Του Διονύση Ευαγγελάτου
‘Όταν ένας πολιτικός φορέας υιοθετεί λόγο πεζοδρομίου, αυτό δεν συμβαίνει απαραίτητα επειδή προέρχεται από τις λαϊκές τάξεις. Άλλωστε η καταγωγή μόνη της δεν αρκεί να εξαγνίσει την βαθιά ουσία του υποκειμένου. Αυτό μας το δίδαξε η ακροδεξιά καθόλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά και πρόσφατα στη χώρα μας η νεοφασιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή. Έτσι, όταν τα στελέχη της μίλησαν για «ξεπουλημένα τσοντοκάναλα», προσπαθώντας να ψαρέψουν στα ρηχά νερά της αγανάκτησης και της δικαιολογημένης απαξίωσης των μήντια, φάνηκε να τους διαφεύγει, εσκεμμένα ή μη, δεν έχει σημασία, το ίδιο το παρελθόν των ινδαλμάτων τους, λέγε με χούντα της 21ης Απριλίου, και τον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτισε στην πλήρη και ολοκληρωτική υποβάθμιση του πολιτισμικού προϊόντος που παρήγαγε και κατανάλωνε, η ελληνική κοινωνία.
Γιατί η ελληνική κοινωνία δεν ήταν πάντα αυτή των τηλεσκουπιδίων, και αυτή της η κατάληξη, κάθε άλλο παρά αναπόδραστη ήταν. Όταν τις δεκαετίες μετά τον εμφύλιο, οι ΕΑΜογενείς – καταγωγικά – πληθυσμοί, ήρθαν μαζικά στην Πρωτεύουσα, συνάντησαν μια νέα πρόκληση, που δεν ήταν πλέον η επαφή τους με τον χωροφύλακα, αλλά με το λόγιο πνεύμα της εποχής τους. Το 1959 ο Χατζιδάκις γράφει μουσική για τις “Όρνιθες” τους Αριστοφάνη, παράσταση που ανεβάζει το θέατρο τέχνης του Κάρολου Κουν και γεμίζει καθημερινά το θέατρο…..Στο σινεμά ο Κακογιάννης, ο Αλεξανδράκης και ο Κούνδουρος βάζουν ψηλά τον πήχη. Στους Έλληνες αρέσει ο Καζαντζάκης, ο Λουντέμης και συζητούν με πάθος για τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Τσίρκα. Κυρίως όμως αγκαλιάζουν παθιασμένα τη μουσική του Θεοδωράκη και το μπόλιασμα της με την απαράμιλλη ελληνική ποίηση. Με άλλα λόγια οι -νέοι κυρίως, Έλληνες είναι περήφανοι για τη μύησή τους στο έλλογο στοιχείο.
Αυτή η σχέση διακόπτεται απότομα το 1967 από ένα καθεστώς, η αισθητική του οποίου, δεν απείχε από την αντίστοιχη άλλων ολοκληρωτισμών, απλώς ήταν προσαρμοσμένη στην ελληνική ιδιαιτερότητα, ή καλύτερα, σε μια απολύτως άκαμπτη πρόσληψή της. Αυτό γινόταν ολοφάνερο σε όσους έτυχε να παρακολουθήσουν, τις περίφημες πλέον, χολιγουντιανού τύπου υπερπαραγωγές στο Καλλιμάρμαρο. Οι εκλεκτοί καλεσμένοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων βρίσκονταν εκεί υποχρεωτικά (μαθητές, δημόσιοι υπάλληλοι, τραπεζικοί), είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν από κοντά την αντίληψη των συνταγματαρχών για τον τρίτο ελληνικό πολιτισμό, όρο που είχε πρώτο εγκαινιάσει ο Μεταξάς. Αυτή η πρόσληψη συμπεριελάμβανε ολυμπιάδες τραγουδιού στο ύφος της μετέπειτα Eurovision, ράλι τρακτέρ(!), ακροβατικά μοτοσικλετιστών, γκροτέσκο και παράλληλα ακατανόητους μονολόγους του Δικτάτορα, καθώς και μια αποτυχημένης αισθητικής προβολή της Ελληνικής Ιστορίας, στην οποία ο αφηγητής, εκτός των άλλων δε δίσταζε να συγκρίνει αβίαστα τον προ 20ετίας εμφύλιο με τους Περσικούς πολέμους.
Η πρώτη όμως χρονιά της Χούντας συνέπεσε και με την εμφάνιση, πιο συγκεκριμένα με την διάδοση, του μέσου της τηλεόρασης. Ένα μέσο που τότε βρισκόταν σε απολύτως πειραματικό στάδιο, και για την εξέλιξη που θα είχε το περιεχόμενό του, ειδικά όταν συνυπολογίσουμε την διεθνή εμπειρία, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Όσον αφορά όμως το κατά πόσο θα μπορούσε να συντονιστεί με την πολιτισμική άνοιξη της εποχής, τα σημάδια κάθε άλλο παρά αποθαρρυντικά ήταν. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί ότι τον Μάιο του 1966 μεταδίδεται από το ΕΙΡ η πρώτη θεατρική εκπομπή με τίτλο «Αυτός και το παντελόνι του»που αποτελεί ένα μονόπρακτο του συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλλη, και στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος. Το παραπάνω είναι ένα πολύ μικρό δείγμα για έναν φορέα που κάνει τα πρώτα του βήματα, και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση χαρακτηριστικό στοιχείο πιθανής εξέλιξης για την θεματολογία του μέσου. Ωστόσο και μόνο τα ονόματα, αρκούν για να γίνει η μάλλον καταθλιπτική σύγκριση με την συνέχεια, όσο και αν το ανεπανάληπτο «Εκείνος και Εκείνος» κατάφερε να παρεισφρήσει ως εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα. Και τι κανόνας.
Όπως ήταν φυσικό, η ηγεσία της 21ης Απριλίου δεν έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το νέο μέσο, προκειμένου να κερδίσει νομιμοποίηση, δίνοντας το σύνθημα για μια τηλεόραση σε κάθε χωριό. Διατήρησε μάλιστα αμετάβλητους τους τότε πειραματικούς τηλεοπτικούς σταθμούς αφού εξυπηρετούσαν υποδειγματικά τα σχέδιά της. Έδωσε προπαγανδιστικό ρόλο στα κανάλια σε ότι αφορά τον ενημερωτικό τομέα με την συνεχή προβολή του καθεστώτος και τα χρησιμοποίησε για να προωθήσει την ιδεολογία της. Έτσι όταν τα δημόσια δίκτυα άρχισαν να εκπέμπουν πλήρες πρόγραμμα, ακολούθησαν την τυπική δομή άλλων δυτικών χωρών με ψυχαγωγία και ενημέρωση. Οι εκπομπές διαρκούσαν περίπου 7-8 ώρες την ημέρα, από το μεσημέρι και μετά, και ήταν γεμάτες από σόου χοροεσπερίδων και μια σκηνοθετημένη παρουσίαση του ίδιου του καθεστώτος για τον εαυτό του. Το κύριο ωστόσο χαρακτηριστικό, αυτό που ποτέ δεν εξέλιπε, ήταν η επιμονή στη προώθηση αυτού που σήμερα θα λέγαμε χαζοχαρούμενης θετικής ενέργειας συνοδευόμενο από μια νεοπλουτίστικη αντίληψη που εκφραζόταν απ’ το σλόγκαν «να περνάμε καλά».
Όσον αφορά τις κινηματογραφικές παραγωγές ο Ελληνοαμερικανός Τζέιμς Πάρις είχε την τιμητική του, καθώς για λογαριασμό της χούντας γύρισε ουκ ολίγες ταινίες με εξόφθαλμα εθνοκάπηλο περιεχόμενο. Ο ίδιος προσωποποιούσε μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα για το σινεμά το οποίο αντιμετώπιζε ως εμπορικό προϊόν, που με αντίστοιχες τακτικές έπρεπε να προωθήσει. Εξάλλου η πραγματική ιδεολογία της 21ης Απριλίου δεν ήταν αυτή που διακήρυσσε με το γνωστό από καθέδρας τρόπο. Όπως στην πολιτική ο στόχος ήταν η ανακοπή της αμφισβήτησης της Αμερικανοκρατίας, έτσι και πολιτισμικά ήταν η εισαγωγή των προτύπων της. Εκτός των άλλων η λογοκρισία πνίγει πολλές προσπάθειες και τα αποτελέσματα δεν αργούν να φανούν. Το πρότυπο επιβάλλεται και είναι ισοπεδωτικό. Το 1969 η «Αναπαράσταση» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου κόβει όλα και όλα 13 χιλιάδες εισιτήρια. Το αντίστοιχο νούμερο για την «Υπολοχαγό Νατάσσα» ήταν 700 χιλιάδες.
Όπως προαναφέραμε η χούντα επένδυσε στο μαζικό θέαμα. Το ποδόσφαιρο αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα διασκέδασης- με αποκορύφωμα το «έπος του Γουέμπλεϊ», την πορεία δηλαδή του Παναθηναϊκού στο Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1971. Το ποδόσφαιρό, ως κατεξοχήν λαϊκό άθλημα, που ως τότε έδινε την ευκαιρία στο κόσμο να κοινωνικοποιηθεί σε τοπικό επίπεδο, τώρα ιδεολογικοποιήθηκε και μαζί με την άνθηση των «σκυλάδικων» γίνεται κύριος μοχλός της χούντας για την θεμελίωση ενός στέρεου οικοδομήματος υποκουλτούρας. Το τελευταίο γίνεται εμφανές μετά την πτώση της, καθώς η έντονη πολιτικοποίηση που ακολουθεί δεν συνεπάγεται και ξεπέρασμα του ποιοτικού πλήγματος. Όσο και αν στην πρώτη φάση της μεταπολίτευσης η ελληνική κοινωνία επέδειξε ιδιαίτερη αντοχή στην πολιτισμική υποβάθμιση, αυτή περισσότερο ήταν μια σνομπ αντιμετώπιση του «μη πολιτικού» και λιγότερο η αναζήτηση μιας ηθικής υπόστασης και ιδιοσυστασίας.
Για μία χώρα που στα μέσα του ’60 ήταν έτοιμη να απογειωθεί, να γίνει όπως είπαν μερικοί «μια μικρή Γαλλία» της εποχής, ότι και αν σήμαινε αυτό, τα αποτυπώματα της ψευδοευδαιμονίας ήταν εμφανή. Η εκπαίδευση του λαϊκού σώματος στην κιτσαρία για επτά συνεχή έτη είχε αφήσει το στίγμα της. Αυτό φάνηκε από την επιρροή που είχαν οι πρώτες ταμπλόιντ εφημερίδες όπως η Βραδυνή και η Αυριανή, αλλά ακόμα περισσότερο από την εκρηκτική επιτυχία του lifestyle περιοδικού ΚΛΙΚ προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Έχοντας γνώση αυτών των δεδομένων, των αντίστοιχων Ευρωπαϊκών, και με κάποιους ανεξάρτητους ραδιοφωνικούς σταθμούς να λειτουργούν ήδη, η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν μπορούσε άλλο να μένει εκτός.
Ωστόσο η τηλεόραση ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση αφού -για να μην ισοπεδώνουμε- γινόταν προσπάθεια να συγκρατηθεί ο κατήφορος τόσο από την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση όσο και από το ΠΑΣΟΚ. Φάνηκε μάλιστα ότι η τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου δεν πρόσκεινταν τόσο ευνοϊκά σε αυτή την εξέλιξη. Έχει λεχθεί, ότι έχοντας ο αρχηγός της ζήσει πολλά χρόνια στην Αμερική, είχε αποκομίσει διαυγή εικόνα της αμερικανικής trash TV, και αυτό τον έκανε επιφυλακτικό ως προς το ενδεχόμενο μιας τέτοιας παρουσίας στην Ελλάδα. Έξαλλου η επίσημη πολιτεία θα όφειλε να αποθαρρύνει μια τέτοια αισθητική.
Πέρα όμως από τις πιέσεις της αντιπολίτευσης, η στιγμή που προκάλεσε τις εξελίξεις ήταν η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να ελέγξει το σκάνδαλο Κοσκωτά, κάτι που γιγάντωσε την ισχύ και το κύρος των ιδιωτών. Εφόσον το είχαν ξεσκεπάσει, φάνηκαν δικαιωμένοι την κατάλληλη στιγμή. Έτσι, όταν και η επόμενη κυβέρνηση δεν τόλμησε να επιβάλλει σοβαρούς κανόνες, όρμησαν να καταλάβουν το τηλεοπτικό τοπίο, φέρνοντας σε αυτό την γκλαμουριά και τις συνήθειες της περίφημης Ιταλικής RAI που βρήκαν πρόχειρη και ελκυστική.
Από την πρώτη της εμφάνιση, η τηλεόραση ήταν κάτι που ξεκίναγε το μεσημέρι, συνήθως με ένα λιτό δελτίο ειδήσεων ή μια ελαφριά ενημερωτική εκπομπή. Αυτός ο κανόνας έσπασε την άνοιξη του 1991 καθώς άρχισε να καλύπτει με live πρωινές μεταδόσεις το ειδικό δικαστήριο για τα προαναφερθείσα σκάνδαλα. Όταν η όλη διαδικασία έφτασε στο τέλος της, τις κενές ώρες κλήθηκε να καλύψει μια εκπομπή με το όνομα «Πρωινός Καφές», και με ένα -για πρώτη φορά- ακαθόριστο περιεχόμενο. Οι αντίστοιχου ύφους εκπομπές πολλαπλασιάστηκαν και πριν καλά καλά το καταλάβουμε παρήλαυναν καθημερινά από την οθόνη άνθρωποι δίχως συγκεκριμένη προσφορά, δίχως σαφές επάγγελμα, αλλά με μοναδικό κριτήριο ότι έγραφαν στη κάμερα. Αλλά ακόμα και όσοι πολιτικοί ή καλλιτέχνες έστεκαν εκτός τηλεόρασης, εύκολα έπεφταν στη παγίδα να καταντήσουν αυτό που το μέσο επέβαλε. Τηλεπερσόνες προς διαρκή κατανάλωση….
Υπόψη ότι πολλά νοικοκυριά είχαν το συνήθειο να αφήνουν την τηλεόραση ανοιχτή, ακόμα και χωρίς να παρακολουθούν, «για συντροφιά», όπως συχνά λέγαν. Μιλάμε στο κάτω κάτω για μια κοινωνία που είχε ολοκληρώσει το στάδιο της αστικοποίησης έχοντας με αυτό τον τρόπο αναδείξει ήδη την τραγική εικόνα του ανθρώπου που «μπήκε σε ένα κουτί για να κοιτάζει ένα άλλο κουτί». Χωρίς να θέλουμε να προχωρήσουμε σε ανάλυση που απαιτεί τόμους αλλά και ειδικότερους συγγραφείς – και έχοντας ήδη περάσει ξυστά από σημεία που απαιτούν μια τέτοια – δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε το προφανές. Η διαρκής έκθεση σε ένα ευτελές θέαμα, όσο και αν αυτό γίνεται για «χάζι», πολλές φορές ακόμα και για χλεύη δεν μπορεί παρά να σαμποτάρει μεθοδικά τα αισθητικά κριτήρια του δέκτη.
Στο γύρισμα της χιλιετίας η ώσμωση ανανεωτικής αριστεράς και εκσυγχρονιστικού -πλέον- ΠΑΣΟΚ ολοκληρώνεται, με τις ιδεολογικές αυταπάτες περί μιας κανονικής Ευρωπαϊκής χώρας, να περνάνε στο λαό που απολάμβανε όχι μόνο ελευθεροφροσύνη αλλά και την (ψευτό)χλιδή στο βαθμό που αυτός διάλεγε. Η εποχή αυτή χαρακτηριζόταν από μία και μόνο λέξη. Απενοχοποίηση…Το εύπεπτο προϊόν δεν είχε τώρα συγκεκριμένο φορέα, ήταν διάχυτο και ανεξέλεγκτο.
Σειρά είχε το απόλυτο τρας και τα ριάλιτι με πρωταγωνιστές άτομα που εκτοξεύονταν σαν πυροτεχνήματα για να γίνουν αποκαΐδια αμέσως μετά. Το κοινό λιγότερο θαύμαζε, και περισσότερο θα λέγαμε κατασπάραζε φυσιογνωμίες της καθημερινότητας που είχαν συνήθως ενισχυμένο «εγώ». Το πόσο η κοινωνία ταυτίστηκε με πρόσωπα-προϊόντα σαν τα παραπάνω, τόσο σε επίπεδο προσωπικότητας όσο και σε ευρύτερο επίπεδο κοινωνικής συμπεριφοράς είναι δύσκολο να μετρηθεί. Η πρόσκρουση όμως της χώρας στο περιβάλλον αβεβαιότητας των μνημονίων έκανε τον αναστοχασμό για την «επίχρυση βιτρίνα» επιτακτικό, καθώς φανέρωσε ότι ενίοτε ο άρτος τελειώνει ακόμα και πριν από τα θεάματα. Η ειρωνεία είναι, ότι αυτός ο προβληματισμός ετίθετο δημόσια και από πρόσωπα που -άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο – είχαν αρκετά πρωταγωνιστικούς ρόλους σε όλο αυτό το ζοφερό υπερθέαμα των προηγούμενων ετών, δημιουργώντας τη μάλλον κωμική εντύπωση του ατόμου που δικάζει τον εαυτό του και στην καλύτερη τον τιμωρεί με μικρή επίπληξη, ίσα ίσα για να εξαγνιστεί στα μάτια των πιστών του. Επιπροσθέτως το ίδιο το δείγμα γραφής όχι μόνο δεν άλλαζε αλλά τα προγράμματα καλύπτονταν ασφυκτικά από πρωινάδικα, αστρολογίες , τηλεπαιχνίδια, τραγουδίστριες, κραυγές , χειροκροτήματα, διαγωνισμούς κάθε είδους, και στο τέλος – η μάλλον στον πάτο- όλου αυτού υπήρχαν πανελλαδικά που ανέλυαν όλα τα προηγούμενα.
Είναι προφανές ότι μερίδα του κόσμου, απλά αποχώρησε από όλο αυτό το ζοφερό περιβάλλον καθότι κάλυπτε τις ανάγκες του από το προσωποποιημένο περιβάλλον του Ιντερνέτ, χωρίς να σημαίνει ότι στο τελευταίο δεν συνεχίστηκε -υπό άλλους όρους- ένα πανηγύρι ματαιοδοξίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι κύριες τάσεις παρέμειναν εντός του αισθητικού μονόδρομου.
Για όλο αυτό το «έγκλημα», που σταθερά και συστηματικά υποβίβασε το κριτήριο του ελληνικού λαού, χτίζοντας μια απνευμάτιστη κοινωνία, ξέρουμε ότι κανείς δεν μπορεί να λογοδοτήσει, όχι επειδή θα επικαλούνταν τη σχέση της προσφοράς και ζήτησης, όπως κάνουν συνήθως οι φορείς νόμιμων αλλά μη ηθικών πράξεων, αλλά επειδή το ίδιο το θύμα που λέγεται ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμα το ανάστημα να αποτινάξει από πάνω του αυτή τη σαπίλα.
Αυτό που τουλάχιστον μπορούμε να ελπίζουμε είναι ότι θα διασωθεί η μνήμη για το ποιοί, με ποιούς τρόπους και για ποιούς λόγους επιβλήθηκαν στο χώρο αυτό. Θα εκπλαγείτε όταν δείτε ονόματα του 1973 να επανεμφανίζονται το 1991, όπως και άλλα να τσαλαβουτούν επίμονα στις λάσπες τους δεκαετίες τώρα. Γιατί διαχρονικά μόνο αυτό είχαν να προσφέρουν, λάσπες και «τσοντοκάναλα»….
1 ΣΧΟΛΙΟ
Με όλο τον πρέποντα σεβασμό, ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με την φιλότιμη προσπάθεια του κ. Ευαγγελάτου να αποδώσει ευθύνες για τα σημερινά στραβά του Έλληνα και ειδικώς της ελληνικής τηλεοράσεως στην προ 50ετίας “εκτροπή» της χούντας του 1967-‘73,
Ως «αυτοεξόριστος» Έλληνας και μόνιμος κάτοικος εξωτερικού από το ’87, θεωρώ ότι μια από τις βασικές αιτίες της κακοδαιμονίας των “νέων-Ελλήνων”, είναι η ανικανότητά της ελληνικής κοινωνίας, να διορθώνει τα λάθη της και κυρίως να μην υποπίπτει στα ίδια λάθη, κατ’ επανάληψιν μάλιστα.
Ναι όντως, πολλά στραβά είχε η χούντα, αλλά να προσπαθούμε να «ρίξουμε» προφανείς δυσλειτουργίες της ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ κονωνίας στο μακρυνό παρελθόν, είναι, αν μη τι άλλο, στρουθοκαμηλισμός. Από τα σκυλάδικα, την ποδοσφαιρομανία και τον αυριανισμό του ’80, μέχρι το ξεπούλημα της Μακεδονίας και την σαφή υποβάθμιση της Εθνικής κυριαρχίας της χώρας, οι φταίχτες ας αναζητηθούν στο ΤΩΡΑ και όχι σε μερικούς γραφικούς συνταγματάρχες της δεκαετίας του ’60.
Ας παραδεχτούμε επιτέλους ότι αιτία του κακού είναι το φανερό έλλειμα Δημοκρατίας του ισχύοντος πολιτειακού συστήματος της Ελλάδας το οποίο εγώ και πολλοί άλλοι πλέον αποκαλούμε «Κοινοβο(υ)λευτική Δικτατορία». Δηλαδή καλώς διώξαμε τους …συνταγματάρχες, μόνο και μόνο για να εγκαθιδρύσουμε την “δημοκρατία” των ολίγων, δηλαδή των …βο(υ)λευτών, των εχόντων και των κατεχόντων.
Αναρωτήθκε κανείς, πώς θα ερμηνεύσει το εξάμβλωμα της λεγομένης “Μεταπολίτευσης” ο Ιστορικός του μέλλοντος και κυρίως όλοι ΕΜΕΙΣ τι δικαιολογία θα βρούμε να πούμε στα παιδιά και τα εγγόνια μας;