Αρχική » Δημογραφικές Πολιτικές στην Ελλάδα και την Ευρώπη: κάποιες σκέψεις αποτίμησης και κάποιες προτάσεις

Δημογραφικές Πολιτικές στην Ελλάδα και την Ευρώπη: κάποιες σκέψεις αποτίμησης και κάποιες προτάσεις

από Κώστας Γεώρμας

του Δρ Κωνσταντίνου Γεώρμα

11ο Διεθνές Συνέδριο, «Δημογραφική πρόκληση. Ο ρόλος των πολύτεκνων οικογενειών και το μέλλον της Ευρώπης». Οργάνωση: Ανωτάτη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος και Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, Ερευνητικό Εργαστήριο Κοινωνικής Διοίκησης. Συνεδριακό Κέντρο Αρχαίου Ελαιώνα, 18 Οκτωβρίου 2021.

Ένα στοιχείο που πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου στον τομέα της δημογραφίας είναι η ιδιαίτερη δυσκολία να τεκμηριωθεί το τι έχει αποτέλεσμα και τι όχι. Συνεπώς, σήμερα, θα μοιραστώ μαζί σας κάποιους προβληματισμούς και κάποιες προτάσεις που απορρέουν από αυτούς, χωρίς να διεκδικώ επιστημονικές περγαμηνές. Περισσότερο θέλω να μοιραστώ τις ανησυχίες μου ως Έλληνας πολίτης αλλά και ως μέλος του Ευρωπαϊκού πολιτισμικού γίγνεσθαι.

Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Έτσι, μια πρώτη επισήμανση που αφορά τις δημογραφικές πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί στην Ευρώπη, είναι το γεγονός ότι κανένα μίγμα πολιτικής, σε καμία χώρα της Ευρώπης, δεν έχει κατορθώσει να πετύχει ποσοστά γονιμότητας που να επιτρέπουν, έστω, την αναπλήρωση του πληθυσμού. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι η Γαλλία, μια χώρα που έχει δημογραφική πολιτική για πάνω από έναν αιώνα και, σήμερα βρίσκεται να έχει τα βέλτιστα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ποσοστά συνολικής γονιμότητας, το 2019, το ποσοστό αυτό ήταν 1,86, που υστερεί αρκετά από το αναγκαίο για την αναπλήρωση του πληθυσμού 2,1. Την ακολουθούν η Ρουμανία, με 1,77, η Ιρλανδία και η Σουηδία με 1,71.

Μια άλλη επισήμανση προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις που διεξάγει ο ΟΟΣΑ. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι σε Ευρωπαϊκό επίπεδο η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, ιδεατά, θα ήθελε δύο, τρία ή και παραπάνω παιδιά.  Συνεπώς, τελικά, οι άνθρωποι κάνουν πολύ λιγότερα παιδιά απ’ ότι επιθυμούν.

Υπάρχουν μια σειρά από εξηγήσεις για το γιατί συμβαίνει αυτό.

Η αστικοποίηση και η ύστερη εκβιομηχάνιση, μαζί με την κουλτούρα που τις συνόδευαν, συμβάδιζαν ή και επέδρασαν στην σμίκρυνση του μεγέθους της οικογένειας και την υπονόμευση του κύρους και του ρόλου της. Αξίζει εδώ να πούμε δύο λόγια γι’ αυτήν την κουλτούρα. Ονομάστηκε μεταυλιστική, υπό την έννοια ότι πήγαινε πέρα από τις μεταπολεμικές αξίες της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ασφάλειας. Πολλοί συγγραφείς ωστόσο, καταδεικνύουν ότι το μεταυλιστικό σήμαινε την επιδίωξη της «αυτοπραγμάτωσης», γεγονός που τελικά οδήγησε στην ανάδυση του ναρκισσιστικού εαυτού των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Εαυτού που καλλιεργήθηκε και από την τεράστια επέκταση του καταναλωτισμού, την εμπορευματοποίηση κάθε πλευράς της κοινωνικής ζωής, ακόμα και των ίδιων των οικογενειακών σχέσεων. Ιδιαίτερα για τις τελευταίες, οι δομές του κοινωνικού κράτους και οι «ειδικοί» κατέλαβαν μεγάλο μέρος από τις προηγούμενε διεργασίες που ελάμβαναν εντός τους.

Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της κουλτούρας ήταν η αναζήτηση του εσώτερου εαυτού απέναντι σε έναν «ψεύτικο κόσμο», η υποτιθέμενη αυτοκαλλιέργεια, η αναζήτηση της πνευματικής και ψυχικής ηρεμίας και αταραξίας, είτε στα χαλάκια της γιόγκα είτε σε εξωτικά τουριστικά μέρη. Και, πάνω απ’ όλα, η αναζήτηση του «περνάω καλά». Μια αναζήτηση που απεχθάνεται τη δέσμευση, την αυτοθυσία, την ταπεινότητα, στάσεις ζωής που ο ναρκισσιστής εαυτός του σήμερα θεωρεί ως καταπιεστικές, καταστροφικές για την προσωπική του υγεία και ηρεμία και την ευημερία του. Το να ζεις για τη στιγμή, αφού, όπως πρεσβεύει η νέα αισθητικότητα «μια ζωή την έχουμε», σημαίνει να απέχεις από αγάπη και καθήκον, δεσμευτικά καθώς είναι και τα δύο, και βέβαια να αποφεύγεις τις αναφορές και υποχρεώσεις τόσο ως προς τους προγόνους όσο και ως προς τους επιγόνους. Στον αγαπημένο μου μελετητή Κρίστοφερ Λας μπορείτε να βρείτε πιο εμπεριστατωμένες αναλύσεις για τα παραπάνω.

Εδώ, προς επίρρωση των όσων αναφέρθηκαν,  να παραθέσω μια φράση από μια δημοσκόπηση που διερευνούσε το γιατί δεν κάνουν οι άνθρωποι παιδιά στην Ελλάδα: «έχουμε τρία σκυλιά και απολαμβάνουμε κάθε λεπτό που περνάμε οι δύο μας. Επίσης απολαμβάνουμε τον ύπνο μας και το να κάνουμε μεγάλα ταξίδια με το αυτοκίνητο… να  προσαρμόσεις το παιδί σου στον τρόπο ζωής σου. Απλώς δεν θέλω να περάσω από αυτή τη διαδικασία».

Μια άλλη προσπάθεια εξήγησης ξεκινά από την υπόθεση ότι οι γονείς αποφασίζουν να κάνουν ένα ή περισσότερα παιδιά σταθμίζοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα σε σχέση με άλλες δραστηριότητες, είτε καριέρας είτε ελεύθερου χρόνου, στις οποίες θα μπορούσαν να επιδοθούν. Επιπλέον, λαμβάνεται υπ’ όψιν το κόστος ανατροφής του παιδιού, που ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή, με την έμφαση που δίδεται στο ζήτημα των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα υψηλό. Εξήγηση που δεν έρχεται σε αντίφαση με την προηγούμενη, αλλά και εξηγεί φαινόμενα όπως το γεγονός ότι όσο πιο ανασφαλείς οι άνθρωποι, τόσο πιο λιγότερα παιδιά γεννούν.

Να σημειώσω εδώ, ότι καμμία από αυτές τις προσεγγίσεις δεν εντάσσει στο σκεπτικό της την θεωρία της ταυτότητας. Το απλό, δηλαδή, γεγονός, ότι

Τέλος, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί θεωρίες αναφορικά με τον ισότητα των φύλων και το γεγονός ότι οι γυναίκες αποφασίζουν να καθυστερήσουν την ηλικία τεκνοποίησης, έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρώτα εκπαιδευτικές και επαγγελματικές δεξιότητες.

Ας δούμε ωστόσο το ζήτημα των πολιτικών. Πολιτική για το δημογραφικό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπήρχε. Μάλιστα, πριν λίγα χρόνια, μια άκρως ανησυχητική σε συμπεράσματα μελέτη της Eurostat, γρήγορα εξαφανίσθηκε από την σχετική ιστοσελίδα. Δυστυχώς για την μελέτη, τα συμπεράσματά της δεν συμφωνούσαν με τις πολιτικές για τη μετανάστευση που ήθελαν κάποια κράτη μέλη.

Ακόμα και όταν μιλά για δημογραφικές πολιτικές η ΕΕ αναφέρεται σε πολιτικές επίπτωσης της δημογραφικής γήρανσης και όχι σε δημογραφικές τέτοιες. Γι’ αυτό και οι πολιτικές προτάσεις αφορούν την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, την επιμήκυνση του εργασιακού βίου, την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών, την εναρμόνιση επαγγελματικού και προσωπικής ζωής. Μόλις πρόσφατα, με την ανάληψη της προεδρίας από την φον ντερ Λάιεν, η οποία ως γνωστόν είχε θητεύσει στο υπουργείο δημογραφικής πολιτικής της Γερμανίας, παρουσιάστηκε κινητικότητα επί του συγκεκριμένου προβλήματος. Η κινητικότητα αυτή οφείλεται επίσης και στο γεγονός ότι κάποια κράτη μέλη, αρνούμενα να αυτό-εξαφανισθούν,  πιέζουν πολιτικά για έναν όλο και πιο ενεργητικό ρόλο της Επιτροπής σε αυτά τα ζητήματα. Ωστόσο, στις σχετικές ανακοινώσεις της Επιτροπής, παρατηρείται ότι η προσέγγιση παραμένει ίδια. Μπορεί, δειλά-δειλά, να καταπιάνεται με ζητήματα όπως η περιφερειακή διάσταση στις πολιτικές για το δημογραφικό αλλά και η διάσταση της θέσης της Ευρώπης στον κόσμο ή ακόμα και οι επιπτώσεις του δημογραφικού στη δημοκρατία, αλλά ως εκεί. Οι αναλύσεις επί αυτών των ζητημάτων δεν προχωρούν για προφανείς λόγους. Για να διαμορφώσεις μια δημογραφική πολιτική κεντρικό ζήτημα είναι αυτό της ταυτότητας. Η δημογραφία δεν έχει να κάνει απλώς με οικογένειες και γονείς. Έχει να κάνει με την αναπαραγωγή αξιών, πολιτισμικών προσεγγίσεων, στάσεων ζωής.  Και, χωρίς να θέλω να επεκταθώ, μου είναι δύσκολο να κατανοήσω, πώς θα καλλιεργήσεις την Ευρωπαϊκή συνοχή, όπως αναφέρει η ανακοίνωση της Επιτροπής, όταν επιτρέπεις τη εισροή πολιτιστικών φορέων που θεωρούν τις ευρωπαϊκές αξίες, εργαλείο των απίστων;

Αλλά ας δούμε πιο συγκεκριμένα κάποιες πολιτικές για το δημογραφικό.

Μπορούμε να διακρίνουμε τρία είδη πολιτικών. Το πρώτο αφορά σε επιδοματικές πολιτικές. Είναι αρκετές οι χώρες που έχουν εισαγάγει οικονομική ενίσχυση άμα τη γέννηση του παιδιού, πρόσφατα άλλωστε, στις αρχές του 2020 και η Ελληνική Πολιτεία προχώρησε σε ένα τέτοιο μέτρο. Σε κάποιες χώρες αυτό συνοδεύεται με τον εξοπλισμό του βρεφικού δωματίου. Στη συνέχεια ακολουθούν τα επιδόματα παιδιού, οι φορολογικές ελαφρύνσεις για όσους έχουν παιδιά, και άλλα παρόμοιας υφής μέτρα. Πάντως η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών αμφισβητείται. Μάλιστα, έρευνες δείχνουν ότι ενίοτε οδηγούν σε αύξηση της κατανάλωσης των γονέων, αφού μειώνουν το κόστος ανατροφής των παιδιών.

Η δεύτερη μεγάλη κατηγορία πολιτικών είναι αυτή των γονικών αδειών. Ασφαλώς πρόκειται για την πιο κρίσιμη και αποτελεσματική πολιτική. Όπως άλλωστε έχει καταδειχθεί, η παρουσία των γονέων είναι απαραίτητη για την ομαλή συναισθηματική και πνευματική ανάπτυξη του παιδιού κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του. Δύο ζητήματα αναδύονται εδώ. Για να είναι αποτελεσματικές τέτοιες πολιτικές πρέπει το ποσοστό αναπλήρωσης του μισθού των γονέων να είναι υψηλό. Και βέβαια ο χρόνος να είναι αρκετός. Η Σουηδία προσφέρει 18 μήνες, ενώ  στη Γερμανία οι μήνες μπορεί να φθάσουν τους 36. Κάποιες άλλες χώρες προσφέρουν 14 εβδομάδες. Εδώ προκύπτουν επίσης μια σειρά από ζητήματα. Εάν η επιχειρηματικότητα δεν έχει διαμορφώσει μια κουλτούρα φιλική προς την οικογένεια και το παιδί, δύσκολα τέτοιες πολιτικές μπορούν να εφαρμοστούν. Επιχειρηματίες που δεν έχουν υψηλές δεξιότητες διαχείρισης εργατικού δυναμικού, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, είναι αδύνατον να ανταποκριθούν σε τέτοια μέτρα. Κοιτάχτε την περίπτωση της Ελλάδας όπου πριν προσληφθεί μια γυναίκα ερωτάται εάν σκοπεύει να παραμείνει έγκυος. Εάν η αγορά εργασίας δεν διακρίνεται από ευελιξία με ασφάλεια, τέτοιες πολιτικές δύσκολα αποδίδουν.

Συνέχεια των παραπάνω πολιτικών είναι και η ύπαρξη δομών κοινωνικής φροντίδας, κυρίως βρεφονηπιακών σταθμών. Οι Γάλλοι, οι οποίοι έχουν ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα δημογραφικές πολιτικές, διαθέτουν ένα ευρύτατο δίκτυ τέτοιων δομών. Οι Σουηδοί επίσης έχουν ένα ευρύτατο δίχτυ και άλλων δομών που είναι απαραίτητες, και στην Ελλάδα τείνουμε να τις παραβλέπουμε: Δομές για την φροντίδα παιδιών και ατόμων ΑμεΑ αλλά και για την φροντίδα της τρίτης ηλικίας. 

Μια άλλη μεγάλη κατηγορία πολιτικών είναι η στεγαστική πολιτική και ιδιαίτερα η στέγαση για τα νέα ζευγάρια. Εδώ θα αναφερθώ και πάλι στο σουηδικό κοινωνικό κράτος. Δεν συζητείται ιδιαιτέρως το γεγονός ότι το σουηδικό κοινωνικό κράτος αναπτύχθηκε ως απάντηση απέναντι στο δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Σουηδία στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ιδιαίτερα στο γεγονός της μετανάστευσης του νεανικού της πληθυσμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι οι πρώτες ευρείας έκτασης πολιτικές ήταν κατά πρώτον η στέγαση των νέων οικογενειών, η οικονομική τους ενίσχυση και η προώθηση των γυναικών στην απασχόληση.

Εδώ αξίζει να αναφερθούν κάποια σχόλια αναφορικά με τη σχέση αυτών των μέτρων και του ποσοστού γονιμότητας. Η ανάπτυξη δομών και επιδομάτων του κοινωνικού κράτους δεν είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει στην αύξηση του ποσοστού γονιμότητας. Μπορεί απλά να αποτελέσει ένα μέσο για την μείωση του κόστους του μεγαλώματος των παιδιών και μεταφορά των όσων πόρων «κερδήθηκαν» έτσι, στην καλλιέργεια της ατομικής «αυτοπραγμάτωσης».

Οι γονικές άδειες δεν είναι σίγουρο ότι θα έχουν επίσης το αποτέλεσμα που επιδιώκεται δημογραφικά. Αναφέραμε το ζήτημα της διαμόρφωσης της αγοράς εργασίας έτσι ώστε οι γυναίκες ή και οι άνδρες να κάνουν χρήση αυτού του μέτρου. Πάντως, στη Σουηδία, που υπάρχουν και σχετικά στατιστικά στοιχεία, καταδείχθηκε ότι η αύξηση της γονιμότητας προήλθε από θέσεις εργασίας που κατέλαβαν οι γυναίκες στο δημόσιο τομέα και, μάλιστα, θέσεις που σχετίζονταν με τις κοινωνικές υπηρεσίες. Έτσι, είχαν πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια να κάνουν χρήση των μέτρων όπως η γονική άδεια. Η μείωση του δημοσίου κατά 90.000 θέσεις την δεκαετία του 1990 είχε ως αποτέλεσμα την απότομη πτώση των ποσοστών γονιμότητας στην χώρα.

Ένα στοιχείο κρίσιμης σημασίας, πολιτισμικό και πάλι, είναι το γεγονός ότι γυναίκες που είχαν το πρώτο τους παιδί σε μεγάλη ηλικία, που είναι πλέον καθιερωμένη πρακτική σε όλες τις χώρες της ΕΕ, έπαιρναν πιο εύκολα την απόφαση για ένα δεύτερο παιδί εάν είχαν την εμπειρία της συμμετοχής του άνδρα στο μεγάλωμα του πρώτου παιδιού. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι αυτές οι γυναίκες είναι κατά κύριο λόγο υψηλού μορφωτικού επιπέδου, και άρα έχουν παντρευτεί και αντίστοιχου μορφωτικού επιπέδου άνδρες. Μάλιστα, αυτό το στοιχείο ανατρέπει την θεωρία της βέλτιστης χρησιμότητας, αφού στην πραγματικότητα έχουμε τις γυναίκες που έχουν να «χάσουν» τα λιγότερα, αφού είναι άνεργες ή οι δεξιότητές τους δεν τους επιτρέπουν μια αξιοζήλευτη μελλοντική καριέρα, να είναι αυτές που αποκτούν μικρότερο αριθμό παιδιών.

Μια άλλη κρίσιμη παράμετρος στο ζήτημα της γονιμότητας είναι η ανασφάλεια. Και εδώ αναφερόμαστε κυρίως στην ανασφάλεια που κυριαρχεί, ιδιαιτέρως στις νέες γενιές, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Δεν είναι τυχαίο ότι στις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά γονιμότητας τα επίπεδα νεανικής ανεργίας είναι τα υψηλότερα, ενώ αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν και τα μεγαλύτερα προβλήματα στο ζήτημα του περάσματος από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας. Τεράστια πρόκληση για τους πολιτικούς, αφού εδώ το ζητούμενο είναι ένα πλέγμα πολιτικών που ξεκινά από την αναδιαμόρφωση της εκπαίδευσης, την γρήγορη μετάβαση από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, την αναδιαμόρφωση της οικονομίας και μία σειρά άλλων δομικών μέτρων.

Το ζήτημα της ανασφάλειας όμως, έχει και μία άλλη διάσταση. Το μεγάλωμα των παιδιών. Για σκεφτείτε ότι ένα παιδάκι της πρώτης δημοτικού στην Ελβετία, πηγαίνει μόνο του στο σχολείο. Εδώ, όχι μόνο συνοδεύεται από τον γονέα του αλλά, ο τελευταίος, κρατάει και την τσάντα του παιδιού! Όταν μιλάω για «ασφάλεια», αναφέρομαι σε ένα εύρος ζητημάτων όπως η εγκληματικότητα, οι εθισμοί, η σεξουαλική εκμετάλλευση, η ασφάλεια των σχολείων, των πλατειών, της διασκέδασης και των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου. Η ασφάλεια των δρόμων και των πεζοδρομίων. Γενικότερα, οι πολιτικές για το δημογραφικό πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι χρειάζεται η συλλογική προσπάθεια ενός «χωριού», μιας κοινότητας, για να μεγαλώσει ένα παιδί. Συνεπώς, οι προτάσεις πολιτικής θα πρέπει να στοχεύουν στην διαμόρφωση ενός πολιτισμικού και κοινωνικού πλαισίου φιλικού προς τα παιδιά και τις οικογένειες, ενός πλαισίου που θα δίνει τα απαραίτητα εργαλεία στις οικογένειες για να μεγαλώσουν αξιοπρεπώς τον αριθμό παιδιών που επιθυμούν και, παράλληλα, να διασφαλίζει ότι τα παιδιά θα έχουν ένα ασφαλές, υγιές και με καλλιέργεια των δυνατοτήτων τους περιβάλλον για να μεγαλώσουν

Μια τέτοια πολιτική την βασικότερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει είναι ο πόλεμος ενάντια στους γονείς, ο πόλεμος ενάντια στην οικογένεια, η υποβάθμιση της έννοιας και της αξίας και των λειτουργιών της οικογένειας, της μητρότητας και της πατρότητας, η συνεχής τάση υποβάθμισης του ρόλου και της αξίας των παιδιών μέσω της εμπορευματοποίησης της παιδικότητας, της σεξουαλικοποίησης των πάντων και της εξάλειψης της παιδικότητας ως φάσης στη ζωή του ανθρώπου.

Η προπαγάνδα της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης και σοσιαλφιλελεύθερης ναρκισσιστικής ελίτ, προσπαθεί να καταπνίξει το γεγονός ότι η καλλιέργεια της ταυτότητας του να είσαι γονέας είναι αυτή που δημιουργεί μια δυναμική κοινότητα μέσα από την οποία πολιτικά μπορεί να οικοδομηθεί το αύριο μιας χώρας. Γιατί ένα από τα πρωταρχικά αισθήματα που διαμορφώνουν ισχυρές ταυτότητες είναι η αγάπη του γονέα για το παιδί του. Όταν αυτός ο θεμελιώδης, πρωταρχικός δεσμός, αδυνατίζει και φθείρεται, καταστροφικές συνέπειες επιπίπτουν για την κοινότητα, για το έθνος. Το αίσθημα της θυσίας, η κοπιώδης εργασία που στόχο έχει τον άλλο και όχι τον εαυτό μας, αυτά δηλαδή που κάνουν οι γονείς, αποτελούν την πηγή της ενσυναίσθησης, της καλλιέργειας ικανοτήτων και της αφοσίωσης στην κοινωνία. Συνεπώς το κεντρικό ζήτημα μιας δημογραφικής πολιτικής δεν είναι να φέρω λίγους μετανάστες για να βοηθήσω την αγορά εργασίας (που ακόμα και αυτού η αποτελεσματικότητα αμφισβητείται από μελέτες), αλλά το τι πρέπει να κάνει μια κοινωνία για να προσδώσει και πάλι αξία και να αναζωογονήσει την τέχνη και την πρακτική της γονεϊκότητας και έτσι να αναγεννήσει τα παιδιά μας και να ανανεώσει το έθνος. Να ανανεώσει την πατριωτική δημοκρατική ταυτότητα και σε ένα ευρύτερο επίπεδο να ανανεώσει την ευρωπαϊκή δημοκρατική ταυτότητα.

Συνεπώς ναι. Πολιτικές που θα στοχεύουν στην ανάπτυξη της υπαίθρου, των περιφερειών, στην καταπολέμηση του γιγαντισμού αστικών τερατουργημάτων όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκης είναι πάνω από απαραίτητες.

Πολιτικές για την εναρμόνιση οικογενειακού και επαγγελματικού βίου είναι και αυτές κρίσιμης σημασίας.

Πολιτικές στέγασης είναι και αυτές το ίδιο σημαντικές, εάν όντως επιθυμούμε αλλαγές στις δημογραφικές τάσεις.

Πολιτικές ενίσχυσης των οικογενειών, ναι, και σε αυτές.

Όμως, είναι απαραίτητες και, ακόμα πιο δύσκολες και πιο απαιτητικές, οι πολιτικές με στόχο τη διαμόρφωση ενός ασφαλούς, παραγωγικού και αξιοπρεπούς μέλλοντος για την νεολαία. Το 2011 ήταν 911.000 τα άτεκνα ζευγάρια στην Ελλάδα. Από ένα παιδί να έκαναν αυτά, θα ανέτρεπαν τις δημογραφικές τάσεις. Τα 200.000 νέα ζευγάρια που μετανάστευσαν είναι και αυτά μια πληγή, που χρειάζεται μια πολιτιστική και οικονομική επανάσταση για να τα φέρουμε πίσω.

Μα πάνω απ’ όλα, χρειάζεται μια πολιτιστική επανάσταση που θα θέσει πάλι στο επίκεντρο της πολιτικής την ενίσχυση της οικογένειας, ως τον πυρήνα που θα καλλιεργήσει τις αξίες της δέσμευσης, του χρέους προς τους προγόνους και τους επιγόνους, της αίσθησης ότι ερχόμαστε μαζί από το παρελθόν και θα πορευτούμε μαζί στο μέλλον, της δέσμευσης ότι πρέπει να αναπαραγάγουμε και να γονιμοποιήσουμε έναν πολιτισμό που προωθεί το κράτος δικαίου, την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα και που, όπως αναφέρουν και οι Ανακοινώσεις της Επιτροπής, πιθανά να είναι από τα λίγα σημεία του πλανήτη όπου τέτοιες αξίες κυριαρχούν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος 22 Νοεμβρίου 2021 - 22:03

Πρέπει να θεσπιστούν φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις για όσους επιβαρύνουν το δημογραφικό. Πρεπει παράλληλα να διευκολυνθεί η υιοθεσία παιδιών από τον τρίτο κόσμο. Οι Έλληνες θα μαυρίσουν λιγάκι αλλά θα επιβιώσουν. Μόνο του σπανού τα γενιά δεν γίνονται.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ