Αρχική » Η Κύπρος όμηρος της ελληνοτουρκικής προσέγγισης

Η Κύπρος όμηρος της ελληνοτουρκικής προσέγγισης

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Κωνσταντακόπουλου, από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001

Για να αναλύσουμε τις στρατηγικές της Άγκυρας και της Αθήνας στη μεταξύ τους αντιπαράθεση, δεν χρειάζεται να προσφύγουμε σε εμβριθείς μελέτες, να λύσουμε γρίφους της διπλωματίας, ή να αναζητήσουμε μυστικά κίνητρα. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά τα γεγονότα. Μιλούν από μόνα τους.

Αντιμέτωπη με την απειλή μιας επίσημης αναγνώρισης από τις Ηνωμένες Πολιτείες της γενοκτονίας των Αρμενίων, η Αγκυρα απείλησε προ ημερών την Ουάσιγκτον, ούτε λίγο ούτε πολύ, με κλείσιμο της βάσης του Ιντσιρλίκ, αναβάθμιση των σχέσεών της με το Ιράκ, διακοπή της συνεργασίας με την Αμερική στον Καύκασο και αλλα. Ακόμα κι αν δεν εννοούσε πλήρως αυτές τις απειλές, είναι αξιοσημείωτο το ότι δεν χάνει ευκαιρία να υπενθυμίσει στους Αμερικανούς ότι δεν πρέπει να την θεωρούν δεδομένη, ότι η ιδιαίτερη ταυτότητα και η γεωπολιτική της θέση της επιτρέπουν να παίξει και άλλους ρόλους. Μετά τις απειλές αυτές, η αμερικανίδα Υπουργός Εξωτερικών, η κυρία Μαντλήν Ολμπράιτ, έσπευσε με επιστολή της προς το Κογκρέσο, να επιστήσει την προσοχή των κοινοβουλευτικών στη σημασία της Τουρκίας για τα αμερικανικά συμφέροντα.

Για να αναφέρω ένα παράδειγμα από την άλλη μεριά του Αιγαίου, θυμάμαι όταν ρώτησα έναν από τους πρωταγωνιστές της συμφωνίας της Μαδρίτης, που δεν θέλω αυτή τη στιγμή να πω το όνομά του, για ποιο λόγο συμπεριελήφθη στη συμφωνία η αναφορά στο σεβασμό ζωτικών συμφερόντων των δύο χωρών στο Αιγαίο, μου απάντησε: Εμείς λέγαμε να μπουν τα νόμιμα, οι Τούρκοι τα ζωτικά, οι Αμερικανοί είπαν βάλτε και τα δύο να τελειώνουμε. Προσωπικά δεν με εξέπληξε τόσο το ότι αυτό έγινε έτσι, όσο η αφοπλιστική ειλικρίνεια του συνομιλητή μου, που θεώρησε τόσο εύλογη, σχεδόν αυτονόητη την ελληνική υποχώρηση.

Αν η Τουρκία τολμά να υπερασπίζεται αυτό που αντιλαμβάνεται ως εθνικό της συμφέρον, ακόμα και έναντι της υπερδύναμης, είναι συχνό, αν δεν είναι ο κανόνας, η Αθήνα να βάζει νερό στο κρασί της, προκειμένου να γίνει αρεστή στους υποτιθέμενους συμμάχους της, εν προκειμένω και κυρίως την Ουάσιγκτον. Αν εξετάσουμε την εξωτερική πολιτική της Αθήνας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, διαπιστώνουμε εύκολα ότι σχεδόν σε όλα τα ζητήματα ακολουθεί τη γραμμή της Ουάσιγκτον, του Βερολίνου, ακόμα και του Τελ-Αβίβ.

Μόλις προχθές ο Γιώργος Βασιλείου, όταν ρωτήθηκε από την Ελευθεροτυπία από πού συνάγει το συμπέρασμα ότι σε μερικούς μήνες μπορούμε να φτάσουμε σε λύση του Κυπριακού, απήντησε επί λέξει το εξής: Αυτό λένε οι ξένοι που μιλάνε μαζί μας. Οι ξένοι μας έσωσαν από τον πόλεμο στα Ίμια, για να δεχθούν τις ευχαριστίες του Έλληνα πρωθυπουργού, μας συνεβούλευσαν να μην εγκαταστήσουμε τα αντιαεροπορικά όπλα που παραγγείλαμε στην Κύπρο, όπως και πράξαμε, και τώρα μας συμβουλεύουν, κατ’ ιδίαν οι ίδιοι, δημοσίως ο υπάλληλος τους, ο ελάχιστα αξιοπρεπής Κόφι Ανναν, να αποδεχθούμε τις πραγματικότητες στην Κύπρο για να λύσουμε το κυπριακό.

Την απάντηση όμως στο πόσο γρήγορα μπορεί να λυθεί το Κυπριακό δεν την έχουν οι ξένοι. Την έχει ο ίδιος ο κ. Βασιλείου και όλοι εμείς. Το κυπριακό δεν χρειάζεται μήνες για να λυθεί. Μπορεί να λυθεί και αύριο ακόμα, αν δεχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία να αυτοκτονήσει ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, νομιμοποιώντας το αποτέλεσμα της εισβολής του 1974 και μετατρεπόμενη από κράτος, έστω και προβληματικό, σε οφσόρ εταιρεία, υπό νατοϊκή υψηλή εποπτεία και με τουρκικό ελεγκτικό μερίδιο στην επιχείρηση. Αν θέλουμε να φτάσουμε σε ένα παρόμοιο αποτέλεσμα, περισσεύει και η δαπανηρή φάρσα των συνομιλιών με τους πολλούς γύρους τους. Για να απαντήσουμε λοιπόν στο ερώτημα αν επίκειται η λύση του κυπριακού, χρειάζεται κυρίως να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας ποια λύση είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχθούμε στην Κύπρο. Όσο για τον τουρκικό πολιτικό κόσμο δεν έχει διλήμματα. Εκσυγχρονιστές και μη είναι ενωμένοι γύρω από την επιδίωξη της κατοχύρωσης πάση θυσία της τετελεσμένης διχοτόμησης του νησιού. Αν κάτι συζητούν είναι το ενδεχόμενο να προσθέσουν στα επιτεύγματα τους, μέσω μιας εκτρωματικής λύσης του ζητήματος, την ουσιαστική αναίρεση ακόμη και αυτής της κολοβής ανεξαρτησίας που προέβλεψαν για το νησί οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Ίσως χάνοντας προς στιγμήν την υπομονή του, ο Ισμαήλ Τζεμ κάλεσε εμμέσως πλην σαφώς πρόσφατα τον κ. Παπανδρέου να επιδείξει ολιγότερο ρομαντισμό και περισσότερο ρεαλισμό στην Κύπρο.

Οι απόψεις του κ. Βασιλείου είναι πολύ ενδιαφέρουσες και για ένα πρόσθετο λόγο. Ο κύπριος επιχειρηματίας και μετέπειτα πολιτικός είναι από αυτούς που εξέφρασαν με τον συνεπέστερο τρόπο το ρεύμα σκέψης που παρουσιάστηκε διεθνώς μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι, στον νέο κόσμο που ανέτειλε με το τέλος του ψυχρού πολέμου, αν δεχθούμε ότι όντως τελείωσε αυτός ο πολεμος, η λογική της βίας στις διεθνείς σχέσεις υποχωρεί προς όφελος της οικονομικής

ισχύος, με τον ίδιο τρόπο που τα εθνικά κράτη υποχωρούν μπροστά στην παγκοσμιοποίηση. 0 πόλεμος του 1991, κατά των πλέον ανυπότακτων από τους Αραβες, δεν ήταν σε αυτή την οπτική παρά το φαντασμαγορικό ντεκόρ που εγκαινίασε με τη βοήθεια του Σι Εν Εν μια περίοδο παγκόσμιας ειρήνης. Όσο για τις εκρήξεις του εθνικισμού την τελευταία δεκαετία, ερμηνεύονται, σε αυτό το πλαίσιο, ως ένα είδος ατταβιστικού ξεσπάσματος των καθυστερημένων λαών, Βαλκανίων και άλλων. Τις ιδέες αυτές εξέφρασε περίπου και ο Φράνσις Φουκουγιάμα, με τις περίφημες όσο και βραχύβιες θεωρίες του για το τέλος της Ιστορίας.

Βεβαίως, ανάμεσα στον κ. Φουκουγιάμα και τους διαφόρους εγχώριους κ. Βασιλείου υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Ο μεν προσπάθησε να προσφέρει ένα αναλυτικό σχήμα για τις ανάγκες της υπό ανάδυση νέας Ρώμης. Οι δε, μια δικαιολογία σε όσους βιάζονταν να υποταγούν. Υπάρχει και μια δεύτερη διαφορά. Οι μητροπόλεις, οι ισχυροί, χρειάζονται λιγότερο τις αυταπάτες. Γρήγορα, τα σχήματα του Φουκουγιάμα αντικαταστάθηκαν εκεί από τις πολύ πιο ρεαλιστικές προβλέψεις ενός Σάμιουελ Χάντιγκτον, που πήραν μεταξύ άλλων σοβαρότερα υπόψη τους τους ανταγωνισμούς που θα επέφερε αναπόφευκτα η διεύρυνση του αμερικανικού ιμπέριουμ. Εδώ όμως που ζούμε, στις μακρινές επαρχίες της αυτοκρατορίας, χρειαζόμαστε πολύ περισσότερο τους ευσεβείς πόθους. Στην εισήγηση αίφνης του Υπουργού Εξωτερικών που συζητήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο τον περασμένο Ιού- νιο, και είναι ενα απο τα σπάνια, ίσως το μόνο επίσημο κείμενο που επιχειρεί να θεμελιώσει κάπως θεωρητικά την εξωτερική πολιτική των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, υποστηρίζεται μεταξύ άλλων ότι η παγκοσμιοποίηση και ο καπιταλισμός ενισχύουν τον εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό της Τουρκίας και υπονοείται ότι τέτοιες εξελίξεις συμβάλλουν στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Για κοσμογονία (πην Τουρκία ομιλεί ο κ. Βασιλείου στην συνέντευξη του στην Ελευθεροτυπία και εκεί στηρίζει μεταξύ άλλων την αισιοδοξία του για τα ελληνοτουρκικά και κυπριακό.

Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς τόσο πολλά λάθη σε τόσο λίγες λέξεις. Πρώτον, από πουθενά δεν προκύπτει ότι η εσωτερική δημοκρατική συγκρότηση των κρατών οδηγεί σε κατάργηση της εξωτερικής τους επιθετικότητας. Από την βάρβαρη καταστροφή της Μήλου γιατί δεν θέλησε να υποταγεί στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, μέχρι την επίθεση των δυτικών δημοκρατιών κατά της Γιουγκοσλαβίας πέρυσι, η Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων που δημοκρατίες επέδειξαν επεκτατική και ιμπεριαλιστική πολιτική. Γιατί να είναι η Τουρκία εξαίρεση; Ούτως ή άλλως βέβαια δεν θα έχουμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε στην πράξη την αξία αυτών των ιδεών, για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν βάζει τα λεφτά του στην προοπτική του εκδημοκρατισμού της Τουρκίας. Χρειάζεται να θυμίσουμε ότι το καθεστώς της Άγκυρας έχει καταστήσει ποινικό αδίκημα τη χρήση, από το ένα τέταρτο ή πέμπτο του πληθυσμού της χώρας, μητρικής του γλώσσας; Χρειάζεται να θυμίσουμε ότι η Τουρκία είναι μια χώρα όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα φτάνει από 7000 δολάρια στα μικρασιατικά παράλια στα 300 δολάρια στην περιοχή του Αραράτ, όπου οι άνθρωποι παραμένουν στην εποχή του Χριστού; Για ποιόν εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό είναι δυνατόν να μιλάμε στο προβλέψιμο μέλλον: Μπορεί βεβαίως οι εκσυγχρονιστές αστοί της Τουρκίας να μην χωνεύουν την πολυπραγμοσύνη των στρατιωτικών τους, τους χρειάζονται όμως απολύτως για να πειθαρχήσουν τις μειονότητες τους, για να εμποδίσουν μια κοινωνική έκρηξη και, γιατί όχι, να επεκτείνουν στο εξωτερικό, όπου μπορούν, την οικονομική τους δράση. Όπως τους χρειάζεται, και δεν το κρύβει, η Ουάσιγκτον, το NATO, ακόμα και η Δυτική Ευρώπη.

Δεύτερον, από πουθενά δεν προκύπτει ότι το εμπόριο, η οικονομική ανάπτυξη και οι διμερείς και πολυμερείς ανταλλαγές και σχέσεις οδηγούν σε άμβλυνση των ανταγωνισμών και αποτρέπουν τους πολέμους. Η μεγάλη ανθρωποσφαγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ξέσπασε μετά από δεκαετίες οικονομικής ακμής και ανάπτυξης, σε μια περίοδο που η παγκοσμιοποίηση ήταν πιο σημαντική από σήμερα, με τις διεθνείς εμπορικές ανταλλαγές να υπερβαίνουν ίσως ως ποσοστό του παγκοσμίου ΑΕΠ τα σημερινά τους επίπεδα. Αυτοί που εκτιμούν ότι η αστική τάξη της Τουρκίας θα αναγκάσει τους στρατιωτικούς να εγκαταλείψουν τις επεκτατικές τους βλέψεις, ξεχνούν ότι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του εκσυγχρονισμού στην Τουρκία, ο μακαρίτης Πρόεδρος της Τουργκούτ Οζάλ, ήταν αυτός ακριβώς που διατύπωσε το δόγμα του νεοθωμανισμού, της επιδίωξης δημιουργίας μιας τουρκικής ζώνης επιρροής που να εκτείνεται από την Αδριατική μέχρι την Κίνα. Ούτε καν σε αυτή την περιοχή δεν περιορίζονται όμως οι φιλοδοξίες και τα όνειρα της Αγκυρας. Προσφάτως, με την ευκαιρία της χρήσης των οθωμανικών αρχείων στις συζητήσεις για την Ιερουσαλήμ, είδαμε στον τουρκικό τύπο σχόλια σύμφωνα με τα οποία η Τουρκία έχει υποχρέωση απέναντι στην ανθρωπόπιτα να καλύψει το κενό εξουσίας που κατέλειπε στη Μέση Ανατολή η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κάτι που άλλωστε προσπαθεί να κάνει, σε συμμαχία με το Ισραήλ. Οι Τούρκοι στρατηγοί και αστοί έχουν και αυτοί τη διάθεση να ξεπεράσουν το εθνικό κράτος, που φαίνεται τόσο παρωχημένο στους δικούς μας ευρωπαϊστές. Μόνο που επιδιώκουν να το ξεπεράσουν στην κατεύθυνση της μετατροπής του κράτους τους σε μια αυτοκρατορία, σε μια περιφερειακή υπερδύναμη, ενώ από την άλλη μεριά του Αιγαίου η φιλοδοξία περιορίζεται στο μετασχηματισμό του ελληνικού εθνικού κράτους σε επαρχία μιας Ομοσπονδίας που δεν έχει φτιαχτεί, και δεν ξέρουμε αν ποτέ φτιαχτεί.

Ο μεταπρατισμός έχει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα και ποικίλες στο χρόνο εκφάνσεις. Από το Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σου, που απηύθυνε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στον Βαν Φλητ, ως τον Νίκο Ζαχαριάδη και τη γυναίκα του που, όπως μου έλεγε κάποτε ο γιός του, κράτησαν πολλούς μήνες το αχλάδι που τους έδωσε ο Στάλιν στο εξοχικό του στην Πιτσούντα. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν η μόνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση που χαιρέτισε προτού τις διαβάσει τις προτάσεις του Γιόσκα Φίσερ για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Αν άκουγε όμως πιο προσεκτικά τα όσα λένε στην Ευρώπη που τόσο θαυμάζει, θα ήταν ίσως και σοφότερη. Ένας Ευρωπαίος, όχι ευρωπαϊστής, όπως ο Χέλμουτ Σμιτ, που ήρθε πριν από μερικούς μήνες στην Ελλάδα, προειδοποίησε, εις ώτα, όπως φαίνεται, μη ακουόντων, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να προστατεύσει τα μέλη της έναντι εξωτερικών απειλών, τις οποίες θεωρεί δυνατές, στα πενήντα επόμενα χρόνια. Όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα το πράξουν μόνο αν τις συμφέρει.

Τις συμφέρει όμως: Για ποιο λόγο οι Αμερικανοί να πιέσουν την Τουρκία να αποδεχθεί τα δίκαια της Κύπρου και της Ελλάδας; Κι αν συνδράμουν σε μια λύση, τι είδους λύση 6: είναι αυτή; Η Ουάσιγκτον έχει βολευτεί μια χαρά με τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό τα τελευταία τριαντα χρόνια, ελέγχοντας τις φιλοδοΕιες της μιας χώρας με την απειλή της άλλης και καθιστώντας αμφότερες τους καλύτερους πελάτες της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας Ακόμα κι αν συνδράμει σε μια λύση. κρίνοντας αίφνης ότι το επιτρέπουν οι συνθήκες, ή το επιβάλλει η ανάγκη εκμετάλλευσης των πετρελαίων του αρχιπελάγους, θα είναι πιθανώς μία λύση τύπου Βοσνίας, λύση δηλαδή . δεν λύνει τίποτα, δημιουργεί εκτρώματα, που μετά ζητάν μόνα τους να παραμείνουν οιονεί προτεκτορατα. Τον τελευταίο καιρό ακούσαμε συχνά πυκνά τον Υπουργό Εξωτερικών με περισσή προθυμία να καυτηριάζει τα ιστορικά λάθη της χουντικής Ελλάδος του 1974, καλώντας μας, εμμέσως πλην σαφώς, να τα υπολογίσουμε στους λογαριασμούς μας. Αυτό που ξέχασε να πει ο κ. Παπανδρέου είναι ότι δεν ψηφίσαμε την κυβέρνηση που έκανε αυτά τα ιστορικά λάθη. Αντίθετα, οι Έλληνες στρατιωτικοί ενήργησαν στην πραγματικότητα ως όργανα της Ουάσιγκτον και συνεργάστηκαν τουλάχιστον εμμέσως με τους Τούρκους συναδέλφους τους στην απόπειρα κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και ανατροπής του αρχηγού της, που ήταν κόκκινο πανί για την Αμερική και το NATO. Αυτή την ιστορική αλήθεια δεν πρέπει να την υπολογίσουμε επίσης στις εκτιμήσεις μας όταν εκλιπαρούμε τον Μπιλ Κλίντον και τον Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ να μας λύσουν το κυπριακό;

Και τι θέλετε; Να προκαλέσουμε πόλεμο, να καλλιεργήσουμε το μίσος, να τα βάλουμε με όλο τον κόσμο: είναι μερικά από τα επιχειρήματα που επιστρατεύονται προς υπεράσπιση της νέας εξωτερικής πολιτικής, ιδίως όταν σκουραίνουν τα πράγματα Να αρνηθούμε την ευρωπαϊκή προοπτική, ή να συνταχθούμε με τους ηττημένους πλέον τριτοκοσμικούς και άλλους περίεργους Σέρβους. Κουρδους, Αραβες και δεν συμμαζεύετα.

Το γεγονός και μόνο ότι διατυπώνονται τέτοια επιχειρήματα καταδεικνύει το πόσο μακριά είμαστε από τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε ορθολογικό την εξωτερική πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Τη λύση στα προβλήματά μας δεν μπορεί ασφαλώς να την προσφέρει η υπενθύμιση των αυτονόητων. Δεν συνιστά πολιτική να λέμε πρώτα η Ελλάδα, ότι θέλουμε μια ισχυρή Ελλάδα, ότι πρέπει να είμαστε στην πρώτη ταχύτητα της Ευρώπης, στον σκληρό πυρήνα, να μας σέβονται φίλοι και αντίπαλοι. Η σημερινή κυβέρνηση είναι η πρώτη που χρησιμοποιεί τα περίπου αυτονόητα ως εθνικό όραμα, προδίδοντας έτσι πόσο μακριά είμαστε από την ειδυλλιακή πραγματικότητα που περιγράφουν.

Ο πολιτικός κόσμος και οι κοινωνικές δυνάμεις της χώρας συμφωνούν στη μεγάλη πλειοψηφία τους στην ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας, που ήταν άλλωστε η κατεύθυνση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων μετά το 1974. Το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Είναι οι όροι της συμμετοχής μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Το δύσκολο δεν είναι να αποσπάς επαίνους από τους ισχυρούς όταν κάνεις αυτό που σου ζητάνε. Το δύσκολο είναι να προασπίσεις τα εθνικά και κοινωνικά σου συμφέροντα όταν έρχονται σε αντίθεση με τους ισχυρούς και να το κάνεις χωρίς να εκθέσεις τη χώρα στους κινδύνους της απομόνωσης και της μετωπικής σύγκρουσης. Εκεί δοκιμάζεται η ικανότητα μιας κυβέρνησης και μιας χώρας στο σύνολο της. Το ότι ζούμε σε έναν κόσμο παγκοσμιοποίησης, σε ένα μακρύ κύμα που ξεκίνησε με τον μονεταρισμό και ενετάθη με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ είναι μια επίσης προφανής διαπίστωση. Το κύμα αυτό, στη λογική του κατάληξη, απειλεί τα εθνικά, τα κοινωνικά και τα δημοκρατικά ακόμα δικαιώματα που κατέκτησαν τους προηγούμενους αιώνες έθνη, λαοί, κοινωνικές τάξεις και μεμονωμένα άτομα. Χρειαζόμαστε την πολιτική εξουσία και το εθνικό κράτος όχι για να μας μεταφέρουν τις πιέσεις αυτού του διεθνούς περιβάλλοντος, αλλά για να τους αντιστέκονται.

Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν μπορούν, όσο κι αν θέλουν, να αναθέσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη λιγότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες, την υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους, όπως δεν μπορούν να τους αναθέσουν το έργο του εκσυγχρονισμού της χώρας. Είναι ασφαλώς θετικότατο να μπουν όροι για ζητήματα που μας ενδιαφέρουν στην εταιρική σχέση Τουρκίας και Ένωσης, όπως είναι θετικό που μας αναγκάζει η Ευρώπη, εμάς την ισχυρή Ελλάδα, να φτιάξουμε τη χωματερή στον Κουροπητό. Ούτε οι παραχωρήσεις και οι ελιγμοί αποκλείονται από τη διπλωματία. Αυτό που δεν έχει νόημα είναι να παραχωρείς και να μη διαπραγματεύεσαι, ή να μπαίνεις στη διαπραγμάτευση χωρίς τελευταία γραμμή άμυνας και χωρίς εναλλακτικά σενάρια για την περίπτωση της αποτυχίας ή να δικαιολογείς τη δειλία σου με επιχειρήματα που ανατρέπουν την ιδεολογία του ελληνικού έθνους κράτους. Παραδόξως και κατά τρόπο βαθιά ειρωνικό, η Ελλάδα του ευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού είναι αυτή που κινδυνεύει να γίνει όχι υποκείμενο, αλλά αντικείμενο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, θυσιάζοντας εθνικά της συμφέροντα στο βωμό ενός οικοδομήματος που δεν υπάρχει και δεν ξέρουμε αν θα υπάρξει.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ