Μουσείο Φιλικής Εταιρείας- Οδησσός
Η αφήγηση του ειδικού απεσταλμένου της εφημ. Figaro Arnaud De La Grange
Δημοσιεύτηκε στις 21 Απριλίου 2022
ΡΕΠΟΡΤΑΖ – Οι 2500 περίπου Οδεσσίτες ελληνικής καταγωγής εκφράζουν την υποστήριξή
τους στην Ουκρανία, σε μια δίκαιη ανταπόδοση της ιστορίας.
Λίγο πιο πάνω σε αυτή την ακτή της Μαύρης Θάλασσας, η πόλη της Μαριούπολης μετράει
τα βήματα του Γολγοθά της. Είναι η απόλυτη δοκιμασία, ένας ολοκληρωτικός αστικός
πόλεμος. Το μεγάλο λιμάνι, που φιλοξενούσε μια σημαντική ελληνική μειονότητα, δεν είναι
πια παρά ένας σωρός ερειπίων και θα χρειαστεί πολύς καιρός για να υψωθεί και πάλι εκεί
η ελληνική σημαία. Προς το παρόν, η σημαία αυτή κυματίζει στέρεα στην Οδησσό, την πόλη
που ζει στον παλμό των μαχών στη νότια και ανατολική Ουκρανία. Στις αρχές του μήνα, ο
υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας ήρθε εδώ για να ανοίξει και πάλι το ελληνικό
Προξενείο σε αυτό το παλιό λιμάνι.
Από τότε, ο πρόξενος Δημήτριος Δόχτσης κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει τη
δοκιμαζόμενη Ουκρανία. «Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, λέει ο πρόξενος, υπήρξαμε παρόντες
στο παρελθόν και θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε ακόμα περισσότερο εδώ σε τούτη τη
δοκιμασία. Και θα βοηθήσουμε όσο μπορούμε στην ανοικοδόμηση». Αφού
πραγματοποίησε πολλές εκκενώσεις αμάχων, το προξενείο συντονίζει την έλευση της
ανθρωπιστικής βοήθειας. Είναι περήφανος για το ότι πρόκειται για το μοναδικό προξενείο
–που εξυπηρετείται από επαγγελματία διπλωμάτη– μιας ευρωπαϊκής χώρας και μέλους του
ΝΑΤΟ που είναι εγκατεστημένο στην Οδησσό. Υπήρχε βέβαια και άλλο ένα προξενείο στη
Μαριούπολη, όπου ζούσε μια κοινότητα ελληνικής καταγωγής που αριθμούσε περίπου
70.000 άτομα σε έναν συνολικό πληθυσμό 430.000 κατοίκων. Στην Οδησσό είναι πολύ
λιγότεροι, περί τους 2.500.
Πρόκειται για μια δίκαιη επιστροφή της Ιστορίας, έναν φόρο τιμής στη μνήμη που αποδίδει
η Ελλάδα σε μια πόλη η οποία «έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη ιστορία της
Ελλάδας και στη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους», λέει ο Δημήτριος Δόχτσης.
Το Μουσείο της Φιλικής Εταιρείας συντηρεί αυτή τη μνήμη. Εδώ, το 1814, ιδρύθηκε η
«Φιλική Εταιρεία», μια συνωμοτική οργάνωση που κατέστρωσε τα σχέδια για την ελληνική
ανεξαρτησία. Οι ιδρυτές της, εμπνεόμενοι από τις ιδέες της γαλλικής και αμερικανικής
επανάστασης, καλλιέργησαν το εθνικό αίσθημα απέναντι σε τέσσερις αιώνες οθωμανικής
κατοχής. Και με δική της πρωτοβουλία ξεκίνησε το 1821 ο πόλεμος της ανεξαρτησίας,
αρχικά στη Μολδοβλαχία προτού να φθάσει στην Πελοπόννησο.
Μια αρχαία παρουσία
Αυτή την παρουσία την βλέπουμε παντού, από τα τοπωνύμια μέχρι την αρχιτεκτονική.
Υπάρχει η Οδός των Ελλήνων, που διασχίζει το κέντρο της πόλης, η πλατεία των Ελλήνων,
και αναρίθμητα κτίρια κτισμένα από αυτούς. Ένα όνομα αντηχεί ιδιαίτερα στην ιστορία
αυτής της πόλης-λιμανιού, το όνομα του
της επί 17 χρόνια, από το 1878 έως το 1895. Διαχειρίστηκε χρηστά την περιουσία του. Η
πόλη του χρωστάει το αρχαιολογικό μουσείο, το μουσείο Καλών Τεχνών καθώς και πολλά
άλλα καθιδρύματα. Εξάλλου, στην πρώτη κατοικία του συγκεντρώνονταν οι συνωμότες της
Φιλικής Εταιρείας. Τότε ήταν ο χρυσούς αιών της Οδησσού. Μέσα σε έναν αιώνα υπήρξαν
επτά δήμαρχοι ελληνικής καταγωγής.
Κατά μήκος της «Λεωφόρου των Γάλλων», που πήρε το όνομά της μετά το ταξίδι του
τσάρου Νικόλαου Β΄ στο Παρίσι, ένα δημόσιο πάρκο εκτείνεται στην καρδιά αυτής της
περιφερειακής γειτονιάς όπου οι πλούσιοι Οδεσσίτες είχαν τις ντάτσες τους. Ανάμεσα στα
δέντρα διακρίνονται μεγάλες βίλλες των οποίων η παρηκμασμένη όψη δεν μπορεί να
κρύψει την πολυτέλεια του παρελθόντος. Η πιο όμορφη, με τους πυργίσκους και τα
μπαλκόνια της, ανήκε στην οικογένεια Παρασκευά, που χρωστούσε την περιουσία της στη
βιομηχανία δέρματος. Μια άλλη, επιβλητική, ήταν ιδιοκτησία των Μαυροκορδάτων, οι
οποίοι είχαν έντονη παρουσία στον τραπεζικό τομέα, τις επιχειρήσεις ακινήτων και την
αμπελοκαλλιέργεια.
Σήμερα, ορισμένοι από αυτούς τους ιστορικούς τόπους δεν είναι προσβάσιμοι, καθώς είναι
περικυκλωμένοι από οδοφράγματα και προστατεύονται από σάκους με άμμο. Όταν
ξεκίνησαν τον πόλεμο, στις 24 Φεβρουαρίου, οι Ρώσοι σχεδίαζαν να καταλάβουν αυτό το
τόσο στρατηγικό λιμάνι με έναν διπλό ελιγμό, μια επίθεση από ξηράς και μια απόβαση
στρατευμάτων. Αλλά, στην ξηρά, τα ρωσικά στρατεύματα, αφού κατέλαβαν τη Χερσώνα,
αναχαιτίστηκαν στο Μικολάεβ. Σε απόσταση μίας ώρας από την Οδησσό, οι συγκρούσεις
εξακολουθούν να είναι βίαιες, με τους Ουκρανούς να επιδιώκουν να ξαναπάρουν τη
Χερσώνα ενώ οι Ρώσοι υπερασπίζονται πεισματικά αυτή τη λωρίδα γης που επιτρέπει την
επικοινωνία με την Κριμαία. Η απειλή κατά της Οδησσού έχει κάπως απομακρυνθεί.
Επιθέσεις με πυραύλους έχουν γίνει ακόμα και πρόσφατα σε υποδομές στην περιφέρεια
της πόλης. Αλλά οι Οδεσσίτες, βαθιά μέσα τους, ελπίζουν πως ο Πούτιν δεν θα τολμήσει να
πνίξει στο αίμα την πόλη που ίδρυσε η Αικατερίνη Β΄ και της έδωσε αυτό το όνομα εις
μνήμην της ελληνικής αποικίας της Οδησσού, της σημερινής Βάρνας της Βουλγαρίας. Εκτός
και αν το όνομα αυτό της δόθηκε προς τιμήν του ομηρικού ήρωα, Οδυσσέα.
«Η ελληνική κοινότητα υπήρξε πολύ ισχυρή για μεγάλο διάστημα, όχι πάντα πολυάριθμη
αλλά μεγαλοαστική, διαχειριζόμενη τράπεζες και ναυτιλιακές εταιρείες», διηγείται ο
πρόξενος. «Με κάποιον διαφορετικό τρόπο, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει και σήμερα
μεγάλη οικονομική σημασία για την Οδησσό: περίπου 30-40.000 Οδεσσίτες εργάζονται σε
πλοία του ελληνικού εμπορικού στόλου. Αυτό αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος που
αρδεύει τα πάντα, από την οικοδομή μέχρι τις πωλήσεις αυτοκινήτων. Βέβαια, αυτά ίσχυαν
πριν από τον πόλεμο».
Γι’ αυτό και πολλές ναυτιλιακές εταιρείες διαθέτουν υποκαταστήματα σε αυτή την πόλη,
αδελφοποιημένη με τον Πειραιά. Τα λιμάνια της περιοχής εξασφαλίζουν, υπό κανονικές
συνθήκες, το 60% των ουκρανικών εξαγωγών, ποσοστό που αυξάνεται στο 90% για τα
αγροτικά προϊόντα.
Εθελοντές μαχητές το 2014 και 2015
Ο Γενάντι Πολατόφ γεννήθηκε στο Μπακού, όπου είχαν καταφύγει οι πρόγονοί του από
την Τραπεζούντα, προκειμένου να γλιτώσουν από τους Οθωμανούς. Ήρθε να σπουδάσει
στην Οδησσό, όπου και παρέμεινε, και σήμερα είναι πρόεδρος της «Ελληνικής Λέσχης της
Οδησσού, Ελλάδα», η οποία είχε ιδρυθεί παλαιότερα από έναν αξιωματικό του Κόκκινου
Στρατού, τον Αριστοτέλ Παπουνίδι. Η λέσχη προσπαθεί να προωθήσει τον ελληνικό
πολιτισμό μέσω της μουσικής ή του χορού, είτε στέλνοντας κάθε χρόνο δέκα νέους της
πόλης να σπουδάσουν στην Ελλάδα. Άλλωστε, ο γιος του έπαιζε μέχρι πρόσφατα σε μια
ποδοσφαιρική ομάδα της Θεσσαλονίκης. «Την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης γινόμαστε
αντικείμενο παρακολούθησης και ταπεινώσεων, μας λέει, αλλά σήμερα άλλα πράγματα
απειλούν την ταυτότητά μας: οι νέοι δείχνουν λιγότερο ενθουσιασμό στο να αναβιώσουν
αυτό το πνεύμα, στρέφονται λιγότερο προς την ιστορική και πνευματική κληρονομιά».
Ωστόσο, ορισμένα ιδρύματα, όπως η Σχολή 118, παρέχουν μια εκπαίδευση εξειδικευμένη
στην ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό.
Ο πόλεμος, όμως, κάνει τους ανθρώπους πιο ενεργητικούς. Μέλος μιας άλλης «Ένωσης των
Ελλήνων της Οδησσού», ο Ανατόλι Μπουρναζάκι, γνωρίζει «πολλούς Έλληνες που ήρθαν
να πολεμήσουν εθελοντικά το 2014 και 2015», όταν οι φιλορωσικές δυνάμεις
εποφθαλμιούσαν ήδη τη Μαριούπολη. «Ορισμένοι μάλιστα εντάχθηκαν στο τάγμα Αζόφ»,
μας λέει. Ο ίδιος, καθώς η οικογένειά του κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη, εργάστηκε για
μεγάλο διάστημα σε μια επιχείρηση χαλιών, και άσκησε εθελοντικά καθήκοντα ιερέα στον
στρατό. Όπως μας λέει, «η Ελλάδα αγωνιζόταν πάντα για την ανεξαρτησία της, και αυτό μας
δίνει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη». Ελπίζει πως ο πόλεμος δεν θα καταστρέψει το πνεύμα
της Οδησσού. «Πρόκειται για μια ιδιαίτερα κοσμοπολίτικη πόλη, όπου συνυπήρχαν πάντα
αρμονικά όλες οι κοινότητες, και ο μόνος ανταγωνισμός ανάμεσα σε Έλληνες και Εβραίους
αφορούσε στο εμπόριο. Οι τελευταίοι κυριάρχησαν σε αυτό ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα».
Όντας μέλος του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα υιοθέτησε μια σκληρή στάση απέναντι στη Μόσχα,
προσφέροντας στρατιωτική βοήθεια ενώ πρόσφατα κατάσχεσε ένα ρωσικό πετρελαιοφόρο.
Και κυρίως διεμήνυσε ότι θα φροντίσει ιδιαίτερα ώστε η διεθνής δικαιοσύνη να ερευνήσει
τα πιθανά εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στη Μαριούπολη. «Γιατί», όπως
αναφέρει ο Ανατόλι Μπουρναζάκι, «οι Ρώσοι αντιμετωπίζουν σήμερα τον ουκρανικό
πληθυσμό όπως αντιμετώπιζαν οι Οθωμανοί του Έλληνες».
Μετάφραση Χριστίνα Σταματοπούλου