Αρχική » Θρησκευτική ελευθερία και Θρησκευτικότητα των μουσουλμάνων

Θρησκευτική ελευθερία και Θρησκευτικότητα των μουσουλμάνων

από Άρδην - Ρήξη

του Ευ. Ζεγκίνη, από το Άρδην τ. 12, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1998

Το μοναδικό Κοινό γνώρισμα των πληθυσμών, οἱ οποίοι συγκροτούν τη μουσουλμανική µειονότητα της Δ. θράκης, είναι το θρήσκευµά τους. Η φυλετική και η γλωσσική τους διαφοροποίηση υπήρξε εμφανέστατη και κατά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (1922) αλλά και σήµερα εξακολουθεί να είναι αρκετά ευδιάκριτη, παρά τις σύντονες προσπάθειες που καταβάλλει η Τουρκία για την οµογενοποίηση των πληθυσµών αυτών και την εμφάνισής τους ως µια εθνική μειονότητα.

Ως προς την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως των µελών της μουσουλμανικής. Μειονότητας στην Ελλάδα, γίνεται σαφής αναφορά στα άρθρα 40-43 της παραπάνω συνθήκης. Πέραν των προστατευτικών αυτών διατάξεων, το Ελληνικό Σύνταγµα (1986), µε το άρθρο 13, παρ. 1 και 3 Και µε το άρθρο 25 παρ. 1 διασφαλίζει τις θρησκευτικές ελευθερίες των μουσουλμάνων, όπως και όλα τα άλλα µέλη αναγνωρισμένων θρησκειών. Και επειδή η μειονότητα ως συλλογική ομάδα είναι θρησκευτική, οι συλλογικές ελευθερίες των µελών της είναι κατ’ εξοχήν θρησκευτικές ελευθερίες. 0 ελληνικός λαός πάντοτε αντιμετώπισε µε µεγαλοψυχία και ανεκτικότητα τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Υπάρχουν σηµαντικά ιστορικά στοιχεία, τα οποία μαρτυρούν ότι, τόσο στη βυζαντινή περίοδο όσο και στο νεοελληνικό κράτος, ο ελληγικός λαός έδειξε ανεξίθρησκη συµπεριφορά έναντι των μουσουλμάνων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί µέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας. Με τον ίδιο άψογο τρόπο οἱ χριστιανικοί πληθυσμοί της θράκης συμπεριφέρθηκαν και εξακολουθούν να συµπεριφέρονται προς τους μουσουλμάνους της μειονότητας.

Δείγμα της άριστης συμπεριφοράς του ελληνικού Κράτους προς τους µειονοτικούς μουσουλμάνους είναι Και το γεγονός ότι στους μουφτήδες τους, πέραν των θρησκευτικών δικαιωμάτων, τους αναγνωρίζει το δικαίωμα ρύθμισης των διαπροσωπικών σχέσεων των μειονοτικών µουσουλµάνων µε βάση το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο. Ας αναφερθεί δε ότι η Τουρκία ἤδη από το 1926 απαγόρευσε την εφαρµογή του εκκλησιαστικού δικαίου για τη ρύθμιση των διαπροσωπικών σχέσεων των µελών της ελληνικής μειονότητας,

Για τις διοικητικές ανάγκες των μειονοτικών μουσουλμάνων λειτουργούν τρεις µουφτείες (Ξάνθης, Κοµοτηνής Και Διδυμοτείχου). Η δικαιοδοσία της κάθε µιας από αυτές περιλαμβάνει τους πιστούς που βρίσκονται µέσα στα όρια του νομού όπου είναι εγκατεστημένη η µουφτεία. Οι επικεφαλής των µουφτειών, µουφτήδες, εκλέγονται µε βάση τον νόµο 1920/1991 και θεωρούνται δηµόσιοι υπάλληλοι µε βαθµό γενικού διευθυντή και πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο. Οι μουφτήδες έχουν στη διάθεσή τους περισσότερα από 440 στελέχη θρησκευτικών καθηκόντων, όπως π.χ ιµάµηδες, χατίπηδες, µουεζίνηδες κ.ά. Τα στελέχη αυτά όπως και οἱ μουφτήδες απαλλάσσονται από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις. Για τη διευκόλυνση των λατρευτικών τους αναγκών υπάρχουν περισσότερα από 297 τζαμιά, 78 µεστζίτια (µικρά τεμένη), αρκετοί τεκέδες (λατρευτικοί οίκοι των µπεκτασήδων) καθώς και 305 νεκροταφεία.

Μια ακόµη απόδειξη της θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων της θράκης είναι και το γεγονός ότι επιτρέπεται να φορούν την μουσουλµανική τους ενδυμασία και αμφίεση, ενώ στην Τουρκία απαγορεύεται στους κληρικούς, εκτός τους αρχηγούς θρησκειών, να φορούν εκτός εκκλησίας τα εκκλησιαστικά τους άμφια.

Από καθαρά θρησκευτικής απόψεως οι µειονοτικοί πληθυσμοί της Δ. Θράκης στην πλειοψηφία τους είναι σουν/τες Και ένα 10 – 12% είναι µπεκτασήδες ή, όπως οι σουννίτες υβριστικά τους αποκαλούν, κιζλμπάσηδες. Οι µπεκτασήδες είναι μυστικιστές οι οποίοι στις µυστηριακές τους τελετές και δοξασίες διατηρούν και πλείστα χριστιανικά και προχριστιανικά κατάλοιπα. Οι εν λόγω πληθυσμοί, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι εγκατεστηµένοι στον ορεινό όγκο µεταξύ Ροδόπης και Έβρου και σε µικρότερες οµάδες σε άλλες περιοχές, αποτελούν το αντίστοιχο «ετερόδοΞο» μουσουλμανικό Κίνηµα των Αλεβήδων της Τουρκίας. Μολονότι οἱ θρησκευτικές δοξασίες των µπεκτασήδων είναι διαφορετικές, εντούτοις ορισμένοι άλλοι παράγοντες συντελούν, ώστε, φαινομενικά τουλάχιστον, Να φέρονται πλήρως ταυτισµένοι µε το σουνιτικό κατεστημένο. Σ᾽ ότι αφορά τη φυλετική σύνθεση των μουσουλμάνων της Δ. θράκης, είναι στατιστικά  επιβεβαιωμένο, ότι οἱ Πομάκοι (36.000) µαζί µε τους Αθίγγανους (24.000), αποτελούν την πλειοψηφία, σε σχέση µε τους τουρκογενείς πληθυσμούς (55.000). Από ιστορικής απόψεως είναι επίσης επιβεβαιωµένο ότι οἱ τουρκογενείς πληθυσμοί έχουν εγκατασταθεί στη θράκη και γεγικότερα στη Βαλκανική σε µεταγεΝέστερους χρόνους από τις δυο υπόλοιπες οµάδες μουσουλμανικών πληθυσμών. (Οι µεν Πομάκοι θεωρούνται αυτόχθονες, οι δε Αθίγγανοι εγκαταστάθηκαν στη θράκη περί τα µέσα του 11ου αιώνα, ενώ η εγκατάσταση των Τούρκων στο χώρο αυτό πραγµατοποιήθηκε προς το τέλος του 14ου αιώνα).

Με βάση τα ιστορικά στοιχεία, τα οποία στηρίζονται, κατά κύριο λόγο στις οθωμανικές πηγές, οἱ Πομάκοι και οι Αθίγγανοι, οἱ οποίοι µαζί µε τους τουρκογενείς συναποτελούν την μουσουλµανική μειονότητα, προέρχονται από χριστιανικούς πληθυσμούς που εξαναγκάστηκαν ύστερα από µεθοδεύσεις των Οθωμανών να µεταστραφούν στο Ισλάμ. Από τις ίδιες ιστορικές πηγές γίνεται επίσης γνωστό ότι η πρώτη µορφή του Ισλάμ που αναπτύχθηκε στους πληθυσμούς της Θράκης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων, ήταν και εν µέρει εξακολουθεί να είναι το μυστικό Ισλάμ. Φορείς του μυστικού Ισλάμ υπήρξαν οἱ µπεκτασήδες αλλά και άλλοι «ετερόδοξοι δερβίσηδες. Η αποδοχή και η προώθηση εκ µέρους τους οθωμανικού Κράτους του σουνιτισμού ως επίσηµης µορφής θρησκείας (6ο αι.), είχε ως άµεση συνέπεια τη µείωση της δραστηριότητας των μυστικιστών δερβίσηδων και στο χώρο της Δ. Θράκης. Η απόφαση του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ να διαλύσει το µπεκτασικό τάγμα (1826) υπήρξε αποφασιστικής σημασίας ενέργεια για την ισχυροποίηση του σουνιτισµού στη θράκη. Από το 1840 Και µέχρι την κεµαλική περίοδο, τα δερβίσικα τάγµατα ολόκληρου του οθωμανικού κράτους, Κυρίως όµως της θράκης και των άλλων υπό οθωμανική εξάρτηση περιοχών της Βαλκανικής, προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν, πλην όµως οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν ετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και στη συνέχεια η απόφαση του Κεμάλ να θέσει εκτός νόµου τα δερβισικά τάγματα στην Τουρκία (1925), βοήθησε δυναμικά στην υπερίσχυση των σουνιτών σε βάρος των δερβισικών ταγμάτων και κυρίως σε βάρος των µπεκτασήδων.

Είναι προφανές ότι το ζήτημα της φυλετικής διαφοροποίησης των µουσουλµάνων της Δ. θράκης και των άλλων περιοχών της Βαλκανικής δεν παρουσίαζε Ιδιαίτερη σημασία για τους εν λόγω μουσουλμανικούς πληθυσµούς, όταν οἱ περιοχές αυτές βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Τούρκων. Το ζήτηµα αποκτά Ιδιαίτερη σηµασία Και πολιτικό περιεχόµενο από τότε που οἱ περιοχές αυτές απελευθερώνονται από τον τουρκικό ζυγό και οι βαλκάνιοι μουσουλμάνοι αποτελούν πλέον μειονότητες στα όρια της εθνικής ανεξαρτησίας των βαλκανικών χωρών. Η έννοια του βαλκανικού Ισλάμ γίνεται µια ενοχλητική πρόκληση για την Τουρκία της κεµαλικής και της µετακεµαλικής περιόδου, γι’ αυτό και στη συνέχεια θα επιδιώξει να επιχαρακτηρίσει τους μουσουλμάνους των Βαλκανίων ως Τούρκους ή ως Τούρκους-Μουσουλµάνους. Ανεξάρτητα ᾱπό τη σκοπιμότητα αυτή, οἱ µουσουλµανικοί πληθυσμοί ορισμένων περιοχών ή µέρος των πληθυσμών αυτών είναι τουρκογενείς και προέρχονται είτε από παλαιότερες εγκαταστάσεις τουρκικών πληθυσμών στις περιοχές αυτές είτε από εξισλαμισµό και ένταξη στην τουρκική Κοινωνία ορισμένων χριστιανικών πληθυσμών.

Λίγα χρόνια µετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης στους κόλπους της μουσουλμανικής μειονότητας σημειώθηκαν ιδεολογικές συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αυτές όχι µόνο προκάλεσαν διαταραχή στη συνοχή των μουσουλµάνων της θράκης αλλά δημιούργησαν και τις προὐποθέσεις, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, για τον ιδεολογικό. προσανατολισμό των μουσουλμάνων προς το τουρκικό Ισλάμ. Αφορμή για τη δηµιουργία αυτών των γεγονότων υπήρξαν οἱ μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ. στο θρησκευτικό καθεστώς της Τουρκίας.

Συγκεκριµένα, όταν ο Κεμάλ κατήργησε την ισχύ του ιερού μουσουλμανικού δικαίου και στη θέση του εισήγαγε τον ελβετικό Κώδικα (1926), το γεγογός αυτό οδήγησε σε απόγνωση τα θρησκευτικά στελέχη της χώρας του, τα οποία, µε επικεφαλής τον σεϊχουλισλάμ, Σαµπρή Μπέη, εγκατέλειψαν την Τουρκία Και εγκαταστάθηκαν στη Δ. θράκη. Εκεί µαζί µε άλλους μουσουλμάνους (Ποµάκους, Κιρκάσιους κλπ.) προσκολληµένους στην αντίληψη για ένα ακηδεµόνευτο από τους Τούρκους Ισλάμ, δηµιούργησαν µια ισχυρή οµάδα µουσουλµάνων µε αντικεµαλικό φρόνημα, οἱ οποίοι χαρακτηρίστηκαν ὡς «παλαιοµουσουλµάνοι». Η ισχυρή παρουσία των «παλαιομουσουλμάνων» στο χώρο της Θράκης, οπωσδήποτε αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα στην κεµαλική θρησκευτική αλλά και εθνική πολιτική, την οποία κεµαλικά στελέχη επεδίωκαν να καλλιεργήσουν στους πληθυσμούς της μειονότητας.

Για το λόγο αυτό η Τουρκία εκμεταλλευόµενη το θετικό Κλίμα της τουρκοελληνικής Φιλίας, που μόλις τότε την εµπνεύστηκαν Και την εφάρμοσαν ο Βενιζέλος και ο Κεμάλ. Ατατούρκ, επεσήμανε ως αρνητικό σηµείο της φιλίας αυτής, την παρουσία στην ελληνική θράκη αντικεµαλικών μουσουλμάνων. Η ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας να εξασφαλίσει τηπροοπτική Και το κύρος της Τουρκοελληνικής φιλίας, απομάκρυνε από το ελληνικό έδαφος τον έκπτωτο σεϊχουλισλάµη Σαµπρή Μπέη Και όλους τους πρωτεργάτες του αντικεμαλισµού στη Δ. θράκη (1931). Οι ενέργειες αυτές αποτελούν την απαρχή µιας νέας ϐρησκευτικής πολιτικής η οποία επιβάλλεται ᾱπό την Τουρκία στους μουσουλμάνους της θράκης Και που αποβλέπει στην τουρκοποίηση της θρησκευτικής ζωής και ιδεολογίας τους. Ορισμένα από τα µέτρα που πρότεινε η κεµαλική Τουρκία και τα οποία αδιαμαρτύρητα αποδέχθηκε η χώρα µας είναι η αντικατάσταση του αραβικού αλφαβήτου στα µειονοτικά σχολεία µε το λατινικό αλφάβητο, όπως ακριβώς συνέβη αντιστοίχως και στην ΤουρΚία, η εισαγωγή από την Τουρκία αντιτύπων του Κορανίου καὶ άλλων συναφών θρησκευτικών βιβλίων µεταφρασμένων στην τουρκική και με λατινικούς χαρακτήρες στη θέση των πρωτοτύπων αραβικών κειµένων, η χορήγηση υποτροφιών σε μουσουλμανόπαιδες εκ θράκης για σπουδές σε θρησκευτικά σχολεία της Τουρκίας, η αποστολή ιεροκηρύκων και κατηχητών από την Τουρκία, η υποβάθμιση του έργου των ιεροσπουδαστηρίων Κομοτηνής και Εχίνου Ξάνθης, τα οποία κατά την άποψη της Τουρκίας καλλιεργούσαν τον παλαιοµουσουλµανικό συντηρητισµό, Και η ίδρυση νέων μειονοτικών σχολείων που θα ακολουθούσαν το κεµαλικό ιδεώδες, όπως συνέβη µε την ίδρυση του Γυμνασίου – Λυκείου Τζελάλ Μπαγιάρ στην Κομοτηνή κ.ά.

Ακόμη και σήµερα ορισμένα στελέχη της μειονότητας, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί από άλλους µειονοτικούς ως η «τουρκική µαφία», προβαίνουν σε εμφανείς για την ισχυροποίηση ενός τουρκικού Ισλάμ στο χώρο της Δ. θράκης. Ως τέτοιες ενέργειες θᾳ μπορούσαν να αναφερθούν; Η επιλογή και η προώθηση ψευδομουφτήδων µε διακηρυγµένες τουρκικές επιδιώξεις στη θέση των νομίµων εκλεγµένων μουφτήδων, η παρακώλυση των πιστών να προσεύχονται σε τζαμιά στα οποία παρίστανται οἱ νόµιμοι μουφτήδες, οἱ υποδείξεις προς τους πιστούς να τελούν ιεροπραξίες με τα στελέχη θρησκευτικών καθηκόντων, τα οποία σαφώς στηρίζουν τις τουρκικές θέσεις, η εκφώνηση λόγων και ομιλιών, η διατύπωση μηνυμάτων και η πραγματοποίηση του Κηρυγµατικού λόγου. στην τουρκική Και µε περιεχόµενο τουρκο-ισλαμικό, η σύσταση Και λειτουργία φροντιστηρίων στα οποία κατ΄ επίφαση µόνο γίνεται σπουδή του Κορανίου, ενώ στην πραγµατικότητα διδάσκεται η ηθική, η αλληλεγγύη, η αδελφοσύνη και η ιστορία των Τούρκων κ.ά. Με τη συγκατάθεση ης ελληνικής πολιτείας το µάθηµα των θρησκευτικών (της μουσουλμανικής θρησκείας) διδάσκεται σε όλα ανεξαιρέτως τα μουσουλμανόπαιδα (Πομάκους, Αθίγγανους Και τουρκογενείς) στην τουρκική γλώσσα, ενώ η τουρκική δεν αποτελεί τη μητρική γλώσσα των Ποµάκων και των Αθιγγάνων, ούτε η συνθήκη της Λωζάνης προβλέπει Κάτι τέτοιο ούτε βεβαίως το Ισλάμ αυτό Καθ’ εαυτό έχει ως επίσηµη έκφρασή του την τουρκική γλώσσα.

Τα παραπάνω παραδείγματα, αν τα εντάξει Κανείς στο πλαίσιο του υπερπροστατευτισµού που δείχνει η ΤουρΚία για τους μουσουλμάνους της Δ. Θράκης, µπορεί να αντιληφθεί τον επερχόµενο πλήρη εκτουρκισµό της θρησκευτικής ζωής των µη τούρκογενών πληθυσμών της Δ. θράκης.

*Αναπλ. Καθηγητής Α.Π.Θ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ