογική της “μοιραίας” αποδοχής της “αναγκαιότητας” της λιτότητας και τείνει να ενεργοποιήσει νέες κοινωνικές κινητοποιήσεις, έστω και αν αυτές ακόμα εμφανίζονται με την μορφή της αντίδρασης (αγρότες, εργάτες ναυπηγείων, φοιτητές) και όχι εκείνη της θετικής πρότασης

Η περιβαλλοντική συνειδητοποίηση των πολιτών και ιδιαίτερα των μαθητών και των νέων αρχίζει να αποτελεί μια σημαντική κοινωνικοπολιτική παράμετρο για τη χώρα και να συνιστά μια από τις θεμελιώδεις συνιστώσες για οποιαδήποτε νέα πολιτική, με όλο το ριζοσπαστικό και κριτικό δυναμικό που μπορεί να μεταφέρει.

Η απόρριψη των πολιτικών κομμάτων και του ενιαίου διαχειριστικού συστήματος των δύο μεγάλων κομμάτων, ιδιαίτερα, δεν αποδεικνύεται μόνο μέσα από την άρνηση και τη λοιδορία της πολιτικής, αλλά τείνει να ενδυθεί και απόπειρες ενίσχυσης νέων κομματικών αποπειρών. Πάντως ακόμα κυρίαρχη παραμένει η απόρριψη (άρνηση, αποχή, λευκό) και αυτή η απόρριψη αποτελεί κάτι το δυνητικά θετικό (όχι και αναγκαία βέβαια), όσο θα αρχίζει να μετασχηματίζεται σε απόπειρες ενεργοποίησης.

Είναι τα στοιχεία πάνω στα οποία θα στηριχτούμε για μια αληθινή υπέρβαση, για να αναδείξουμε έστω την δυνατότητα μιας κριτικής στάσης, να αρνηθούμε, ει δυνατόν, μέσα από τη δράση μας το finis Greciae, στηριγμένοι τόσο στην αρνητικότητα της απόρριψης όσο και στην θετικότητα της πρότασης. Και εν τέλει “δεν ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη” η αμαχητί παράδοση.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ