Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ο Γεώργιος Τερτσέτης (1800-1874) στην Εθνεγερσία ήταν ένας από τους αγωνιστές των εθνικών ιδανικών. Έτσι τον χαρακτηρίζει ο λόγιος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας Ντίνος Κονόμος (Ζάκυνθος 1918-Λονδίνο 1990): «Ο Τερτσέτης δεν είναι μόνο ο συγγραφέας κι’ ο λογοτέχνης που περιέσωσε με το έργο του τις πράξεις και το πνεύμα των ηρώων του Εικοσιένα. Τ’ όνομά του θα ζήση στην ιστορία όχι μόνο για την άξια λογοτεχνική παραγωγή του, αλλά και για το ήθος του, για την πνευματική παλληκαριά του» (Ντίνου Κονόμου «Γεώργιος Τερτσέτης – Ανέκδοτα Κείμενα», Εκδ. Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήναι, 1959, σελ. 15).
Ο Τερτσέτης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Ο πατέρας του Ρωμαιοκαθολικός, η μητέρα του Ορθόδοξη. Οι γονείς κονταροχτυπήθηκαν για το πού θα ανήκε το παιδί τους. Ο ίδιος επέλεξε να ακολουθήσει την Ορθοδοξία. Το 1816 πηγαίνει στην Ιταλία και σπουδάζει νομικά στα πανεπιστήμια του Μιλάνου και της Πάντοβας, από το οποίο το 1820 παίρνει το πτυχίο της Νομικής και το 1822 το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Αντί να ασκήσει το επάγγελμά του στη Ζάκυνθο μυείται στη Φιλική Εταιρεία και από τότε έως το τέλος της ζωής του αφιερώνεται στην υπόθεση Πατρίδα. Παρά το καχεκτικό του σώματός του δεν μένει στην ασφάλεια της Ζακύνθου, αλλά περνάει στη Ρούμελη να πολεμήσει για την ελευθερία της Ελλάδος. Για λόγους υγείας επιστρέφει στη Ζάκυνθο, όπου είχαν καταφύγει η χήρα και τα τρία ορφανά του Μάρκου Μπότσαρη, των οποίων αναλαμβάνει την αγωγή και τη μόρφωσή.
Κατά τη διαμονή του στο νησί συνδέεται με τον Διονύσιο Σολωμό, και ήταν από τους ελάχιστους καλεσμένους του εθνικού μας ποιητή, που άκουσαν να απαγγέλλει ο ίδιος τον Εθνικό μας Ύμνο (Γεωργίου Τερτσέτη «Ανέκδοτοι λόγοι», Επιμ. Ντίνος Κονόμος, Εκδ. Ετ. Ιω. Καμπανάς, Αθήνα, 1969, 1ος Τόμος, σελ. 14).
Το 1824 ο Τερτσέτης γράφει το ποίημά του «Η καταστροφή των Ψαρών» και το 1826, όταν από τη διχόνοια κινδυνεύει η Επανάσταση, αποφασίζει να πολεμήσει και πάλι, παρά το ότι ήταν φιλάσθενος και καχεκτικός στο σώμα. Απλό στρατιώτη, με φουστανέλα και ξυρισμένο κεφάλι, τον βρίσκει ο διοικητής του στρατοπέδου Ριχάρδος Τσουρτς και τον παίρνει κοντά του γραμματέα. Οι κακουχίες τον καταβάλλουν για μιαν ακόμη φορά και το 1829 γυρίζει στη Ζάκυνθο, από την οποία επανέρχεται στην ελεύθερη Ελλάδα το 1830.
Στη δίκη που κατασκεύασε η Αντιβασιλεία κατά των Θεοδ. Κολοκοτρώνη και Δημ. Πλαπούτα ο Τερτσέτης ορίζεται δικαστής, με πρόεδρο τον Αθανάσιο – Αναστάσιο Πολυζωίδη (1802-1873). Οι δύο άνδρες αποδεικνύουν τη σκευωρία και ανθίστανται στις απειλές για τη ζωή τους, που δέχονται από τους κρατούντες, Βαυαρούς και Έλληνες, που ήθελαν μετά πάθους την καταδίκη σε θάνατο στην γκιλοτίνα των δύο ηρώων της Επανάστασης. Οι Βαυαροί περνούν τους δύο δικαστές από δίκη. Σε αυτήν ο Τερτσέτης λέγει στον Σκοτσέζο εισαγγελέα Μάσον τα εξής αλησμόνητα: «Ποίος είσαι εσύ, που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνο για την τιμή και τη ζωή των υπηκόων; Ποίος είσαι εσύ που παίζεις μ’ εμάς εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο που γεννηθήκαμε; Ο Εθνισμός ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευμένων εις τον αγώνα…» (Ντ. Κον. «Γ. Τερτσ. – Ανέκδ. Κείμενα» σελ. 11).
Στο ελεύθερο κράτος ο πολυτάλαντος Τερτσέτης προσφέρει πολλαπλές υπηρεσίες, ως δάσκαλος, ρήτορας, δημοσιογράφος, ερευνητής, ποιητής, νομικός. Στη γλώσσα πείθεται από τον Σολωμό και προσχωρεί στη Δημοτική. Γεμάτος ζήλο για την Πίστη και την Πατρίδα έκαμε ομιλίες όπου μπορούσε. Ως καθηγητής διδάσκει Ελληνική Ιστορία στη Σχολή Ευελπίδων, την οποία ίδρυσε το 1828 ο Ιωάν. Καποδίστριας. Οι ομιλίες του είναι ελκυστικές και πλην των Ευελπίδων, τις παρακολουθούν Έλληνες κάθε τάξεως και ηλικίας.
Ομιλίες κάμει όπου τον καλούν, στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Αγγλία. Θέματα του πάντα η Πϊστη και η Πατρίδα. Το 1846 διορίζεται Αρχειοφύλακας και Βιβλιοφύλακας της Βουλής, θέσεις που διατηρεί έως το θάνατό του. Πέραν των ομιλιών, εξέδωσε περιοδικό, τον «Ρήγα», και δημοσίευσε στο περιοδικό «Πανδώρα» (Ιδρυτές οι Κων. Παπαρρηγόπουλος, Αλέξ, Ραγκαβής και Νικ. Δραγούμης) πολλά δημοτικά τραγούδια, έως τότε άγνωστα ή λησμονημένα.
Στα Απομνημονεύματα του Θεοδ. Κολοκοτρώνη, που ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά του τα υπαγόρευσε και κυκλοφορήθηκαν με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836» υπάρχει η ομιλία του Τερτσέτη για το βιβλίο. Στην ομιλία αυτή, μεταξύ των άλλων, ο Τερτσέτης γράφει για τα αίτια των κακών, που βρήκαν τους Έλληνες: «Έμπειροι από τα παθήματά μας γνωρίζομε και τα αίτια των κακών: … αδυνάτισε ο φόβος Θεού, έλειψε ο έρως πατρίδος, με την φυγή των δύο στοιχείων λείπει και η συνοδεία τους, η ομόνοια, το φιλότιμο, η αλήθεια…» (Τύποις Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως, Αθήνησιν, 1846, σελ. ιγ΄).
Στον λόγο του, στις 25 Μαρτίου 1849, τον οποίο απευθύνει στους ίδιους τους αγωνιστές του 1821 και στους απογόνους τους και περιλαμβάνει ο Ντίνος Κονόμος στην αναφερθείσα έκδοση «Ανέκδοτοι Λόγοι», κατηγορεί το έθνος μας, ότι με τόσα αγαθά γης, ουρανού και θαλάσσης δεν κατόρθωσε ποτέ να μορφώσει πολιτική ενότητα. Το κατηγορεί επίσης για την κλίση που έχει μόνο να καυχάται για τα ανδραγαθήματα των προγόνων του, αγνοώντας ότι «η δάφνη δεν είναι χλωρή παρά εις τις κεφαλές εκείνων που τις επότισαν με τον ιδρώτα των». Και ένα τρίτο αμάρτημα για το οποίο κατηγορεί το Έθνος μας είναι η συνήθειά του «να αφήνει συχνά στη διάκριση της τύχης το σκάφος της πατρίδος». Και επισημαίνει: «Όταν η Ελληνική φυλή δεν αφιερώθη εις την τύχην, αλλ’ εις τα έργα της ανδρείας της, εφάνη ανίκητη. Μαρτυρία οι Περσικοί πόλεμοι και η εκστρατεία του νιού της Μακεδονίας, αρχιστρατήγου των Ελλήνων, και μαρτυρία τα πρώτα θαύματα των πρώτων ετών του Αγώνος» (Αυτ. Ι Τόμος, σελ. 183-199).
Ο Τερτσέτης δεν θέλει να περηφανευόμαστε για το παρελθόν μας, αλλά να αισθανόμαστε υπεύθυνοι, έναντι των προγόνων μας. Μιλώντας τα Χριστούγεννα του 1842 στους Έλληνες του Λονδίνου, αναφέρει ότι το Ελληνικό Έθνος ευεργέτησε την ανθρωπότητα βοηθώντας στην ημερότητα των ηθών της με την διάδοση του Χριστιανισμού, με τους Πατέρες της Εκκλησίας και τις Οικουμενικές Συνόδους, και τονίζει: «Ας μη φανούμε αχάριστοι εις τα θεία θεσπίσματα. Ας μην οκνεύομεν ποτέ εις τας χριστιανικάς αρετάς, την αγάπην, την εγκράτειαν… Και αν δεν έχωμε πολυάριθμα στρατεύματα…ας ειπούμε ότι τες αρχηστρατηγίες τες λαμβάνει το Ελληνικό Έθνος εις τα σκηνώματα των δικαίων, εις τα λημέρια του Παραδείσου» (Αυτ. σελ. 88).-