του Νίκου Ντάσιου | Από την Ρήξη Σεπτεμβρίου (φ. 171) που κυκλοφορεί.
Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,2% το β΄ τρίμηνο του ’21 σε σχέση με το αντίστοιχο του ’22, η αναθεώρηση της πρόβλεψης για ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης στο 5,8% σε συνδυασμό με την καταβολή 2,1 δισ. € από την Spear WTE Investments Sarl για την εξαγορά του 49% του ΔΕΔΗΕ, αποτέλεσαν τις εμβληματικές αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ομιλία του στην ΔΕΘ, προκειμένου να στείλει το μήνυμα της επιστροφής στην κανονικότητα και της προοπτικής ενός ενάρετου αναπτυξιακού κύκλου στη χώρα.
Το β΄ τρίμηνο του 2020 –που αποτελεί βάση σύγκρισης– η χώρα αντιμετώπισε μια πρωτοφανή υποχώρηση του ΑΕΠ, λόγω καθολικής καραντίνας, στα 39,6 δισ. € από 45,9 δισ. € το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, στο οποίο επανήλθαμε με την τρέχουσα αύξηση που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ. Αναφορικά δε με την αναθεωρημένη εκτίμηση της ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ, θα πρέπει να εκτιμηθεί το πραγματικό ΑΕΠ, δηλαδή η αξία των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών (λόγω π.χ. των θετικών επιδόσεων στον τουρισμό) σε σταθερές τιμές, αφαιρώντας τις ανατιμήσεις από το σύνολο σχεδόν των τελικών προϊόντων και των τιμών των ακινήτων[1].
Τα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας και ιδιαιτέρως η κάλυψη του 80% των αυξήσεων στα τιμολόγια της ΔΕΗ, η αύξηση του επιδόματος θέρμανσης κατά 20%, ο διπλασιασμός του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος τον Δεκέμβριο, σε συνδυασμό με μια σειρά φοροελαφρύνσεων, αποτελούν σαφή άμβλυνση των ανησυχιών των νοικοκυριών, θα αξιολογηθούν όμως από τη διάρκεια της εφαρμογής τους σε σχέση με τη διατήρηση των υψηλών τιμών και την αποτελεσματικότητα της πάταξης της αισχροκέρδειας. Εδώ και μήνες είχε διαφανεί ότι η περίοδος του φτηνού πετρελαίου αποτελεί παρελθόν, καθώς η τιμή του σκαρφάλωσε από τα 20 στα 70$ το βαρέλι. Η προαναγγελθείσα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στροφή στην «πράσινη ενέργεια» στηρίζεται στο εισαγόμενο φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο που θα αντικαταστήσει τον λιγνίτη, καθώς και στην αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Ο περιορισμός όμως της προσφοράς φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς τη Δυτική Ευρώπη, αποτέλεσμα γεωπολιτικών πιέσεων προς τη Γερμανία για την ολοκλήρωση του Nord Stream 2, σε συνδυασμό με την αύξηση της ενεργειακής ζήτησης από την Κίνα, εκτίναξε τις χονδρικές τιμές του αερίου κατά 80% μετακυλώντας το κόστος και στα τιμολόγια λιανικής του ηλεκτρικού ρεύματος[2] που εκτός των νοικοκυριών, θα επηρεάσει και τους πλέον ενεργοβόρους βιομηχανικούς κλάδους στην Ευρώπη. Η ευμετάβλητη από γεωπολιτικές συνθήκες εισαγόμενη ενέργεια επαναφέρει τον προβληματισμό για τη μείωση των τιμών εμπορίας ρύπων στην Ευρώπη, ώστε να καταστεί βιώσιμη η συνέχεια μέρους της παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη –με τις αναγκαίες τεχνολογικές παρεμβάσεις περιορισμού εκπομπής CO2– σε συνδυασμό με την παραγωγική αξιοποίηση εγχώριων ενεργειακών κοιτασμάτων και την «κοινοτική» παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ.
Η ευφορία στο κυβερνητικό στρατόπεδο προκύπτει από τους εκτιμώμενους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Θα πρέπει παρ’ όλα αυτά να συνεκτιμηθούν σημαντικοί παράγοντες που ενδέχεται ν’ αποτελέσουν τροχοπέδη σε μια τέτοια ευνοϊκή εξέλιξη.
Η αύξηση του μεταφορικού κόστους και του συνολικότερου κόστους παραγωγής στον πρωτογενή τομέα (πετρέλαιο, λιπάσματα, σπόροι, ζωοτροφές), σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες καταστροφές από τον καύσωνα και τη λειψυδρία, εκτίναξαν τις τιμές των σιτηρών, της ζάχαρης, των οπωροκηπευτικών και πολλών εποχικών φρούτων. Ο μειωμένος ΦΠΑ στις ζωοτροφές που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός αποτελεί πράγματι άμεσο μέτρο ανακούφισης, όμως λείπει μια συνολικότερη κατεύθυνση για την υποκατάσταση των εισαγωγών ζωοτροφών, σπόρων και ζωικών ποικιλιών σε συνδυασμό με τη μαζική στροφή σ’ ένα μοντέλο βιολογικής γεωργίας με μειωμένες εισροές λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων κοκ.
Η ευφορία στο κυβερνητικό στρατόπεδο προκύπτει από τους εκτιμώμενους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα επιτευχθούν από τα μεγάλα έργα υποδομών, πράσινης μετάβασης και ψηφιακής σύγκλισης, που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ, σε συνδυασμό με τις ξένες μεγάλες επενδύσεις. Θα πρέπει παρ’ όλα αυτά να συνεκτιμηθούν σημαντικοί παράγοντες που ενδέχεται ν’ αποτελέσουν τροχοπέδη σε μια τέτοια ευνοϊκή εξέλιξη, όπως π.χ. η πορεία της πανδημίας και των εμβολιασμών, η «υπερθέρμανση» της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και η εκδήλωση μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, που είναι πάντοτε υποβόσκουσα. Τα ομόλογα που έχουν συσσωρεύσει οι κεντρικές τράπεζες των πλουσίων χωρών, προκειμένου να ανταποκριθούν στα προγράμματα τόνωσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων την περίοδο της πανδημίας, ξεπερνούν τα 10 τρισ. $. Στις ΗΠΑ, με τον επίσημο πληθωρισμό να κυμαίνεται στο 5% –όντας στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερος–, η FED εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων ακολουθώντας το παράδειγμα της Βραζιλίας, του Μεξικού και της Ρωσίας. Αντίστοιχοι προβληματισμοί εκφράζονται και στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λόγω υψηλού πληθωρισμού στη Γερμανία (3,9%) και στις χώρες του Βορρά. Μια τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με την επιστροφή στο σύμφωνο σταθερότητας (2023), θα δυσχέραινε την αποπληρωμή των χρεών των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και πρωτίστως της χώρας μας, όπου το 2020 το χρέος έφτασε στο 205% του ΑΕΠ!
Τρεις βασικοί παράγοντες θα μπορούσαν να περιορίσουν τους κλυδωνισμούς μιας τέτοιας δυσμενούς εξέλιξης:
α) Η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους σε συνεργασία και με άλλες χώρες της Ε.Ε όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
β) Η τόνωση της ενδογενούς, τοπικής και συνεργατικής διάστασης του νέου παραγωγικού μοντέλου, ξεκινώντας από τον αμυντικό τομέα και τα ναυπηγεία, για τα οποία ελάχιστη αναφορά έγινε στη ΔΕΘ.
γ) Η γεωπολιτική ισχυροποίηση της χώρας, πατώντας στα ισχυρά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα: στο ιστορικό μας βάθος και στον οικουμενικό μας πολιτισμό, σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση περιφερειακών συμμαχιών πρωτίστως με την Κύπρο και δευτερευόντως μ’ όλες εκείνες τις δυνάμεις που αντιμάχονται τον νεοθωμανισμό.
[1] Η αύξηση των καταθέσεων την περίοδο της καραντίνας καθώς και τα κεφάλαια που εισέρευσαν από την ΕΚΤ στις συστημικές τράπεζες κατευθύνθηκαν κατά την πάγια τακτική κυρίως σε δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις καθώς και στην οικοδομική δραστηριότητα, οδηγώντας σε αύξηση κατά 4,6% των τιμών των ακινήτων -και κατ επέκταση των ενοικίων- το β΄ τρίμηνο του 2021.
[2] Η δημόσια ΔΕΗ ενσωμάτωσε στα συμβόλαιά της τη ρήτρα μετακύλισης των αυξήσεων της χονδρικής στα τιμολόγια λιανικής, “day ahead”, μόλις πριν ένα μήνα –πολύ αργότερα από τους ιδιώτες παρόχους– αποσόβησε δε τις αυξήσεις με οριζόντιες εκπτώσεις της τάξεως του 30% για τους οικιακούς και 50% για τους αγροτικούς πελάτες της.