Αρχική » Μακεδονικό και βαλκανική πολιτική της Ελλάδος

Μακεδονικό και βαλκανική πολιτική της Ελλάδος

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 68, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2008

Για πολλά χρόνια, οι Έλληνες πολίτες, και ακόμα περισσότερο οι Έλληνες της διασποράς και οι Ελληνοαμερικανοί, αναρωτιούνται για ποιον λόγο οι Αμερικανοί υποστηρίζουν τόσο σκανδαλωδώς τα Σκόπια, παρόλο που οι Σλαβομακεδόνες είναι τόσο προκλητικοί, τα επιχειρήματα τους έξω από κάθε λογική, και το ειδικό βάρος τους τόσο μικρό, σε αντίθεση με εκείνο της Ελλάδας. Δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε πως αυτή η αμερικανική πολιτική στηρίζεται σε δύο βασικούς άξονες: Α. Στην αρχή του «διαίρει και βασίλευε», τόσο αρεστή στους Αγγλοσάξονες και τόσο χρήσιμη για τα συμφέροντα τους, στην περίπτωση των Βαλκανίων. Η σύγκρουση Ελλάδας – Σκοπίων καθιστά πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη, τη διαμόρφωση ενός βαλκανικού πόλου, αποκόβει την Ελλάδα από τη Σερβία, ενώ αντίθετα ενισχύει την απομόνωση της Ελλάδας από τα λοιπά Βαλκάνια, με τη δημιουργία ενός εχθρικού τόξου στα βόρεια σύνορά μας. Έτσι, όλες οι βαλκανικές χώρες παραμένουν έρμαια της Αμερικής και της νεο-οθωμανικής Τουρκίας απειλούμενες με παραπέρα σαλαμοποίηση, με την κατάλληλη χρήση των «μειονοτήτων».

Β. Στο γεγονός ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες και δεδομένων των στενών σχέσεων των ελληνικών ελίτ με τη Δύση και τις ΗΠΑ, που τις μεταβάλλουν σε οιονεί πράκτορες του ενδοτισμού στο εσωτερικό της χώρας, η στάση της Ελλάδας είναι ελεγχόμενη και προβλέψιμη. Η Ελλάδα, παρά τις αλλεπάλληλες προσβολές και καρπαζιές που δέχεται από τις ΗΠΑ, παραμένει πειθήνια. Και το υπογραμμίζουμε: Αυτό συμβαίνει διότι οι άρχουσες τάξεις και μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων, προκειμένου να διασφαλίσουν τα κέρδη και τον τρόπο ζωής τους, προτιμούν την υποταγή από την Αντίσταση -εξ ου και το φαινόμενο του εθνομηδενισμού, τον οποίον συμμερίζονται ο Γιώργος, ο Συνασπισμός και η Ντόρα.

Το τραίνο έχει πιθανότατα χαθεί οριστικά;

Το 1945, όταν ο Τίτο μετονόμασε τα Σκόπια από «Βαρντάρσκα» σε «Μακεδονία», χάθηκε το πρώτο τραίνο, διότι η Ελλάδα, μέσα στον κυκεώνα του Εμφυλίου, άφησε το ζήτημα να παγιωθεί.

Ακόμα χειρότερα όταν, αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (το 1953), παρότι ο Τίτο επειγόταν να στηριχτεί στο NATO, για να αντιμετωπίσει τον Στάλιν, και υπέγραψε το Στρατιωτικό Σύμφωνο με την Ελλάδα και την Τουρκία, η κυβέρνηση Παπάγου δεν έθεσε στο τραπέζι το Μακεδονικό, όπως όφειλε. Τέλος, το 1991, όταν η Γιουγκοσλαβία διελύθη, και η παλιά ομόσπονδη δημοκρατία έγινε πλέον ανεξάρτητο κράτος, η Ελλάδα όχι μόνο δεν κατόρθωσε να επιτύχει μια αλλαγή του ονόματος, έστω προς μια σύνθετη γεωγραφική ονομασία, αλλά άφησε να εξελιχθεί απρόσκοπτα το σενάριο των αναγνωρίσεων από 123 χώρες, μένοντας ταμπουρωμένη πίσω από το FYROM, χωρίς να επιβάλει καμία οικονομική ή άλλη κύρωση εναντίον των χωρών που την αναγνώριζαν, στηρίζοντας ταυτόχρονα αποφασιστικά την οικονομία των Σκοπίων. Και ερχόμαστε σήμερα, 63 χρόνια μετά την καθιέρωση του ονόματος «Μακεδονία» στα Σκόπια, και αφού πάνω από δύο γενιές Σκοπιανών έχουν γαλουχηθεί με αυτό το όνομα και την ταυτότητα του «μακεδονισμού», να επιχειρήσουμε ουσιαστικά το ακατόρθωτο, να τους υποχρεώσουμε να μεταβάλουν ονομασία.

Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα ορισμένες αμυδρές ελπίδες για μια τέτοια λύση, έστω κι αν αυτή δεν επιτευχθεί άμεσα, αλλά μεσοπρόθεσμα. Και δύο είναι οι βασικές αιτίες: ο ρωσικός και ο αλβανικός παράγοντας.

Α. Ο ρωσικός παράγων. Πράγματι, οι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν νέους κινδύνους στην απρόσκοπτη ηγεμονία τους στην περιοχή, κινδύνους που συνδέονται τόσο με τη δυναμική επανεμφάνιση του ρωσικού παράγοντα, όσο και με την παράλληλη αποδυνάμωση της ισχύος τους, ιδιαίτερα της οικονομικής. Οι Αμερικανοί δεν διαθέτουν τη δυνατότητα να «πληρώνουν» ικανοποιητικά τις εγχώριες ελίτ, γι’ αυτό και οι Ρώσοι, που διαθέτουν μεγάλα οικονομικά πλεονάσματα από το πετρέλαιο και το αέριο, επανεμφανίζονται δυναμικά, επιχειρώντας να καλύψουν το χαμένο έδαφος.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι Αμερικανοί επείγονται να «κλειδώσουν» τα κεκτημένα τους πριν κινδυνεύσουν σοβαρά από τη ρωσική ανάδυση. Έτσι, επιταχύνουν την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία και προοπτικώς τη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας, ενώ επιθυμούν να εντάξουν το συντομότερο δυνατό τα Σκόπια στην Ε.Ε. και το NATO, και βέβαια να παρεμποδίσουν μια ανάπτυξη των σχέσεων της Ελλάδας με τη Ρωσία.

Σε αυτό το πλαίσιο, υποχρεώνονται να αναθεωρήσουν και την τακτική που είχαν επιλέξει για το Μακεδονικό. Η τακτική τους συνίστατο στην υποστήριξη των Σκοπίων ως Μακεδονίας από όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες, έτσι ώστε να αναγνωριστεί εν τέλει από τη Γ. Σ. του Ο.Η.Ε. και η Ελλάδα να υποχρεωθεί να συρθεί εν τέλει σε κάποια μορφή αναγνώρισής της. Όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία που προαναφέραμε, τα γεγονότα πιέζουν και επείγουν. Τα Σκόπια πρέπει σήμερα να «κλειδωθούν». Κατά συνέπεια, η ένταξή τους στο NATO και την Ε.Ε. προϋποθέτει μια μορφή συναίνεσης ή εξουδετέρωσης των ελληνικών αντιδράσεων -γι’ αυτό και η ανακίνηση του ζητήματος της συμφωνημένης λύσης Ελλάδας – Σκοπίων. Επί πλέον, μπροστά στον κίνδυνο της ρωσικής διείσδυσης, παύει και η ελληνική πολιτική να είναι απολύτως προβλέψιμη και ελέγξιμη.

Β. Ο αλβανικός παράγων. Η ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου και η σταδιακή επιβεβαίωση του σεναρίου της «Με- γάλης Αλβανίας» αποτελούν μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τους Σλαβομακεδόνες των Σκοπίων. Μεσοπρόθεσμα, απειλούνται με εμφύλιο, με διαμελισμό και εν τέλει με εξαφάνιση. Γι’ αυτό και επείγονται να εισέλθουν το ταχύτερο στο NATO και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να διασφαλίσουν, κατά το δυνατόν, τη συνοχή τού ούτως ή άλλως εύθραυστου κράτους τους. Εξ άλλου, φοβούνται πως, αν δεν κινηθούν σύντομα -και δεδομένου ότι οι Αμερικανοί και οι Τούρκοι επενδύουν μακροπρόθεσμα στον αλβανικό παράγοντα-, θα απολέσουν κάθε γεωπολιτικό πλεονέκτημα, και οι Αμερικανοί σχετικά εύκολα θα τους εγκαταλείψουν χάριν των Αλβανών.

Να απορριφθεί η πρόταση Νίμιτς

Μπροστά στα σύννεφα που πυκνώνουν στον ουρανό των Σκοπίων, η Ελλάδα διαθέτει για πρώτη φορά κάποια πλεονεκτήματα, με την προϋπόθεση της επιμονής, της σταθερότητας, της διάρκειας. Η Ελλάδα, προτείνοντας μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό χαρακτήρα, έκανε εκείνο το βήμα και την υποχώρηση που μπορούσε και έπρεπε να κάνει. Δεν απαιτεί από τους Σκοπιανούς να συντριβούν κατά κράτος, τους δίνει μια διέξοδο, εκείνη της σύνθετης ονομασίας, που τους επιτρέπει να μπορούν να μιλήσουν στο εσωτερικό τους για έντιμο συμβιβασμό.

Με την προϋπόθεση όμως πως αυτή η θέση θα παραμείνει αταλάντευτη και αδιαπραγμάτευτη. Αυτή είναι η «κόκκινη γραμμή» της Ελλάδας. Έτσι, πρέπει να απορριφθεί η πρόταση Νίμιτς, τόσο γιατί προβλέπει διπλή ονομασία, όσο και γιατί περιέχει ένα σύνολο από απαράδεκτες θέσεις, όπως αυτές που αφορούν στη μη χρήση από την Ελλάδα των όρων «Μακεδονία-Μακεδονικός». Ωστόσο, ακόμα κι αν σήμερα οι Σκοπιανοί, που είχαν συνηθίσει να κερδίζουν σε βάρος μας όλες τις σημαντικές μάχες, δεν συναινέσουν, είναι βέβαιο πως, αύριο, θα δυναμώσουν ανάμεσά τους οι φωνές που θα καλούν σε συνδιαλλαγή με τη μόνη χώρα που έχει συμφέρον στην ύπαρξη του κράτους τους, δηλαδή την Ελλάδα.

Ακόμα περισσότερο, μάλιστα, αν αυτή η θέση μας συνοδευτεί με λήψη μέτρων -και οικονομικών και διπλωματικών και μέτρων που αφορούν στην ελεύθερη διακίνηση των κατοίκων των Σκοπίων- που θα καταδεικνύουν πως, επιπλέον, η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί ούτε αλυτρωτικη προπαγάνδα, ούτε αναμόχλευση μειονοτικών ζητημάτων στην Ελλάδα.

Αν τα Σκόπια, παρ’ όλα αυτά, επιμείνουν στον αλυτρωτισμό τους, τότε θα οδηγηθούν προς τη διάλυση και την εξαφάνιση τους ως κρατικής υποστάσεως. Η Ελλάδα θα έχει κάνει ό,τι μπορεί και περνάει από το χέρι της για την επιβίωση τους. Αν προτιμούν την εξαφάνιση, δική τους η επιλογή.

Εθνομηδενιστές και «Μακεδονομάχοι»

Δυστυχώς, η διαμόρφωση μιας σταθερής ελληνικής πολιτικής απέναντι στο πρόβλημα των Σκοπίων και του «μακεδονισμού» υπονομεύεται από το κυρίαρχο δίπολο της ελληνικής πολιτικής ζωής, εκείνο ανάμεσα στους κυρίαρχους ενδοτικούς και εθνομηδενιστές, από τη μια, και τους ψευδοπατριώτες, σωβινιστές, που λυμαίνονται τον πατριωτικό χώρο, από την άλλη. Αυτό το δίπολο, με τις δύο χαρακτηριστικότερες πολιτικές εκφράσεις του, τον Συνασπισμό από τη μια και το ΛΑΟΣ από την άλλη, κάνει απαγορευτική, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, τη διαμόρφωση μιας συνθετικής πολιτικής πρότασης που να συνδυάζει πατριωτισμό, κοινωνική απελευθέρωση, οικολογία και δημοκρατία, ενώ επιτρέπει στον κάθε πόλο να μακροημερεύει, τρεφόμενος από τον άλλο.

Στο «Μακεδονικό», η ενδοτική γραμμή χρησιμοποιεί τις ανίσχυρες κραυγές κάποιων «Μακεδονομάχων» υπέρ μιας θέσεως που δεν αντέχει πια στην πραγματικότητα για να προετοιμάζει τη «διολίσθηση» από τη σύνθετη ονομασία στη λεγόμενη «διπλή ονομασία», η οποία αποτελεί απαράδεκτη υποχώρηση, διότι έτσι, στην ουσία διαιωνίζει τη διατήρηση των Σκοπίων ως Μακεδονίας. Ο εθνομηδενισμός, «τι μας ενδιαφέρει το όνομα;», αντλεί τα επιχειρήματα του από το αντίπαλον «δέος». Το γεγονός ότι ο Καρατζαφέρης και ο Ανθιμος κατόρθωσαν να “εκπροσωπούν” την αντίθεση προς την ενδοτική γραμμή, προτείνοντας το δήθεν μαξιμαλιστικό «ούτε Μακεδονία, ούτε τα παράγωγά του» -γραμμή η οποία δοκιμάστηκε επί 17 χρόνια, με καταστροφικά αποτελέσματα-, αποτελεί βούτυρο στο ψωμί των ενδοτικών. Διότι δεν έχουν απέναντι τους ένα πλειοψηφικό, συνεκτικό και ρεαλιστικό κίνημα, το οποίο θα μπορούσε να εκφραστεί και στους δρόμους και στις πλατείες και το οποίο επιτάσσει: Μια και μόνη σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις, και επιβολή βέτο σε κάθε άλλη περίπτωση. Αντίθετα, απέναντι τους βρίσκεται ένα αίτημα προ-πολιτικό και «μαξιμαλιστικό», που τους επιτρέπει να διολισθαίνουν καθημερινά από τη «σύνθετη ονομασία» στη «διπλή», όπως κάνει ήδη ο Παπαχελάς, η Καθημερινή, η Ντόρα και ο Συνασπισμός, που είναι έτοιμοι να αποδεχτούν την απαράδεκτη πρόταση Νίμιτς. Οι τελευταίοι, με τη σειρά τους, εκτρέφουν το αντίπαλο ανθιμο-καρατζαφερικό δέος, στέλνοντας πολλούς ανθρώπους, που αγωνιούν ειλικρινά για την ελληνική Μακεδονία, και κατ’ εξοχήν τους ομογενείς Μακεδόνες, στην αγκαλιά τους.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, μακροημερεύουν και τα δύο στρατόπεδα. Το μεν κυρίαρχο, εκείνο του ενδοτισμού, δεν βρίσκει σοβαρούς αντιπάλους και προτάσεις απέναντι του, και επομένως, συμπαρασύρει όσους ανθρώπους θέλουν να είναι στοιχειωδώς αποτελεσματικοί, ενώ όσοι εξ επαγγέλματος «πουλάνε πατρίδα» αποπροσανατολίζουν τους αληθινούς πατριώτες.

Να αποφύγουμε την περικύκλωση

Η αγωνία αυτού του περιοδικού, που με αταλάντευτη συνέπεια, για δώδεκα χρόνια, υπερασπίζεται την εθνική ταυτότητα και το «κοινόν των Ελλήνων», από την Κύπρο έως τη Μακεδονία και τη Βόρειο Ήπειρο, είναι να αποφύγουμε την περικύκλωση.

Γιατί γνωρίζουμε πως, υπό τις παρούσες συνθήκες, η περικύκλωση αποτελεί το προοίμιο για την υποταγή ή ακόμα και τον διαμελισμό μας. Η περικύκλωση οδηγεί στην παράδοση μας στους Αμερικανούς και τον νεο-οθωμανισμό. Και επειδή η γεωπολιτική συγκυρία, εδώ και πολλές δεκαετίες, υπήρξε αρνητική για μας, είμαστε υποχρεωμένοι σε συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και συμμαχίες, προκειμένου να διατηρήσουμε το μείζον, την εθνική μας ακεραιότητα. Παρ’ όλα ταύτα, χάσαμε ήδη ένα ακριβό κομμάτι του ελληνισμού, την κατεχόμενη Κύπρο. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο συντάκτης αυτού του άρθρου υποστήριξε στο παρελθόν την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις αρνητικές συνέπειες αυτής της ένταξης σε πολλαπλά πεδία, έχοντας ως υπέρτατο κριτήριο το μείζον, να αποφύγουμε την απομόνωσή μας απέναντι στην Τουρκία.

Σήμερα, το κύριο μέτωπο για τη σωτηρία του ελληνισμού βρίσκεται στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Για να αντιμετωπίσουμε τη νεο-οθωμανική Τουρκία και το δυτικό της εξάρτημα, τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, που απειλούν να μας εγκλωβίσουν σε μια θανατηφόρα τανάλια απομόνωσης, πρέπει να «σπάσουμε την περικύκλωση» προς τα Βαλκάνια, και παραπέρα προς τον βορειότερο Ορθόδοξο χώρο, τη Ρωσία, την Ουκρανία κ.λπ. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζουμε και το ζήτημα των Σκοπίων. Μια έντιμη λύση -την οποία έχουμε ήδη ορίσει- θα αποτελούσε ένα εφαλτήριο για να επανασυνδεθούμε με τη Σερβία, για να κατασιγάσουμε τους υπαρκτούς αλυτρωτικούς κύκλους της Βουλγαρίας, που θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν την πιθανή διάλυση των Σκοπίων, ώστε να ενταχθεί και η Βουλγαρία μαζί με τη Ρουμανία σε έναν βαλκανικό πόλο στα πλαίσια της Ευρώπης. Η διαφαινόμενη απόρριψη της ένταξης της Τουρκίας μας προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για τη διαμόρφωση ενός βαλκανικού πόλου, που θα στηρίζεται κατ’ εξοχήν στους ορθόδοξους λαούς της περιοχής και θα ανοιχτεί στη συνέχεια και στους υπόλοιπους Βαλκάνιους.

Μόνον αυτός ο πόλος μπορεί να διασφαλίσει την ανεξαρτησία μας. Θα τη χάσουμε αυτή την ευκαιρία επιτρέποντας σε δίπολα τύπου Ντόρας – Καρατζαφέρη και Συνασπισμού – Άνθιμου να μας οδηγήσουν σε ήττα;

Προφανώς, όπως τονίσαμε, τίποτε δεν είναι διασφαλισμένο’ ωστόσο, εμείς πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποτύχει κάθε απόπειρα περικύκλωσης!

Οι εκλεκτικές συγγένειες του «μακεδονισμού»

Το προηγούμενο τεύχος του Άρδην ήταν αφιερωμένο στον «μακεδονισμό» των Σκοπίων, δηλαδή τον μικροϊμπεριαλισμό τους. Εν τούτοις, φαίνεται πως οι Σλαβομακεδόνες δεν έχουν το μονοπώλιο του «μακεδονιομού»! Και άλλες δυνάμεις, εγχώριες, και μάλιστα φαινομενικά ή όντως αντικρουόμενες, κινούνται προς μια «μακεδόνικη» κατεύθυνση, δηλαδή προς τη διαμόρφωση στην ελληνική Μακεδονία ενός κλίματος που, με αφετηρία την όντως εξωφρενική εγκατάλειψη της περιφέρειας, και μάλιστα της Μακεδονίας, από το αθηναϊκό κατεστημένο, προωθεί έναν εγχώριο «μακεδονισμό». Έχουμε δείξει στο παρελθόν πως εγχειρήματα όπως εκείνα του CDRSEE, το πρόσφατο ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Ισραήλ για τη θεσσαλονίκη, ο σημαντικός ρόλος και το βάρος του αμερικανικού Προξενείου εκεί, τα σχέδια για μια πολυεθνική θεσσαλονίκη «τεσσάρων εκατομμυρίων» κ.λπ., εντάσσονται σε αυτή την απόπειρα της σταδιακής απομάκρυνσης της Βόρειας Ελλάδας και της Μακεδονίας από την υπόλοιπη Ελλάδα.

Όμως, προς την ίδια κατεύθυνση συγκλίνουν και φαινόμενα συχνά άσχετα ή εκκινούντα από διαφορετική αφετηρία, όπως η απόπειρα διοικητικής διεκδίκησης των «Νέων Χωρών» από το Πατριαρχείο, η σύγκρουση «βορείων και νοτίων» στο ποδόσφαιρο κ.λπ. Το παράδοξο είναι πως κάτι ανάλογο και εξαιρετικά επικίνδυνο φαίνεται να διαγράφεται με αφορμή το «Μακεδονικό». Με δεδομένη και πραγματική την ενδοτικότητα της αθηναϊκής πολιτικής ελίτ στην πλειοψηφία των εθνικών θεμάτων και στο Μακεδονικό, διαμορφώνεται μια αντίληψη που υποστηρίζει πως η Μακεδονία «ξεπουλιέται συστηματικά από τους Αθηναίους» και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα «μακεδονικό κέντρο» ή ίσως και ένα «μακεδονικό κόμμα», που να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των Μακεδόνων.

Ο υποφαινόμενος, και το άρδην στο σύνολο του, έχουν υποστηρίξει από πολύ παλιά ότι η επικυριαρχία της Αθήνας πάνω στην Ελλάδα θα πρέπει να λάβει τέλος, ακόμα και ότι η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους θα πρέπει να μεταφερθεί προς Βορράν. Δηλαδή, για να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της εποχής και του «ανοίγματος» των Βαλκανίων, θα πρέπει η οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας να μετακινηθεί βορειότερα: κατά συνέπεια, αντί να απομακρυνθεί η Μακεδονία από την υπόλοιπη Ελλάδα, θα πρέπει, αντίθετα, «να πλησιάσει», δηλαδή ο «μακεδονισμός» να ταυτιστεί με τον «ελληνισμό»! Δεν διαθέτουμε την πολυτέλεια της απομάκρυνσης ή της «περιφερειοποίησης», διότι ο ελληνισμός απειλείται συνολικά με συρρίκνωση -και κατ’ εξοχήν η Βόρεια Ελλάδα! Επομένως, η Ελλάδα πρέπει να βαδίσει προς Βορράν και προς Ανατολάς – δηλαδή να ενισχύσει παράλληλα και το Αιγαίο. Με άλλα λόγια, πόλεμος στις αθηναϊκές ελίτ, ναι, διεκδίκηση, ναι, όχι όμως για διαχωρισμό αλλά για επιβολή μιας νέας περιφερειακότητας, με επίκεντρο τον Βορρά!

Εξ άλλου, η αντιμετώπιση της, τελεσίδικα πλέον, τουρκικής Κωνσταντινούπολης στα Βαλκάνια δεν μπορεί να γίνει από την Αθήνα, αλλά μόνο από τη θεσσαλονίκη.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο εντάσσεται και η αγωνία μας για «λύση» στο Σκοπιανό. Η αδυναμία λύσης και η μόνιμη εχθρότητα με τα Σκόπια, ή η διάλυση του κράτους τους με ανάπτυξη του αλβανικού και εν τέλει και του βουλγαρικού αλυτρωτισμού είναι το χειρότερο σενάριο, προπαντός για τη θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία, που θα τις αποκλείσει από τη φυσική τους βαλκανική ενδοχώρα. Ένα τέτοιο σενάριο θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την Αθήνα, και όχι το αντίστροφο.

Γι’ αυτό λοιπόν δεν μπορούμε να δεχθούμε εκείνους, που για λόγους πολιτικής δημαγωγίας, έλλειψης οράματος και στρατηγικής, αγραμματοσύνης, ή απλώς “χάριν παιδείας” εκμεταλλεύονται τη δίκαιη αγανάκτηση των Μακεδόνων απέναντι στην αχαρακτήριστη προπαγάνδα των Σκοπίων και τη νωχέλεια της Αθήνας, για να τους οδηγήσουν σε δρόμους αδιέξοδους και εν τέλει αντίθετους με αυτά που, υποτίθεται, ότι επιδιώκουν, δηλαδή προς τη συρρίκνωση.

Γνωρίζουμε πως αυτές οι θέσεις μας έχουν πικράνει πολλούς συντρόφους, πολλούς πατριώτες που, μέσα από τον ορυμαγδό του κυρίαρχου διπόλου και κατακλυζόμενοι από εύκολες δημαγωγίες και συκοφαντίες, αδυνατούν να κατανοήσουν το γιατί εμείς επιλέξαμε να πούμε την αλήθεια και όχι να χαϊδέψουμε τα αυτιά τους. Το γιατί εμείς μείναμε στην ίδια θέση αταλάντευτοι, από το 1991 μέχρι σήμερα, ακριβώς γιατί διαθέτουμε όραμα για την Ελλάδα, το όραμα του Ρήγα, και δεν θέλουμε να πέσουμε στην παγίδα του Σόρος και των Αμερικανών, των Νεο-οθωμανών και των Αλβανών σωβινιστών, που με την πεπονόφλουδα του σλαβομακεδονικού μικρο-ιμπεριαλισμού, θέλουν να μας ξεστρατίσουν και να κάνουν ευκολότερη την περικύκλωσή μας.

Το δυστύχημα, δε, είναι πως ένα μεγάλο μέρος του πατριωτικού χώρου δεν διαθέτει συγκροτημένο όραμα για το μέλλον, μένει απλώς στην υπεράσπιση του παρελθόντος μας. Αλλά, όπως δεν μπορείς να έχεις μέλλον χωρίς παρελθόν και μνήμη, έτσι και δεν μπορείς να υπάρξεις δίχως όραμα και στρατηγική. Ας διδαχθούμε από το μάθημα της Κύπρου, όπου η ακινησία και η απλή υπεράσπιση των κεκτημένων οδήγησε σε ήττα τον πρόεδρο Παπαδόπουλο. Ας πάψουμε να είμαστε απλώς ο χώρος που αντιστέκεται στα ξεπουλήματα, γεγονός ήδη σημαντικό, αλλά από ένα σημείο και μετά ανεπαρκές, και ας γίνουμε η φωνή ενός νέου οράματος για την Ελλάδα. Είναι η προϋπόθεση μιας οποιασδήποτε νίκης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ