του Κ. Χατζηαντωνίου, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004
Απο εκείνο τον ματωμένο Ιούλιο πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια. Πέντε μέρες μετά το προδοτικό πραξικόπημα (για το οποίο κανένας δεν πλήρωσε) και τη διάλυση του αμυντικού ιστού της Μεγαλονήσου, οι τουρκικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο Πεντεμίλι και στο θύλακο Αγύρτας και εξαπέλυσαν ένα όργιο κτηνωδίας, συνεχίζοντας τη μακρά ανθρωπιστική προσφορά του οσμανικού πολιτισμού. Τα υποκείμενα που κατηύθυναν τις ελλαδικές τύχες (να τους θυμόμαστε: Ιω-αννίδης, Γκιζίκης, Ανδρουτσόπουλος, Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αρα-πάκης, Παπανικολάου), αφού εξασφάλισαν την ατιμωρησία τους (με εξαίρεση τον πρώτο η καλή μας μεταπολίτευση με αγάπη τους περιέθαλψε αλλά και οι γνωστές “επαναστατικές” οργανώσεις με με-γαλοθυμίατους ανέχθηκαν), παρέδωσαν την εξουσία στον σημαιοφόρο του δόγματος “η Κύπρος πέφτει μακρυά”. Δόγματος που δεν τον εμπόδισε να υπογράψει στη Ζυρίχη και το Λονδίνο τη γνωστή συνθήκη “εγγυήσεως”. Δόγματος, που πέρα από μεγάλα κούφια λόγια και φωτοβολίδες “ενιαίου χώρου”, όλες οι κυβερνήσεις με συνέπεια ακολούθησαν.
Στη δεκαετία του 1950 ο κυπριακός λαός ξεκινούσε έναν αγώνα για την αυτοδιάθεσή του και η Τουρκία έναν αγώνα για τη διχοτόμηση της Κύπρου. Πενήντα χρόνια αργότερα είναι προφανές ποιος πέτυχε το στόχο του αφού η Αθήνα δεν κατάφερε ούτε καν έναν έντιμο συμβιβασμό να πετύχει – κι ας κανοναρχούν γραφίδες και μικρόφωνα του υποπατριωτισμού ότι συμβιβαστική θα είναι αναπότρεπτα η λύση του κυπριακού. Μας έλειψαν η υπομονή, τα σταθερά βήματα, το σχέδιο, το θάρρος; Μας έλειψε προπάντων η στοιχειώδης αξιοπρέπεια. Διότι η ήττα είναι παράμετρος της ζωής και της ιστορίας αλλά ο τρόπος που την υποδέχεται κανείς μαρτυρεί την ηθική του συγκρότηση.
Οι “νικητές” του 1974 έχουν σήμερα την πολυτέλεια να επισείουν μερικά από τα κλεμμένα, υποσχόμενοι την επιστροφή τους, ζητώντας ελάχιστα πράγματα: την παραχώρηση του τελευταίου αγαθού των ηττημένων: την αξιοπρέπεια. Υπάρχουν, είναι αλήθεια, εκατομμύρια αναξιοπρεπών Ελλήνων – πολλοί εκ των οποίων παριστάνουν τους πατριώτες, τους Ορθόδοξους, τους έξυπνους, τους δημοκράτες (Εισαγωγικά βάλτε όπου θέλετε). Πέραν όμως της αναξιοπρέπειας της χειραψίας με το φονιά του παιδιού σου και τον άρπαγα του προγονικού σου σπιτιού (για να μη θυμηθούμε το ποίημα του Παντελή Μηχανικού για τους κερατάδες που “απλώς ζη-
τάνε διαζύγιο, ανίκανοι να αγωνιστούνε για οτιδήποτε”), υπάρχει και κάτι πιο “ρεαλιστικό”. Η αφέλεια που θεωρεί ότι η τουρκική στρατηγική παραμένει η ίδια με τη δεκαετία του 1950, όταν χαράχτηκε η “γραμμή Ερίμ” για διχοτόμηση.
Πιστεύουν πολλοί, ακόμη και άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τις τουρκικές επιδιώξεις, ότι η Τουρκία δεν αλλάζει στρατηγικούς σκοπούς. Πορεύεται τυφλά, με τα ίδια πάντα εκφραστικά μέσα και συνεπώς είναι ικανοποιημένη με το 29% του σχεδίου Ανάν αφού πέτυχε αυτό που επεδίωκε: την ομοσπονδιακού τύπου διχοτόμηση. Στη ζωή και στην πολιτική, όμως, των επεκτατικών οργανισμών, η κατάκτηση ενός στόχου, συνεπάγεται την εξόρμηση για την κατάκτηση του επόμενου. Και οι τουρκικές φιλοδοξίες αφορούν, μετά το 1974, ολόκληρη την Κύπρο, μέσω της συνταγματικής της ομηρίας στην αρχή, μέσω της δημιουργίας νέας μειονότητας και νέας επέμβασης στο “νότιο συνιστών κράτος”.
Πριν ένα εξάμηνο περίπου, ο χυδαίος εκβιασμός της Ν. Υόρκης έκλεισε τη λαβίδα που είχε χαλκευτεί στο Ελσίνκι με τη συμφωνία “ένταξη-πακέτο με τη λύση που εσείς θα υποδείξετε”. Ο Πέτρος Μολυβιάτης και ο Τάσοος Παπαδόπουλος πέτυχαν στη Λουκέρνη να βγάλουν το βρόχο από το λαιμό του κυπριακού ελληνισμού πριν ανοίξει η καταπακτή του δημοψηφίσματος. Αλλά δεδομένου ότι η έξις καθίσταται δευτέρα φύσις, οι άνθρωποι που σπέρνουν την απαισιοδοξία και την ηποπάθεια για να θερίζουμε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς (λαμβάνω την καλή εκδοχή – η άλλη εμπίπτει στο νόμο περί τύπου), επανέρχονται και αγωνίζονται να εξεύρουν τον τρόπο παράκαμψης της βούλησης του κυπριακού λαού. Επισείουν το φόβητρο της διχοτόμησης. Και νομίζουν ότι έτσι αποσείουν τις τρομερές τους ευθύνες για το πώς φτάσαμε εδώ, τριάντα χρόνια μετά το διπλό έγκλημα, για το πώς διολισθήσαμε μέτρο-μέτρο σ’ έναν κατήφορο παραχωρήσεων και θυσιών. Και δεν διστάζουν να διαστρέφουν τα αυτονόητα.
Τελευταίο παράδειγμα, χαρακτηριστικό του κλιμακούμενου θράσους των νεο-Κούί’σλιγκς (από τη Θεοδώρα Μητσοτάκη μέχρι τον Αλ. Ηρακλείδη) και αποκαλυπτικό της απελπισίας που τούς οδηγεί στη γελοιοποίηση, είναι τα συμπεράσματά τους για τις ευρωεκλογές στην Κύπρο. Πανηγύριζαν για τα εκλογικά αποτελέσματα καθώς “ανακάλυψαν” νίκη του “Δημοκρατικού Συναγερμού” και του “Ναι”. Προφανής ο στόχος: να εντυπωσιάσουν κανέναν αφελή Ελλαδίτη που δεν γνωρίζει τα αποτελέσματα των εκλογών, στις οποίες ο ΔΗ. ΣΥ. απώλεσε 6%, το ΑΚΕΛ (με τη μεσοβέζικη στάση του και τις ιστορικές του αμαρτίες) απώλεσε 7% ενώ, παρότι ένα νέο πατριωτικό σχήμα (“Γιατην Ευρώπη”- Μάτσης, Προδρόμου, Ερωτοκρίτου) διεμβόλισε το πολιτικό τοπίο αποσπώντας σχεδόν 11 %, αύξησαν τα ποσοστά τους και η ΕΔΕΚ (από 6,5% πλησίασε το 11 %) και το ΔΗΚΟ (από 15% στο 17%). Αν είναι ευτυχισμένοι επειδή δεν διαλύθηκε ο ΔΗ-ΣΥ, τότε ναι, ας χαίρονται αφού δεν άκουσαν πως ο “νέος τους έρωτας” εισηγείται κι αυτός τώρα αλλαγές στο σχέδιο Ανάν. Αα! Ας χαρούν και για ένα ακόμη αποτέλεσμα: στο χωριό Κρήτου Μαρότου της Πάφου (όπου το Όχι έλαβε 100% στις 24 Απριλίου), στις ευ- ρωεκλογές ο ΔΗ.ΣΥ. έλαβε 4,17%. Για ξεκίνημα, καλό είναι.
Σε ένα θα συμφωνήσουμε μαζί τους. Η 24η Απριλίου δεν είναι το τέρμα του αγώνα. Η χαρά του Ελληνισμού εκείνο το βράδυ ήταν ποτισμένη από τη μελαγχολία της συναίσθησης ότι έδινε τη μάχη στην τελευταία γραμμή αμύνης. Γνωρίζουμε καλύτερα απ’ αυτούς τι χάσαμε. Γιατί εμείς έχουμε κλάψει γι’ αυτά -πολυτέλεια που αυτοί ποτέ δεν ένιωσαν. Εχθρός μας δεν ήταν ο Κύπριος του Ναι αλλά ο Τούρκος εισβολέας και οι σύμμαχοι του. Γι’ αυτό και ανεχθήκαμε τις διακηρύξεις “η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται” ως τακτική αποσυμπίεσης μιας, βεβαρυμένης από αχαρακτήριστες δεσμεύσεις, κατάστασης ενώπιον της οποίας βρέθηκε η νέα κυβέρνηση. Δεν μας αρκεί η σωτηρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αλλά δεν θα τη θυσιάσουμε στο βωμό της ελληνοτουρκικής συνεργασίας και των επενδύσεων του κ. Κούτσικου και του κ. Τάρα.
Δεν έχουμε αυταπάτες. Η ελληνική κοινή γνώμη έχει αποδεχθεί τη διχοτόμηση. Και διχοτομείται η ίδια για το αν θα πρέπει αυτή να νομιμοποιηθεί με την υπογραφή μας ή θα πρέπει να παραμένει τυπικά απαράδεκτη για να μας υπενθυμίζει μιαν εθνική αναπηρία. Δεν είναι ασήμαντη η διαφορά. Μαρτυρεί την αξιοπρεπή αντίσταση της μνήμης, την άρνηση να δεχτούμε την τουρκοποίηση του κυπριακού βορρά και την καταχώρηση στα εγκυκλοπαιδικά μας λεξικά της Κυρήνειας ως Γκίρνε, όπως πράξαμε πλέον με την Κάίσερί-Καισάρεια. Δεν σταθήκαμε ικανοί για έναν απελευθερωτικό αγώνα, για μια περήφανη επιστροφή χωρίς διαβατήρια και προϋποθέσεις. Αλλά τουλάχιστον δεν θα επιτρέψουμε να ξαναζήσει η Κύπρος ένα άλλο 1974.
Αυτό τον Ιούλιο, τριάντα χρόνια μετά, έχουμε πολλά να θυμηθούμε. 0α θυμηθούμε την προδοσία και την εγκατάλειψη αλλά και τους ήρωες του Κοτζάκαγια. Θα θυμηθούμε τους άθλιους του ΓΕ-ΕΦ αλλά και τα λιοντάρια του Αγ. Παύλου. 0α θυμηθούμε τον προδότη Μπονάνο αλλά και τον ήρωα Κατούντα. Και θα θυμηθούμε βέβαια ότι το σχέδιο Ανάν μας το πρότειναν στη Γενεύη τον Ιούλιο εκείνο, πριν το αίμα και τη συμφορά του Αττίλα-2 αλλά το αρνηθήκαμε, “κακώς” κατά την πολιτική και ακαδημαϊκή σχολή που ίδρυσε ο καπετάν Δημητρός Νενέκος. Για σκεφθείτε, θα πουν, “πόσο αίμα θα είχαμε γλυτώσει”. Κι ακόμη περισσότερο (αυτό δεν τολμούν ακόμη να το πουν), αν το 1940 είχαμε δώσει μια άδεια διέλευσης. Και πόση ευτυχία, προσθέτουμε εμείς, αν είχαμε τουρκέψει εγκαίρως!
Τριάντα χρόνια μετά, “ο ουρανός είναι λίγος. Θάλασσα πια δεν υπάρχει”. Κι όμως. Μνημονεύετε αδελφοί τον δεκαεξάχρονο Κώστα Μήτσιγγα που έπεσε με το πολυβόλο στο χέρι, σ’ ένα στενό, στον Αγιο Κασσια-νό. Και μνημονεύετε τον δεκαεφτάχρονο Ροδίωνα Ρήγα που γλίστρησε γαζωμένος από μια ριπή κατά την εκκαθάριση του θυλάκου Λεμεσού, καθώς κατέβαζε το σύμβολο του εχθρού που χορταίνει τώρα ανέμελος τα αρπαγμένα. “Θα ροδαμίσεί κάποτε του όρθρου η μαρμαρυγή”.