Σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου
Του Γιώργου Ρακκά από την Ρήξη φ. 171
Στην καθιερωμένη συνέντευξή του στη ΔΕΘ, φέτος ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέπτυξε το πολιτικό του σχέδιο για μια μεγάλη, πολυσυλλεκτική παράταξη, «από τη δεξιά μέχρι την κεντροαριστερά», που μόνη της εκείνη θα καταλάβει το κέντρο του πολιτικού συστήματος. «Δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς αντιπροτείνει η άλλη πλευρά, μια διακυβέρνηση του κυρίου Τσίπρα με τον κύριο Βαρουφάκη;», συμπλήρωσε, λέγοντας πως η ελληνική κοινωνία έχει ζήσει ήδη αυτό το πείραμα και δεν θέλει να το ξαναδοκιμάσει.
Επιχειρεί έτσι ο πρωθυπουργός να παγιώσει την εικόνα που καταγράφηκε δημοσκοπικά κατά το πρώτο ήμισυ της θητείας του. Έχει στον νου, του προφανώς, να κυριαρχήσει στο πολιτικό σύστημα καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, μιμούμενος μακρόβιες θητείες σαν εκείνη της Μέρκελ. Ήδη ωστόσο, από τον τρόπο που πολιτεύθηκε μέχρι σήμερα ως πρωθυπουργός, διαφαίνονται τα στοιχεία εκείνα που υπονομεύουν εξ αρχής την απόπειρά του.
Το κυριότερο πρόβλημα για το σχέδιο περί ενός κόμματος-ομπρέλα, που καλύπτει τόσο μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό εύρος (μετριοπαθής δεξιά/αριστερά, ελίτ μέχρι κομμάτια των μεσαίων κατώτερων/κατώτερων τάξεων) είναι ότι κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται με συγκολλήσεις και πολιτική ισορροπισμών.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως, έτσι έχει κυβερνήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, προσπαθώντας να ικανοποιήσει αντιφατικά ιδεολογικά και κοινωνικά αιτήματα: Έτσι, στον Έβρο ή το Αιγαίο θα λειτουργήσει εθνοκρατικά, προστατεύοντας τα σύνορα, την ίδια στιγμή που αφήνει τον εθνομηδενισμό να κυριαρχεί στην κρατική τηλεόραση, με την επιτροπή του 1821. Συγκρούεται με την αριστερά για το ζήτημα της ασφάλειας στα πανεπιστήμια, για τις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας και τα επεισόδια, ή τους φυλακισμένους της 17Ν, αλλά εν τέλει εκπαραθυρώνει τον Χρυσοχοΐδη από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Εφαρμόζει ένα εντελώς αντιφατικό μείγμα υποχρεωτικότητας και… χαλαρότητας σε ό,τι αφορά τα υγειονομικά μέτρα για τον κορωνοϊό, τους εμβολιασμούς κ.ο.κ.
Η συνταγή έρχεται από τις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα τους επικοινωνιολόγους του Δημοκρατικού Κόμματος. Κυριαρχεί, ακόμα και τώρα, στο επιτελείο του Μπάιντεν. Σύμφωνα με αυτήν, η διακυβέρνηση οφείλει να ικανοποιεί εν μέρει όλους, κλίνοντας κατά καιρούς προς τη δεξιά ή προς την αριστερά, προς τους προοδευτικούς ή τους συντηρητικούς. Η συνέχεια της πολιτικής δεν έχει απαραίτητα σημασία. Όχι τόση, όσο το να διεμβολίζεις τα αντίπαλα εκλογικά ακροατήρια, ικανοποιώντας κατά καιρούς τα αιτήματά τους, γιατί έτσι αποτρέπεται συσπείρωση της αντιπολίτευσης.
Κάνει βέβαια και ο Τσίπρας ό,τι μπορεί, αλλά οι νέες τεχνολογίες, τα μεγαδεδομένα και η επεξεργασία τους δίνουν στους επικοινωνιολόγους πολύ πιο σαφή εικόνα για τη μαζική εκλογική συμπεριφορά απ’ ό,τι δέκα χρόνια πριν. Η πολιτική τείνει να καταστεί έτσι, περισσότερο μηχανική γνώμης και ψήφου, παρά να συνδέεται με τη στρατηγική ή κάποιο όραμα. Η οραματική πολιτική, όμως, χτίζει τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και ωθεί προς την υπέρβαση οδηγώντας τα πολιτικά συστήματα σε μια νέα περίοδο. Από το εγχείρημα Μητσοτάκη, εντούτοις, απουσιάζει αυτή ακριβώς η συγκολλητική ισχύς.
Το έτερο πρόβλημα του Μητσοτάκη αφορά στην κοινωνική του βάση. Μπορεί να προέταξε τη ρητορική υπέρ των μεσαίων τάξεων, απέναντι στον Τσίπρα και την «ταξική μεροληψία» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επί της ουσίας ο πρωθυπουργός διακατέχεται από μια νοοτροπία υπέρ των ολιγοπωλίων: Λίγα πολιτικά τζάκια, ο στενός κύκλος των υπερεπιχειρηματιών, η αφρόκρεμα του δημοσιογραφικού και του πνευματικού κόσμου. Αυτός, κατά την άποψή του, οφείλει να είναι ο κόσμος που θα διαχειρίζεται τη μοίρα της Ελλάδας. Ωστόσο αυτές οι ελίτ, πια, λόγω της προσκόλλησής τους στην παγκοσμιοποίηση, δεν διαθέτουν πλέον ούτε το οικονομικό συμφέρον, ούτε και τους πνευματικούς και πολιτισμικούς ορίζοντες ώστε να διαδραματίσουν ρόλο εθνικής ηγεσίας. Υφίσταται ένα τεράστιο ρήγμα μεταξύ τους, και των μικρών και μεσαίων που επικαλούνται ευκαιριακά.
Τι μένει, επομένως, στο πηλίκο; Ο μητσοτάκειος μονοπολισμός είναι μια επανασυγκόλληση διάσπαρτων ψηφίων του παλιού πολιτικού κόσμου –εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, μετανοημένοι λαϊκιστές και νυν τεχνοκράτες του ΛΑΟΣ, φιλελεύθεροι της ΝΔ– που προχωρούν σε μια «συσπείρωση ανάγκης», και όχι σε μια «συσπείρωση αλλαγής». Τέτοια υπήρξε και η συμμαχία του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 2015, εξ άλλου. Αυτού του τύπου οι συσπειρώσεις, ωστόσο, φτάνουν συνήθως μέχρι να ανακατέψουν μια τράπουλα και εξαιρετικά σπάνια καταφέρνουν να την ξαναμοιράσουν.