Αρχική » Η αναπαλαίωση της μεταπολίτευσης

Η αναπαλαίωση της μεταπολίτευσης

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 68, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2008

Ο Αλέξης Τσίπρας, άρτι εκλεγείς πρόεδρος του Συνασπισμού, δήλωσε πως ο στόχος του είναι μια «μεταπολίτευση από τα κάτω». Έτσι όρισε ο ίδιος τόσο το ιδεολογικό πλαίσιο των στοχεύσεών του, όσο και τις δυνατότητες του εγχειρήματος του. Η στόχευση του «νέου» Συνασπισμού δεν είναι η υπέρβαση, επιτέλους, ενός σχήματος που έχει καταστρέψει την Ελλάδα μέσα από έναν δάνειο και παρασιτικό εκσυγχρονισμό” δεν είναι η εγκατάλειψη της «μικρομεσαίας δημοκρατίας», που γενίκευσε και κοινωνικοποίησε τη διαφθορά και μετέβαλε την Αριστερά, από φορέα Αντίστασης, σε κύρια δύναμη ενσωμάτωσης του συστήματος. Όχι. Το ζητούμενο είναι μια «καλύτερη μεταπολίτευση». Τι πρωτότυπο! Αυτό διεκδικεί σύμπασα η κοινοβουλευτική Αριστερά σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, μια «καλύτερη μεταπολίτευση»! Μια μεταπολίτευση στην οποία η «Αριστερά», δηλαδή ο εαυτός τους, δεν θα αρκείται στη λειτουργία της ως ιδεολογικού μηχανισμού αναπαραγωγής του κράτους, μέσα από τα Συνδικάτα του δημόσιου τομέα, τα Πανεπιστήμια, τα Ευρωπαϊκά Προγράμματα, τα ΜΜΕ, ούτε στον «δανεισμό» στελεχών στα κόμματα εξουσίας (από τον Χριστοδουλάκη και τον Πάγκαλο έως τη Δαμανάκη, τον Ανδρουλάκη και τον Κοτζιά), αλλά επιτέλους θα μετέχει και η ίδια «αυτοπροσώπως» στη νομή της πολιτικής εξουσίας. Δηλαδή να γίνει επί τέλους πράξη το «όραμα» που γαλβάνιζε τον Συνασπισμό την περίοδο του «βρώμικου ’89».

Το ’89, το ρεσάλτο στην εξουσία, παρ’ όλο που φαινόταν εφικτό, προσέκρουσε στην κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, καθώς και στην ύπαρξη του Ανδρέα Παπανδρέου και την πόλωση μεταξύ της ευρύτερης Αριστεράς, του ΠΑΣΟΚ και της Δεξιάς. Το αποτέλεσμα ήταν πως οι στρατηγοί και καθοδηγητές του «ρεσάλτου» -ο Ανδρουλάκης και η Δαμανάκη- σήμαναν υποχώρηση και προσχώρησαν εν τέλει στο ίδιο αυτό «αποτρόπαιο» ΠΑΣΟΚ, του «νονού», κατά Ανδρουλάκη, Παπανδρέου.

Σήμερα λοιπόν, μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια, είναι καιρός για ένα νέο ρεσάλτο στην εξουσία. Και οι όροι είναι διαφορετικοί. Τον Παπανδρέου, τον «μεγάλο», τον έχει διαδεχθεί ο ολίγιστος. Το ΠΑΣΟΚ

είναι πολύ πιο φθαρμένο και γερασμένο, εμφανώς «δεν τραβάει» πλέον. Παράλληλα, και η Νέα Δημοκρατία μοιάζει ήδη κουρασμένη. Ο δικομματισμός είναι σε προφανή κρίση. Μήπως είναι η ώρα λοιπόν; Μήπως αυτή τη φορά το εγχείρημα μπορεί να επιτύχει; Μήπως μια αναπαλαίωση του Συνασπισμού με την προβολή μιας νεώτερης γενιάς θα μπορούσε να προσφέρει μια εναλλακτική λύση στο γερασμένο πολιτικό σύστημα και να ανανεώσει το δίδυμο ΠΑΣΟΚ – Κοινοβουλευτική Αριστερά διά του μικροτέρου εταίρου; Μήπως το «νέο αίμα» θα έλθει από τον Συνασπισμό και τη νεολαία του; Πολλοί μοιάζουν να το πιστεύουν. Ιδιαίτερα η επιτυχημένη προβολή του Τσίπρα έχει θαμπώσει και ταυτόχρονα συσκοτίσει τα αναλυτικά εργαλεία πολλών, συχνά και των συντρόφων μας.

Εμείς, αντίστροφα, επιμένουμε πως σε κρίση δεν είναι απλώς ο δικομματισμός, είναι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, ολόκληρο το σύστημα «μεταπολίτευση». Και δεν μπορεί να υπάρξει «μεταπολίτευση από τα κάτω», διότι δεν υπάρχει το κίνημα των «από τα κάτω» που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, ούτε ακόμα περισσότερο να σαρώσει το φθαρμένο σκηνικό της μεταπολίτευσης. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, όταν το 1988-89 έγινε το μεγάλο ρεσάλτο κατά του Ανδρεϊκού -τότε- ΠΑΣΟΚ, η κοινοβουλευτική Αριστερά διέθετε ένα τεράστιο απόθεμα από φρέσκες δυνάμεις, ολόκληρη τη «γενιά του Πολυτεχνείου», προερχόμενη από την ΚΝΕ, τον «Ρήγα» και ένα μέρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που κυριαρχούσε ήδη στα ΜΜΕ. «ανέβαινε» στον

χώρο του Πανεπιστημίου, των συνδικάτων, όπου κυριαρχεί μέχρι και σήμερα. Και ταυτόχρονα διέθετε μια τεράστια προωθητική δύναμη, που ήταν η Γκορμπατσωφική μετεξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης. Και όμως όλα κατέρρευσαν.

Η πτώση του «τείχους» του Βερολίνου εγκαινίασε την αρχή του τέλους αυτής της απόπειρας. Η κλασική σοσιαλδημοκρατία στην οποία προσχώρησε πλήρως το ΠΑΣΟΚ μετά το «βρώμικο ’89» εμφανίστηκε ως η μόνη εναλλακτική λύση και τα «παιδιά» της Περεστρόικα σκόρπισαν στους «πέντε ανέμους» (δηλαδή επιχειρήσεις, Πανεπιστήμια. Ευρωπαϊκά προγράμματα. ΜΜΕ, κόμματα), επιτυγχάνοντας στο ατομικό πεδίο ό,τι δεν πέτυχαν στο πολιτικό-συλλογικό. Σε όλη την περίοδο που ακολουθεί οι παλιοί Κνίτες και Ρηγάδες θα καταλάβουν τον χώρο που κινείται από το ΠΑΣΟΚ έως και τον Συνασπισμό, ενώ το ΚΚΕ θα επιστρέψει στην παγερή απομόνωση του, διασώζοντας όμως κάποιες επαφές με τα λαϊκά στρώματα. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των εφημερίδων του Συγκροτήματος Λαμπράκη ιδιαίτερα ΤΩΝ ΝΕΟΝ, και του «Έθνους», και κατ’ εξοχήν της «Ελευθεροτυπίας», καθώς και όλα τα περιοδικά και εφημερίδες του life style που θα ξεκινήσουν από το ΚΛΙΚ, και θα εκφράζουν αυτό το εκσυγχρονιστικό continuum, το οποίο θα κυριαρχεί στον κόσμο των ιδεών, το βιβλίο, τους εκδοτικούς οίκους, την τέχνη, έχοντας ως σημαία του την εθνομηδενιστική βουλγκάτα, και ως Αρκαδία της τις όμορφες Βρυξέλλες.

Σε αυτή την περίοδο λοιπόν μπορεί να μην κατακτήθηκε η πολιτική εξουσία, εκτός από περιπτώσεις ανοικτής προσχωρήσεως (Μικρούτσικος, Δαμανάκη, Ανδρουλάκης, Λοβέρδος, κ.λπ.), αλλά διασφαλίστηκε η ιδεολογική, καθώς και το απαραίτητο λιπαντικό της, το χρήμα. Όλοι αυτοί οι «αγωνιστές» του διαφωτισμού θα μετακινηθούν προς τα βόρεια προάστια, θα αποκτήσουν βίλες με πισίνες στο Πήλιο, την Αίγινα, αν όχι και τη Σαντορίνη, θα παίζουν μετά μανίας στο Χρηματιστήριο, θα ασχολούνται με τη γευσιγνωσία και τα κρασιά μικρών παραγωγών, θα κατακλύζουν το «Μέγαρο» και θα διαμορφώνουν τη νέα «καλή κοινωνία» – με προοδευτικό πρόσημο βεβαίως. Τα παιδιά τους -ορισμένα από αυτά-θα παίζουν λίγο τον επαναστάτη στα Εξάρχεια και τα μπαρ του Ψυρρή, αλλά «παιδιά είναι, τι να γίνει;», θα σπουδάζουν στη Γαλλία, την Αγγλία και την Αμερική, και θα στηρίζουν τα έντυπα του νέου life style, Athens Voice, Lifo, κ.λπ. – μια και τα παλιά, τύπου ΚΛΙΚ, εξέφραζαν την «απελευθέρωση» των σεξουαλικά πεινασμένων Κνιτών και αριστεριστών σε μια πρώτη «απελευθέρωση» τους μετά τα «αγωνιστικά» χρόνια 1974-1989.

Το 2004 σηματοδοτεί μια νέα εποχή, διότι το ΠΑΣΟΚ, με την ολοκληρωτική ενσωμάτωση των στελεχών του, όχι πλέον στο Πήλιο, αλλά στη Μύκονο και το Four Seasons των Παρισίων, καθώς και με την παράλληλη άνοδο του Παπανδρέου του ολίγιστου, μπαίνει σε μια βαθιά κρίση, ίσως τη βαθύτερη της ιστορίας του. Είναι ένα κόμμα χωρίς πλέον κανένα κίνητρο, χορτασμένο από είκοσι χρόνων εξουσία, ανίκανο να αντισταθεί στην άνοδο της Δεξιάς, την οποία εξ άλλου είχε προετοιμάσει με την ολοκληρωτική του προσχώρηση στον νεοφιλελευθερισμό. Μετά τα πρώτα δύο ή τρία χρόνια εξουσίας της Ν.Δ. και την παράλληλη πτώση του ΠΑΣΟΚ, διεφάνη πως δεν επρόκειτο πλέον για μια απλή «δεξιά παρένθεση». Και αν το επιχειρηματικό (Μπόμπολας, Κόκκαλης, Λαμπράκης) και πολιτισμικό κατεστημένο της Κεντροαριστεράς δεν φάνηκε να θίγεται τα πρώτα χρόνια της νεο-δημοκρατικής εξουσίας, η διαφαινόμενη σχετικά μακρά περίοδος της Δεξιάς ηγεμονίας αρχίζει να γίνεται ανησυχητική. Η διαπλοκή, παρ’ ότι μένει αδιατάρακτη, διαχέεται και σε νέους παίκτες, μειώνονται ή περιορίζονται οι επιχορηγήσεις προς τις ΜΚΟ, καθώς και προς τις εταιρείες προγραμμάτων. Ενδεικτικές υπήρξαν οι διαμάχες γύρω από τα προνόμια των πανεπιστημιακών αρχολίπαρων (που χρησιμοποίησαν τις φοιτητικές καταλήψεις για να τα διαιωνίσουν) και από το βιβλίο της Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, το οποίο έπληξε καίρια τον πυρήνα του πανεπιστημιο-εκπαιδευτικού και εκδοτικού λόμπι των εθνομηδενιστών, οι οποίες κατέδειξαν πως «οι δυνάμεις της προόδου» θα έπρεπε να συσπειρωθούν και να δράσουν.

Και μια και το εγχείρημα της αναπαλαίωσης του ΠΑΣΟΚ με τον Βενιζέλο απέτυχε, και το ΠΑΣΟΚ φαίνεται πως για αρκετά μεγάλο διάστημα θα παραμείνει εκτός παιγνιδιού, ανίκανο να εκφράσει μια νέα δυναμική ανάκτησης της εξουσίας, ήλθε η ώρα οι γερασμένοι πολεμιστές του 1989 να δοκιμάσουν μια «νέα έφοδο» προς την πολιτική εξουσία.

Η νέα αυτή στρατηγική θα εγκαινιαστεί με την ανάδειξη του Αλαβάνου στην ηγεσία του Συνασπισμού και τη συγκρότηση του «ΣΥΡΙΖΑ», που ήδη κέρδισε τους πρώτους πόντους με μια σημαντική άνοδο του εκλογικού ποσοστού στις εκλογές του 2007. Μετά από αυτές, για ένα διάστημα, το κέντρο βάρους της ενασχόλησης του «χώρου» έπεσε στο εγχείρημα Βενιζέλου, το οποίο εξ άλλου στήριξαν εκατοντάδες διανοούμενοι του ενιαίου Πασοκοσυνασπισμού. Παταγώδης αποτυχία και εδώ. Μήπως λοιπόν είναι ώρα να ξαναπαιχτεί η απόπειρα του 1989; Και μάλιστα με ένα ΠΑΣΟΚ ξεπνοημένο;

Τα «επαναστατικά» αντανακλαστικά των παλιών Κνιτών και Ρηγάδων στις εξοχές της Φιλοθέης ξυπνούν και πάλι. Η «Ελευθεροτυπία» και ο αγωνιστής Μπουκάλας από το μετερίζι της… «Καθημερινής» περνούν στην πρωτοπορία του αγώνα! Ωστόσο υπάρχει ένα πρόβλημα: Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του… ανανεωτικού και αμφισβητησιακού ΣΥΡΙΖΑ έχει τον υψηλότερο μέσο όρο ηλικίας από όλα τα κόμματα! Πώς λοιπόν θα εκφραστεί η ανανέωση; Ήδη τα εκλογικά ποσοστά του κόμματος, με την επικέντρωση στη Φιλοθέη και άλλες προλεταριακές συνοικίες, έδειχναν τα όρια του εγχειρήματος. Επειδή όμως οι αριστεροί, όταν μάλιστα έχουν αποκτήσει και ανανεωτικό-ευρωπαϊκό λούστρο, είναι αξεπέραστοι στις θεατρικές αναπαραστάσεις, βρήκαν εν τέλει τη λύση: 0α προβάλουν μια μηντιακή φιγούρα του επαναστατικού life style, τύπου «φόρουμ», ως του νέου ηγέτη που ενσαρκώνει την «ανανέωση», και ηλικιακή και πολιτική, ενώ παράλληλα οι «πεπειραμένοι αγωνιστές» θα συνεχίζουν να κρατάνε το κόμμα και κυρίως την Κοινοβουλευτική Ομάδα! Επιπλέον δε, υπάρχει και ο ΣΥΡΙΖΑ, που κατω από ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε να εμφανιστεί ως η «νέα συμμαχία» των σοσιαλιστικών και αριστερών δυνάμεων.

Γιατί όμως εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε πως και αυτό το εγχείρημα έχει κοντά πόδια και σύντομα θα αποδειχθεί η αδυναμία του «Συνασπισμού» να υποκαταστήσει πολιτικά το ΠΑΣΟΚ, παρόλο που μπορεί να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση; Για πολλούς λόγους:

Κατ’ αρχάς διότι η «ανανέωση» είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτη. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν εκφράζει μια γενιά πολιτικών αγωνιστών, όπως συνέβαινε με την παλιά γενιά του Πολυτεχνείου, ή έστω της δεκαετίας του ’80, η οποία έρχεται να ανανεώσει το πολιτικό σκηνικό και να υποσκελίσει τους παλαιότερους. Ελάχιστοι είναι οι συνομήλικοι’ του που συμπορεύονται μαζί του. Δεν παρήχθη στη δεκαετία του ’90, εν μέσω θριαμβεύοντας σημιτισμού, με Δαμανάκη και Κωνσταντόπουλο στον Συνασπισμό, μια ανάλογη γενιά.

Κατά δεύτερο λόγο διότι είναι το πρότυπο ενός επαναστατικού life style. Δηλαδή δεν είναι η έκφραση μιας αυθεντικής αμφισβήτησης, έστω και «ρεφορμιστικής», αλλά εκφράζει την αναπαράσταση κινημάτων και συμπεριφορών που υπήρξαν κάποτε επαναστατικά, αλλά σήμερα αποτελούν “life style”, όπως τα μπλουζάκια με τον Τσε, ή οι φράσεις περί «φαντασίας στην εξουσία», από τον Μάη του ’68, που έγιναν διαφημιστικά σλόγκαν της Μπένετον αυτό, άσχετα με τις προσωπικές του ικανότητες ή ήθος, διότι, όταν κάποιος δεν έχει πίσω του ένα πραγματικό κίνημα, υποχρεωτικά θα ενταχθεί στο star system του συστήματος. Και σήμερα, το life style δεν ταυτίζεται με το ανάλογο τής μετά την κατάρρευση του «τείχους» εποχής, που ήταν έντονα αντικομμουνιστικό και νέο-φιλελεύθερο, αλλά απαιτεί και ολίγη «αμφισβήτηση», πολύ οικολογία και αντιρατσισμό, ανήκει δηλαδή στον αστερισμό του ελευθεριακού νεοφιλελευθερισμού. Γι’ αυτό περάσαμε από τον Κωστόπουλο στον Τσαγκαρουσιάνο.

Και τέλος, διότι, όπως έχουμε τονίσει και αλλού, δεν μπορεί να υπάρξει στη σημερινή εποχή κρίσης της παγκοσμιοποίησης πρόταση που να διεκδικεί πλειοψηφικά χαρακτηριστικά και να παραμένει αγκιστρωμένη στις εθνομηδενιστικές αγκυλώσεις, όπως συμβαίνει με τον σκληρό πυρήνα του Συνασπισμού. Μπορεί τα κοινωνικά στρώματα του εθνομηδενισμού να έχουν ενισχυθεί, ιδιαίτερα στις νεώτερες γενιές, και να διασφαλίζουν μια σχετική ηγεμονία στην αντίστοιχη ιδεολογία στο εσωτερικό των ελίτ, της εκπαίδευσης και των ΜΜΕ, δεν αποτελούν όπως πλειοψηφία στα λαϊκά στρώματα, αντίθετα.

Εν κατακλείδι, μια τέτοια αρματωσιά, παρά τη σκανδαλώδη στήριξη των ΜΜΕ, παρά την κυριαρχία της εικονικής πραγματικότητας, δεν μπορεί να αντέξει στον χρόνο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα ενισχύσει περισσότερο τον Συνασπισμό, αλλά όχι τόσο ώστε να μπορέσει να υποκαταστήσει το ΠΑΣΟΚ. Σίγουρα πάντως θα επιταχύνει την κρίση του τελευταίου, κρίση η οποία άλλωστε τροφοδοτεί και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως εδώ υπάρχει μια δομική αντίφαση: Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ με μετακίνηση ψήφων από το ΠΑΣΟΚ, καθιστά αδύνατη την επίτευξη μιας οποιασδήποτε μετεκλογικής πολιτικής συμμαχίας, διότι με το ισχύον εκλογικό σύστημα -και, ακόμα περισσότερο, με το επόμενο, που έχει ήδη ψηφιστεί- η σύμπηξη της προϋποθέτει πως το ΠΑΣΟΚ θα είναι πρώτο κόμμα. Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο εάν… επαναπατριστεί ένα μέρος των ψηφοφόρων του που φεύγει προς τον “Σύριζα”! Κατά συνέπεια, αδιέξοδο!

Γι’ αυτό και η μόνη δυνατότητα να διατηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή τη δυναμική θα ήταν να της προσδώσει μόνιμα και δομικά πολιτικά χαρακτηριστικά, πέρα από τη συγκυριακή κρίση του ΠΑΣΟΚ. Όμως, σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να στηρίζει την άνοδό του στους «φιλοβενιζελικούς» ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι κατά 20% περίπου μετακινούνται προς τον ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις! θα έπρεπε να στηριχτεί σε ένα αυθεντικά αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, το οποίο να υπερβαίνει τα όρια του Κολωνακίου και των Εξαρχείων και να αγγίξει τις ίδιες τις λαϊκές τάξεις, αυτούς τους περιβόητους μισθωτούς των 700 ευρώ! Αυτό όμως θα προϋπέθετε ρήξη με τον εθνομηδενισμό και τον κοσμοπολιτισμό του, δηλαδή με τα κοινωνικά στρώματα με τα οποία είναι συνδεδεμένο, καθώς και με τον κατ’ εξοχήν ιδεολογικό ρόλο του ως του think tank του εκσυγχρονιστικού στρατοπέδου.

Μπορεί όμως ο «Συνασπισμός» να πραγματοποιήσει μια τέτοια ανατροπή των δομικών του χαρακτηριστικών; Υπό ομαλές πολιτικές συνθήκες, όχι! Γι’ αυτό και το πιθανότερο είναι να επανέλθει αργά ή γρήγορα στα… κιλά του.

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν υπάρχουν ακόμα οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να ανατρέψουν το παρόν πολιτικό σκηνικό, και μάλιστα από τα «αριστερά». Ο μόνος πραγματικά νέος πολιτικός φορέας που δημιουργήθηκε, και αυτός με αμφίβολο μέλλον, είναι ο ΛΑΟΣ, ο οποίος εκφράζει μια αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση, η οποία όμως έρχεται από τα δεξιά, και γι’ αυτό δεν μπορεί να ξεφύγει από τις αναφορές και τις εξαρτήσεις αυτού του χώρου. 0 ΛΑΟΣ μάλλον θα χρησιμεύσει για μια ανανέωση του χώρου της Νέας Δημοκρατίας, εξ ού και τα όριά του, που ήδη διαφαίνονται.

Κατά συνέπεια, η κρίση θα διαιωνίζεται χωρίς καμία πραγματική διέξοδο. Η Ελλάδα θα συνεχίσει, βολοδέρνει μεταξύ Τριανταφυλλόπουλου και θέμου, ενώ η κρίση θα μαστίζει το σύνολο των πολιτικών χώρων. 0 δε «Συνασπισμός» παραμένει μέρος της κρίσης και όχι απάντηση σε αυτήν, ενώ πολύ σύντομα θα φανούν και πάλι τα πραγματικά του όρια. Η «υπέρβαση» της μεταπολίτευσης έχει ήδη πραγματοποιηθεί, διά της αποσυνθέσεώς της. Το ερώτημα παραμένει πότε αυτή θα εκφραστεί και με δημιουργικό τρόπο. Και αυτό το ερώτημα παραμένει ζητούμενο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ