του Παναγιώτη Χούπα
Από τις αρχές του 2020, και έκτοτε αδιαλείπτως, ορισµένοι επιδίδονται σε λυσσαλέα προσπάθεια υποβάθµισης της πανδηµίας του ιού SARS-CoV-2. Ανεξαρτήτως κινήτρων, ταπεινών σε κάθε περίπτωση, διασπείρουν ψεύδη και ανακρίβειες προκαλώντας σύγχυση. Το νυν αφήγηµά τους κινείται σε δύο βασικούς άξονες. Διατείνονται ότι: 1) η επικρατούσα τελευταίως παραλλαγή δέλτα (δ) του ιού είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνη και 2) η αποτελεσµατικότητα των εµβολίων εναντίον της είναι πολύ µικρή.
Επιχειρείται έτσι διπλό πλήγµα στην επιστήµη µέσω ψευδών ισχυρισµών: υποστηρίζεται ότι ένας ιός «µικρής» επικινδυνότητας καθίσταται πλέον εντελώς ακίνδυνος και τα, ούτως ή άλλως, «επικίνδυνα» εµβόλια καθίστανται επιπλέον και άχρηστα. Η πραγµατικότητα είναι, φυσικά, πολύ διαφορετική.
Ούτε η πανδηµία έληξε ούτε τα ασφαλή εµβόλια αχρηστεύθηκαν
Η παραλλαγή δ κατεγράφη για πρώτη φορά στην Ινδία, τον Οκτώβριο του 2020. Πολύ πριν την κυκλοφορία οποιουδήποτε εµβολίου. Αυτός, άλλωστε, είναι και ένας προφανής λόγος για τον οποίο οι ισχυρισµός ότι, δήθεν, τα εµβόλια προκαλούν τις µεταλλάξεις πρέπει να απορρίπτεται ως αβάσιµος. Ο θεωρητικός λόγος απόρριψης αυτής της ανοησίας είναι βέβαια ακόµα ισχυρότερος. Οι µεταλλάξεις, ως τυχαία λάθη στο γενετικό υλικό του ιού, εµφανίζονται όταν αυτός πολλαπλασιάζεται. Στους προσβεβληµένους που δεν έχουν ανοσία.
Η παραλλαγή δ έχει ιδιαίτερα, πολύ επικίνδυνα χαρακτηριστικά
Είναι πολύ πιο µεταδοτική, όχι µόνο από τον αρχικό ιό της Wuhan, αλλά και από την έως πρόσφατα µεταδοτικότερη παραλλαγή του: την α (βρετανική). Έχει πλέον καθιερωθεί ως το προεξάρχον ιικό στέλεχος στον πλανήτη και εκτοπίζει ταχύτατα τις άλλες παραλλαγές. Στις ΗΠΑ ευθύνεται ήδη για άνω του 80% των νέων κρουσµάτων. Ακόµη λοιπόν και αν είχε µικρότερη θνητότητα, το αποτέλεσµα για την ανθρωπότητα δεν θα ήταν πολύ ελπιδοφόρο. Η θνητότητα, µόνιµο θύµα των αµφισβητιών και αρνητών πάσης φύσεως (προσπαθούν να τη µειώσουν όσο µπορούν µε αυθαιρεσίες και ταχυδακτυλουργίες) είναι µία µόνο από τις παραµέτρους εκτίµησης του κινδύνου. Η µεταδοτικότητα είναι εξίσου σηµαντική για να εκτιµηθεί το ύψος του φόρου σε ανθρώπινες ψυχές.
Αν, υποθετικά, κάποιος ιός που αρχικά προσβάλλει 100 ανθρώπους και θανατώνει τον έναν, µεταλλαχθεί και στη συνέχεια προσβάλλει 200 ανθρώπους θανατώνοντας τον έναν, δεν δικαιούµαστε να αισθανόµαστε ανακουφισµένοι, διότι παρόλο που η θνητότητά του έπεσε στο µισό (1/200=0,5% έναντι 1%), εµείς τον έναν συνάνθρωπο, τον συγγενή, τον γείτονα, τον φίλο, πάλι θα τον χάσουµε. Αν µάλιστα, µε αυτήν την ελαττωµένη (µισή) θνητότητα προσβάλλει τελικά 400 ανθρώπους, θα χάσουµε κι άλλον έναν.
Η παραλλαγή δ, λοιπόν, ως πιο µεταδοτική είναι πολύ επικίνδυνη. Το ενδεχόµενο µάλιστα να είναι και πιο θανατηφόρα (πιθανό, αλλά ανεπιβεβαίωτο µέχρι στιγµής) είναι εφιαλτικό. Σε κάθε περίπτωση, η έκρηξη κρουσµάτων και θανάτων στην Ινδία κατά τους τελευταίους µήνες, οφειλόµενη αποκλειστικά στη δ, ήταν εξαρχής σηµάδι συναγερµού. Η χώρα ήδη µετρά επισήµως άνω των 400.000 νεκρών από COVID-19 και αξιόπιστοι ειδικοί εκτιµούν τον πραγµατικό αριθµό των θυµάτων σε πενταπλάσιο.
Για τον κίνδυνο λοιπόν από την παραλλαγή δ ισχύει στο ακέραιο η δήλωση επιφανούς αλλοδαπού λοιµωξιολόγου: «δεν µιλάµε απλώς για αυξηµένα ποσοστά, µιλάµε για µεγαλύτερες τάξεις µεγέθους».
Για την υποτιθέµενη «αποτυχία» των εµβολίων, ισχύουν τα εξής: Κάποια αποτελέσµατα µελετών που έδειξαν αναλογικά σηµαντική µείωση της προστασίας από τα εµβόλια, αφορούσαν τις περιπτώσεις µόλυνσης από τον ιό. Ο πρωταρχικός όµως στόχος ενός εµβολιασµού, είναι η αποτροπή της σοβαρής νόσου και των επιπλοκών της και όχι η αποτροπή τής µόλυνσης. Αν το εµβόλιο αποτρέπει και τη µόλυνση, ακόµα καλύτερα, αυτό όµως είναι δευτερεύον.
Αυτό που όλοι ουσιαστικά ζητούµε από τα εµβόλια είναι να µας προφυλάξουν από το µοιραίο, να µην καταλήξουµε στην εντατική, να µην χρειαστούµε διασωλήνωση. Αν τελικά µολυνθούµε από τον ιό, να µην νοσήσουµε καθόλου ή να περάσουµε τη νόσο «στο πόδι», προστατεύοντας ταυτόχρονα το σύστηµα υγείας.
Οι µελέτες είναι σαφείς: η παραλλαγή δ µειώνει ελαφρώς τα ποσοστά προστασίας από τη βαριά νόσο και τον θάνατο, όµως η αποτελεσµατικότητα του πλήρους εµβολιασµού έναντι αυτών παραµένει πολύ υψηλή (ξεπερνά το 90% στις περισσότερες µελέτες). Τα υπόλοιπα ευρήµατα των µελετών, δηλαδή η φαινοµενικά «χαµηλή» θνητότητα της δ, καθώς και το µηδενικής σηµασίας τοπικό «παράδοξο» να υπάρχουν περισσότερα κρούσµατα µεταξύ των εµβολιασµένων από εκείνα µεταξύ των ανεµβολίαστων, είναι αναµενόµενα και εύκολα ερµηνεύσιµα: οι εµβολιασµένοι, πλειονότητα στα µέρη όπου διεξάγονται οι µελέτες, µπορεί να κολλήσουν αλλά προστατεύονται από τα δυσµενέστερα συµβάντα.
Τα αποτελέσµατα λοιπόν των µελετών είναι υπέρ του εµβολιασµού και όχι εναντίον του. Υπολογίζεται, ενδεικτικά, ότι ένας πλήρως εµβολιασµένος 80χρονος αντιµετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο θανάτου µε έναν ανεµβολίαστο 50χρονο. Πρόκειται για τεράστια µείωση του κινδύνου.
Στον πρωταρχικό τους στόχο, λοιπόν, τα εµβόλια κατά του κορωνοϊού εξακολουθούν να διαπρέπουν και γι’ αυτό η σύσταση της διεθνούς επιστηµονικής κοινότητας ήταν και παραµένει ο πλήρης εµβολιασµός, το συντοµότερο δυνατόν.
Εξάλλου, ειδικά η τεχνολογία mRNA επιτρέπει την ταχύτατη παρασκευή εµβολίων έναντι οποιασδήποτε συγκεκριµένης παραλλαγής. Οι εταιρείες που ειδικεύονται στην τεχνολογία αυτή έχουν ήδη έτοιµα εµβόλια κατά της παραλλαγής δ και έχουν ήδη υποβάλει στη ρυθµιστική Αρχή των ΗΠΑ αίτηµα για την έγκριση ενάρξεως των προβλεποµένων διαδικασιών για τη χορήγηση τρίτης «ενισχυτικής» δόσης.
Δημοσιεύθηκε στο 170ο φύλλο της Ρήξης (Ιούλιος 2021)